Για σκοπούς, μεταξύ άλλων, εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Ιουνίου 2003, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών», όπως τροποποιήθηκε από το Άρθρο 4 της Οδηγίας 2010/78/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010,
(α) Εναρμόνισης με τα άρθρα 1 και 4 της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2013/14/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2013 για την τροποποίηση της οδηγίας 2003/41/ΕΚ για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, της οδηγίας 2009/65/ΕΚ για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων όσον αφορά την υπέρμετρη στήριξη στις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας»,
(β) εναρμόνισης με το άρθρο 62 και τις παραγράφους 1, 2, 5 και 6 του άρθρου 66 της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2011 σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την προαναφερόμενη Οδηγία 2013/14/ΕΕ,
(γ) ρύθμισης της επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση παράλειψης ή παράβασης της υποχρέωσης συμμόρφωσης με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 4 και της υποπαραγράφου α) της παραγράφου 1 του άρθρου 5 της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014· και
(δ) ρύθμισης της επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση παράλειψης ή παράβασης της υποχρέωσης συμμόρφωσης με τις διατάξεις των κανόνων της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014,
Για σκοπούς εναρμόνισης με το άρθρο 303 της πράξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο:
«Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση ασφαλιστικών δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ)», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία (ΕΕ) 2016/2341 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 2016,
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Ίδρυσης, των Δραστηριοτήτων και της Εποπτείας των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Νόμος του 2012.
2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«βιομετρικοί κίνδυνοι» σημαίνει τους κινδύνους που συνδέονται με θάνατο, ανικανότητα ή/και μακροζωία·
«Διαχειριστική Επιτροπή» σημαίνει επιτροπή που έχει την ευθύνη διαχείρισης Ταμείου, σύμφωνα με τους κανόνες λειτουργίας του·
«Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα» σημαίνει τα εκάστοτε σε ισχύ Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (International Accounting Standards (IASs)), τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (International Financial Reporting Standards (IFRSs)) και τις ερμηνείες τους (SIC-IFRIC interpretations), τις τροποποιήσεις των προτύπων αυτών και των ερμηνειών τους και οποιαδήποτε πρότυπα και ερμηνείες τους που εκάστοτε εκδίδονται ή εγκρίνονται από το Συμβούλιο Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (International Accounting Standards Board (IASB)), όπως αυτά υιοθετούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση σύμφωνα με την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων» όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 297/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 2008·
«δικαιούχος» σημαίνει πρόσωπο που εισπράττει συνταξιοδοτική παροχή·
«Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών» έχει την έννοια που αποδίδουν στον ίδιο όρο ο περί Ετησίων Αδειών μετ΄ Απολαβών Νόμος, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«ΕΑΑΕΣ» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων η οποία συγκροτήθηκε από την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής»∙
«εγγεγραμμένο Ταμείο» σημαίνει Ταμείο εγγεγραμμένο δυνάμει του περί Ταμείων Προνοίας Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται ή/και των περί της Ίδρυσης, των Δραστηριοτήτων και της Εποπτείας των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εφόσον δεν έχει διαλυθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου·
«ελεγκτής» σημαίνει -
(α) ελεγκτή κατά τα προβλεπόμενα στον περί Εταιρειών Νόμο,
(β) το Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας ή/και την Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών, αναφορικά με τα Ταμεία των οποίων ο έλεγχος υπάγεται στην αρμοδιότητα έκαστου από τους προαναφερόμενους·
«επιχείρηση» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί οικονομικής ή/και εμπορικής φύσης δραστηριότητες, ανεξάρτητα αν αυτές οι δραστηριότητες είναι κερδοσκοπικές ή όχι, και περιλαμβάνει κάθε επιχείρηση ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου στην οποία το Δημόσιο δύναται να ασκήσει αποφασιστική επιρροή, άμεσα ή έμμεσα, λόγω κυριότητας, οικονομικής συμμετοχής ή δυνάμει διατάξεων που διέπουν την επιχείρηση∙ για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού θεωρείται ότι ασκείται αποφασιστική επιρροή όταν το Δημόσιο άμεσα ή έμμεσα -
(α) διαθέτει την πλειοψηφία του καλυφθέντος κεφαλαίου της επιχείρησης, ή
(β) διαθέτει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με μερίδια της επιχείρησης, ή
(γ) δύναται να διορίζει πέραν του 50% του αριθμού των μελών των οργάνων της διοίκησης, διεύθυνσης ή εποπτείας της επιχείρησης˙
«εργοδότης» περιλαμβάνει και την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας˙
«Ευρωπαϊκή Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
«Έφορος» σημαίνει το πρόσωπο που ορίζεται ως Έφορος Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 4˙
«θυγατρική επιχείρηση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον ίδιο όρο από το άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου˙
«κανόνες λειτουργίας» σημαίνει νομοθεσία, σύμβαση, συμφωνία, έγγραφο καταπιστεύματος, καταστατικό ή άλλο έγγραφο, ανάλογα με την περίπτωση, βάσει των οποίων ιδρύεται και λειτουργεί το Ταμείο˙
«Κανονισμοί» σημαίνει Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου˙
«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών”, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 και όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1060/2009» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας”, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 και όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«Καταργούμενοι Νόμοι» σημαίνει τους νόμους που καταργούνται δυνάμει του άρθρου 55·
«κράτος μέλος» σημαίνει το κράτος που είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή/και συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό χώρο, η οποία υπογράφτηκε στο Οπόρτο την 2α Μαΐου 1992 και προσαρμόστηκε από το πρωτόκολλο, που υπογράφτηκε στις Βρυξέλλες την 17η Μαΐου 1993, όπως η Συμφωνία αυτή περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«κράτος μέλος καταγωγής» σημαίνει το κράτος μέλος, στο οποίο ένα Ταμείο έχει την έδρα του και το κύριο διοικητικό του γραφείο ή, εφόσον δεν έχει έδρα, το κύριο διοικητικό του γραφείο·
«κράτος μέλος υποδοχής» σημαίνει το κράτος μέλος, του οποίου η κοινωνική και εργατική νομοθεσία σχετικά με τις συνταξιοδοτικές παροχές διέπει τις σχέσεις μεταξύ χρηματοδοτούσας επιχείρησης και μελών·
«λογαριασμοί» σημαίνει την πλήρη σειρά οικονομικών καταστάσεων, όπως ορίζεται στα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα·
«μέλος» σημαίνει πρόσωπο του οποίου η επαγγελματική δραστηριότητα στοιχειοθετεί ή πρόκειται να στοιχειοθετήσει δικαίωμα για συνταξιοδοτικές παροχές, σύμφωνα με τις διατάξεις συνταξιοδοτικού σχεδίου·
«μητρική επιχείρηση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον ίδιο όρο από το άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου˙
«μητρώο» σημαίνει μητρώο στο οποίο είναι καταχωρημένο κάθε Ταμείο και το οποίο τηρείται από τον Έφορο κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5˙
«μισθωτός» έχει την έννοια που αποδίδεται στον ίδιο όρο από τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«Οδηγία 2002/83/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2008/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 2008·
«Οδηγία 2003/41/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών», όπως τροποποιήθηκε από το Άρθρο 4 της Οδηγίας 2010/78/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010˙
«Οδηγία 2004/39/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2010/78/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010˙
«Οδηγία 2006/31/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2006/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2006, σχετικά με την τροποποίηση της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, ως προς ορισμένες προθεσμίες»·
«Οδηγία 2006/48/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας «πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση)», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2010/78/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010·
«Οδηγία 2009/65/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κοινοτικές αξίες (ΟΣΕΚΑ)», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2011·
«Οδηγία 2011/61/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2011 σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010”, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2013/14/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2013 και όπως αυτή εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
«οδηγίες» σημαίνει τις κανονιστικού περιεχομένου οδηγίες που εκδίδονται από τον Έφορο και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας·
«όμιλος» σημαίνει όμιλο του οποίου η επιχείρηση είναι μέρος και ο οποίος αποτελείται από –
(α) τη μητρική επιχείρηση,
(β) τις θυγατρικές της,
(γ) τις επιχειρήσεις στις οποίες η μητρική επιχείρηση ή οι θυγατρικές της κατέχουν συμμετοχή, άμεσα ή μέσω ελέγχου, τουλάχιστον του 10% των δικαιωμάτων ψήφου ή του 20% του κεφαλαίου,
(δ) την επιχείρηση ή τις επιχειρήσεις που, χωρίς να συνδέονται με τη μητρική επιχείρηση με τις σχέσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (β) και (γ) -
(i) έχουν τεθεί με τη μητρική επιχείρηση υπό ενιαία διεύθυνση κατόπιν σύμβασης που έχει συναφθεί με τη μητρική επιχείρηση ή σύμφωνα με τους όρους των καταστατικών τους, ή
(ii) τα διοικητικά, διαχειριστικά ή εποπτικά τους όργανα αποτελούνται κατά πλειοψηφία από τα ίδια πρόσωπα, τα οποία ασκούν καθήκοντα κατά τη διάρκεια της υπό επισκόπηση περιόδου κατά την οποία γίνονται οικονομικές καταστάσεις και μέχρι την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών˙
«Συμβούλιο Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών» ή «Συμβούλιο» σημαίνει το Συμβούλιο που καθιδρύεται από το άρθρο 46˙
«συνταξιοδοτικές παροχές» σημαίνει τις παροχές που καταβάλλονται, υπό μορφή πληρωμών, είτε εφ’ όρου ζωής είτε για προσωρινό χρονικό διάστημα είτε ως εφάπαξ ποσό, με γνώμονα ή αναμένοντας τη συνταξιοδότηση ή - εφόσον είναι συμπληρωματικές των εν λόγω συνταξιοδοτικών παροχών και παρέχονται επικουρικά - υπό μορφή πληρωμών σε περίπτωση θανάτου, αναπηρίας ή τερματισμού της απασχόλησης, ή υπό μορφή καταβολής ενισχύσεων ή παροχής υπηρεσιών σε περίπτωση ασθενείας, ένδειας ή θανάτου·
«συνταξιοδοτικό σχέδιο» σημαίνει σχέδιο που λειτουργεί με βάση νομοθεσία, σύμβαση, συμφωνία, έγγραφο καταπιστεύματος ή κανόνες, βάσει των οποίων καθορίζεται ποιες συνταξιοδοτικές παροχές χορηγούνται και υπό ποιους όρους·
«Ταμείο Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών» ή «Ταμείο» σημαίνει Ταμείο το οποίο λειτουργεί, ανεξαρτήτως της νομικής του μορφής, σε κεφαλαιοποιητική βάση και ιδρύεται στη Δημοκρατία ξεχωριστά από οποιαδήποτε χρηματοδοτούσα επιχείρηση ή επαγγελματική ένωση, με σκοπό να χορηγεί συνταξιοδοτικές παροχές στο πλαίσιο μιας επαγγελματικής δραστηριότητας, είτε με βάση νομοθεσία είτε με βάση συμφωνία ή σύμβαση που συνάπτεται-
(α) μεμονωμένα ή συλλογικά μεταξύ εργοδότη/ών και εργαζομένου/ων ή μεταξύ των αντιστοίχων εκπροσώπων τους, ή
(β) με ελεύθερους επαγγελματίες, κατά την ισχύουσα στη Δημοκρατία νομοθεσία, και το οποίο αναπτύσσει δραστηριότητες που συνδέονται άμεσα με τον ανωτέρω σκοπό·
«Ταμείο κράτους μέλους» σημαίνει Ταμείο με έδρα κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία·
«Ταμείο Προνοίας» σημαίνει Ταμείο το οποίο παρέχει συνταξιοδοτικές παροχές οι οποίες καταβάλλονται υπό μορφή εφάπαξ πληρωμών·
«Ταμείο Συντάξεων» σημαίνει Ταμείο το οποίο παρέχει καθορισμένου ύψους συνταξιοδοτικές παροχές οι οποίες καταβάλλονται υπό μορφή περιοδικών πληρωμών ή εν μέρει υπό μορφή περιοδικών πληρωμών και εν μέρει υπό μορφή εφάπαξ πληρωμών·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·
«χρηματοδοτούσα επιχείρηση» σημαίνει οποιαδήποτε επιχείρηση ή άλλο φορέα, ανεξαρτήτως του εάν περιλαμβάνει ή απαρτίζεται από ένα ή περισσότερα νομικά ή φυσικά πρόσωπα που ενεργούν υπό την ιδιότητα εργοδότη ή ελεύθερου επαγγελματία ή οποιουδήποτε συνδυασμού αυτών και που καταβάλλει εισφορές σε Ταμείο.
(2) Στον παρόντα Νόμο, αναφορά σε πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή/και της τέως Ευρωπαϊκής Κοινότητας σημαίνει την εν λόγω πράξη, όπως αυτή εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
3.-(1) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται σε όλα τα Ταμεία, με εξαίρεση -
(α) τα ιδρύματα που εφαρμόζουν συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, τα οποία εμπίπτουν-
(i) στην πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 883/04 του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1231/10 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 για την επέκταση της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι δεν διέπονται ήδη από τους κανονισμούς αυτούς μόνον λόγω της ιθαγένειας τους, και
(ii) στην πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας»:
(β) τα ιδρύματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής οποιουδήποτε από τους ακόλουθους νόμους:
(i) του περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται,
(ii) του περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται,
(iii) του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται,
(iv) του περί των Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται,
(v) του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και
(vi) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται,
(γ) τα συνταξιοδοτικά σχέδια ή Ταμεία, τα οποία λειτουργούν σε διανεμητική βάση·
(δ) τα Ταμεία, των οποίων το καταστατικό προβλέπει ότι οι υπάλληλοι των χρηματοδοτουσών επιχειρήσεων δεν έχουν εκ του νόμου δικαιώματα στις παροχές και όπου η χρηματοδοτούσα επιχείρηση μπορεί να αποδεσμεύσει οποιαδήποτε στιγμή τα στοιχεία του ενεργητικού και να μην ανταποκριθεί κατ’ ανάγκη στις υποχρεώσεις της προς καταβολή των συνταξιοδοτικών παροχών:
(ε) τις επιχειρήσεις οι οποίες, για την καταβολή συνταξιοδοτικών παροχών στους υπαλλήλους τους, προσφεύγουν στη σύσταση αποθεματικών στον ισολογισμό:
(2) Σε περίπτωση που -
(α) Ταμεία Προνοίας -
(i) έχουν λιγότερα από εκατό μέλη,
(ii) έχουν συνολικό ενεργητικό χαμηλότερο των €4.000.000, το ύψος του οποίου αναθεωρείται από τον Έφορο κάθε τρία (3) χρόνια, λαμβανομένων υπόψη των γενικών αυξήσεων των μισθών, και
(iii) δεν παρέχουν καθορισμένου ύψους παροχές, ή
(β) Ταμεία Συντάξεων ή Ταμεία Προνοίας -
(i) παρέχουν καθορισμένου ύψους παροχές,
(ii) έχουν λιγότερα από εκατό μέλη,
(iii) έχουν τεχνικά αποθεματικά χαμηλότερα των €4.000.000, το ύψος των οποίων αναθεωρείται από τον Έφορο κάθε τρία (3) χρόνια, λαμβανομένων υπόψη των γενικών αυξήσεων των μισθών,
τα εν λόγω Ταμεία εξαιρούνται από την υποχρέωση που επιβάλλει το άρθρο 18 στα μέλη των Διαχειριστικών Επιτροπών να διαθέτουν τα ίδια τα κατάλληλα επαγγελματικά προσόντα και εμπειρία, καθώς και από την υποχρέωση που επιβάλλει το άρθρο 24 για γραπτή δήλωση αρχών επενδυτικής πολιτικής:
(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2), αναφορικά με κάθε έτος λαμβάνονται υπόψη ο αριθμός των μελών και το ενεργητικό ή τα τεχνικά αποθεματικά του Ταμείου κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους.
(4) [Καταργήθηκε].
4.-(1) Ο Υπουργός ορίζει δημόσιο υπάλληλο που υπηρετεί στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως Έφορο Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών.
(2) Ο Έφορος έχει την ευθύνη της εποπτείας των Ταμείων, με σκοπό τη διασφάλιση της λειτουργίας τους κατά τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο και τους κανονισμούς, την προστασία των δικαιωμάτων των μελών των Ταμείων σε σχέση με επαγγελματικές συνταξιοδοτικές παροχές και την προαγωγή και διασφάλιση της καλής διαχείρισης των Ταμείων.
(3) Ο Έφορος ασκεί τις εξουσίες και αρμοδιότητες που του παρέχονται από τον παρόντα Νόμο και τους Κανονισμούς.
5.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, ο Έφορος τηρεί μητρώο και αρχείο Ταμείων στα οποία καταχωρίζονται και τηρούνται τα στοιχεία, οι πληροφορίες και τα έγγραφα που καθορίζονται με Κανονισμούς.
(2) Σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 39, ο Έφορος καταχωρεί στο μητρώο τα κράτη μέλη στα οποία λειτουργεί το σχετικό Ταμείο.
(3) Ο Έφορος κοινοποιεί στην ΕΑΑΕΣ κάθε καταχώρηση την οποία διενεργεί βάσει του παρόντος άρθρου.
