Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«αποδοχές» σημαίνει κάθε χρηματική αντιμισθία που προκύπτει από απασχόληση εργοδοτουμένου και κάθε κέρδος από τέτοια απασχόληση που είναι δεκτικό χρηματικής αποτίμησης και περιλαμβάνει τις εισφορές ταμείων προνοίας, καθώς επίσης και την εισφορά που πρέπει να καταβάλλεται στο Κεντρικό Ταμείο Αδειών∙

«αρμόδια αρχή» σημαίνει το Διευθυντή του Τμήματος Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και περιλαμβάνει οποιοδήποτε λειτουργό του Τμήματος, ο οποίος εξουσιοδοτείται προς τούτο από το διευθυντή∙

«βασικοί όροι εργασίας και απασχόλησης» σημαίνει τους όρους εργασίας και απασχόλησης που καθορίζονται από τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, τις συλλογικές συμβάσεις, τις συμβάσεις απασχόλησης και την πρακτική ή/και άλλες γενικές διατάξεις που ισχύουν για τον έμμεσο εργοδότη και αφορούν:

(α) τη διάρκεια του χρόνου εργασίας, τις υπερωρίες, τα διαλείμματα, τις περιόδους ανάπαυσης, τη νυκτερινή εργασία, τις άδειες, τις αργίες, και

(β) τις αποδοχές∙

«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία∙

«έμμεσος εργοδότης» σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο και υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνση του οποίου εργάζεται προσωρινά ο προσωρινά απασχολούμενος, για κάλυψη έκτακτων ή/και πρόσκαιρων αναγκών∙

«επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης» ή «ΕΠΑ» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο συνάπτει συμβάσεις εργασίας ή σχέσεις εξαρτημένης εργασίας με προσωρινά απασχολούμενους, με σκοπό να τους τοποθετεί σε έμμεσους εργοδότες για να εργασθούν προσωρινά υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνσή τους∙

«εργοδοτούμενος» σημαίνει πρόσωπο το οποίο εργάζεται για άλλο πρόσωπο είτε δυνάμει σύμβασης εργασίας είτε κάτω από τέτοιες περιστάσεις, από τις οποίες μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη σχέσης εργοδότη-εργοδοτουμένου∙

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης∙

«Κανονισμοί» σημαίνει Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου∙

«κατά νόμο υπεύθυνος» σημαίνει:

(α) τους διευθυντές σε περίπτωση εταιρείας∙

(β) τους συνεταίρους σε περίπτωση συνεταιρισμού∙

«εταιρεία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Εταιρειών Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και περιλαμβάνει και εταιρεία που συστάθηκε εκτός της Δημοκρατίας κατά το δίκαιο που ισχύει στον τόπο σύστασής της∙

«προσωρινά απασχολούμενος» σημαίνει τον εργοδοτούμενο με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας με επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης, προκειμένου να τοποθετηθεί σε έμμεσο εργοδότη για να εργασθεί προσωρινά υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνσή του∙

«περίοδος παραχώρησης» σημαίνει την περίοδο κατά την οποία ο προσωρινά απασχολούμενος τίθεται στη διάθεση του έμμεσου εργοδότη για να εργαστεί προσωρινά υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνσή του∙

«σχέση εξαρτημένης εργασίας» σημαίνει τη συμφωνία με την οποία ο εργοδοτούμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον εργοδότη και υπό τη διεύθυνσή του έναντι παροχής μισθού∙

«συνεταιρισμός» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

«Τμήμα Εργασίας» σημαίνει το Τμήμα Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και περιλαμβάνει τα κατά τόπους Επαρχιακά Γραφεία Εργασίας∙

«υπεύθυνος λειτουργίας» σημαίνει το φυσικό πρόσωπο που διευθύνει τη λειτουργία της επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης ή του υποκαταστήματός της και το οποίο ορίζεται γραπτώς από την επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης στο όνομα της οποίας εκδόθηκε η άδεια∙

«υποκατάστημα» σημαίνει τη χωρίς νομική προσωπικότητα μονάδα διεξαγωγής εργασιών της επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης.

«Υπουργείο» σημαίνει το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων∙

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.