Προοίμιο

Για σκοπούς ρύθμισης των επαγγελματικών δραστηριοτήτων που παρέχονται στα πλαίσια διοίκησης ιδιωτικών εταιρειών από άλλες επιχειρήσεις

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Ρύθμισης των Επιχειρήσεων Παροχής Διοικητικών Υπηρεσιών και Συναφών Θεμάτων Νόμος του 2012.

Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν προκύπτει διαφορετικά από το κείμενο -

«άδεια» σημαίνει την έγκριση και εγγραφή του αδειούχου προσώπου στο Μητρώο που τηρείται από την Επιτροπή·

«αδειούχο πρόσωπο» σημαίνει την εταιρεία που κατέχει άδεια δυνάμει του παρόντος Νόμου·

«δικαιούχα πρόσωπα» σημαίνει τα εξαιρούμενα πρόσωπα τα οποία εποπτεύονται από τις αντίστοιχες εποπτικές τους αρχές και τα αδειούχα πρόσωπα·

«διοικητικές υπηρεσίες» σημαίνει τις υπηρεσίες που ρυθμίζονται από τον παρόντα Νόμο και καθορίζονται στο άρθρο 4·

«εμπίστευμα» σημαίνει τη γραπτή νομική διευθέτηση όπου ο εμπιστευματοπάροχος μεταβιβάζει περιουσία σε ένα ή περισσότερους εμπιστευματοδόχους/επίτροπους οι οποίοι θα την κατέχουν προς όφελος ενός ή περισσοτέρων άλλων προσώπων/δικαιούχων και περιλαμβάνει διεθνές εμπίστευμα, που καθορίζεται στον περί Διεθνών Εμπιστευμάτων Νόμο.

«εμπιστευματοδόχος» ή «επίτροπος» σημαίνει πρόσωπο στο οποίο συγκεκριμένη περιουσία έχει μεταβιβαστεί ή έχει παραχωρηθεί σύμφωνα με τους όρους του εγγράφου εμπιστεύματος ή της συμφωνίας εμπιστεύματος, το οποίο θα την κατέχει προς όφελος ενός ή περισσοτέρων άλλων προσώπων/δικαιούχων ˙

«εμπιστευματοπάροχος» σημαίνει πρόσωπο το οποίο μεταβιβάζει, ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο διαθέτει, περιουσία σε εμπίστευμα ˙

«εξαιρούμενο πρόσωπο», σημαίνει:

(α) (ι) δικηγόρο και ή εταιρεία δικηγόρων κατά την έννοια του περί Δικηγόρων Νόμου,

(ιι) ομόρρυθμη εταιρεία ή ετερόρρυθμη εταιρεία της οποίας οι ομόρρυθμοι εταίροι είναι δικηγόροι ή εταιρεία δικηγόρων και

(ιιι) θυγατρική εταιρεία, αμέσως ή εμμέσως, οποιωνδήποτε από τους πιο πάνω,

που εποπτεύoνται από το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου υπό την ιδιότητα του ως Εποπτική Αρχή στα πλαίσια του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου.

(β) (ι) μέλος του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου (ΣΕΛΚ)

(ιι) ομόρρυθμη, ετερόρρυθμη ή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης της οποίας η πλειοψηφία των ομόρρυθμων εταίρων ή των μετόχων και των διευθυντών είναι μέλη του ΣΕΛΚ, και

(ιιι) θυγατρική εταιρεία, αμέσως ή εμμέσως, οποιωνδήποτε από τους πιο πάνω,

που εποπτεύoνται από το Συμβούλιο του ΣΕΛΚ υπό την ιδιότητα του ως Εποπτική Αρχή στα πλαίσια του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου.

«επενδυτικές υπηρεσίες» σημαίνει οποιεσδήποτε από τις υπηρεσίες και δραστηριότητες, αντίστοιχα, που καθορίζονται στο Μέρος Ι του Τρίτου Παραρτήματος του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, οι οποίες αφορούν οποιοδήποτε από τα χρηματοοικονομικά μέσα που απαριθμούνται στο Μέρος ΙΙΙ του Τρίτου Παραρτήματος του ιδίου Νόμου·

«Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς» ή «Επιτροπή» σημαίνει το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που διέπεται από τον περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμο·

«Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» ή «ΕΠΕΥ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου·

«Εποπτικές Αρχές» σημαίνει τις Αρχές οι οποίες ορίζονται δυνάμει του άρθρου 59 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου·

«εταιρεία» σημαίνει εταιρεία που συστάθηκε δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου·

«Εταιρεία Διαχείρισης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 2 του περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου·

«Εταιρεία Επενδύσεων Μεταβλητού Κεφαλαίου» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 6 του περί Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου·

«ετερόρρυθμη εταιρεία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Ομόρρυθμων και Ετερόρρυθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμο˙

«θεματοφύλακας» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 2 του περί Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου·

«θυγατρική εταιρεία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τα άρθρα 2 και 148 του περί Εταιρειών Νόμου, καθώς και την έννοια που αποδίδουν στον όρο «θυγατρική επιχείρηση» τα άρθρα 1 και 2 της Έβδομης Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 1983 βασιζόμενη στο άρθρο 54 παράγραφος 3 περίπτωση ζ) της συνθήκης για τους ενοποιημένους λογαριασμούς, περιλαμβάνει δε κάθε θυγατρική μιας θυγατρικής επιχείρησης της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών.

«ιδιωτική εταιρεία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 29 του περί Εταιρειών Νόμου ˙

«Κυπριακή Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» ή «ΚΕΠΕΥ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου ∙

«λειτουργός συμμόρφωσης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 69 του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου και στην παράγραφο 2 της Οδηγίας ΟΔ144-2007-08 της Επιτροπής για την Παρεμπόδιση Ξεπλύματος Παράνομου Χρήματος και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας ·

«μητρική εταιρεία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τα άρθρα 2 και 148 του περί Εταιρειών Νόμου, καθώς και την έννοια που αποδίδουν στον όρο «μητρική επιχείρηση» τα άρθρα 1 και 2 της Έβδομης Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ για τους ενοποιημένους λογαριασμούς.

«Μητρώα Εμπιστευμάτων» σημαίνει τα μητρώα εμπιστευμάτων που καταρτίζονται και τηρούνται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο και το   Σύνδεσμο Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου (ΣΕΛΚ), ανάλογα με την περίπτωση, δυνάμει του άρθρου 25Α.

«Μητρώο» σημαίνει το Μητρώο που καταρτίζεται και τηρείται δυνάμει των εδαφίων (1) μέχρι (5) του άρθρου 25∙

«Μονάδα» σημαίνει τη Μονάδα Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης, η οποία εγκαθιδρύθηκε δυνάμει του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου·

«Νόμος» σημαίνει τον παρόντα Νόμο και τις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες·

«Οδηγία ΟΔ144-2007-08» σημαίνει την Οδηγία της Επιτροπής για την Παρεμπόδιση Ξεπλύματος Παράνομου Χρήματος και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας·

«Οδηγίες» σημαίνει τις Οδηγίες κανονιστικού περιεχομένου της Επιτροπής, οι οποίες εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος Νόμου και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ∙

«ομόρρυθμη εταιρεία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στον περί Ομόρρυθμων και Ετερόρρυθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμο˙

«πελάτης» σημαίνει κάθε πρόσωπο στο οποίο παρέχονται διοικητικές υπηρεσίες ∙

«πιστωτικό ίδρυμα» σημαίνει τράπεζα και ή συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα ∙

«πραγματικός δικαιούχος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου˙

«πρόσωπα που πραγματικά διευθύνουν» σημαίνει τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του αδειούχου προσώπου και τα ανώτερα διευθυντικά του στελέχη·

«ρυθμιζόμενη αγορά» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου·

«σύμβουλος» σημαίνει πρόσωπο που κατέχει τη θέση συμβούλου σε εταιρεία ή που έχει εξουσία να ασκεί ουσιαστικά τις ίδιες αρμοδιότητες με εκείνες που ασκούνται από σύμβουλο σε εταιρεία, και περιλαμβάνει πρόσωπο κατόπιν εντολής του οποίου σύμβουλος ή σύμβουλοι συνήθως ενεργούν·

«συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου·

«τράπεζα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου·

«χρηματοοικονομικά μέσα» σημαίνει τα μέσα που καθορίζονται από το άρθρο 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου.

Πεδίο εφαρμογής

3.(1) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται σε πρόσωπα που παρέχουν διοικητικές υπηρεσίες στην ή από τη Δημοκρατία.

(2) Εξαιρούνται του πεδίου εφαρμογής του παρόντος Νόμου-

(α) τα εξαιρούμενα πρόσωπα και

(β) ΚΕΠΕΥ και πιστωτικά ιδρύματα που ασκούν διοικητικές υπηρεσίες στα πλαίσια των εργασιών τους, τα οποία εποπτεύονται από τις αντίστοιχες τους εποπτικές αρχές δυνάμει του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου:

Νοείται ότι τα φυσικά πρόσωπα που εργοδοτούνται από τους πιο πάνω εξαιρούνται της εφαρμογής του παρόντος Νόμου μόνο εφόσον ασκούν διοικητικές υπηρεσίες στο πλαίσιο της άσκησης των εργασιών που τους ανατίθενται από τον εργοδότη τους.

