14. (1) Η Επιτροπή δύναται να ανακαλέσει άδεια, εάν διαπιστώσει ότι -
(α) το αδειούχο πρόσωπο έχει πάψει να πληροί, ή παραβαίνει, οποιαδήποτε πρόνοια του παρόντος Νόμου, ή των Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμων ή της Οδηγίας ΟΔ144-2007-08˙ ή/και
(β) το αδειούχο πρόσωπο εξασφάλισε τη χορήγηση άδειας δυνάμει ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων ή υπέβαλε, ή γνωστοποίησε ή άλλως πως δημοσιοποίησε με οποιοδήποτε τρόπο, ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες και/ή ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία ή μη έγκυρα έντυπα. ή/και
(γ) τα συμφέροντα των πελατών του αδειούχου προσώπου δεν εξυπηρετούνται ή απειλούνται με οποιοδήποτε τρόπο από τον τρόπο που το αδειούχο πρόσωπο παρέχει τις διοικητικές υπηρεσίες του ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο.
(2) Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας, η Επιτροπή διαγράφει διά παντός το αδειούχο πρόσωπο από το Μητρώο.
(3) Εταιρεία της οποίας η άδεια ανακλήθηκε, παύει αμέσως να παρέχει διοικητικές υπηρεσίες και οφείλει να τακτοποιήσει τις υποχρεώσεις και εκκρεμότητες της, εντός περιόδου τριών (3) μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης σε αυτήν της απόφασης της Επιτροπής.
(4) Εταιρεία της οποίας η άδεια ανακλήθηκε, παραμένει υπό την εποπτεία της Επιτροπής μέχρις ότου η Επιτροπή ικανοποιηθεί ότι η εν λόγω εταιρεία συμμορφώθηκε πλήρως με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου.