Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο-
«Οδηγία 2008/104/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Νοεμβρίου 2008 σχετικά με την παροχή εργασίας μέσω επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης»,
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Εργασίας μέσω Επιχείρησης Προσωρινής Απασχόλησης Νόμος του 2012.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«αποδοχές» σημαίνει κάθε χρηματική αντιμισθία που προκύπτει από απασχόληση εργοδοτουμένου και κάθε κέρδος από τέτοια απασχόληση που είναι δεκτικό χρηματικής αποτίμησης και περιλαμβάνει τις εισφορές ταμείων προνοίας, καθώς επίσης και την εισφορά που πρέπει να καταβάλλεται στο Κεντρικό Ταμείο Αδειών∙
«αρμόδια αρχή» σημαίνει το Διευθυντή του Τμήματος Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και περιλαμβάνει οποιοδήποτε λειτουργό του Τμήματος, ο οποίος εξουσιοδοτείται προς τούτο από το διευθυντή∙
«βασικοί όροι εργασίας και απασχόλησης» σημαίνει τους όρους εργασίας και απασχόλησης που καθορίζονται από τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, τις συλλογικές συμβάσεις, τις συμβάσεις απασχόλησης και την πρακτική ή/και άλλες γενικές διατάξεις που ισχύουν για τον έμμεσο εργοδότη και αφορούν:
(α) τη διάρκεια του χρόνου εργασίας, τις υπερωρίες, τα διαλείμματα, τις περιόδους ανάπαυσης, τη νυκτερινή εργασία, τις άδειες, τις αργίες, και
(β) τις αποδοχές∙
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία∙
«έμμεσος εργοδότης» σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο και υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνση του οποίου εργάζεται προσωρινά ο προσωρινά απασχολούμενος, για κάλυψη έκτακτων ή/και πρόσκαιρων αναγκών∙
«επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης» ή «ΕΠΑ» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο συνάπτει συμβάσεις εργασίας ή σχέσεις εξαρτημένης εργασίας με προσωρινά απασχολούμενους, με σκοπό να τους τοποθετεί σε έμμεσους εργοδότες για να εργασθούν προσωρινά υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνσή τους∙
«εργοδοτούμενος» σημαίνει πρόσωπο το οποίο εργάζεται για άλλο πρόσωπο είτε δυνάμει σύμβασης εργασίας είτε κάτω από τέτοιες περιστάσεις, από τις οποίες μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη σχέσης εργοδότη-εργοδοτουμένου∙
«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης∙
«Κανονισμοί» σημαίνει Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου∙
«κατά νόμο υπεύθυνος» σημαίνει:
(α) τους διευθυντές σε περίπτωση εταιρείας∙
(β) τους συνεταίρους σε περίπτωση συνεταιρισμού∙
«εταιρεία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Εταιρειών Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και περιλαμβάνει και εταιρεία που συστάθηκε εκτός της Δημοκρατίας κατά το δίκαιο που ισχύει στον τόπο σύστασής της∙
«προσωρινά απασχολούμενος» σημαίνει τον εργοδοτούμενο με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας με επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης, προκειμένου να τοποθετηθεί σε έμμεσο εργοδότη για να εργασθεί προσωρινά υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνσή του∙
«περίοδος παραχώρησης» σημαίνει την περίοδο κατά την οποία ο προσωρινά απασχολούμενος τίθεται στη διάθεση του έμμεσου εργοδότη για να εργαστεί προσωρινά υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνσή του∙
«σχέση εξαρτημένης εργασίας» σημαίνει τη συμφωνία με την οποία ο εργοδοτούμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον εργοδότη και υπό τη διεύθυνσή του έναντι παροχής μισθού∙
«συνεταιρισμός» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙
«Τμήμα Εργασίας» σημαίνει το Τμήμα Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και περιλαμβάνει τα κατά τόπους Επαρχιακά Γραφεία Εργασίας∙
«υπεύθυνος λειτουργίας» σημαίνει το φυσικό πρόσωπο που διευθύνει τη λειτουργία της επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης ή του υποκαταστήματός της και το οποίο ορίζεται γραπτώς από την επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης στο όνομα της οποίας εκδόθηκε η άδεια∙
«υποκατάστημα» σημαίνει τη χωρίς νομική προσωπικότητα μονάδα διεξαγωγής εργασιών της επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης.
«Υπουργείο» σημαίνει το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων∙
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
3. Σκοπός του παρόντος Νόμου είναι -
(α) η εξασφάλιση της προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων και η βελτίωση της ποιότητας της προσωρινής απασχόλησης με την εξασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης στους προσωρινά απασχολούμενους, όπως αυτή αναφέρεται στο άρθρο 18, και
(β) η αναγνώριση των επιχειρήσεων προσωρινής απασχόλησης ως εργοδοτών.
4.-(1) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται -
(α) στους εργοδοτούμενους μέσω επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης με σύμβαση εργασίας ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, οι οποίοι τοποθετούνται σε έμμεσους εργοδότες για να εργασθούν προσωρινά υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνση τους∙
(β) σε δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι επιχειρήσεις προσωρινής απασχόλησης ή έμμεσοι εργοδότες και οι οποίες ασκούν οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του εάν έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα ή διεξάγουν τις ίδιες δραστηριότητες ως οι επιχειρήσεις προσωρινής απασχόλησης, είτε ως κύριες είτε ως βοηθητικές.
(2) Ο παρών Νόμος δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις εργασίας ή στις σχέσεις εξαρτημένης εργασίας που συνάπτονται στα πλαίσια ειδικού προγράμματος επαγγελματικής κατάρτισης, ένταξης ή επιμόρφωσης, το οποίο επιδοτείται από δημόσιες αρχές ή οργανώνεται από το δημόσιο τομέα.
(3) Ο παρών Νόμος δεν εφαρμόζεται για την παραχώρηση απασχολουμένων στη Δημοκρατία στους τομείς των κατασκευών και του τουρισμού.
5. Η σύσταση επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης ή/και υποκαταστήματος επιτρέπεται μόνο εφόσον φυσικό ή νομικό πρόσωπο-
(α) πληρεί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7 του παρόντος Νόμου,
(β) εξασφαλίσει άδεια λειτουργίας επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης ή προβεί σε γραπτή ενημέρωση για λειτουργία υποκαταστήματος, ανάλογα με την περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών, και
(γ) καταθέσει τραπεζική εγγυητική επιστολή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 και των Κανονισμών.
6.-(1) Απαγορεύεται η λειτουργία επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης χωρίς προηγούμενη εξασφάλιση άδειας που εκδίδεται από την αρμόδια αρχή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Η επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ενημερώνει γραπτώς την αρμόδια αρχή για τη λειτουργία υποκαταστήματός της, παρέχοντας στοιχεία για τη διεύθυνση της έδρας του υποκαταστήματος και τον υπεύθυνο λειτουργίας του.
(3) Κάθε αίτηση για έκδοση άδειας υποβάλλεται σε καθορισμένο δυνάμει Κανονισμών έντυπο αίτησης και συνοδεύεται από φάκελο εγγράφων, τα οποία καθορίζονται δυνάμει Κανονισμών και τα οποία αποδεικνύουν, μεταξύ άλλων, την τήρηση των καθορισμένων προδιαγραφών.
(4) Η πιστοποίηση της επιχείρησης σε σχέση με την τήρηση των καθορισμένων προδιαγραφών γίνεται μετά από έλεγχο της πληρότητας του φακέλου που αναφέρεται στο εδάφιο (3) και επαλήθευση των στοιχείων του φακέλου με επιτόπιο έλεγχο που γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών.
(5) Η αίτηση για έκδοση άδειας εξετάζεται από την αρμόδια αρχή, η οποία αποφασίζει για την έκδοση ή μη της άδειας εντός τριών (3) μηνών από την υποβολή όλων των απαιτούμενων πιστοποιητικών και η προθεσμία αρχίζει από τη χρονική στιγμή της υποβολής όλων των απαιτούμενων εγγράφων. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί μόνο μια φορά, για περίοδο δεκαπέντε (15) ημερών, μετά από δέουσα αιτιολόγηση, η οποία κοινοποιείται στον αιτητή πριν την εκπνοή της αρχικής προθεσμίας.
(6) Για κάθε αίτηση που υποβάλλεται για έκδοση άδειας αποστέλλεται εντός είκοσι μίας (21) ημερών προς τον αιτητή βεβαίωση παραλαβής, στην οποία αναφέρεται η προθεσμία εξέτασης της αίτησης, όπως αυτή καθορίζεται στο εδάφιο (5), παράθεση των εγγράφων που ελλείπουν και τα οποία θα πρέπει να υποβληθούν μέσα σε καθορισμένη προθεσμία που καθορίζεται στη βεβαίωση αυτή.
(7) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (5), η αίτηση για έκδοση άδειας λειτουργίας επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης διαβιβάζεται από την αρμόδια αρχή σε Τριμερή Επιτροπή Ελέγχου, που απαρτίζεται από δύο λειτουργούς του Τμήματος Εργασίας και από ένα εκπρόσωπο των Κοινωνικών Εταίρων, η οποία αφού εξετάσει την αίτηση εισηγείται, με αιτιολογημένη έκθεση, στην αρμόδια αρχή την έκδοση ή μη της άδειας.
(8) Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή δεν απαντήσει εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο εδάφιο (5), η άδεια δεν θεωρείται χορηγηθείσα.
(9) Σε περίπτωση απόρριψης αίτησης για έκδοση άδειας επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης ή μη απάντησης από την αρμόδια αρχή εντός της καθορισμένης στο εδάφιο (5) προθεσμίας, ο αιτητής δύναται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απορριπτικής απόφασης στον αιτητή ή από την ημερομηνία λήξης της προβλεπόμενης στο εδάφιο (5) προθεσμίας, αντίστοιχα, να ασκήσει ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού.
(10) Ο Υπουργός εξετάζει την προσφυγή και, αφού ακούσει τον αιτητή ή δώσει την ευκαιρία σε αυτόν να εκθέσει γραπτώς τις απόψεις του, αποφασίζει αιτιολογημένα σύμφωνα με το εδάφιο (11).
(11) Ο Υπουργός δύναται να εκδώσει μια από τις ακόλουθες αποφάσεις:
(α) να επικυρώσει την προσβληθείσα απόφαση,
(β) να ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση,
(γ) να τροποποιήσει την προσβληθείσα απόφαση,
(δ) να προβεί σε έκδοση νέας απόφασης σε αντικατάσταση της προσβληθείσας,
(ε) να εκδώσει απόφαση σε περίπτωση μη απάντησης από την αρμόδια αρχή.
(12) Η απόφαση του Υπουργού κοινοποιείται στην Τριμερή Επιτροπή Ελέγχου.
(13) (α) Για σκοπούς ανανέωσης άδειας εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν οι διατάξεις των εδαφίων (1) έως (6) και (8) έως (11).
(β) Η αίτηση ανανέωσης άδειας υποβάλλεται τουλάχιστον τέσσερεις (4) μήνες πριν την προβλεπόμενη ημερομηνία λήξης της υπό ανανέωση άδειας.
7.-(1) Καμιά άδεια επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης δεν χορηγείται, εκτός εάν-
(α) σε περίπτωση λειτουργίας της επιχείρησης από φυσικό πρόσωπο, το πρόσωπο αυτό -
(i) είναι πολίτης της Δημοκρατίας ή άλλου κράτους μέλους∙
(ii) δεν τελεί υπό πτώχευση ή οποιαδήποτε άλλη νομική ανικανότητα δυνάμει της νομοθεσίας ή δικαστικής απόφασης∙
(β) σε περίπτωση λειτουργίας της επιχείρησης από νομικό πρόσωπο, το πρόσωπο αυτό -
(i) έχει συσταθεί δυνάμει των νόμων της Δημοκρατίας ή οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους∙
(ii) έχει εγγεγραμμένο γραφείο ή τόπο εργασίας στη Δημοκρατία∙
(iii) δεν τελεί σε διαδικασία εκκαθάρισης ή διάλυσης.