(3) Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (2) δύνανται, εάν και εφόσον επιθυμούν, να επιλέξουν να υποβάλουν αίτηση για απόκτηση άδειας από την Επιτροπή. Σε τέτοια περίπτωση, τα πρόσωπα αυτά εποπτεύονται από την Επιτροπή και υποχρεούνται σε συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(4) Εξαιρούνται επίσης του πεδίου εφαρμογής του παρόντος Νόμου οι Εταιρείες Διαχείρισης και οι Εταιρείες Επενδύσεων Μεταβλητού Κεφαλαίου οι οποίες παρέχουν διοικητικές υπηρεσίες κατά την άσκηση των εργασιών τους δυνάμει του περί Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου καθώς και τα ταμεία επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, τα οποία υπόκεινται στην εποπτεία του Εφόρου Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών κατά τα οριζόμενα στον περί της Ίδρυσης, των Δραστηριοτήτων και της Εποπτείας των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Νόμο.

(5) Νομικό πρόσωπο το οποίο ανήκει αποκλειστικά σε αδειούχο πρόσωπο και όχι σε πρόσωπο που εξαιρείται της εφαρμογής του Νόμου, δεν υπόκειται στις πρόνοιες του παρόντος Νόμου. Την ευθύνη για τις δυνάμει του παρόντος Νόμου ενέργειες του εν λόγω νομικού προσώπου υπέχει το αδειούχο πρόσωπο. Σε τέτοιες περιπτώσεις το αδειούχο πρόσωπο οφείλει να ενημερώνει άμεσα, και χωρίς οποιαδήποτε καθυστέρηση, την Επιτροπή για την ύπαρξη τέτοιων νομικών προσώπων.

(6) Η παροχή διοικητικών υπηρεσιών, είτε αυτή παρέχεται από εργοδοτούμενο αδειούχου προσώπου είτε από τρίτο πρόσωπο μετά από εξωτερική ανάθεση δυνάμει του άρθρου 17 του παρόντος Νόμου, θεωρείται ως παροχή διοικητικών υπηρεσιών από το ίδιο το αδειούχο πρόσωπο.

(7) Αναφορικά με την παροχή υπηρεσιών διαχείρισης και διοίκησης εμπιστευμάτων από δικαιούχα πρόσωπα και ή από πρόσωπα που κατά τα άλλα εξαιρούνται του πεδίου εφαρμογής του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένων των προσώπων που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 4, οποιοδήποτε πρόσωπο παρέχει τέτοιες υπηρεσίες, θα πρέπει να προσδιορίζει και επαληθεύει την ταυτότητα των πραγματικών δικαιούχων εμπιστεύματος,  που περιλαμβάνει ακριβή και επικαιροποιημένα στοιχεία αναφορικά με τις ακόλουθες κατηγορίες, όπου και εφόσον αυτές εφαρμόζονται ή ισχύουν:

(α) Εμπιστευματοδόχοι,

(β) Εμπιστευματοπάροχοι,

(γ) Δικαιούχοι ή στοιχεία της τάξης των δικαιούχων, περιλαμβανομένων δικαιούχων στους οποίους έχει γίνει οποιαδήποτε διανομή δυνάμει του εμπιστεύματος,

(δ) Προστάτης, εάν υπάρχει,

(ε) Σύμβουλος επενδύσεων, λογιστής, φοροτεχνικός, εάν υπάρχει,

(στ) Εργασίες του εμπιστεύματος,

(ζ) Οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο ασκεί τον ουσιαστικό έλεγχο επί του εμπιστεύματος:

Νοείται ότι πρόσωπο το οποίο παρέχει τις υπηρεσίες διαχείρισης και διοίκησης εμπιστευμάτων οφείλει να τηρεί τις πιο πάνω πληροφορίες στην Κυπριακή Δημοκρατία και, ανά πάσα στιγμή, να είναι σε θέση να προβεί σε αποκάλυψη τους ή διάθεση τους προς επιθεώρηση στην αρμόδια Εποπτική Αρχή.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΡΥΘΜΙΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
Διοικητικές υπηρεσίες.

4.(1) Οι υπηρεσίες και δραστηριότητες που περιγράφονται πιο κάτω λογίζονται ως διοικητικές υπηρεσίες -

(α) Η διαχείριση ή διοίκηση εμπιστευμάτων συμπεριλαμβανομένων, χωρίς περιορισμό, της ανάληψης ή παροχής των καθηκόντων εμπιστευματοδόχου (επιτρόπου), οπουδήποτε και εάν αυτά έχουν δημιουργηθεί ή εγκαθιδρυθεί, ή της διαχείρισης ή επένδυσης ή διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του εμπιστεύματος.

(β) Η ανάληψη ή παροχή υπηρεσιών διαχείρισης εταιρειών, που περιλαμβάνει, χωρίς περιορισμό, τη διαχείριση ή τη διοίκηση εταιρειών, ομόρρυθμων ή ετερόρρυθμων εταιρειών, ή άλλων οργανισμών με ή χωρίς ξεχωριστή νομική οντότητα οπουδήποτε και εάν αυτά έχουν συσταθεί ή εγκαθιδρυθεί και η παροχή των υπηρεσιών που αναφέρονται πιο κάτω:-

(i) παροχή συμβούλων νομικών προσώπων∙

(ii) παροχή γραμματέα, ή βοηθού γραμματέα, νομικών προσώπων˙

(iii) κατοχή μετοχικού κεφαλαίου νομικών προσώπων και εγγραφή του κατόχου στα αντίστοιχα μητρώα εγγεγραμμένων μετόχων εκ μέρους και για λογαριασμό τρίτων·

(iv) παροχή διεύθυνσης εγγεγραμμένου γραφείου και ή της επίσημης ταχυδρομικής και ή ηλεκτρονικής διεύθυνσης εταιρειών˙

(v) παροχή ομόρρυθμων ή ετερόρρυθμων συνεταίρων σε συνεταιρισμούς·

(vi) παροχή άλλων υπηρεσιών, ανάλογων ή σε συνάρτηση με τις υπηρεσίες που περιγράφονται στις πιο πάνω παραγράφους, σε σχέση με άλλα νομικά πρόσωπα ή οργανισμούς με ή χωρίς ξεχωριστή νομική οντότητα ∙

(vii) άνοιγμα ή διαχείριση τραπεζικών λογαριασμών∙

(viii) φύλαξη χρηματοοικονομικών μέσων για λογαριασμό πελατών, περιλαμβανομένης της θεματοφυλακής, ως αυτή καθορίζεται στο Τρίτο Παράρτημα, Μέρος ΙΙ, παράγραφος 1 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, και άλλων συναφών υπηρεσιών, εκτός εάν θα παρέχεται ως παρεπόμενη υπηρεσία από ΕΠΕΥ στα πλαίσια του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου:

Νοείται ότι αναφορικά με την εξουσία σύστασης εταιρειών, αυτή παραμένει αποκλειστική αρμοδιότητα των δικηγόρων ως προνοείται από τον περί Δικηγόρων Νόμο.

(γ) Η παροχή υπηρεσιών για την ετοιμασία ή/και διαχείριση αίτησης για σκοπούς χορήγησης άδειας παραμονής ή πολιτογράφησης στο πλαίσιο του εκάστοτε εν ισχύι Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 111Α του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου.

(2) Σε περίπτωση που οποιεσδήποτε από τις διοικητικές υπηρεσίες είναι υπηρεσίες που χρήζουν άδειας δυνάμει του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου ή του περί Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου ή άλλου νόμου, ο παρέχων τις υπηρεσίες αυτές υποχρεούται να λαμβάνει άδεια δυνάμει του αντίστοιχου νόμου που εφαρμόζεται και όχι από τον παρόντα Νόμο.

(3) Τηρουμένων των προνοιών του εδαφίου (7) του άρθρου 3, του εδαφίου (2) του άρθρου 5 και του εδαφίου (2) του άρθρου 23, η παροχή διοικητικών υπηρεσιών από φυσικά πρόσωπα στις πιο κάτω περιπτώσεις, δεν απαιτεί άδεια, νοουμένου ότι αυτές δε θα διαφημίζονται ή χρησιμοποιούνται για την προσέλκυση πελατών και δε θα προσφέρονται ή παρέχονται προς πρόσωπα άλλα από αυτά που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο:

(α) Η ανάληψη καθηκόντων συμβούλου εταιρείας–

(i) της οποίας οι  τίτλοι είναι εισηγμένοι σε ρυθμιζόμενη αγορά·

(ii) η οποία υπόκειται σε εποπτικό έλεγχο από Εποπτική Αρχή και δυνάμει του εποπτικού της πλαισίου υποχρεούται να έχει μη εκτελεστικούς ανεξάρτητους συμβούλους·

(iii) στην οποία η Κυπριακή Δημοκρατία ή οποιοσδήποτε δημόσιος φορέας, αρχή ή οργανισμός κατέχουν την πλειοψηφία των μετοχών·

(iv) όπου  εταιρεία ανήκει δικαιωματικά κατά τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%)-

(α) στο πρόσωπο που προσφέρει τις σχετικές υπηρεσίες και/ή στη σύζυγό του και/ή σε μέλη της οικογένειάς του και/ή της συζύγου του, μέχρι τετάρτου βαθμού συγγένειας ή

(β) σε εταιρεία ή εταιρείες που ανήκουν εξ ολοκλήρου στο πρόσωπο που προσφέρει τις σχετικές υπηρεσίες και/ή στη σύζυγό του και/ή σε μέλη της οικογένειάς του και/ή της συζύγου του μέχρι τετάρτου βαθμού συγγένειας ή (γ) σε εμπίστευμα του οποίου, είτε το πρόσωπο που προσφέρει τις σχετικές υπηρεσίες και/ή η σύζυγός του και/ή οποιοδήποτε πρόσωπο με το οποίο το πρόσωπο που προσφέρει τις σχετικές υπηρεσίες και/ή η σύζυγός του έχει οικογενειακή σχέση μέχρι τετάρτου βαθμού συγγενείας, είναι οι μόνοι δικαιούχοι·

(v) όπου η εταιρεία είναι ο αποκλειστικός εργοδότης του προσώπου που παρέχει τις υπηρεσίες ή εταιρεία που ανήκει στον όμιλο εταιρειών του οποίου είναι μέλος ο εργοδότης·

(vi) η οποία είναι θυγατρική εταιρείας, που περιγράφεται στις υποπαραγράφους (i) έως (v) της παραγράφου (α) πιο πάνω ·

(vii) σε λιγότερο από δέκα (10) εταιρείες, μη λαμβανομένων υπόψη των εταιρειών που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) έως (vi) της παραγράφου (α) πιο πάνω και νοουμένου ότι το σχετικό πρόσωπο ή πρόσωπα δεν ελέγχουν συσσωρευτικά το διοικητικό συμβούλιο της σχετικής εταιρείας.

(β) Η ανάληψη καθηκόντων γραμματέα εταιρείας, από φυσικό πρόσωπο κάτοικο Κύπρου, στις περιπτώσεις όπου–

(i)εταιρεία ανήκει δικαιωματικά κατά τουλάχιστον πενήντα τοις εκατόν (50%)-

(α) στο πρόσωπο που προσφέρει τις σχετικές υπηρεσίες και/ή στη σύζυγό του και/ή σε μέλη της οικογένειάς του και/ή της συζύγου του, μέχρι τετάρτου βαθμού συγγένειας ή

(β) σε εταιρεία ή εταιρείες που ανήκουν εξ ολοκλήρου στο πρόσωπο που προσφέρει τις σχετικές υπηρεσίες και/ή στη σύζυγό του και/ή σε μέλη της οικογένειάς του και/ή της συζύγου του μέχρι τετάρτου βαθμού συγγένειας ή

(γ) σε εμπίστευμα, το οποίο διέπεται από την Κυπριακή νομοθεσία και του οποίου, είτε το πρόσωπο που προσφέρει τις σχετικές υπηρεσίες και/ή η σύζυγός του και/ή οποιοδήποτε πρόσωπο με το οποίο το πρόσωπο που προσφέρει τις σχετικές υπηρεσίες και/ή η σύζυγός του έχει οικογενειακή σχέση μέχρι τετάρτου βαθμού συγγενείας, είναι οι μόνοι δικαιούχοι·

(ii) σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στις υπο-υποπαραγράφους (α) έως (γ) της υποπαραγράφου (i) οι μέτοχοι της σχετικής εταιρείας είναι φυσικά πρόσωπα κάτοικοι Κύπρου, το ποσοστό συμμετοχής του πενήντα τοις εκατόν (50%) της υποπαραγράφου (i) πιο πάνω μειώνεται σε είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%)·

(iii) η εταιρεία είναι ο αποκλειστικός εργοδότης του προσώπου που παρέχει τις υπηρεσίες ή εταιρεία που ανήκει στον όμιλο εταιρειών του οποίου είναι μέλος ο εργοδότης·

(iv) η εταιρεία είναι θυγατρική εταιρείας που περιγράφεται στις υποπαραγράφους (i) έως (iii) της παραγράφου (β) πιο πάνω·

(γ) η παροχή υπηρεσιών εμπιστευματοδόχου όταν αυτές παρέχονται προς εμπίστευμα, όπου το πρόσωπο που παρέχει τις διοικητικές υπηρεσίες είναι εμπιστευματοπάροχος ή όπου όλοι οι δικαιούχοι του εμπιστεύματος είναι ο ίδιος και/ή η σύζυγός του και/ή μέλη της οικογένειάς του και/ή της συζύγου του, μέχρι τέταρτου βαθμού συγγένειας·

(δ) η ανάληψη καθηκόντων εμπιστευματοδόχου εμπιστεύματος που δημιουργείται δυνάμει διαθήκης φυσικού προσώπου·

(ε) η διαχείριση τραπεζικών λογαριασμών εταιρείας που πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις υποπαραγράφους (i) μέχρι (vi) της υποπαραγράφου (α) (i) έως (vi) πιο πάνω.

(4) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (7) του άρθρου 3, των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 5 και των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 23, η παροχή διοικητικών υπηρεσιών από εταιρείες στις πιο κάτω περιπτώσεις δεν απαιτεί άδεια, νοουμένου ότι αυτές δε θα διαφημίζονται ή χρησιμοποιούνται για την προσέλκυση πελατών και δε θα προσφέρονται ή παρέχονται προς πρόσωπα άλλα από αυτά που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο:

(α) Η παροχή διοικητικών υπηρεσιών αποκλειστικά στις μητρικές τους επιχειρήσεις, στις θυγατρικές τους επιχειρήσεις ή σε άλλες θυγατρικές επιχειρήσεις των μητρικών τους επιχειρήσεων, νοουμένου ότι η εν λόγω εταιρεία έχει ως γραμματέα είτε δικαιούχο πρόσωπο είτε φυσικό πρόσωπο κάτοικο Κύπρου, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (β) του εδαφίου (3) ανωτέρω.

(β) Η παροχή υπηρεσιών εμπιστευματοδόχου όταν αυτές παρέχονται προς εμπίστευμα και πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) Η εν λόγω εταιρεία ανήκει αποκλειστικά σε ένα φυσικό πρόσωπο και/ή στην σύζυγό του και/ή σε μέλη της οικογένειάς του και/ή της συζύγου του μέχρι τετάρτου βαθμού συγγένειας·

(ii) όλοι οι δικαιούχοι του εμπιστεύματος είναι τα φυσικά πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο (i) ανωτέρω και/ή η σύζυγός του και/ή μέλη της οικογένειάς του και/ή της συζύγου του, μέχρι τετάρτου βαθμού συγγένειας·

(iii) η εταιρεία έχει ως γραμματέα είτε δικαιούχο πρόσωπο είτε φυσικό πρόσωπο κάτοικο Κύπρου, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (β) του εδαφίου (3) πιο πάνω.

(5) Η παροχή των υπηρεσιών που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (iii) και/ή (viii) της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) από εταιρείες, δεν απαιτεί άδεια νοουμένου ότι πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Οι εν λόγω υπηρεσίες παρέχονται από νομικό πρόσωπο, το οποίο είναι εγγεγραμμένο στο εξωτερικό και υπόκειται στην εποπτεία του κράτους καταγωγής του για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών.

(β) υπάρχει συμφωνία συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής ή των άλλων εποπτικών αρχών και της αρμόδιας εποπτικής αρχής του κράτους καταγωγής του παροχέα των εν λόγω υπηρεσιών.

Απαγόρευση άσκησης διοικητικών υπηρεσιών

5.(1) Τηρουμένων οποιωνδήποτε εξαιρέσεων στο Νόμο, μόνο τα δικαιούχα πρόσωπα δύνανται να παρέχουν διοικητικές υπηρεσίες:

Νοείται ότι τα φυσικά πρόσωπα που εργοδοτούνται από δικαιούχα πρόσωπα εξαιρούνται της εφαρμογής του παρόντος Νόμου μόνο εφόσον ασκούν διοικητικές υπηρεσίες στο πλαίσιο της άσκησης των εργασιών που τους ανατίθενται από τον εργοδότη τους.

(2) Αναφορικά με τις υπηρεσίες εμπιστευματοδόχου, ο εμπιστευματοδόχος υποχρεούται όπως εξασφαλίζει ότι, κατά πάντα χρόνο, εμπίστευμα που διέπεται από το Κυπριακό Δίκαιο έχει τουλάχιστον ένα εμπιστευματοδόχο ο οποίος είναι κάτοικος Κύπρου:

Νοείται ότι σε περιπτώσεις εμπιστευμάτων που υφίστανται κατά την ημερομηνία έναρξης του παρόντος Νόμου, ο εμπιστευματοδόχος έχει διορία έξι μηνών για να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του παρόντος εδαφίου.

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Κεφάλαιο Α - Προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας
Κεντρικά γραφεία

6. Τα κεντρικά γραφεία του αδειούχου προσώπου πρέπει να βρίσκονται στη Δημοκρατία:

Νοείται ότι η άδεια που χορηγείται κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Νόμο επιτρέπει στα αδειούχα πρόσωπα να παρέχουν τις διοικητικές υπηρεσίες, για τις οποίες έχουν λάβει άδεια, τόσο στη Δημοκρατία όσο και το εξωτερικό, νοουμένου ότι οι αντίστοιχες νομοθεσίες στο εξωτερικό δεν τους το απαγορεύουν.

Πρόσωπα που πραγματικά διευθύνουν το αδειούχο πρόσωπο

7. (1) Τα πρόσωπα που πραγματικά διευθύνουν την αιτήτρια ή το αδειούχο πρόσωπο πρέπει να έχουν τα εχέγγυα εντιμότητας και πείρας, ακαδημαϊκά ή και επαγγελματικά προσόντα, ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή και συνετή διαχείρισή της.

(2) Η διοίκηση του αδειούχου προσώπου πρέπει να ασκείται από τουλάχιστον δύο πρόσωπα τα οποία πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (1).

(3) Η Επιτροπή δύναται να απορρίψει την αίτηση για χορήγηση άδειας, εάν δεν έχει πεισθεί ή ικανοποιηθεί για την εντιμότητα και την πείρα των προσώπων που πραγματικά διευθύνουν την αιτήτρια ή το αδειούχο πρόσωπο, ή εάν υπάρχουν λόγοι που επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι η ύπαρξη των προσώπων αυτών στη διοίκηση αποτελούν απειλή για την ορθή και συνετή διαχείρισή τους.