6.-(1) Εντός εξήντα (60) ημερών από την ίδρυση του Ταμείου, η Διαχειριστική Επιτροπή ή οι εξουσιοδοτημένοι εκπρόσωποι των ιδρυτών του Ταμείου, υποβάλλουν αίτηση στον Έφορο για εγγραφή του Ταμείου.
(2) Η αίτηση εγγραφής υποβάλλεται στον εγκεκριμένο από τον Έφορο τύπο και συνοδεύεται από τους κανόνες λειτουργίας του Ταμείου υπογραμμένους από τους αιτητές και από δήλωση, στην οποία αναφέρονται τα ονόματα, ο αριθμός ταυτότητας και οι διευθύνσεις των αιτητών.
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (2), ο Έφορος δύναται να ζητεί από τους αιτητές όπως προσκομίσουν οποιαδήποτε έγγραφα, στοιχεία ή πληροφορίες, τα οποία κρίνει αναγκαία για εξέταση της αίτησης.
(4) Σε περίπτωση που νομοσχέδιο ή προσχέδιο κανονιστικής διοικητικής πράξης προβλέπει την ίδρυση ή την εξουσιοδότηση της ίδρυσης Ταμείου, εξασφαλίζονται οι απόψεις του Έφορου αναφορικά με τη συμβατότητα του νομοσχεδίου ή προσχεδίου με τον παρόντα Νόμο και τους Κανονισμούς, πριν την έγκριση του νομοσχεδίου από το Υπουργικό Συμβούλιο ή την έκδοση του προσχεδίου ως κανονιστικής διοικητικής πράξης.
7. Εφόσον ο Έφορος ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι νόμιμοι όροι και ότι οι κανόνες λειτουργίας του Ταμείου συνάδουν με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, δέχεται την αίτηση, εγγράφει το Ταμείο στο μητρώο και εκδίδει πιστοποιητικό εγγραφής.
8.-(1) Εκτός αν ένα Ταμείο έχει νομική προσωπικότητα δυνάμει άλλης νομοθεσίας, αυτό αποκτά νομική προσωπικότητα με την εγγραφή του στο μητρώο, η οποία παύει να υφίσταται με τη διάλυση του Ταμείου.
(2) Ισχύον πιστοποιητικό εγγραφής αποτελεί απόδειξη για την εγγραφή του Ταμείου, την ημερομηνία εγγραφής του και την τήρηση όλων των νόμιμων προϋποθέσεων.
9.-(1) Τηρουμένων των λοιπών διατάξεων του παρόντος Νόμου, κάθε Ταμείο διέπεται από τους κανόνες λειτουργίας του.
(2) Οι κανόνες λειτουργίας του Ταμείου καθορίζουν τουλάχιστον-
(α) την επωνυμία και την έδρα του Ταμείου,
(β) τους όρους εισδοχής των μελών και τις συνθήκες υπό τις οποίες παύουν να είναι μέλη,
(γ) τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελών,
(δ) τη σύνθεση της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου και τους όρους της εκλογής ή του διορισμού ή της παύσης των μελών της, τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντά της, καθώς και τους όρους λειτουργίας της,
(ε) τους όρους υπό τους οποίους δύναται να συγκαλείται, να συνεδριάζει και να αποφασίζει η συνέλευση των μελών,
(στ) τους όρους, υπό τους οποίους δύνανται να τροποποιούνται οι κανόνες λειτουργίας του Ταμείου,
(ζ) το ποσό ή το ποσοστό εισφορών των μελών ή/και της χρηματοδοτούσας επιχείρησης
(η) την τήρηση και τον έλεγχο των λογαριασμών του Ταμείου, και
(θ) τις συνθήκες και τους όρους διάλυσης του Ταμείου.
(3) Απαγορεύεται σε μέλος Ταμείου να έχει πέραν της μίας ψήφου, δυνάμει των κανόνων λειτουργίας του Ταμείου, και οποιαδήποτε τέτοια επιπρόσθετη ψήφος είναι άκυρη.
10.-(1) Απαγορεύεται κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου στα Ταμεία και κάθε διάταξη των κανόνων λειτουργίας οποιουδήποτε Ταμείου η οποία περιέχει τέτοια διάκριση είναι άκυρη.
(2) Για τoυς σκοπούς του παρόντος άρθρου, τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του περί Ίσης Μεταχειρίσεως Ανδρών και Γυναικών στα Επαγγελματικά Σχέδια Κοινωνικής Ασφάλισης Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
11. Όταν ο Έφορος απορρίπτει αίτηση για εγγραφή Ταμείου, αποστέλλει στους αιτητές, εντός δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία της απόφασής του, έγγραφη γνωστοποίηση του γεγονότος η οποία περιλαμβάνει το αιτιολογικό της απόφασης και μνεία του δικαιώματος των αιτητών να προσβάλουν την απόφαση στο Ανώτατο Δικαστήριο.
12.-(1) Ο Έφορος δύναται οποτεδήποτε να ανακαλέσει πιστοποιητικό εγγραφής Ταμείου, εάν αποδειχθεί ότι το Ταμείο εσκεμμένα και παρά τη σχετική προειδοποίηση του Εφόρου έχει παραβεί οποιαδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των κανόνων λειτουργίας του Ταμείου ή ότι έπαυσε να υφίσταται.
(2) Πριν ανακληθεί πιστοποιητικό εγγραφής Ταμείου, ο Έφορος παρέχει στο Ταμείο έγγραφη προειδοποίηση ενός (1) τουλάχιστον μηνός, η οποία καθορίζει τους λόγους της προτιθέμενης ανάκλησης.
(3) Ταμείο, του οποίου το πιστοποιητικό εγγραφής ανακαλείται δυνάμει του παρόντος άρθρου, δε δέχεται νέα μέλη και δεν εισπράττει εισφορές αναφορικά με την απασχόληση των μελών μετά την κοινοποίηση σε αυτό της απόφασης του Εφόρου.
13. Κάθε τροποποίηση των κανόνων λειτουργίας Ταμείου δύναται να ισχύει αναδρομικά από την ψήφισή της, αλλά μόνο μετά την έγκριση και εγγραφή της στο μητρώο, κατόπιν γραπτής αίτησης της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου, η οποία υποβάλλεται στον Έφορο εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την τροποποίηση αυτή.
14. Κάθε αλλαγή στα μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής γνωστοποιείται στον Έφορο εντός δέκα (10) ημερών από την αλλαγή αυτή.
15.-(1) Ανεξάρτητα από οποιοδήποτε άλλο νόμο, κάθε Ταμείο το οποίο παραλείπει να υποβάλει αίτηση για εγγραφή μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στον παρόντα Νόμο και κάθε Ταμείο του οποίου η αίτηση για εγγραφή απορρίφθηκε, δε δέχεται νέα μέλη και δεν εισπράττει εισφορές αναφορικά με την απασχόληση των μελών του, μετά την κοινοποίηση σε αυτό της απόφασης του Εφόρου׃
Νοείται ότι προκειμένου περί Ταμείου το οποίο παραλείπει να υποβάλει αίτηση, το παρόν εδάφιο εφαρμόζεται μετά την πάροδο δεκαπέντε (15) ημερών από τη λήψη της προειδοποίησης του Εφόρου για τις συνέπειες της μη υποβολής αίτησης.
(2) Το Ταμείο, το οποίο αναφέρεται στο εδάφιο (1), παύει να ασκεί οποιαδήποτε δραστηριότητα, πλην των δραστηριοτήτων που ο Έφορος κρίνει αναγκαίες σε κάθε περίπτωση για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των μελών και των δικαιούχων.
(3) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, και σε κάθε Ταμείο το οποίο αναφέρεται, στο εδάφιο (1), μέχρις ότου αποφασιστεί η εκκαθάρισή του.
(4) Ο χρόνος εκκαθάρισης Ταμείου, στο οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος άρθρου, αποφασίζεται από τον Έφορο.
16.- Κάθε Ταμείο περιορίζει τις δραστηριότητές του σε αυτές που συνδέονται με τις συνταξιοδοτικές παροχές και σε δραστηριότητες που απορρέουν από αυτές.
17. Η χρηματοδοτούσα επιχείρηση και το Ταμείο αποτελούν διαφορετικές νομικές οντότητες με ξεχωριστή νομική προσωπικότητα έτσι ώστε, σε περίπτωση πτώχευσης της χρηματοδοτούσας επιχείρησης, τα περιουσιακά στοιχεία του Ταμείου να διαφυλάσσονται προς το συμφέρον των μελών και των δικαιούχων του.
18.-(1) Κάθε Ταμείο διοικείται από Διαχειριστική Επιτροπή, η οποία απαρτίζεται από τρία τουλάχιστον πρόσωπα, μεταξύ των οποίων είναι και ένας τουλάχιστον εκπρόσωπος των μελών του Ταμείου:
Νοείται ότι η Διαχειριστική Επιτροπή Ταμείου Προνοίας, το οποίο χρηματοδοτείται από εισφορές της χρηματοδοτούσας επιχείρησης και των μισθωτών αυτής, απαρτίζεται τουλάχιστον κατά το ένα τρίτο από εκπροσώπους της χρηματοδοτούσας επιχείρησης και κατά το ένα τρίτο από εκπροσώπους των μελών του Ταμείου:
Νοείται περαιτέρω ότι η πιο πάνω επιφύλαξη δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που συλλογική σύμβαση υποχρεώνει τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση να εκχωρήσει το δικαίωμα της εκπροσώπησής της στη Διαχειριστική Επιτροπή στους εκπροσώπους των μελών του Ταμείου.
(2) Τα μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής πρέπει να είναι έντιμα πρόσωπα, τα οποία είτε διαθέτουν τα ίδια τα κατάλληλα επαγγελματικά προσόντα και εμπειρία είτε επικουρούνται από προσληφθέντες συμβούλους με τα κατάλληλα επαγγελματικά προσόντα και εμπειρία. Ο Έφορος δύναται να εκδίδει οδηγίες που καθορίζουν τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα, ανάλογα με το μέγεθος και τη φύση των εργασιών του Ταμείου.
(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2), έντιμο πρόσωπο θεωρείται το πρόσωπο το οποίο σέβεται τα όρια της νομιμότητας και της δεοντολογίας διαχειριστών Ταμείων, όπως αυτή καθορίζεται με οδηγίες, και το οποίο –
(α) δεν έχει καταδικαστεί για αδίκημα σχετικά με την επαγγελματική του διαγωγή ή/και σχετικά με απάτη, υπεξαίρεση ή/και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος·
(β) δεν έχει καταδικαστεί για ψευδείς δηλώσεις κατά την παροχή πληροφοριών που απαιτούνται κατ’ εφαρμογή του παρόντος Νόμου· και
(γ) δεν τελεί υπό πτώχευση ή εκκαθάριση και δεν έχει κινηθεί εναντίον του οποιαδήποτε διαδικασία κήρυξης πτώχευσης ή εκκαθάρισης.
(4) Τα επαγγελματικά προσόντα και η εμπειρία κατά τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο αποδεικνύονται με πιστοποιητικά που εκδίδονται από εγκεκριμένους εκπαιδευτικούς και επαγγελματικούς φορείς, ανάλογα, τα οποία καταδεικνύουν την απόκτηση των σχετικών με το αντικείμενο του έργου της Διαχειριστικής Επιτροπής γνώσεων και προσόντων.
(5) Η Διαχειριστική Επιτροπή υποβάλλει στον Έφορο, σε έντυπο που ορίζεται με απόφασή του, δήλωση κάθε μέλους της ότι στην περίπτωσή του δεν συντρέχει κανένα από τα κωλύματα που προβλέπονται στο εδάφιο (3). Η δήλωση υποβάλλεται με τη γνωστοποίηση των ονομάτων των μελών της Επιτροπής στον Έφορο κατά τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο.
(6) Μέλος της Διαχειριστικής Επιτροπής εκπίπτει του αξιώματός του από την ημέρα που παύει να πληροί τις προϋποθέσεις για να θεωρείται έντιμο πρόσωπο κατά την έννοια του εδαφίου (3). Σε τέτοια περίπτωση, η Διαχειριστική Επιτροπή γνωστοποιεί το γεγονός στον Έφορο και προβαίνει το ταχύτερο δυνατό στις διαδικασίες πλήρωσης της θέσης που κενώθηκε με βάση τους κανόνες λειτουργίας του Ταμείου.
19.-(1) Η Διαχειριστική Επιτροπή κάθε Ταμείου επιμελείται των υποθέσεών του και το αντιπροσωπεύει δικαστικώς και εξωδίκως.
(2) Η έκταση της εξουσίας της Διαχειριστικής Επιτροπής προσδιορίζεται από τους κανόνες λειτουργίας του Ταμείου, ο δε προσδιορισμός αυτός ισχύει και έναντι τρίτου. Η εξουσία αυτής εν αμφιβολία εκτείνεται και σε κάθε συναφή πράξη.
(3) Δικαιοπραξία η οποία επιχειρείται από τη Διαχειριστική Επιτροπή Ταμείου εντός των ορίων της εξουσίας της δεσμεύει το Ταμείο αυτό.
(4) Το Ταμείο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση των ανατεθειμένων σε αυτά καθηκόντων και συνεπάγεται υποχρέωση αποζημίωσης. Επιπλέον, ευθύνεται εξ ολοκλήρου και το υπαίτιο πρόσωπο, μαζί και ξεχωριστά με το Ταμείο.
20.-(1) H Διαχειριστική Επιτροπή κάθε Ταμείου εφαρμόζει τους θεσπισμένους κανόνες λειτουργίας των συνταξιοδοτικών σχεδίων που διαχειρίζεται και ενημερώνει επαρκώς τα μέλη του για τους κανόνες αυτούς.
(2) Εάν η χρηματοδοτούσα επιχείρηση εγγυάται την πληρωμή συνταξιοδοτικών παροχών, δεσμεύεται να καταβάλλει τακτική χρηματοδότηση.
(3) Τα μέλη πληροφορούνται επαρκώς σε ό, τι αφορά τους όρους του συνταξιοδοτικού σχεδίου και ιδιαίτερα σε ό, τι αφορά-
(α) τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμμετεχόντων στο συνταξιοδοτικό σχέδιο,
(β) τους οικονομικούς, τεχνικούς και άλλους κινδύνους που συνδέονται με το συνταξιοδοτικό σχέδιο, και
(γ) τη φύση και την κατανομή αυτών των κινδύνων.
(4)(α) Όταν συντρέχει ανάγκη προστασίας του ενεργητικού ή των συμφερόντων των μελών και των δικαιούχων του, το Ταμείο δύναται να υποβάλει αίτηση στον Έφορο για την έγκριση της ανάθεσης της διαχείρισής του, εν όλω ή εν μέρει, σε πρόσωπα, τα οποία θα ενεργούν για λογαριασμό του.
(β) Ο Έφορος δύναται να απαιτεί αυτεπάγγελτα την ανάθεση, εν όλω ή εν μέρει, της διαχείρισης Ταμείου, όταν συντρέχει ανάγκη προστασίας του ενεργητικού ή των συμφερόντων των μελών και των δικαιούχων του, σε πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό του.
(5) Σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 39, οι όροι λειτουργίας κάθε Ταμείου εγκρίνονται προηγουμένως από τον Έφορο. Ο Έφορος ενημερώνει αμέσως την ΕΑΑΕΣ για κάθε έγκριση την οποία χορηγεί βάσει του παρόντος εδαφίου.
21. Η Διαχειριστική Επιτροπή κάθε Ταμείου τηρεί ή φροντίζει όπως τηρούνται-
(α) βιβλία πρακτικών, όπως προνοείται στους κανόνες λειτουργίας του ή καθορίζεται με οδηγίες, στα οποία καταγράφονται τα πρακτικά και οι αποφάσεις της Διαχειριστικής Επιτροπής και κάθε γενικής συνέλευσης των μελών,
(β) μητρώο των μελών του Ταμείου και μητρώο των χρηματοδοτουσών επιχειρήσεων με οποιοδήποτε τρόπο και τα οποία θα περιέχουν τέτοιες λεπτομέρειες, όπως καθορίζεται με Κανονισμούς,
(γ) κανονικά λογιστικά βιβλία, τα οποία δείχνουν σαφή εικόνα των δικαιοπραξιών και δοσοληψιών, ως και αποδεικτικά των εισπράξεων και πληρωμών του Ταμείου, όπως καθορίζεται με Κανονισμούς,
(δ) οποιαδήποτε αλλά βιβλία και λογαριασμούς, όπως καθορίζονται με οδηγίες.
22.-(1) Εντός επτά (7) μηνών από τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, η Διαχειριστική Επιτροπή κάθε Ταμείου ετοιμάζει λογαριασμούς για το έτος αυτό, καθώς και ετήσια έκθεση. Όταν το Ταμείο διαχειρίζεται περισσότερα από ένα συνταξιοδοτικά σχέδια, η Διαχειριστική Επιτροπή ετοιμάζει ετήσιους λογαριασμούς καθώς και ετήσια έκθεση ξεχωριστά για κάθε σχέδιο.
(2) Οι λογαριασμοί και οι εκθέσεις κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1), παρουσιάζουν την αληθινή και δίκαιη εικόνα των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού, των εσόδων και εξόδων και της χρηματοοικονομικής κατάστασης του Ταμείου και ετοιμάζονται σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα.
