12.-(1) Ο Υπουργός έχει αρμοδιότητα να εξετάζει, κατόπιν υποβολής παραπόνου ή και αυταπάγγελτα, τυχόν παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Όταν διαπιστώνεται παράβαση του παρόντος Νόμου, ο Υπουργός προβαίνει στις πιο κάτω ενέργειες:
(α) διατάσσει ή συστήνει στον παραβάτη όπως μέσα σε τακτή προθεσμία τερματίσει την παράβαση και αποφύγει επανάληψή της στο μέλλον ή σε περίπτωση που η παράβαση τερματίσθηκε πριν από την έκδοση της απόφασης, βεβαιώνει με απόφασή του την παράβαση,
(β) δημοσιεύει ή απαιτεί από τον παραβάτη τη δημοσίευση της απόφασής του στο σύνολό της ή εν μέρει, με τη μορφή και τον τρόπο που κρίνει κατάλληλο,
(γ) απαιτεί επιπλέον από τον παραβάτη τη δημοσίευση μέσα σε τακτή προθεσμία, επανορθωτικής δήλωσης με την μορφή και τον τρόπο που κρίνει υπό τις περιστάσεις κατάλληλο,
(δ) επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης, το οποίο δε θα ξεπερνά τις διακόσιες χιλιάδες ευρώ,
(ε) αποφασίζει ότι σε περίπτωση συνέχισης της παράβασης, θα οφείλεται διοικητικό πρόστιμο μέχρι και χίλια ευρώ για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης, ανάλογα με τη βαρύτητα αυτής,
(στ) ζητά με αίτησή του προς το δικαστήριο την έκδοση απαγορευτικού ή προστακτικού διατάγματος, περιλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, εναντίον οποιουδήποτε προσώπου το οποίο, κατά την κρίση του, ενέχεται ή ευθύνεται για την παράβαση αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 του παρόντος Νόμου.
(3) Κατά τη δυνάμει του εδαφίου (1) διερεύνηση οποιασδήποτε παράβασης το Υπουργείο δύναται, αν το θεωρήσει σκόπιμο, να λάβει υπόψη του οποιαδήποτε ανάληψη δέσμευσης που παρέχεται από τον παραβάτη ή εκ μέρους του παραβάτη, αναφορικά με τη γενόμενη παράβαση και την προοπτική άρσης ή αποκατάστασης αυτής.
(4) Ο Υπουργός οφείλει να αιτιολογεί δεόντως την απόφασή του σε σχέση με την άσκηση οποιασδήποτε από τις εξουσίες που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου.
(5) Ο Υπουργός δύναται να αναθέσει την άσκηση οποιασδήποτε αρμοδιότητας που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο στο Γενικό Διευθυντή.