(4) Η Επιτροπή διατηρεί το δικαίωμα, σε οποιοδήποτε χρόνο μετά τη χορήγηση άδειας, είτε να αντιταχτεί σε οποιοδήποτε διορισμό, ή αλλαγή σε διορισμό προσώπου που πραγματικά διευθύνει, είτε να ζητήσει από το αδειούχο πρόσωπο πρόσθετα στοιχεία ή πληροφορίες ή να του υποδείξει τροποποιήσεις. Το αδειούχο πρόσωπο οφείλει να συμμορφωθεί με οποιοδήποτε αίτημα και ή υπόδειξη της Επιτροπής.

Μέτοχοι αδειούχου προσώπου

8.-(1) Η Επιτροπή δεν επιτρέπει την παροχή διοικητικών υπηρεσιών, μέχρις ότου πληροφορηθεί για την ταυτότητα των άμεσων και ή έμμεσων μετόχων και πραγματικών δικαιούχων της αιτήτριας, ανεξάρτητα του αν πρόκειται για φυσικά ή νομικά πρόσωπα:

Νοείται ότι στις περιπτώσεις νομικών προσώπων, η αιτήτρια ή το αδειούχο πρόσωπο οφείλει να παρέχει πληροφορίες για την ταυτότητα των φυσικών προσώπων που τα διοικούν, καθώς και των μετόχων τους, φθάνοντας μέχρι των τελικών φυσικών προσώπων.

(2) Η Επιτροπή δύναται να απορρίψει την αίτηση για χορήγηση άδειας εάν, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διασφαλιστεί η ορθή και συνετή διαχείριση της εταιρείας, δεν έχει πεισθεί ή ικανοποιηθεί για την καταλληλότητα των άμεσων και/ή έμμεσων μετόχων και πραγματικών δικαιούχων.

(3) Η Επιτροπή διατηρεί το δικαίωμα, σε οποιοδήποτε χρόνο μετά τη χορήγηση άδειας, είτε να αντιταχτεί στη συμμετοχή ή αλλαγή μετόχου, είτε να ζητήσει από το αδειούχο πρόσωπο πρόσθετα στοιχεία ή πληροφορίες ή να του υποδείξει τροποποιήσεις εάν έχει λόγους να αμφιβάλλει για την καταλληλότητα των άμεσων και ή έμμεσων μετόχων και πραγματικών δικαιούχων. Το αδειούχο πρόσωπο οφείλει να συμμορφωθεί με οποιοδήποτε αίτημα και ή υπόδειξη της Επιτροπής.

Πρόσωπα που απασχολούνται από αδειούχο πρόσωπο

9. (1) Το αδειούχο πρόσωπο οφείλει να μεριμνά όπως τα πρόσωπα που απασχολούνται σε αυτό, διαθέτουν εχέγγυα ήθους και εντιμότητας καθώς και τις ικανότητες, τις γνώσεις και την εμπειρογνωμοσύνη που απαιτούνται για την άσκηση των αρμοδιοτήτων που θα τους, ή τους έχουν, ανατεθεί.

(2) Το αδειούχο πρόσωπο οφείλει να εργοδοτεί εσωτερικό νομικό σύμβουλο ή να διατηρεί ταχτική επαγγελματική σχέση με εξωτερικό δικηγόρο σε ετήσια βάση.

(3) Το αδειούχο πρόσωπο οφείλει να εργοδοτεί λειτουργό συμμόρφωσης.

(4) Ο διορισμός του λειτουργού συμμόρφωσης πρέπει πρώτα να εγκριθεί από την Επιτροπή αφού ληφθούν υπόψη η πείρα, τα προσόντα καθώς και τα εχέγγυα ήθους και εντιμότητας του.

Κεφάλαιο Β - Αίτηση για χορήγηση άδειας, αίτηση για την επέκταση ή τροποποίησης άδειας
Υποβολή αίτησης για χορήγηση άδειας

10. (1) Εταιρεία η οποία επιθυμεί να αποκτήσει άδεια για την παροχή διοικητικών υπηρεσιών υποβάλλει σχετική αίτηση, δεόντως συμπληρωμένη, στην Επιτροπή.

(2) Το σχετικό έντυπο της αίτησης εκδίδεται από την Επιτροπή και διατίθεται στον διαδικτυακό της τόπο.

(3) Η αίτηση υπογράφεται από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας και συνοδεύεται από: -

(α) Το ειδικά διατυπωμένο ερωτηματολόγιο, το οποίο εκδίδεται από την Επιτροπή και είναι διαθέσιμο στον διαδικτυακό της τόπο, το οποίο συμπληρώνεται και υποβάλλεται από τους συμβούλους και τα πρόσωπα που πραγματικά διευθύνουν την εταιρεία, αν είναι άλλοι από τους συμβούλους, τους μετόχους και, εάν και εφόσον υπάρχουν, τους πραγματικούς δικαιούχους και το λειτουργό συμμόρφωσης.

(β) Υπογραμμένη βεβαίωση των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, με την οποία βεβαιώνουν ότι έχουν καταβάλει κάθε οφειλόμενη επιμέλεια για να εξασφαλίσουν ότι οι πληροφορίες που περιέχονται στην αίτηση, καθώς και τα στοιχεία και έντυπα που τη συνοδεύουν, είναι ορθά, πλήρη και αληθή.

(γ) Πιστοποιητικό ποινικού μητρώου και πιστοποιητικό ή βεβαίωση μη πτώχευσης, από οποιαδήποτε ανεξάρτητη και αξιόπιστη πηγή, στις περιπτώσεις φυσικών προσώπων:

Νοείται ότι όπου το πιστοποιητικό μη πτώχευσης δεν είναι δυνατόν να εκδοθεί από κρατική υπηρεσία τότε δύναται να προσκομίζεται βεβαίωση από πιστωτικό ίδρυμα της Δημοκρατίας ή του εξωτερικού. Η εν λόγω βεβαίωση πρέπει να βεβαιώνει ότι το πρόσωπο το οποίο αφορά διατηρεί λογαριασμό στο πιστωτικό ίδρυμα και είναι συνεπής με τις υποχρεώσεις του.

Για σκοπούς της παρούσας παραγράφου, «Φυσικά πρόσωπα» λογίζονται τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, τα πρόσωπα που πραγματικά διευθύνουν, ο λειτουργός συμμόρφωσης, οι μέτοχοι και, όπου προκύπτει, οι πραγματικοί δικαιούχοι.

(δ) Το ιδρυτικό έγγραφο και το καταστατικό της εταιρείας καθώς και όλα τα σχετικά εταιρικά έγγραφα στα οποία εμφαίνονται τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, οι μέτοχοι και οι πραγματικοί δικαιούχοι, εάν υπάρχουν, καθώς και το εγγεγραμμένο γραφείο και πιστοποιητικό καλής λειτουργίας.

Νοείται ότι όπου το πιστοποιητικό καλής λειτουργίας δεν είναι δυνατόν να εκδοθεί από κρατική υπηρεσία ή αρχή τότε δύναται να προσκομίζεται σχετική βεβαίωση από οποιαδήποτε ανεξάρτητη και αξιόπιστη πηγή. Στην περίπτωση αυτή, η εν λόγω βεβαίωση δύναται να είναι από πιστωτικό ίδρυμα της Δημοκρατίας ή του εξωτερικού. Μια τέτοια βεβαίωση πρέπει να βεβαιώνει ότι η εταιρεία, στην οποία αναφέρεται, διατηρεί λογαριασμό στο πιστωτικό ίδρυμα και είναι συνεπής με τις υποχρεώσεις της.

(ε) Το τέλος υποβολής αίτησης ως αυτό καθορίζεται στο άρθρο 32.

(4) Κατά την παραλαβή και εξέταση της αίτησης και σε οποιοδήποτε χρόνο, η Επιτροπή δύναται να απαιτήσει την υποβολή οποιασδήποτε πρόσθετης πληροφορίας ή οποιωνδήποτε εγγράφων, τα οποία κρίνει ως απαραίτητα για να βοηθήσουν κατά την αξιολόγηση της αίτησης.

(5) Η αίτηση θεωρείται δεόντως συμπληρωμένη μόνο όταν περιλαμβάνονται σε αυτή όλα τα στοιχεία και οι πληροφορίες, καθώς και το σχετικό τέλος που απαιτείται από την Επιτροπή δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(6) Η Επιτροπή χορηγεί άδεια εφόσον ικανοποιηθεί ότι έχουν υποβληθεί όλα τα απαραίτητα τέλη, στοιχεία, έντυπα, έγγραφα και πληροφορίες που καταδεικνύουν ότι ο αιτητής συμμορφώνεται με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου.

(7) Την ευθύνη για την ορθότητα, πληρότητα και ακρίβεια της αίτησης για χορήγηση άδειας καθώς και των στοιχείων και εντύπων που συνοδεύουν αυτή φέρουν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της αιτήτριας ή του αδειούχου προσώπου, τα οποία υπογράφουν την αίτηση.

(8) Η Επιτροπή δύναται με Οδηγία της να καθορίζει το περιεχόμενο της αίτησης και τις παρεχόμενες μέσω αυτής πληροφορίες καθώς και οποιοδήποτε άλλο σχετικό θέμα.

Μεταβατικές διατάξεις για πρόσωπα που παρέχουν διοικητικές υπηρεσίες

11. (1) Τηρουμένων των εξαιρέσεων του παρόντος Νόμου, πρόσωπο το οποίο πριν την έναρξη της ισχύος του Νόμου ασκούσε εργασίες που εμπίπτουν στις διοικητικές υπηρεσίες, δύναται να συνεχίσει να παρέχει τις εν λόγω υπηρεσίες στη Δημοκρατία και να εγγραφεί στο Μητρώο, εφόσον:

(α) Εντός δύο μηνών από την ημέρα έναρξης ισχύος του Νόμου κοινοποιήσει στην Επιτροπή:

(i) τα στοιχεία του, όνομα, μέτοχοι, διευθυντές και συνοπτική έκθεση δραστηριοτήτων,

(ii) την πρόθεση του ή μη να υποβάλει αίτηση δυνάμει του Νόμου για χορήγηση άδειας.