(γ) σε περίπτωση λειτουργίας της επιχείρησης από φυσικό πρόσωπο, το πρόσωπο αυτό ή σε περίπτωση λειτουργίας από νομικό πρόσωπο, οι διευθυντές της εταιρείας, ή σε περίπτωση συνεταιρισμού, οι συνεταίροι, δεν έχουν καταδικαστεί ή σε περίπτωση που έχουν καταδικαστεί, έχουν αποκατασταθεί με βάση τις διατάξεις του περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται:
(i) για το αδίκημα του φόνου εκ προμελέτης, κατά παράβαση του άρθρου 203 του Ποινικού Κώδικα, ή για οποιοδήποτε αδίκημα, κατά παράβαση των άρθρων 144 μέχρι 177 του Ποινικού Κώδικα∙
(ii) για το αδίκημα της κλοπής κατά παράβαση των άρθρων 255 μέχρι 272, της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου κατά παράβαση του άρθρου 339 του Ποινικού Κώδικα, της πλαστογραφίας κατά παράβαση του άρθρου 333 του Ποινικού Κώδικα ή της απάτης κατά παράβαση του άρθρου 300 του Ποινικού Κώδικα∙
(iii) για οποιοδήποτε αδίκημα κατά παράβαση των διατάξεων του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙
(iv) για οποιοδήποτε αδίκημα κατά παράβαση των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Nόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙
(v) για το αδίκημα της εμπορίας ενηλίκων προσώπων, της εμπορίας παιδιών, της εμπορίας και εκμετάλλευσης ανθρωπίνων οργάνων, της εκμετάλλευσης στην εργασία, της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενηλίκων προσώπων, της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών, της παιδικής πορνογραφίας ή/και της διατήρησης οίκου ανοχής κατά παράβαση του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
(vi) για οποιοδήποτε αδίκημα, κατά παράβαση του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, καθώς και του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙
(vii) για αδίκημα κατά παράβαση των άρθρων 226 έως 254 του Ποινικού Κώδικα∙
(δ) σε περίπτωση φυσικού προσώπου το πρόσωπο αυτό ή σε περίπτωση νομικού προσώπου το πρόσωπο αυτό ή ο κατά νόμο υπεύθυνος δεν ασκεί παράλληλα τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 13∙
(ε) το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για τη λειτουργία της επιχείρησης -
(i) είναι πολίτης της Δημοκρατίας ή άλλου κράτους μέλους∙
(ii) δεν έχει καταδικαστεί για αδικήματα κατά τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο (γ) του εδάφιου (1)∙
(iii) έχει τα ελάχιστα αναγκαία προσόντα κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 8.
(2) Η επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ενημερώνει γραπτώς την αρμόδια αρχή για τη λειτουργία υποκαταστήματος σε σχέση με τα ακόλουθα:
(α) η επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης που ενημερώνει για τη λειτουργία υποκαστήματος διαθέτει άδεια, η οποία δεν έχει ανασταλεί ή ανακληθεί∙
(β) πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του εδαφίου (1) στα πρόσωπα του κατόχου της άδειας της επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης ή του κατά νόμον υπεύθυνου, εάν πρόκειται για νομικό πρόσωπο∙
(γ) πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1) ως προς τον υπεύθυνο λειτουργίας του υποκαταστήματος∙
(δ) το υποκατάστημα πληρεί τις ελάχιστες προδιαγραφές κτιριακών εγκαταστάσεων, τεχνικού εξοπλισμού και ανθρώπινου δυναμικού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 και των Κανονισμών.
(3) Σε περίπτωση που ο υπεύθυνος για τη λειτουργία της επιχείρησης καταδικάζεται για αδίκημα κατά τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο (γ) του εδάφιου (1), η επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης προβαίνει σε αντικατάσταση του υπεύθυνου εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών, γνωστοποιώντας στην αρμόδια αρχή την αντικατάσταση.
(4)(α) Εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία χορήγησης της αδείας, η επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης πιστοποιείται ως προς τις ελάχιστες προδιαγραφές κτιριακών εγκαταστάσεων και τεχνικού εξοπλισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 και των Κανονισμών.
(β) Σε περίπτωση που η επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης δεν συμμορφώνεται με τις πιο πάνω αναφερόμενες προδιαγραφές, η αρμόδια αρχή δύναται να προβεί σε ανάκληση της άδειας.
8.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, τoυ περί Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμου όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για τη λειτουργία της επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης πρέπει να είναι κάτοχος -
(α) αναγνωρισμένου διπλώματος, πτυχίου ή τίτλου πανεπιστημίου στην διοίκηση επιχειρήσεων, νομικά, οικονομικά, κοινωνιολογία, ψυχολογία, διοίκηση ανθρωπίνου δυναμικού, πολιτικές επιστήμες, εργασιακές σχέσεις, δημόσιες σχέσεις, αγορά εργασίας και πολιτικών απασχόλησης και επαγγελματικού προσανατολισμού ή σε κλάδο των επιστημών αυτών που είναι σχετικός με τα θέματα του τομέα εργασίας ή∙
(β) αναγνωρισμένου διπλώματος, πτυχίου ή τίτλου πανεπιστημίου σε αντικείμενο άλλο από τα αναφερόμενα στην παράγραφο (α), και μεταπτυχιακού τίτλου σε θέματα επαγγελματικού προσανατολισμού ή αγοράς εργασίας ή διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού∙ ή
(γ) αναγνωρισμένου διπλώματος, πτυχίου ή τίτλου πανεπιστημίου σε οποιοδήποτε αντικείμενο, εφόσον διαθέτει διετή τουλάχιστον επαγγελματική πείρα σε θέματα επαγγελματικού προσανατολισμού ή αγοράς εργασίας ή διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού, η οποία να έχει αποκτηθεί μετά την λήψη του πτυχίου.
(2) Επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης απασχολεί εκτός από τον υπεύθυνο λειτουργίας και ως ελάχιστο ανθρώπινο δυναμικό ένα πρόσωπο γραμματειακής υποστήριξης:
Νοείται ότι, το πρόσωπο αυτό δύναται να είναι ελεύθερος επαγγελματίας, ο οποίος δεν συνδέεται με σχέση εξαρτημένης εργασίας με την επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης αλλά παρέχει ανεξάρτητες υπηρεσίες σε αυτήν όπου κρίνεται αναγκαίο.
(3) Ο υπεύθυνος λειτουργίας υποκαταστήματος επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης διαθέτει τα προσόντα, όπως αυτά καθορίζονται στο εδάφιο (1), και εργοδοτείται σε αυτό με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου -
«αναγνωρισμένο» σε σχέση με δίπλωμα, πτυχίο ή τίτλο σημαίνει αναγνωρισμένο με βάση τις διατάξεις του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου, είτε με βάση τις διατάξεις του περί Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
9. Εκδίδεται άδεια δυνάμει του άρθρου 6 από την αρμόδια αρχή μόνο εφόσον καταβληθούν τα καθορισμένα δυνάμει Κανονισμών τέλη.
10. Κάθε άδεια λειτουργίας επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης:
(α) εκδίδεται σε καθορισμένο τύπο,
(β) ισχύει για περίοδο τριών (3) χρόνων και δύναται να ανανεώνεται, εφόσον εξακολουθούν να ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών, εκτός εάν ανακληθεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου,
(γ) με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (1) του άρθρου 26, δεν είναι μεταβιβάσιμη.
11.-(1) Η επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ενημερώνει γραπτώς την αρμόδια αρχή για οποιαδήποτε ουσιώδη αλλαγή στις πληροφορίες που έδωσε κατά την υποβολή της αίτησής της μέσα σε ένα μήνα (1) από τη σχετική αλλαγή.