Οι ετήσιοι λογαριασμοί και οι πληροφορίες που περιέχονται στις εκθέσεις είναι συνεπείς, περιεκτικοί και ακριβείς και ελέγχονται από ελεγκτή διοριζόμενο από τη γενική συνέλευση των μελών του Ταμείου:
Νοείται ότι η χρηματοδοτούσα επιχείρηση ή υπάλληλος της ή μέλος ή υπάλληλος του Ταμείου, απαγορεύεται να διορίζεται ως ελεγκτής του Ταμείου.
(3) Ο ελεγκτής δύναται να επιθεωρεί τα βιβλία, τα έγγραφα και τους λογαριασμούς του Ταμείου και να απαιτεί από οποιοδήποτε μέλος της Διαχειριστικής Επιτροπής ή άλλο αξιωματούχο του Ταμείου την παροχή πληροφοριών ή επεξηγήσεων, τις οποίες θεωρεί αναγκαίες για την εκτέλεση του καθήκοντός του.
(4) Ο ελεγκτής ετοιμάζει και υποβάλλει την έκθεσή του εντός εύλογου χρονικού διαστήματος προς τη Διαχειριστική Επιτροπή, η οποία τη δημοσιεύει με τους λογαριασμούς του Ταμείου με τρόπο τον οποίο ο Έφορος καθορίζει με οδηγίες .
(5) Οι λογαριασμοί του Ταμείου υπογράφονται από δύο (2) τουλάχιστον μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής, μεταξύ των οποίων και ένα (1) τουλάχιστον μέλος που εκπροσωπεί τα μέλη του Ταμείου.
23.-(1) Τα μέλη και οι δικαιούχοι του κάθε Ταμείου και, όπου είναι δυνατόν, οι εκπρόσωποί τους λαμβάνουν τις πληροφορίες που καθορίζονται με Κανονισμούς.
(2) Η Διαχειριστική Επιτροπή οφείλει τουλάχιστον μία φορά καθ’ έτος να συγκαλεί γενική συνέλευση των μελών, κατά τα προβλεπόμενα στους κανόνες λειτουργίας του Ταμείου, στην οποία να παρουσιάζει την ετήσια έκθεσή της, τους ετήσιους λογαριασμούς και τον ισολογισμό του Ταμείου μαζί με την έκθεση του ελεγκτή.
24.-(1) Κάθε Ταμείο καταρτίζει και επανεξετάζει τουλάχιστον ανά τριετία, γραπτή δήλωση των αρχών της επενδυτικής πολιτικής του:
Νοείται ότι η δήλωση αναθεωρείται αμέσως μετά από οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή της επενδυτικής πολιτικής.
(2) Η κατά το εδάφιο (1) δήλωση περιέχει θέματα που αφορούν, μεταξύ άλλων, τις μεθόδους μέτρησης του επενδυτικού κινδύνου, τις εφαρμοζόμενες τεχνικές διαχείρισης του κινδύνου και τη στρατηγική κατανομή των στοιχείων του ενεργητικού, όσον αφορά τη φύση και τη διάρκεια των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων.
25.-(1) Ο Έφορος δύναται να ζητεί πληροφορίες ή οποιοδήποτε σχετικό έγγραφο από Ταμείο, για όλα τα θέματα που έχουν σχέση με τις δραστηριότητές του Ταμείου:
Νοείται ότι, οι εν λόγω πληροφορίες μπορούν να ζητηθούν όχι μόνο από το Ταμείο και από τη Διαχειριστική Επιτροπή, αλλά και από πρόσωπα, στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση του Ταμείου, καθώς επίσης και από κάθε πρόσωπο που είναι επιφορτισμένο με τον έλεγχο του Ταμείου.
(2) Ο Έφορος εποπτεύει τις σχέσεις μεταξύ του Ταμείου και άλλων επιχειρήσεων ή μεταξύ Ταμείων, όταν το Ταμείο εκχωρεί αρμοδιότητες σε επιχειρήσεις ή σε άλλο Ταμείο μέσω υπεργολαβίας, που επηρεάζουν τη χρηματοοικονομική του κατάσταση ή την αποτελεσματικότητα της εποπτείας σε σημαντικό βαθμό.
26.-(1) Το Ταμείο υποβάλλει στον Έφορο-
(α) τη δήλωση των αρχών της επενδυτικής πολιτικής που καταρτίζει σύμφωνα με το άρθρο 24∙ προκειμένου περί Ταμείου το οποίο εγγράφεται για πρώτη φορά δυνάμει του παρόντος Νόμου, η δήλωση υποβάλλεται εντός ενενήντα (90) ημερών από την εγγραφή του Ταμείου, εκτός αν ο Έφορος ήθελε αποφασίσει διαφορετικά σε οποιαδήποτε περίπτωση∙
(β) εντός επτά (7) μηνών από τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, τους ετήσιους λογαριασμούς και την ετήσια έκθεση που καταρτίζει σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 22, συμπεριλαμβανομένης και της έκθεσης του ελεγκτή, καθώς και οποιεσδήποτε καταστάσεις και πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες του Ταμείου, τις οποίες ο Έφορος ορίζει με απόφασή του˙
(γ) εντός επτά (7) μηνών από τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, τις αναλογιστικές εκτιμήσεις που ετοιμάζονται σύμφωνα με τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 33.
(2) Προς το σκοπό άσκησης των αρμοδιοτήτων του, ο Έφορος δύναται να απαιτεί από Ταμείο οποιαδήποτε έγγραφα θεωρεί αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, συμπεριλαμβανομένων-
(α) αναλογιστικών εκτιμήσεων, μεθόδων και υποθέσεων εκτίμησης·
(β) μελετών για τα πάγια και τις υποχρεώσεις·
(γ) αποδεικτικών στοιχείων για τη συνοχή των αρχών της επενδυτικής πολιτικής·
(δ) αποδεικτικών στοιχείων για την καταβολή των εισφορών βάσει των κανόνων λειτουργίας του Ταμείου ή βάσει προγράμματος ανάκαμψης·
(ε) εσωτερικών ενδιάμεσων εκθέσεων.