(β) Εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία υποβολής της κοινοποίησης που προβλέπεται στην παράγραφο (α), υποβάλει στην Επιτροπή αίτηση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 10, μαζί με ελεγμένους λογαριασμούς των αμέσως δύο προηγούμενων ετών, όπου είναι δυνατό.

(γ) Συμμορφωθεί άμεσα με τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο.

(2) Τα κατά το εδάφιο (1) πρόσωπα, δύνανται, σε περίπτωση που δεν υποβάλουν κοινοποίηση ή αίτηση κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1), να συνεχίσουν να ασκούν τέτοιες εργασίες για διάστημα έξι μηνών μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου. Με την πάροδο της προθεσμίας των έξι μηνών, τα εν λόγω πρόσωπα παύουν να δικαιούνται να παρέχουν διοικητικές υπηρεσίες.

(3) Πρόσωπο που παρέχει διοικητικές υπηρεσίες κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου και το οποίο απέστειλε στην Επιτροπή κοινοποίηση για την πρόθεση του να υποβάλει αίτηση καθώς και τη μετέπειτα σχετική αίτηση του, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο, δύναται να συνεχίζει να παρέχει διοικητικές υπηρεσίες εκτός εάν η αίτηση του απορριφθεί από την Επιτροπή οπότε ισχύουν οι διατάξεις του εδαφίου (4).

(4) Σε περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή απορρίψει αίτηση εταιρείας για χορήγηση άδειας, η εν λόγω εταιρεία δεν εγγράφεται στο Μητρώο και παύει εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απορριπτικής απόφασης της Επιτροπής, να παρέχει διοικητικές υπηρεσίες. Κατά τη λήξη της περιόδου των έξι μηνών η εταιρεία οφείλει να έχει τακτοποιήσει τις υποχρεώσεις της προς τρίτους, που απορρέουν από την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών.

Χορήγηση άδειας

12. (1) Η Επιτροπή κατά την εξέταση αίτησης που υποβάλλεται στις περιπτώσεις του άρθρου 10 έχει εξουσία, εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της δεόντως συμπληρωμένης αίτησης να ενημερώσει γραπτώς την αιτήτρια εταιρεία για την απόφαση της -

(α) να της απαγορεύσει την παροχή διοικητικών υπηρεσιών ή

(β) να εγκρίνει, με ή χωρίς όρους, την αίτηση και να χορηγήσει άδεια με την καταχώρηση στο Μητρώο.

(2) Η Επιτροπή κατά την εξέταση αίτησης που υποβάλλεται στις περιπτώσεις του άρθρου 11 έχει εξουσία, εντός χρονικής περιόδου που δεν υπερβαίνει τους εικοσιτέσσερις (24) μήνες από την ημερομηνία παραλαβής της δεόντως συμπληρωμένης αίτησης να ενημερώσει γραπτώς την αιτήτρια εταιρεία για την απόφαση της -

(α) να της απαγορεύσει τη συνέχιση παροχής διοικητικών υπηρεσιών ή

(β) να εγκρίνει, με ή χωρίς όρους, την αίτηση και να χορηγήσει άδεια με την καταχώρηση στο Μητρώο.

(3) Η Επιτροπή δύναται, κατά την απόλυτή της κρίση, να επεκτείνει την προθεσμία έκδοσης απόφασής της δυνάμει των εδαφίων (1) και (2), χωρίς να θεωρείται εγκριμένη η αίτηση.

(4) Η Επιτροπή δεν χορηγεί άδεια εάν δεν έχει πεισθεί πλήρως ότι η εταιρεία η οποία συστάθηκε στη Δημοκρατία και αιτείται τη χορήγηση άδειας, πληροί όλες τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες Οδηγίες.

(5) Η αιτήτρια εταιρεία παρέχει όλες τις πληροφορίες, ως καθορίζονται στο Νόμο, οι οποίες είναι αναγκαίες για να μπορέσει η Επιτροπή να πεισθεί ότι η αιτήτρια έχει λάβει, κατά το χρόνο της χορήγησης άδειας, όλα τα αναγκαία μέτρα για να εκπληρώσει τις προϋποθέσεις του Νόμου.

(6) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (5), το αδειούχο πρόσωπο επιτρέπεται να παρέχει μόνο τις διοικητικές υπηρεσίες που καταγράφονται στο Μητρώο.

Αίτηση για επέκταση ή τροποποίηση άδειας

13. (1) Σε περίπτωση που αδειούχο πρόσωπο επιθυμεί την επέκταση της άδειας του σε πρόσθετες διοικητικές υπηρεσίες οι οποίες δεν προβλέπονται στην άδεια που του χορηγήθηκε ή επιθυμεί την τροποποίηση της άδειας αναφορικά με οποιαδήποτε στοιχεία ή πληροφορίες, τότε υποβάλλει, εκ των προτέρων, σχετική κοινοποίηση στην Επιτροπή, η οποία συνοδεύεται από οποιεσδήποτε σχετικές πληροφορίες, στοιχεία και έντυπα κατά τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο.

(2) Η Επιτροπή δεν προβαίνει σε έγκριση των περιπτώσεων που προβλέπονται στο εδάφιο (1) πλην όμως διατηρεί το δικαίωμα, σε οποιοδήποτε χρόνο, είτε να αντιταχτεί σε οποιαδήποτε επέκταση ή τροποποίηση της άδειας είτε να ζητήσει από το αδειούχο πρόσωπο πρόσθετα στοιχεία ή πληροφορίες ή να του υποδείξει τροποποιήσεις. Το αδειούχο πρόσωπο οφείλει να συμμορφωθεί με οποιοδήποτε αίτημα και/ή υπόδειξη της Επιτροπής.

(3) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (2), αδειούχο πρόσωπο το οποίο σε οποιοδήποτε στάδιο προσφέρει, προτίθεται να προσφέρει ή σταματά να προσφέρει, τη διοικητική υπηρεσία που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 4 οφείλει να ενημερώνει ρητά και άμεσα την Επιτροπή.

(4) Η Επιτροπή οφείλει να ενημερώνει το Μητρώο της αναφορικά με τις οποιεσδήποτε αλλαγές επέλθουν δυνάμει του παρόντος άρθρου, εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την ημέρα που θα της κοινοποιηθούν οι αλλαγές.

ΜΕΡΟΣ IV ΑΝΑΚΛΗΣΗ, ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΚΑΙ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ
Ανάκληση άδειας

14. (1) Η Επιτροπή δύναται να ανακαλέσει άδεια, εάν διαπιστώσει ότι -

(α) το αδειούχο πρόσωπο έχει πάψει να πληροί, ή παραβαίνει, οποιαδήποτε πρόνοια του παρόντος Νόμου, ή των Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμων ή της Οδηγίας ΟΔ144-2007-08˙ ή/και

(β) το αδειούχο πρόσωπο εξασφάλισε τη χορήγηση άδειας δυνάμει ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων ή υπέβαλε, ή γνωστοποίησε ή άλλως πως δημοσιοποίησε με οποιοδήποτε τρόπο, ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες και/ή ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία ή μη έγκυρα έντυπα. ή/και

(γ) τα συμφέροντα των πελατών του αδειούχου προσώπου δεν εξυπηρετούνται ή απειλούνται με οποιοδήποτε τρόπο από τον τρόπο που το αδειούχο πρόσωπο παρέχει τις διοικητικές υπηρεσίες του ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο.

(2) Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας, η Επιτροπή διαγράφει διά παντός το αδειούχο πρόσωπο από το Μητρώο.

(3) Εταιρεία της οποίας η άδεια ανακλήθηκε, παύει αμέσως να παρέχει διοικητικές υπηρεσίες και οφείλει να τακτοποιήσει τις υποχρεώσεις και εκκρεμότητες της, εντός περιόδου τριών (3) μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης σε αυτήν της απόφασης της Επιτροπής.

(4) Εταιρεία της οποίας η άδεια ανακλήθηκε, παραμένει υπό την εποπτεία της Επιτροπής μέχρις ότου η Επιτροπή ικανοποιηθεί ότι η εν λόγω εταιρεία συμμορφώθηκε πλήρως με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου.

Αναστολή άδειας

15. (1) Η Επιτροπή δύναται να αναστείλει την άδεια αδειούχου προσώπου στις ακόλουθες περιπτώσεις-

(α) Ταυτόχρονα και άμεσα, με την έναρξη της διαδικασίας για ανάκληση της άδειας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 14, εάν κατά την απόλυτη της κρίση η συνέχιση λειτουργίας του αδειούχου προσώπου, μέχρι τη λήψη απόφασης από την Επιτροπή για ανάκληση ή μη της άδειας του, πιθανώς να θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα των πελατών του.

(β) Όταν υφίστανται υπόνοιες για ενδεχόμενη παράβαση του παρόντος Νόμου ή του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου ή της Οδηγίας ΟΔ144-2007-08, η οποία ενδέχεται να θέτει σοβαρά σε κίνδυνο τα συμφέροντα των πελατών και ή σε περίπτωση μη καταβολής των κατά το άρθρο 32 τελών ή συνδρομών εντός της προθεσμίας, όπως αυτή καθορίζεται με την δυνάμει του άρθρου 32 Οδηγία της Επιτροπής. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση για αναστολή της άδειας είναι άμεση και χωρίς οποιαδήποτε ειδοποίηση προς το αδειούχο πρόσωπο και δύναται να λαμβάνεται από τον Πρόεδρο ή/και τον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής, οι οποίοι ενημερώνουν την Επιτροπή στην αμέσως επόμενη συνεδρίασή της.

(2) Σε περίπτωση που συντρέχουν οι περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1), η Επιτροπή δύναται να τάσσει εύλογη προθεσμία, η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία κοινοποίησης της αναστολής της άδειας, προς συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου ή της Οδηγίας ΟΔ144-2007-08.

(3) Το αδειούχο πρόσωπο οφείλει, εντός της προθεσμίας που τάσσεται από την Επιτροπή κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2), να ενημερώσει την Επιτροπή για τη συμμόρφωση της με τις διατάξεις του Νόμου ή του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου ή της Οδηγίας ΟΔ144-2007-08. Σε περίπτωση που η Επιτροπή-

(α) Ικανοποιηθεί ότι το αδειούχο πρόσωπο συμμορφώθηκε με τα προαναφερθέντα, ανακαλεί την αναστολή της άδειας του και επαναφέρει την εγγραφή του στο Μητρώο, ή

(β) δεν ικανοποιηθεί ότι το αδειούχο πρόσωπο συμμορφώθηκε με τα προαναφερθέντα, παρατείνει αυτόματα την αναστολή της άδειας και αρχίζει διαδικασία για ανάκληση της· η άδεια του αδειούχου προσώπου παραμένει υπό αναστολή μέχρις ότου η Επιτροπή αποφασίσει για την ανάκληση, ή μη, της σχετικής άδειας.

(4) Σε περίπτωση που το αδειούχο πρόσωπο δεν ενημερώσει την Επιτροπή εντός της προθεσμίας που τάσσεται, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2), για τη συμμόρφωση της με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, η Επιτροπή εφαρμόζει αυτόματα, άνευ οποιασδήποτε άλλης ειδοποίησης, τη διαδικασία που προβλέπεται από την παράγραφο (β) του εδαφίου (3).

(5) Σε περίπτωση αναστολής της άδειας, το αδειούχο πρόσωπο δεν επιτρέπεται να παρέχει διοικητικές υπηρεσίες.

Ενέργειες που συνεπάγονται τον αυτόματο τερματισμό της άδειας

16. (1) Άδεια παροχής διοικητικών υπηρεσιών παύει να ισχύει στις περιπτώσεις όπου το αδειούχο πρόσωπο παραιτείται ρητά από την άδεια παροχής διοικητικών υπηρεσιών.

(2) Σε περίπτωση που το αδειούχο πρόσωπο παραιτείται ρητά από την άδεια παροχής διοικητικών υπηρεσιών, η Επιτροπή τερματίζει αμέσως και αυτόματα την άδεια του και τη διαγράφει, δια παντός, από το Μητρώο χωρίς να χρειάζεται να δίδεται οποιαδήποτε ειδοποίηση στο αδειούχο πρόσωπο.

(3) Εταιρεία της οποίας η άδεια έχει τερματιστεί, παύει πάραυτα να παρέχει διοικητικές υπηρεσίες και οφείλει να τακτοποιήσει τις υποχρεώσεις και εκκρεμότητες της, εντός περιόδου τριών (3) μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης της, για την ρητή παραίτηση από την άδεια της, στην Επιτροπή.

(4) Η εταιρεία της οποίας η άδεια έχει τερματιστεί, παραμένει υπό την εποπτεία της Επιτροπής μέχρι η Επιτροπή να ικανοποιηθεί ότι αυτή συμμορφώθηκε με τις οποιεσδήποτε εκκρεμείς υποχρεώσεις της.

ΜΕΡΟΣ V ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ, ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ
Κεφάλαιο Α - Οργανωτικές απαιτήσεις
Εξωτερική ανάθεση

17. (1) Το αδειούχο πρόσωπο όταν αναθέτει σε τρίτους την παροχή διοικητικών υπηρεσιών, οφείλει να μεριμνά για την παροχή συνεχούς και ικανοποιητικής υπηρεσίας στους πελάτες του και για την εκτέλεση των διοικητικών υπηρεσιών του σε συνεχή και ικανοποιητική βάση.

(2) Η οποιαδήποτε εξωτερική ανάθεση δύναται να γίνεται σε πρόσωπα εντός της Δημοκρατίας. Τέτοια ανάθεση πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο που να μην παραβλάπτει την ικανότητα της Επιτροπής να εποπτεύει την άμεση συμμόρφωση του αδειούχου προσώπου με όλες τις υποχρεώσεις του.

(3) Το αδειούχο πρόσωπο που αναθέτει σε εξωτερικούς φορείς ή τρίτα πρόσωπα την παροχή διοικητικών υπηρεσιών, εξακολουθεί να έχει πλήρη ευθύνη για την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων που υπέχει δυνάμει του παρόντος Νόμου, του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου και της Οδηγίας ΟΔ144-2007-08.

(4) Ανεξαρτήτως των προνοιών του παρόντος Νόμου, η ευθύνη του λειτουργού συμμόρφωσης σε καμία περίπτωση δεν μετατίθεται.

Φύλαξη χρηματοοικονομικών μέσων πελατών

18. Για σκοπούς διαφύλαξης των δικαιωμάτων των πελατών σε σχέση με τα χρηματοοικονομικά μέσα που τους ανήκουν, το αδειούχο πρόσωπο πρέπει να τηρεί τα απαραίτητα αρχεία και λογαριασμούς έτσι ώστε να είναι σε θέση, ανά πάσα στιγμή και χωρίς καθυστέρηση, να διαχωρίζει τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται για λογαριασμό ενός πελάτη από τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται για λογαριασμό οποιουδήποτε άλλου πελάτη, καθώς και από τα δικά του περιουσιακά στοιχεία.

Φύλαξη κεφαλαίων πελατών

19. (1) Για σκοπούς διαφύλαξης των δικαιωμάτων των πελατών σε σχέση με τα κεφάλαια που τους ανήκουν, το αδειούχο πρόσωπο οφείλει να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίζει ότι τα κεφάλαια των πελατών που έχουν κατατεθεί, σύμφωνα με άρθρο 20, κατέχονται σε λογαριασμό ή λογαριασμούς χωριστούς από τυχόν άλλους λογαριασμούς που χρησιμοποιούνται για την κατοχή κεφαλαίων που ανήκουν στο αδειούχο πρόσωπο.

(2) Το αδειούχο πρόσωπο πρέπει να τηρεί τα απαραίτητα αρχεία και λογαριασμούς ώστε να είναι σε θέση, ανά πάσα στιγμή και χωρίς καθυστέρηση, να διαχωρίζει τα κεφάλαια που κατέχονται για λογαριασμό ενός πελάτη από τα κεφάλαια που κατέχονται για λογαριασμό οποιουδήποτε άλλου πελάτη

Κατάθεση κεφαλαίων πελατών

20. Το αδειούχο πρόσωπο, οφείλει μόλις λαμβάνει κεφάλαια πελατών να τα τοποθετεί αμέσως, και χωρίς οποιαδήποτε καθυστέρηση, σε έναν ή περισσότερους λογαριασμούς που φέρουν την ένδειξη ‘χρήματα πελατών’ και ανοίγονται σε πιστωτικό ίδρυμα που έχει άδεια λειτουργίας είτε στη Δημοκρατία είτε στο εξωτερικό.

Χρήση χρηματοοικονομικών μέσων και κεφαλαίων πελατών

21. (1) Εάν το αδειούχο πρόσωπο κατέχει χρηματοοικονομικά μέσα που ανήκουν σε πελάτες, οφείλει να λαμβάνει κάθε δυνατό μέτρο για να προστατεύει τα δικαιώματα κυριότητας των πελατών, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας του. Απαγορεύεται το αδειούχο πρόσωπο να χρησιμοποιεί χρηματοοικονομικά μέσα πελατών του για ίδιο λογαριασμό.

(2) Σε περίπτωση που το αδειούχο πρόσωπο, κατέχει κεφάλαια πελατών, οφείλει να λαμβάνει κάθε δυνατό μέτρο για να προστατεύει τα συμφέροντα των πελατών του. Απαγορεύεται το αδειούχο πρόσωπο να χρησιμοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο τα κεφαλαία των πελατών του για ίδιο λογαριασμό.

Τήρηση οικονομικών καταστάσεων

22. Το αδειούχο πρόσωπο οφείλει να ετοιμάζει εντός τεσσάρων (4) μηνών από το τέλος κάθε οικονομικού έτους, οικονομικές καταστάσεις οι οποίες να αντικατοπτρίζουν την αληθινή και δίκαιη του εικόνα και να είναι σύμφωνες με όλα τα ισχύοντα λογιστικά πρότυπα και κανόνες. Οι οικονομικές καταστάσεις πρέπει να είναι ελεγμένες από ελεγκτή και να συνοδεύονται από υπογραμμένο αντίγραφο της έκθεσής του. Οι εν λόγω οικονομικές καταστάσεις τηρούνται στα κεντρικά γραφεία του αδειούχου προσώπου και είναι στη διάθεση της Επιτροπής, εάν και εφόσον η Επιτροπή τα ζητήσει.

Κεφάλαιο Β - Γενικές και συνεχείς υποχρεώσεις
Συνεχείς υποχρεώσεις αδειούχου προσώπου

23. (1) Τα αδειούχα πρόσωπα που έχουν εγγραφεί στο Μητρώο οφείλουν να συμμορφώνονται καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας τους με τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας, τον παρόντα Νόμο και τις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες Οδηγίες, τον περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο και την Οδηγία ΟΔ144-2007-08.