(2) Ειδικότερα, η υποχρέωση ενημέρωσης της αρμόδιας αρχής υφίσταται σε περίπτωση:
(α) αλλαγής της διεύθυνσης της έδρας της επιχείρησης ή του υποκαταστήματος,
(β) αλλαγής του κατά νόμον υπεύθυνου προσώπου,
(γ) θανάτου του φυσικού προσώπου που είναι κάτοχος της άδειας,
(δ) διάλυσης του συνεταιρισμού ή της εταιρείας που είναι κάτοχος της άδειας,
(ε) που ο κάτοχος της άδειας διατελεί υπό πτώχευση ή οποιαδήποτε άλλη νομική ανικανότητα ή σε περίπτωση που νομικό πρόσωπο έχει τεθεί σε διαδικασία εκκαθάρισης,
(στ) αλλαγής του προσώπου που είναι υπεύθυνο για την λειτουργία της επιχείρησης ή αλλαγής των στοιχείων του ως άνω υπευθύνου, που έχουν πιστοποιηθεί ως προϋποθέσεις για την χορήγηση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης ή του υποκαταστήματος,
(ζ) οποιασδήποτε αλλαγής στις κτιριακές εγκαταστάσεις και στο ανθρώπινο δυναμικό, τα οποία έχουν πιστοποιηθεί για σκοπούς χορήγησης άδειας λειτουργίας της επιχείρησης ή του υποκαταστήματος.
(3)(α) Η αρμόδια αρχή προβαίνει σε έλεγχο σύμφωνα με το άρθρο 22 και εκδίδει απόφαση έγκρισης ή μη της αλλαγής και συνέχισης της λειτουργίας της επιχείρησης ή του υποκαταστήματος.
(β) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (5), σε περίπτωση μη έγκρισης της αλλαγής η απόφαση καθορίζει εύλογο χρόνο στον κάτοχο της άδειας προκειμένου να συμμορφωθεί με την εν λόγω απόφαση.
(4) Σε περίπτωση μη έγκρισης της αλλαγής, ο κάτοχος της άδειας δικαιούται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την ημέρα που πληροφορείται γραπτώς από την αρμόδια αρχή την απόφαση για μη έγκριση της αλλαγής, να προσφύγει γραπτώς στον Υπουργό αιτούμενος την τροποποίηση της απόφασης.
(5) Σε περίπτωση άσκησης προσφυγής στον Υπουργό ο εύλογος χρόνος προς συμμόρφωση αρχίζει μετά την έκδοση της αιτιολογημένης απόφασης του Υπουργού επί της προσφυγής.
12. Μετά τη χορήγηση άδειας, κάθε επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης εγγράφεται σε ειδικό Μητρώο που τηρείται από το Τμήμα Εργασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των Κανονισμών.
13.-(1) Κάθε επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης έχει τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του εργοδότη, όπως αυτά καθορίζονται από τις σχετικές ισχύουσες νομοθεσίες.
(2) Απαγορεύεται σε κάτοχο άδειας επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης να ασκεί παράλληλα τις ακόλουθες επαγγελματικές ή επιχειρηματικές δραστηριότητες:
(α) καμπαρέ∙
(β) μουσικοχορευτικό ή μουσικό κέντρο ή ναιτ κλαμπ∙
(γ) μπυραρία ή μπαρ∙
(δ) χαρτοπαικτική λέσχη∙
(ε) πανεπιστημιακό ίδρυμα ή ιδιωτική σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η οποία λειτουργεί δυνάμει των νόμων της Δημοκρατίας ή άλλου κράτους μέλους∙
(στ) πρακτορείο μοντέλων∙
(ζ) πρακτορείο στοιχημάτων∙
(η) γραφείο συνοικεσίων∙ ή/και
(θ) καλλιτεχνικό πρακτορείο.
(3) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (1), επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης δύναται να ασκεί παράλληλα δραστηριότητες μεσολάβησης για εξεύρεση θέσεως εργασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ιδιωτικών Γραφείων Εξεύρεσης Εργασίας Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται και νοουμένου ότι έχει λάβει σχετική άδεια με βάση τις διατάξεις του εν λόγω Νόμου.
(4) Απαγορεύεται σε επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης να λαμβάνει οποιοδήποτε τέλος εγγραφής ή αμοιβή από τους εργοδοτούμενους ως αντάλλαγμα της παραχώρησής τους σε έμμεσο εργοδότη ή σε περίπτωση που αυτοί συνάπτουν σύμβαση εργασίας ή σχέση εξαρτημένης εργασίας με τον έμμεσο εργοδότη, μετά τη λήξη της παραχώρησης, όπως και να λαμβάνει αποζημίωση άλλης δαπάνης για τους παραπάνω λόγους.
(5) Οι επιχειρήσεις προσωρινής απασχόλησης αποφεύγουν οποιαδήποτε μορφή διάκρισης σε σχέση με τους προσωρινά απασχολούμενους, σύμφωνα με τις διατάξεις των:
(α) περί της Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και Εργασία Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται,
(β) περί της Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμου όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται,
(γ) του περί των Ατόμων με Αναπηρίες Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
14.-(1) Για την παροχή εργασίας με τη μορφή της προσωρινής απασχόλησης απαιτείται η προηγούμενη σύναψη έγγραφης σύμβασης εργασίας, μεταξύ της επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης και του εργοδοτούμενου.
(2) Με την επιφύλαξη του άρθρου 4 του περί Ενημέρωσης του Εργοδοτουμένου από τον Εργοδότη για τους Όρους που διέπουν τη Σύμβαση ή τη Σχέση Εργασίας Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται και τηρουμένων άλλων διατυπώσεων που καθορίζονται σε Κανονισμούς, στη σύμβαση εργασίας που συνάπτεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) πρέπει να αναφέρονται-
(α) η διάρκεια της σύμβασης,
(β) το ύψος των αποδοχών του εργοδοτούμενου κατά την παραχώρηση του σε έμμεσο εργοδότη και κατά την περίοδο μεταξύ δύο παραχωρήσεων,
(γ) η ειδικότητά του,
(δ) οι όροι παροχής της εργασίας στον ή στους έμμεσους εργοδότες,
(ε) οι όροι αμοιβής και ασφάλισης του εργοδοτούμενου,
(στ) ο αριθμός αδείας της επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης,
(ζ) μνεία της υποχρέωσης της επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης για τη λήψη και τήρηση όρων ασφάλειας και υγείας, όπως προνοείται στην ισχύουσα σχετική νομοθεσία.
(3) Εάν κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης δεν είναι δυνατή η μνεία συγκεκριμένου έμμεσου εργοδότη ή ο προσδιορισμός του χρόνου που θα προσφέρει σε αυτόν την εργασία του ο εργοδοτούμενος, πρέπει να αναφέρεται οπωσδήποτε στη σύμβαση το γενικότερο πλαίσιο των όρων και συνθηκών για την παροχή εργασίας σε έμμεσο εργοδότη και στη συνέχεια όπως προνοείται σε Κανονισμούς.
(4) Οποιαδήποτε ρήτρα της σύμβασης εργασίας με την οποία άμεσα ή έμμεσα απαγορεύεται ή παρεμποδίζεται η απασχόληση του προσωρινά απασχολούμενου εργοδοτούμενου στον έμμεσο εργοδότη μετά τη λήξη της σύμβασης παραχώρησης, θεωρείται άκυρη και δεν επιφέρει οποιαδήποτε σε βάρος του εργοδοτουμένου έννομη συνέπεια.
15.-(1) Η περίοδος της παραχώρησης του εργοδοτούμενου στον έμμεσο εργοδότη δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερη από τέσσερις (4) μήνες:
Νοείται έτι περαιτέρω ότι, η ισχύς των διατάξεων της δεύτερης επιφύλαξης λήγει την 31η Μαΐου 2022.
(2)(α) Η λήξη της περιόδου παραχώρησης δύναται να μην καθορίζεται σε συγκεκριμένη ημερομηνία, εφόσον πρόκειται να αντικατασταθεί άλλος εργοδοτούμενος, ο οποίος απουσιάζει ή του οποίου η σύμβαση βρίσκεται σε αναστολή.
(β) Στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) ορίζεται -
(i) η ελάχιστη διάρκεια της σύμβασης,
(ii) το άτομο, το οποίο αντικαθίσταται,
(iii) ο λόγος της αντικατάστασης, και
(iv) ο χρόνος προειδοποίησης του προσωρινά απασχολούμενου για τη λήξη της παραχώρησης που δεν είναι δυνατόν να είναι μικρότερος από δύο (2) εβδομάδες.
(3) Η περίοδος παραχώρησης που αναφέρεται στο εδάφιο (2) λήγει το αργότερο μέσα σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες αφότου επιστρέψει ο εργοδοτούμενος που απουσιάζει ή του οποίου η σύμβαση βρίσκεται σε αναστολή.
(4) Μετά τη λήξη της περιόδου παραχώρησης του προσωρινά απασχολούμενου, δεν επιτρέπεται η εκ νέου απασχόληση άλλου εργοδοτούμενου με σχέση προσωρινής απασχόλησης, στην ίδια θέση εργασίας.
(5) Απαγορεύεται ο προσωρινά απασχολούμενος να απασχοληθεί στον ίδιο έμμεσο εργοδότη σε οποιαδήποτε θέση εργασίας, μέσω παραχώρησης από άλλη επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης.
16.-(1) Η επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης και ο έμμεσος εργοδότης είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρο υπεύθυνοι έναντι του προσωρινά απασχολούμενου εργοδοτούμενου για την ικανοποίηση των μισθολογικών δικαιωμάτων του:
Νοείται ότι η ευθύνη αυτή του έμμεσου εργοδότη αναστέλλεται, εφόσον προκύπτει ότι τα μισθολογικά δικαιώματα του προσωρινά απασχολούμενου εργοδοτούμενου μπορούν να ικανοποιηθούν από την κατάπτωση της τραπεζικής εγγύησης.
(2) Απαγορεύεται η απασχόληση εργοδοτούμενου σε έμμεσο εργοδότη με σύμβαση προσωρινής απασχόλησης, όταν-
(α) με αυτήν πρόκειται να αντικατασταθούν εργοδοτούμενοι που ασκούν το δικαίωμα της απεργίας,
(β) ο έμμεσος εργοδότης κατά τους προηγούμενους δώδεκα (12) μήνες είχε πραγματοποιήσει απολύσεις λόγω πλεονασμού στις ίδιες ειδικότητες, εκτός εάν πρόκειται να αντικατασταθεί ασθενής εργοδοτούμενος ή εργοδοτούμενος του οποίου η σύμβαση έχει ανασταλεί ή εργοδοτούμενος ο οποίος έχει απολυθεί λόγω πλεονασμού και δεν επιθυμεί να εργαστεί ξανά στην επιχείρηση ή στον οργανισμό.
18.-(1) Οι βασικοί όροι εργασίας και απασχόλησης των προσωρινά απασχολούμενων, κατά την περίοδο της παραχώρησής τους σε έμμεσο εργοδότη, είναι τουλάχιστον αυτοί που θα εφαρμόζονταν αν οι εργοδοτούμενοι είχαν προσληφθεί απευθείας από τον εργοδότη αυτόν για να καταλάβουν την ίδια θέση.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων των περί Ασφάλειας και Υγείας κατά την Εργασία των Εργοδοτουμένων με Σχέση Εργασίας Ορισμένου Χρόνου ή με Σχέση Πρόσκαιρης Εργασίας Κανονισμών, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, οι εργοδοτούμενοι με σύμβαση προσωρινής απασχόλησης απολαμβάνουν όσον αφορά στην ασφάλεια και στην υγεία κατά την εργασία το ίδιο επίπεδο προστασίας με αυτό που παρέχεται στους άλλους εργοδοτούμενους του έμμεσου εργοδότη, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
(3) Οι κανόνες που ισχύουν στην επιχείρηση του έμμεσου εργοδότη, όπως προνοούνται από τη νομοθεσία, τις κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, τις τυχόν εφαρμοστέες συλλογικές συμβάσεις και πρακτική πρέπει να τηρούνται με τους ίδιους όρους και ως προς τους προσωρινά απασχολούμενους και κυρίως σε σχέση με:
(α) την προστασία των εγκύων και γαλουχουσών γυναικών και την προστασία των παιδιών και των νέων∙ και
(β) την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών και κάθε δράση για την καταπολέμηση κάθε διάκρισης λόγω φύλου, φυλής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών ή αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.
(4) Οι προσωρινά απασχολούμενοι έχουν πρόσβαση στις διευκολύνσεις ή στις κοινωνικές υπηρεσίες της επιχείρησης του έμμεσου εργοδότη, κυρίως στις υπηρεσίες εστίασης, στους παιδικούς σταθμούς και στα μεταφορικά μέσα, με τους ίδιους όρους που ισχύουν για τους εργοδοτούμενους που απασχολούνται άμεσα από την εν λόγω επιχείρηση, εκτός εάν αντικειμενικοί λόγοι δικαιολογούν διαφορετική μεταχείριση.
(5) Οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για βελτίωση:
(α) της πρόσβασης των προσωρινά απασχολουμένων στην κατάρτιση και στους παιδικούς σταθμούς που παρέχουν οι επιχειρήσεις προσωρινής απασχόλησης, ακόμη και κατά τις περιόδους μεταξύ των παραχωρήσεων, προκειμένου να προαχθεί η σταδιοδρομία και η απασχολησιμότητά τους∙ και
(β) της πρόσβασης των προσωρινά απασχολουμένων στην κατάρτιση που παρέχεται στους εργαζομένους του έμμεσου εργοδότη.
19.-(1)(α) Οι προσωρινά απασχολούμενοι ενημερώνονται για τις κενές θέσεις εργασίας στην επιχείρηση του έμμεσου εργοδότη, με σκοπό να τους εξασφαλισθούν οι ίδιες δυνατότητες με τους άλλους εργοδοτούμενους της επιχείρησης να προσληφθούν σε μόνιμες θέσεις εργασίας.
(β) Η ενημέρωση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) μπορεί να παρέχεται μέσω γενικής ανακοίνωσης σε κατάλληλο σημείο της επιχείρησης για την οποία και υπό τον έλεγχο της οποίας εργάζονται προσωρινά οι εργοδοτούμενοι.
(2) Ο έμμεσος εργοδότης είναι υπεύθυνος κατά τη περίοδο της παραχώρησης για την τήρηση των όρων εκτέλεσης εργασίας, όπως αυτές προνοούνται σε διατάξεις νόμων, κανονισμών ή/και συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
(3) Εάν ο έμμεσος εργοδότης προσλαμβάνει τον προσωρινά απασχολούμενο στην επιχείρησή του μετά το τέλος της παραχώρησης ή παραχωρήσεων, η διάρκεια των παραχωρήσεων προσμετράται για τον υπολογισμό της προϋπηρεσίας του.
20.-(1) Οι προσωρινά απασχολούμενοι προσμετρούνται, στο πλαίσιο της επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης, κατά τον υπολογισμό των αριθμητικών ορίων, άνω των οποίων πρέπει να συνιστώνται τα αντιπροσωπευτικά όργανα των εργοδοτουμένων που προβλέπονται στο κοινοτικό και εθνικό δίκαιο και οι τυχόν εφαρμοστέες συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
(2) Oι εν λόγω εργοδοτούμενοι προσμετρούνται, επίσης στο πλαίσιο της επιχείρησης του έμμεσου εργοδότη, για θέματα ασφάλειας και υγείας κατά τον υπολογισμό των αριθμητικών ορίων, άνω των οποίων μπορούν να συνιστώνται τα αντιπροσωπευτικά όργανα των εργοδοτουμένων που προβλέπουν το κοινοτικό και το εθνικό δίκαιο.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του περί Θέσπισης Γενικού Πλαισίου Ενημέρωσης και Διαβούλευσης των Εργοδοτούμενων, Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται και με την επιφύλαξη αυστηρότερων ή και ειδικότερων εθνικών και κοινοτικών διατάξεων, ο έμμεσος εργοδότης όταν ενημερώνει τα όργανα εκπροσώπησης των εργοδοτουμένων σχετικά με την κατάσταση της απασχόλησης της επιχείρησης, υποχρεούται να παρέχει κατάλληλες πληροφορίες και για την προσφυγή στην προσωρινή απασχόληση.
(4) Οι προσωρινά απασχολούμενοι μπορούν να εκπροσωπούνται και από τη συντεχνία που δραστηριοποιείται στην επιχείρηση του έμμεσου εργοδότη, χωρίς περιορισμό οποιουδήποτε δικαιώματος και όπως προβλέπεται στον περί Συντεχνιών Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
21.-(1) Κάθε επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης υποχρεούται, προκειμένου να λάβει άδεια λειτουργίας, να καταθέσει τραπεζική εγγυητική επιστολή.
(2) Η εγγυητική επιστολή αφορά στη διασφάλιση των εν γένει αποδοχών και αποζημιώσεων των προσωρινά απασχολούμενων εργοδοτουμένων.
(3) Η εγγυητική επιστολή κατατίθεται στο Τμήμα Εργασίας.
(4)(α) Η κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής γίνεται με σχετική πράξη της αρμόδιας αρχής, όπως προνοείται σε Κανονισμούς.
(β) Το ύψος της εγγυητικής επιστολής καθορίζεται με Κανονισμούς.
(5) Σε περίπτωση μη κατάθεσης εγγυητικής επιστολής εντός του προβλεπόμενου στους Κανονισμούς χρονικού διαστήματος, η αρμόδια αρχή ανακαλεί την άδεια της επιχείρησης.
22.-(1) Η αρμόδια αρχή αυτεπάγγελτα ή μετά την υποβολή παραπόνου ελέγχει την τήρηση των προϋποθέσεων χορήγησης άδειας και των προβλεπόμενων από τον παρόντα Νόμο και τους Κανονισμούς υποχρεώσεων, ασκώντας τις εξουσίες ελέγχου και έρευνας που καθορίζονται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και των Κανονισμών.
(2)(α) Οι διατάξεις του εδαφίου (1), εφαρμόζονται και στην περίπτωση που ο κάτοχος άδειας επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης ή υποκαταστήματος γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή οποιαδήποτε αλλαγή ως προς τα στοιχεία της αρχικής πιστοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 11.
(β) Στην περίπτωση της παραγράφου (α), ο έλεγχος αποτελεί προϋπόθεση για τη λήψη απόφασης έγκρισης των αλλαγών και συνέχισης της λειτουργίας της επιχείρησης ή του υποκαταστήματος.
23.-(1) Η αρμόδια αρχή δύναται να ορίζει επιθεωρητές για την αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών, καθώς και αρχιεπιθεωρητή, ο οποίος είναι υπεύθυνος για -
(α) την ανάθεση υποθέσεων σε επιθεωρητές∙
(β) την υπόδειξη και τον καθορισμό του τρόπου με τον οποίο οι επιθεωρητές ασκούν τις εξουσίες τους για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών.
(2) Οι επιθεωρητές είναι λειτουργοί του Τμήματος Εργασίας.
(3) Τα καθήκοντα των Επιθεωρητών περιλαμβάνουν:
(α) τη διενέργεια οποιουδήποτε τακτικού ή έκτακτου ελέγχου κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 22∙
(β) τη διενέργεια επιτόπιων ελέγχων σε επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης και υποκαταστήματα και συνεντεύξεων με υπευθύνους λειτουργίας:
(ι) για την επαλήθευση των στοιχείων που δηλώνουν τα πρόσωπα που αιτούνται άδεια, κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 7∙
(ιι) για την επαλήθευση των στοιχείων που δηλώνουν οι κάτοχοι αδειών λειτουργίας που αιτούνται έγκριση αλλαγών στα στοιχεία που έχουν πιστοποιηθεί κατά την λήψη της άδειας λειτουργίας, κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 11∙
(ιιι) για την εξακρίβωση της αλήθειας καταγγελιών που υποβάλλονται στην αρμόδια αρχή ή σε άλλες αρμόδιες αρχές και αφορούν σε παραβάσεις του Νόμου ή/και των Κανονισμών∙
(γ) τη σύνταξη εκθέσεων προς τους προϊσταμένους τους σχετικά με τα πορίσματα των ελέγχων που διενεργούν.
(4) Οι Επιθεωρητές εφοδιάζονται με ειδικές ταυτότητες.
24.-(1) Κάθε επιθεωρητής έχει εξουσία -
(α) να εισέρχεται, να επιθεωρεί και να εξετάζει, επιδεικνύοντας την ταυτότητά του, οποιαδήποτε επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ή υποκαταταστήματος της, σε οποιοδήποτε εύλογο χρόνο, εάν έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι λειτουργεί κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή/και των Κανονισμών∙
(β) να συνοδεύεται από αστυνομικό, αν έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι θα παρεμποδισθεί στην άσκηση των καθηκόντων του∙ η Αστυνομία έχει υποχρέωση να διαθέτει έναν ή περισσότερους αστυνομικούς για να συνοδεύουν τον επιθεωρητή, όταν αυτός το ζητήσει∙
(γ) να λαμβάνει καταθέσεις και να διεξάγει ανακρίσεις που είναι αναγκαίες για να διαπιστωθεί κατά πόσο τηρούνται οι διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και των Κανονισμών σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου∙ ή/και
(δ) να έχει πρόσβαση στα αρχεία και έγγραφα της επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης ή υποκαταστήματος της και να λαμβάνει γνώση οποιουδήποτε από τα τηρούμενα βιβλία, μητρώα, αρχεία, έγγραφα και κάθε άλλου είδους στοιχείου του γραφείου που είναι σχετικά με την υπόθεση που εξετάζεται καθώς και να λαμβάνει αντίγραφα.
(2)(α) Πρόσωπο που διαθέτει άδεια λειτουργίας επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης ή που λειτουργεί υποκατάστημά της, καθώς και τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για τη λειτουργία τους και κάθε εργοδοτούμενος σε αυτά παρέχουν κάθε εύλογη διευκόλυνση σε οποιοδήποτε επιθεωρητή ή αστυνομικό, ο οποίος ενεργεί δυνάμει του εδαφίου (1), η οποία είναι αναγκαία για τους σκοπούς της άσκησης των αρμοδιοτήτων τους δυνάμει του παρόντος άρθρου.
(β) Πρόσωπο το οποίο εκούσια καθυστερεί ή παρεμποδίζει επιθεωρητή ή αστυνομικό κατά την άσκηση των εξουσιών του που προβλέπονται στο εδάφιο (1), διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(3) Κάθε επιθεωρητής έχει υποχρέωση εχεμύθειας σχετικά με τις πληροφορίες τις οποίες λαμβάνει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.
(4) Απαγορεύεται σε επιθεωρητή να κοινοποιεί σε οποιονδήποτε τρίτο, πέραν των αρμόδιων δικαστικών ή διοικητικών αρχών, οποιαδήποτε πληροφορία ή στοιχείο για επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης, που έχει περιέλθει σε γνώση του κατά την άσκηση των καθηκόντων του.
25.-(1) Όταν η αρμόδια αρχή διαπιστώσει κατόπιν διερεύνησης ότι επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ή υποκατάστημα λειτουργεί κατά παράβαση των όρων της αδείας ή κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών δύναται διαζευκτικά ή σωρευτικά-
(α) να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (€ 2.500) ∙
(β) να αναστείλει τη λειτουργία της επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης ή του υποκαταστήματος.
(2) Για την επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται στο εδάφιο (1), η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη της την φύση, τη σοβαρότητα της παράβασης και τον ενδεχόμενο επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα της.
(3) Οι προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) κυρώσεις επιβάλλονται στον παραβάτη, με αιτιολογημένη απόφαση της αρμόδιας αρχής που βεβαιώνει την παράβαση, αφού ακούσει ή δώσει την ευκαιρία στον ενδιαφερόμενο παραβάτη ή εκπρόσωπό του να ακουστεί προφορικώς ή γραπτώς.
(4) Κατά της απόφασης για επιβολή διοικητικού προστίμου ή/και αναστολής λειτουργίας, επιτρέπεται η άσκηση ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον του Υπουργού, μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης στον παραβάτη.
(5) Το ποσό του διοικητικού προστίμου εισπράττεται από την αρμόδια αρχή όταν περάσει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε (75) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης για επιβολή χρηματικής ποινής ή σε περίπτωση που ασκείται ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού σύμφωνα με το εδάφιο (4), από την ημερομηνία κοινοποίησης της επί της ιεραρχικής προσφυγής απόφασης του Υπουργού.
(6) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής των κατά τον παρόντα Νόμο επιβαλλόμενων από την αρμόδια αρχή διοικητικών προστίμων, η αρμόδια αρχή λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττεται το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.
26.- Η αρμόδια αρχή ανακαλεί άδεια της επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης, σε περίπτωση που:
(α) πρόσωπο που αναφέρεται στις διατάξεις της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 7 καταδικαστεί για αδίκημα που αναφέρεται στις διατάξεις του εν λόγω άρθρου,
(β) ο υπεύθυνος για τη λειτουργία της επιχείρησης έχει καταδικαστεί για τα αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 7 και η επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης δεν έχει προβεί σε αντικατάσταση αυτού όπως προβλέπεται στις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 7,
(γ) η επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ασκεί και άλλες δραστηριότητες, εκτός από αυτές για τις οποίες της χορηγήθηκε η άδεια όπως προβλέπεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 13,
(δ) κατά τη διάρκεια τακτικού ή έκτακτου ελέγχου διαπιστωθεί ότι κάποια από τις προϋποθέσεις χορήγησης της άδειας δεν πληρούται και ο κάτοχος της άδειας αρνείται ή αδυνατεί να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις της αρμόδιας αρχής για συμμόρφωση στο χρονικό διάστημα που αυτή ορίζει,
(ε) η επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης δεν έχει καταθέσει την προβλεπόμενη συμπληρωματική εγγύηση σύμφωνα με τις διατάξεις Κανονισμών,
(στ) ο κάτοχος της άδειας, προκειμένου να λάβει άδεια, καταρτήσει πλαστό έγγραφο,
(ζ) ο κάτοχος της άδειας αποβιώσει:
Νοείται ότι στην περίπτωση αυτή πρέπει να ενημερώνεται γραπτώς η αρμόδια αρχή εντός περιόδου ενός (1) μηνός, η οποία και αποφασίζει κατά πόσο η άδεια μπορεί να μεταβιβαστεί στους αντιπροσώπους του κατόχου της άδειας, νοουμένου ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος Νόμου,
(η) ο κάτοχος της άδειας διατελεί υπό πτώχευση ή υπό οποιαδήποτε άλλη νομική ανικανότητα και σε περίπτωση νομικού προσώπου διαλυθεί ή τεθεί σε διαδικασία εκκαθάρισης.
