44.- (1) Κάθε πρόσωπο που-
(α) παρεμποδίζει ή παρακωλύει τον Έφορο ή επιθεωρητή ή άλλο δεόντως εξουσιοδοτημένο από τον Έφορο λειτουργό, στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του δυνάμει του παρόντος Νόμου, των Κανονισμών ή οδηγιών,
(β) αρνείται ή παραλείπει να απαντήσει σε οποιαδήποτε σχετική ερώτηση ή δώσει οποιεσδήποτε πληροφορίες ή παρουσιάσει οποιαδήποτε έγγραφα οποτεδήποτε του ζητηθούν δυνάμει του παρόντος Νόμου, των Κανονισμών ή των οδηγιών, ή/και
(γ) παρεμποδίζει ή αποπειράται να παρεμποδίσει οποιοδήποτε πρόσωπο όπως εμφανισθεί ενώπιον ή εξεταστεί από τον Έφορο ή επιθεωρητή ή άλλο εξουσιοδοτημένο λειτουργό σε σχέση με έρευνα,
είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης του, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πεντέμισι χιλιάδες ευρώ (€5.500) ή σε αμφότερες τις ποινές.
(2) Κάθε πρόσωπο που εν γνώσει του προσάγει ή προμηθεύει οποιοδήποτε λογαριασμό, ισολογισμό, βιβλίο, δήλωση ή άλλο έγγραφο που προβλέπεται από τον παρόντα Νόμο, τους Κανονισμούς ή/και τις οδηγίες, το οποίο είναι αναληθές ως προς ουσιώδες στοιχείο του, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης του, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις οκτώμισι χιλιάδες ευρώ (€8.500) ή σε αμφότερες τις ποινές.
(3) Κάθε πρόσωπο που παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών ή/και των οδηγιών, για την οποία δεν προβλέπεται άλλο ποινικό αδίκημα, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης του, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τον ένα (1) χρόνο ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δυο χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (€2.500) ή σε αμφότερες τις ποινές.
(3Α) Κάθε πρόσωπο που παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 4 και της υποπαραγράφου α) της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και των κανόνων του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται στις ποινές που καθορίζονται στο εδάφιο (3).
(4) Σε περίπτωση καταδίκης προσώπου, το οποίο βρέθηκε ένοχο ποινικού αδικήματος για παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης με τον παρόντα Νόμο, τους Κανονισμούς ή/και τις οδηγίες, το Δικαστήριο δύναται να διατάζει το πρόσωπο αυτό-
(α) να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, των Κανονισμών ή/και οδηγιών σε σχέση προς τις οποίες διαπράχθηκε το αδίκημα,
(β) να καταβάλει προς το Ταμείο το ποσό το οποίο παρέλειψε ή αμέλησε να καταβάλει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, των Κανονισμών, των οδηγιών ή/και των κανόνων λειτουργίας του Ταμείου.
(5) Όταν αποδεικνύεται ότι αδίκημα το οποίο διαπράχθηκε από νομικό πρόσωπο κατά παράβαση του παρόντος Νόμου, των Κανονισμών ή/και των οδηγιών διαπράχθηκε με τη συναίνεση ή συνενοχή ή αμέλεια διευθυντή, σύμβουλου, γραμματέα ή άλλου αξιωματούχου του νομικού προσώπου ή οποιουδήποτε προσώπου το οποίο ενεργεί υπό τέτοια ιδιότητα, τόσο αυτός όσο και το νομικό πρόσωπο είναι ένοχοι για το αδίκημα αυτό και υπόκεινται, σε περίπτωση καταδίκης, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις οκτώ χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (€8.500) ή σε αμφότερες τις ποινές.
(6) Εισφορές τις οποίες υποχρεούται να καταβάλει χρηματοδοτούσα επιχείρηση ή ελεύθερος επαγγελματίας στο Ταμείο, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (4), εισπράττονται ως χρηματική ποινή και καταβάλλονται στο οικείο Ταμείο.
(7) Κάθε πρόσωπο το οποίο δε συμμορφώνεται προς διάταγμα του Δικαστηρίου που εκδόθηκε δυνάμει του εδαφίου (4) είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις οκτώ χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (€8.500) ή σε αμφότερες τις ποινές.