(2) Πρόσωπα που παρέχουν διοικητικές υπηρεσίες σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 4 οφείλουν να συμμορφώνονται καθ’ όλη τη διάρκεια της παροχής τέτοιων υπηρεσιών με τον περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο στην άσκηση των πιο πάνω υπηρεσιών.

Γενικές υποχρεώσεις για την ορθή υποβολή πληροφοριών

24. (1) Οποιοδήποτε πρόσωπο, περιλαμβανομένου αδειούχου προσώπου ή προσώπου που παρέχει υπηρεσίες κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 4, έχει υποχρέωση δυνάμει του παρόντος Νόμου να υποβάλλει ή κοινοποιεί στην Επιτροπή, οποιεσδήποτε πληροφορίες, στοιχεία, έγγραφα ή έντυπα είτε κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής είτε άλλως πως, και οφείλει να μεριμνά και να εξασφαλίζει την ορθότητα, πληρότητα και ακρίβεια τους.

(2) Η παροχή στην Επιτροπή ψευδών, ή παραπλανητικών πληροφοριών ή στοιχείων ή εγγράφων ή εντύπων, ή η απόκρυψη ουσιώδους πληροφορίας, αποτελεί, επιπρόσθετα από παράβαση η οποία υπόκειται σε διοικητική κύρωση κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 27, και ποινικό αδίκημα το οποίο τιμωρείται δυνάμει του άρθρου 26.

ΜΕΡΟΣ VΙ ΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΜΗΤΡΩΟΥ
Τήρηση και δημοσίευση Μητρώου

25.- (1) Η Επιτροπή συστήνει και διατηρεί ελεύθερα προσβάσιμο από το κοινό Μητρώο στο οποίο εγγράφονται τα αδειούχα πρόσωπα.

(2) Κατά τη χορήγηση άδειας, η Επιτροπή παραχωρεί αριθμό μητρώου στο κάθε αδειούχο πρόσωπο και καταχωρεί τα στοιχεία του, τις διοικητικές υπηρεσίες που προσφέρει, τα ονόματα των νομικών προσώπων που τους ανήκουν αποκλειστικά και παρέχουν διοικητικές υπηρεσίες δυνάμει του εδαφίου (5) του άρθρου 3, τα ονόματα των υπαλλήλων τους που προσφέρουν διοικητικές υπηρεσίες δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 3 και του εδαφίου (1) του άρθρου 5 και τη διεύθυνση εργασίας τους, το όνομα και τα στοιχεία επικοινωνίας του λειτουργού συμμόρφωσης, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες κρίνει σκόπιμο, στο μητρώο που τηρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου:

Νοείται ότι, όλες οι εποπτικές αρχές έχουν υποχρέωση να τηρούν αντίστοιχα μητρώα, στα οποία να περιλαμβάνονται οι πιο πάνω πληροφορίες.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), η Επιτροπή μεριμνά για την επικαιροποιημένη τήρηση του Μητρώου.

(4) Η Επιτροπή δύναται να καθορίσει με Οδηγία της κάθε σχετικό θέμα αναφορικά με τη διαδικασία τήρησης, ενημέρωσης, εγγραφής ή διαγραφής αδειούχων προσώπων καθώς και οποιοδήποτε άλλο σχετικό θέμα.

(5) Η Επιτροπή δημοσιοποιεί το Μητρώο με δημοσίευση στον διαδικτυακό της τόπο, ή το δημοσιοποιεί με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ήθελε αποφασίσει.

(6) Η Επιτροπή αναρτά σε περίοπτη θέση στην ιστοσελίδα της το σύνδεσμο (link) για την πρόσβαση στα αντίστοιχα μητρώα τα οποία τηρούνται από τις εποπτικές αρχές των δικαιούχων προσώπων.

Κατάρτιση και Τήρηση Μητρώων Εμπιστευμάτων

25Α. - (1) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς,  ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος και ο Σύνδεσμος Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου (ΣΕΛΚ) καταρτίζουν και τηρούν Μητρώο Εμπιστευμάτων, όπως προνοείται στα εδάφια (2), (3) και (4):

Νοείται ότι οι Εποπτικές Αρχές δύνανται να ανταλλάσουν πληροφορίες μεταξύ τους, στα πλαίσια των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο και από τον Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

(2) Ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος καταρτίζει και τηρεί Μητρώο Εμπιστευμάτων αναφορικά με κάθε εμπίστευμα που διέπεται από το Κυπριακό δίκαιο και έχει ένα (1) εκ των εμπιστευματοδόχων κάτοικο Κύπρου, ο οποίος είναι εξαιρούμενο πρόσωπο που εποπτεύεται από τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο, υπό την ιδιότητα του ως Εποπτική Αρχή.

(3) Ο Σύνδεσμος Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου καταρτίζει και τηρεί Μητρώο Εμπιστευμάτων αναφορικά με κάθε εμπίστευμα που διέπεται από το Κυπριακό δίκαιο και έχει ένα (1) εκ των εμπιστευματοδόχων κάτοικο Κύπρου, ο οποίος είναι εξαιρούμενο πρόσωπο που εποπτεύεται από τον Σύνδεσμο Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου, υπό την ιδιότητα του ως Εποπτική Αρχή.

(4) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καταρτίζει και τηρεί Μητρώο Εμπιστευμάτων αναφορικά με κάθε εμπίστευμα που διέπεται από το Κυπριακό δίκαιο, το οποίο δεν εμπίπτει στις πρόνοιες των εδαφίων (2) και (3) πιο πάνω.

(5) Εμπίστευμα τηρείται σε Μητρώο Εμπιστευμάτων για όσο χρόνο διέπεται από το Κυπριακό δίκαιο.

(6) Τα Μητρώα Εμπιστευμάτων

(α) δεν είναι διαθέσιμα στο κοινό αλλά είναι διαθέσιμα προς επιθεώρηση από τις αρμόδιες Εποπτικές Αρχές.

(β) περιέχουν τις εξής πληροφορίες:

(i) Το όνομα του εμπιστεύματος,

(ii) τα ονόματα και την πλήρη διεύθυνση κάθε εμπιστευματοδόχου κατά πάντα σχετικό χρόνο,

(iii) την ημερομηνία δημιουργίας του εμπιστεύματος,

(iν) την ημερομηνία τυχόν αλλαγής του δικαίου που διέπει το εμπίστευμα, και

(ν) την ημερομηνία τερματισμού του εμπιστεύματος.

(7) Κάθε εμπιστευματοδόχος, κάτοικος Κύπρου, εμπιστεύματος που διέπεται από το Κυπριακό δίκαιο έχει υποχρέωση, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την δημιουργία εμπιστεύματος ή από την υιοθέτηση του Κυπριακού δικαίου ως του δικαίου που διέπει το εμπίστευμα, ανάλογα με την περίπτωση, να γνωστοποιεί στην Εποπτική Αρχή, που τηρεί το ανάλογο Μητρώο Εμπιστευμάτων, τις πληροφορίες που καθορίζονται στο εδάφιο (6).

(8) Σε περίπτωση αλλαγής στις πληροφορίες που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) και (ii) της παραγράφου (β) του εδαφίου 6,  κάθε εμπιστευματοδόχος, κάτοικος Κύπρου, εμπιστεύματος που διέπεται από το Κυπριακό δίκαιο έχει υποχρέωση, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη σχετική αλλαγή, να γνωστοποιεί στην Εποπτική Αρχή, που τηρεί το ανάλογο Μητρώο Εμπιστευμάτων, τις σχετικές αλλαγές.

(9) Σε περίπτωση αλλαγής του δικαίου που διέπει εμπίστευμα που βρίσκεται σε Μητρώο Εμπιστευμάτων σε δίκαιο άλλο από το Κυπριακό ή σε περίπτωση τερματισμού εμπιστεύματος που βρίσκεται σε Μητρώο Εμπιστευμάτων,  κάθε εμπιστευματοδόχος, κάτοικος Κύπρου, του σχετικού εμπιστεύματος έχει υποχρέωση, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την έλευση του σχετικού γεγονότος, να γνωστοποιεί στην Εποπτική Αρχή που τηρεί το ανάλογο Μητρώο Εμπιστευμάτων τη σχετική αλλαγή και, στην περίπτωση αυτή, το εμπίστευμα θα φέρει την ένδειξη ότι έχει τερματιστεί ή ότι έχει αλλάξει το δίκαιο που το διέπει, ανάλογα με την περίπτωση, και οι σχετικές πληροφορίες για το εμπίστευμα αυτό θα τηρούνται στο σχετικό Μητρώο Εμπιστευμάτων για περίοδο πέντε (5) ετών από την έλευση του σχετικού γεγονότος.

(10) Αναφορικά με εμπιστεύματα που διέπονται από το Κυπριακό δίκαιο και βρίσκονται σε ισχύ κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, ο εμπιστευματοδόχος, ο οποίος είναι κάτοικος Κύπρου, θα έχει διορία έξι (6) μηνών για να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του παρόντος άρθρου.

ΜΕΡΟΣ VΙΙ ΠΟΙΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ, ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
Ποινικό αδίκημα

26.-(1) Πρόσωπο που παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με το άρθρο 5 ή και με το άρθρο 24 ή και με το άρθρο 25Α διαπράττει ποινικό αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης του τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€350.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.

