20.(1) Αδειούχος αποδέκτης Κλάσης Α ή Β ή εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος, σε περίπτωση που αυτός είναι νομικό πρόσωπο, υποχρεούται να εξασφαλίσει την προηγούμενη έγκριση της Αρχής πριν προβεί σε οποιαδήποτε αλλαγή ή ενέργεια που αφορά τα ακόλουθα:
(α) Απόκτηση σημαντικού συμφέροντος σε αδειούχο αποδέκτη Κλάσης Α ή Β ή σε εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο, από πρόσωπο που δεν κατέχει σε αυτό σημαντικό συμφέρον·
(β) κάτοχος σημαντικού συμφέροντος παύει να κατέχει τέτοιο συμφέρον σε αδειούχο αποδέκτη Κλάσης Α ή Β ή σε εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο∙
(γ) αλλαγή στο Διοικητικό Συμβούλιο ή στους αξιωματούχους της διεύθυνσης του αδειούχου αποδέκτη Κλάσης Α ή Β ή του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου∙
(δ) σημαντική αλλαγή ή διαφοροποίηση των πληροφοριών ή στοιχείων που υποβλήθηκαν στην Αρχή για σκοπούς έκδοσης ή ανανέωσης της άδειας αποδέκτη Κλάσης Α ή Β ή της άδειας εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου∙
(ε) απόφαση ή ψήφισμα ή ειδοποίηση ή αίτηση που κατατέθηκε σε δικαστήριο ή άλλη πράξη που δυνατό να οδηγήσει στη διάλυση ή εκκαθάριση του νομικού αυτού προσώπου·
(στ) συμφωνία μεταξύ αδειούχου αποδέκτη Κλάσης Α και εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου δυνάμει της οποίας ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος θα λαμβάνει ποσοστό του εισοδήματος ή κέρδους από τις προσφερόμενες από τον ίδιο υπηρεσίες στοιχήματος·
(ζ) αλλαγή στον πραγματικό δικαιούχο του αδειούχου αποδέκτη Κλάσης Α ή Β ή του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου.
(2) Οποιοδήποτε αίτημα υποβάλλεται δυνάμει του εδαφίου (1) συνοδεύεται από τις αναγκαίες πληροφορίες και έγγραφα που ορίζει η Αρχή.
(3) Η Αρχή, μέσα σε εύλογο χρόνο, πληροφορεί τον αδειούχο αποδέκτη Κλάσης Α ή Β ή τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο για την απόφασή της και σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος, αιτιολογεί την απόφασή της.
(4) Η Αρχή, σε περίπτωση που αδειούχος αποδέκτης Κλάσης Α ή Β ή εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος προβεί στην υλοποίηση οποιωνδήποτε αλλαγών ή ενεργειών χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Αρχής, δύναται να αναστείλει ή να ανακαλέσει την άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 21 ή 22.