27. Πρόσωπο που-
(α) λειτουργεί επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης χωρίς την προηγούμενη λήψη της προβλεπόμενης άδειας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου,
(β) λειτουργεί υποκατάστημα χωρίς να ενημερώσει την αρμόδια αρχή, κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (2) των άρθρων 6 και 7 του παρόντος Νόμου,
(γ) παραβιάζει ή παραλείπει να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις των εδαφίων του άρθρου 13,
(δ) παραβιάζει ή παραλείπει να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις των άρθρων, 14,15 ή/και 16.
είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης του, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€ 10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
28.-(1) Κατόπιν μονομερούς (ex parte) αίτησης που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε στάδιο μετά την καταχώρηση κατηγορητηρίου σε δικαστήριο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το δικαστήριο εκδίδει διάταγμα απαγόρευσης λειτουργίας επιχείρησης ή υποκαταστήματος από οποιοδήποτε κατηγορούμενο, ως επίσης και διάταγμα αναστολής της λειτουργίας οποιασδήποτε επιχείρησης ή υποκαταστήματος που συνδέεται με το εκδικαζόμενο αδίκημα, αφού ικανοποιηθεί ότι -
(α) το κατηγορητήριο περιέχει αναφορά σε αδικήματα του παρόντος Νόμου∙ και
(β) υπάρχει εκ πρώτης όψεως μαρτυρία που να συνδέει συγκεκριμένη επιχείρηση ή υποκατάστημα με το εκδικαζόμενο αδίκημα:
Νοείται ότι ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμών ή άλλης πρακτικής για την έκδοση των αναφερόμενων διαταγμάτων δεν απαιτείται η συνδρομή οποιασδήποτε άλλης προϋπόθεσης ή η συνδρομή επειγουσών περιστάσεων:
Νοείται περαιτέρω ότι σε ό,τι αφορά τον τύπο (form) της αίτησης, ακολουθούνται οι διατάξεις των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που αφορούν ενδιάμεσες μονομερείς (ex parte) αιτήσεις.
(2) Επιπρόσθετα με την επιβολή της ποινής και αφού λάβει υπόψη του κατά πόσο υπάρχει εύλογος κίνδυνος τέλεσης νέου αδικήματος στο μέλλον, το δικαστήριο ενώπιον του οποίου καταδικάζεται πρόσωπο για το αδίκημα που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο μπορεί να διατάξει το καταδικαζόμενο πρόσωπο -
(α) να διακόψει ή αναστείλει οποιεσδήποτε ενέργειες ή πρακτικές που σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα για το οποίο έχει καταδικαστεί,
(β) να κλείσει και διατηρήσει κλειστό οποιοδήποτε γραφείο ή υποστατικό σε σχέση με το οποίο έχει διαπραχθεί το ποινικό αδίκημα για το οποίο έχει καταδικαστεί,
αμέσως ή εντός τέτοιας προθεσμίας και κάτω από τέτοιους όρους όπως το δικαστήριο ήθελε κρίνει σκόπιμο ή αναγκαίο να καθορίσει στο διάταγμα, με σκοπό την αποτελεσματικότερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Κανονισμών.
(3) Πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί διάταγμα δυνάμει του παρόντος άρθρου και το οποίο παραλείπει ή αμελεί να συμμορφωθεί με τέτοιο διάταγμα μέσα στη χρονική περίοδο που τυχόν καθορίζεται σ’ αυτό, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη.
29. Όταν παράβαση δυνάμει του παρόντος Νόμου διαπράττεται από νομικό πρόσωπο ή από πρόσωπο που ενεργεί εκ μέρους νομικού προσώπου και αποδεικνύεται ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση, συνενοχή ή έγκριση ή έχει διευκολυνθεί από την επιδειχθείσα αμέλεια συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή οποιουδήποτε άλλου αξιωματούχου του νομικού προσώπου ή οποιουδήποτε άλλου φυσικού προσώπου που φαίνεται ότι ενεργεί υπό τέτοια ιδιότητα, το φυσικό αυτό πρόσωπο είναι επίσης ένοχο της προαναφερθείσας παράβασης.
30.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(2) Ειδικότερα και χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1), οι Κανονισμοί αυτοί καθορίζουν -
(α) τους ειδικότερους όρους και τη διαδικασία για τη σύσταση επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης,
(β) τις ειδικότερες προϋποθέσεις για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας,
(γ) τις ειδικότερες προδιαγραφές για την αναγκαία υλικοτεχνική υποδομή της,
(δ) το ύψος της τραπεζικής εγγυητικής επιστολής, τους όρους, τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία κατάπτωσής της και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια,
(ε) τον τρόπο και τη διαδικασία τήρησης του Μητρώου επιχειρήσεων προσωρινής σπασχόλησης, καθώς και τη διαδικασία εγγραφής στο Μητρώο των επιχειρήσεων αυτών,
(στ) τα τυχόν επιπλέον στοιχεία που πρέπει να περιέχουν οι συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης που συνάπτονται μεταξύ των εταιρειών προσωρινής απασχόλησης και των εργοδοτούμενων, τον τρόπο και τη διαδικασία γνωστοποίησης αυτών στο Υπουργείο,
(ζ) το ύψος των προβλεπόμενων στον παρόντα Νόμο τελών και προστίμων
(η) κάθε άλλο θέμα που συνδέεται με την εφαρμογή του παρόντος Νόμου.
31. Ο παρών Νόμος τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
32.-(1) Συμβάσεις που ισχύουν κατά τη δημοσίευση του παρόντος Νόμου και προβλέπουν την παροχή υπηρεσιών σε έμμεσο εργοδότη πρέπει να αναπροσαρμοστούν σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου μέσα σε έξι (6) μήνες από την έναρξη της ισχύος του Νόμου.
(2) Φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας την παροχή εργασίας από εργοδοτούμενούς του σε έμμεσους εργοδότες πρέπει μέσα σε έξι (6) μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος Νόμου να υποβάλει αίτηση προκειμένου να εξασφαλίσει άδεια επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης.
(3) Η απόφαση έκδοσης ή μη της άδειας λαμβάνεται μέσα σε ένα (1) μήνα από την υποβολή της αίτησης. Η λειτουργία της επιχείρησης απαγορεύεται, αν δεν υποβληθεί εμπροθέσμως η αίτηση ή δε ληφθεί η άδεια.
Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 87(Ι)/2021] λογίζεται ότι άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2020.