(2) Ποινική ευθύνη, για το προβλεπόμενο αδίκημα στο εδάφιο (1), που τελείται από νομικό πρόσωπο υπέχει, εκτός από το ίδιο το νομικό πρόσωπο, και οποιοδήποτε από τα μέλη των διοικητικών, διευθυντικών, εποπτικών ή ελεγκτικών του οργάνων που αποδεικνύεται ότι συναίνεσε ή συνέπραξε στην τέλεση του αδικήματος.

(3) Πρόσωπα που, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2), υπέχουν ποινική ευθύνη για τα τελούμενα από νομικό πρόσωπο αδικήματα, ευθύνονται αλληλεγγύως με το νομικό πρόσωπο ή/και κεχωρισμένως για κάθε ζημιά που γίνεται σε τρίτους ένεκα της πράξεως ή της παραλείψεως που στοιχειοθετεί το αδίκημα.

(4) Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά σε οποιοδήποτε άλλο νόμο, παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου από πρόσωπο που παρέχει διοικητικές υπηρεσίες δεν θα επηρεάζει την εγκυρότητα οποιασδήποτε πράξης ή ενέργειας του προσώπου αυτού και η οποία γίνεται στα πλαίσια της παροχής των σχετικών διοικητικών υπηρεσιών.

Διοικητικές κυρώσεις

27.(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών ή του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου και της Οδηγίας ΟΔ144-2007-08, υπόκειται, ανεξάρτητα από τυχόν ποινική ευθύνη, σε διοικητικό πρόστιμο από την Επιτροπή, που δεν υπερβαίνει το ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ (€500.000) και, σε περίπτωση επανάληψης της παράβασης, το ποσό του ενός εκατομμυρίου ευρώ (€1.000.000), ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης.

(2) Σε περίπτωση που αποδεικνύεται ότι το αναφερόμενο στο εδάφιο (1) πρόσωπο έχει αποκομίσει όφελος από την παράβαση του παρόντος Νόμου ή του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου ή της Οδηγίας ΟΔ144-2007-08, το οποίο όφελος υπερβαίνει το ποσό του διοικητικού προστίμου που καθορίζεται στο εδάφιο (1), η Επιτροπή δύναται ανεξάρτητα από τυχόν ποινική ευθύνη, να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο ύψους μέχρι του διπλασίου του οφέλους που το εν λόγω πρόσωπο αποδεδειγμένα έχει αποκομίσει από την παράβαση.

(3) Χωρίς επηρεασμό των εδαφίων (1) και (2), η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο -

(α) σε νομικό πρόσωπο. ή και

(β) σε σύμβουλο ή και πρόσωπο που πραγματικά διευθύνει ή και λειτουργό συμμόρφωσης, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η παράβαση του νομικού προσώπου, οφειλόταν σε δική του υπαιτιότητα, εσκεμμένη παράλειψη ή αμέλεια.

Είσπραξη διοικητικού προστίμου

28. (1) Τα διοικητικά πρόστιμα που επιβάλλονται κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου συνιστούν έσοδα του Πάγιου Ταμείου της Δημοκρατίας.

(2) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής διοικητικού προστίμου, λαμβάνονται μέτρα προς είσπραξή του ως προβλέπεται στον περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμο.

Αστική ευθύνη

29. (1) Οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί κατά παράβαση του παρόντος Νόμου ή Οδηγίας που εκδίδεται δυνάμει αυτού, υποχρεούται να αποζημιώνει οποιοδήποτε πρόσωπο υπέστη ζημία ή απώλεια κέρδους ή και τα δύο, λόγω ενέργειας ή παράλειψής του, κατά παράβαση των υποχρεώσεών του που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο ή από Οδηγία που εκδίδεται δυνάμει αυτού.

(2) Ποινική ευθύνη ή επιβολή διοικητικής κύρωσης δεν απαλλάσσει τον παραβάτη από τυχόν αστική ευθύνη.

Αρμόδια εποπτική αρχή και εξουσίες

30. (1) Η Επιτροπή είναι αρμόδια να εξασφαλίζει την εποπτεία και την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, καθώς και για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, και ασκεί τις εξουσίες της -

(α) άμεσα,

(β) σε συνεργασία µε άλλες αρχές ή πρόσωπα, ή

(γ) υπό την ευθύνη της, µε μεταβίβαση εξουσιών της στα πρόσωπα αυτά.

(2) Η Επιτροπή επιλαμβάνεται διοικητικών παραβάσεων είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν καταγγελίας που υποβάλλεται σε αυτήν.

(3) Οι διατάξεις του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου, που έχουν ως αντικείμενο την εποπτική αρμοδιότητα της Επιτροπής, την εξουσία της να συλλέγει πληροφορίες, να διενεργεί έρευνες και ελέγχους, να επιβάλλει κυρώσεις, να συνεργάζεται με αρμόδιες αρχές στη Δημοκρατία και στο εξωτερικό και γενικά όλες οι αρμοδιότητες, εξουσίες, ευθύνες και τα καθήκοντα της, εφαρμόζονται για σκοπούς εφαρμογής και εποπτείας του παρόντος Νόμου, τηρουμένων των αναλογιών.

(4) Η Επιτροπή, κατά την εξέταση οποιωνδήποτε ενώπιων της αιτήσεων,  δύναται να απαιτεί προφορικά ή γραπτά την προσκόμιση οποιωνδήποτε στοιχείων και πληροφοριών.

(5) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, οποιοδήποτε πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται το αίτημα της Επιτροπής για συλλογή πληροφοριών, διενέργειας ελέγχου ή έρευνας, έχει υποχρέωση προς άμεση συμμόρφωση και έγκαιρη, πλήρη και ακριβή παροχή των αιτούμενων πληροφοριών.

(6) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, σε περίπτωση άρνησης πρόσβασης σε πληροφορίες, αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς, άλλα έγγραφα ή στοιχεία εναποθηκευμένα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, κατά τη διενέργεια έρευνας ή ελέγχου της Επιτροπής, η Επιτροπή δύναται να προβαίνει σε άμεση κατάσχεση των σχετικών πληροφοριών, αρχείων, βιβλίων, λογαριασμών και άλλων εγγράφων και στοιχείων, καθώς και των ηλεκτρονικών μέσων αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων:

Νοείται ότι η Επιτροπή επιστρέφει οτιδήποτε κατασχέθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος εδαφίου στον κάτοχό του, μόλις περατωθεί ο σκοπός για τον οποίο προέβηκε στην κατάσχεση και, σε κάθε περίπτωση, εντός σαράντα πέντε ημερών από την ημερομηνία της κατάσχεσης.

(7) Επιπρόσθετα από τα πιο πάνω η Επιτροπή υποβάλλει στη Μονάδα οποιεσδήποτε πληροφορίες ή υποψίες προκύπτουν στο πλαίσιο της άσκησης των αρμοδιοτήτων της δυνάμει του παρόντος Νόμου, οι οποίες δυνατόν να αφορούν διάπραξη αδικημάτων κατά παράβαση του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου.

(8) (α) Οποιαδήποτε αναφορά στο παρόντα Νόμο σε οποιαδήποτε υποχρέωση ενημέρωσης, υποβολής, γνωστοποίησης ή κοινοποίησης οποιωνδήποτε αιτήσεων ή εγγράφων ή πληροφοριών ή εντύπων προς την Επιτροπή, η Επιτροπή έχει την εξουσία και αρμοδιότητα να αποδέχεται αυτά σε ηλεκτρονική μορφή.

(β) Η Επιτροπή δύναται να καθορίσει με οδηγία της ποια έγγραφα/πληροφορίες θα αποδέχεται σε ηλεκτρονική μορφή, ή σε ηλεκτρονική και έντυπη μορφή, καθώς και τη διαδικασία και τον τρόπο υποβολής των εν λόγω εγγράφων:

Νοείται ότι, όπου η Επιτροπή θα αιτείται την υποβολή εγγράφων σε ηλεκτρονική και έντυπη μορφή, την ευθύνη για τη συμβατότητα και πανομοιότητα των εγγράφων που υποβάλλονται έχει το πρόσωπο που, βάσει του παρόντα Νόμου, οφείλει να υποβάλει τα έγγραφα στην Επιτροπή.

(γ) Η Επιτροπή δύναται να καθορίζει, με την δυνάμει του παρόντος εδαφίου Οδηγία της, τις περαιτέρω λεπτομέρειες για την αναφερόμενη στο παρόν εδάφιο διαδικασία.

Εξουσία έκδοσης Οδηγιών

31. (1) Χωρίς επηρεασμό των λοιπών διατάξεων του παρόντος Νόμου που προβλέπουν για την έκδοση Οδηγιών, η Επιτροπή δύναται να εκδίδει Οδηγίες για τη ρύθμιση οποιουδήποτε θέματος που προβλέπει ο παρών Νόμος,, το οποίο χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού.

(2) Η εφαρμογή των οδηγιών που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου είναι υποχρεωτική για τα πρόσωπα προς τα οποία απευθύνονται.

ΜΕΡΟΣ VΙIΙ ΤΕΛΗ ΚΑΙ ΣΥΝΔΡΟΜΕΣ
Τέλη και Συνδρομές

32. (1) Για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος Νόμου, καταβάλλονται τέλη και συνδρομές, το ύψος των οποίων καθορίζεται με Οδηγία της Επιτροπής.

(2) Τα τέλη και οι συνδρομές που καταβάλλονται δυνάμει του εδαφίου (1) λογίζονται στα έσοδα της Επιτροπής και σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής τους, λαμβάνονται, επιπρόσθετα από οποιαδήποτε άλλα μέτρα που καθορίζονται στον παρόντα Νόμο, δικαστικά μέτρα προς είσπραξή τους οπότε το οφειλόμενο ποσό εισπράττεται ως αστικό χρέος.