27. Κάθε μέλος της Διαχειριστικής Επιτροπής, ο διευθυντής και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που έχει σχέση με τη διοίκηση του Ταμείου, όταν εύλογα πιστεύει ότι μια παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης προς οποιαδήποτε υποχρέωση ή καθήκον που προβλέπει ο παρών Νόμος ή οι κανόνες λειτουργίας του Ταμείου είναι ουσιώδους σημασίας για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του Εφόρου, οφείλει να γνωστοποιεί την παράβαση ή παράλειψη στον Έφορο.
28.-(1) Κάθε χρηματοδοτούσα επιχείρηση καταβάλλει στο Ταμείο -
(α) κάθε ποσό το οποίο λήφθηκε ή παρακρατήθηκε από αυτήν ως εισφορά μέλους προς το Ταμείο αυτό·
(β) την καταβλητέα από αυτήν εισφορά αναφορικά προς την περίοδο για την οποία έλαβε ή παρακράτησε εισφορά μέλους.
(2) Όταν πρόκειται για Ταμείο που λειτουργεί για ελεύθερους επαγγελματίες, το μέλος καταβάλλει την εισφορά που ορίζουν οι κανόνες λειτουργίας του Ταμείου.
(3) Ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής εισφορών προς το Ταμείο καθορίζεται με Κανονισμούς.
(4) Η Διαχειριστική Επιτροπή κάθε Ταμείου οφείλει να προβαίνει σε όλες τις πράξεις και να λαμβάνει όλα τα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων και νομικών, προς είσπραξη τυχόν καθυστερημένων εισφορών.
(5) Όταν η χρηματοδοτούσα επιχείρηση παραλείπει ή καθυστερεί την καταβολή εισφορών στο Ταμείο, η Διαχειριστική Επιτροπή υποχρεούται το αργότερο σε δύο (2) μήνες από τη λήξη της προθεσμίας καταβολής των εισφορών να ειδοποιήσει γραπτώς τον Έφορο γνωστοποιώντας του την περίοδο για την οποία οφείλονται οι εισφορές και το υπολογιζόμενο ποσό τους.
(6) Η χρηματοδοτούσα επιχείρηση ή ο ελεύθερος επαγγελματίας, ανάλογα με την περίπτωση, επιβαρύνεται με πρόσθετη εισφορά υπολογιζόμενη πάνω στο ποσό των καθυστερημένων εισφορών με επιτόκιο ίσο προς το νόμιμο τόκο από τη λήξη της προς καταβολή των εισφορών προθεσμίας:
Νοείται ότι οι κανόνες λειτουργίας του Ταμείου επιτρέπεται να προβλέπουν για ψηλότερο επιτόκιο.
(7) Σε περίπτωση παρατεταμένης ή επαναλαμβανόμενης παράλειψης ή άρνησης της χρηματοδοτούσας επιχείρησης να καταβάλει τις εισφορές που οφείλει δυνάμει των κανόνων λειτουργίας του οικείου Ταμείου, ο Έφορος, αφού ειδοποιήσει τη Διαχειριστική Επιτροπή για την πρόθεσή του, δύναται να διατάσσει την επιχείρηση αυτή να διακόψει την παρακράτηση εισφορών από τις αποδοχές των μελών. Κανονισμοί προβλέπουν για τις περιστάσεις υπό τις οποίες τα μέλη δύνανται να καταβάλλουν τις προσωπικές τους εισφορές απευθείας στο Ταμείο.
29.-(1) Τηρουμένων των λοιπών διατάξεων του παρόντος Νόμου, οι παροχές που καταβάλλονται από κάθε Ταμείο καθορίζονται από τους κανόνες λειτουργίας του.
(2) Παροχές από Ταμείο δύνανται να καταβάλλονται μόνο σε μέλος του και τους νόμιμους κληρονόμους του μέλους-
(α) σε περίπτωση αφυπηρέτησης, που λαμβάνει χώρα όταν το μέλος υπερβεί την καθοριζόμενη από τους κανόνες λειτουργίας ηλικία,
(β) σε περίπτωση κατά την οποία το μέλος καθίσταται μόνιμα ανίκανο για την εργασία που εκτελεί,
(γ) σε περίπτωση θανάτου του μέλους,
(δ) σε περίπτωση τερματισμού της απασχόλησης του μέλους, ή
(ε) σε περίπτωση διάλυσης του Ταμείου:
Νοείται ότι, όταν πρόκειται για μέλος Ταμείου, το οποίο λειτουργεί για μισθωτούς περισσοτέρων της μιας χρηματοδοτουσών επιχειρήσεων, είτε της ίδιας είτε διαφορετικής οικονομικής δραστηριότητας, ο τερματισμός της απασχολήσεως του μέλους αυτού δεν θεμελιώνει δικαίωμα για παροχή δυνάμει της παραγράφου (δ), πριν την εκπνοή έξι (6) μηνών από τον τερματισμό της απασχόλησης του μέλους και εφόσον το μέλος δεν έχει στο μεταξύ απασχοληθεί σε άλλη από τις εν λόγω επιχειρήσεις.
(3) Καμιά μείωση συσσωρευμένων δικαιωμάτων από Ταμείο δεν επιτρέπεται, εκτός στην περίπτωση οικειοθελούς τερματισμού της απασχόλησης του μέλους πριν από τη συμπλήρωση τεσσάρων (4) ετών συνεχούς απασχόλησης με τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση׃
Νοείται ότι, προκειμένου περί Ταμείου Προνοίας, απαγορεύεται η μείωση των συσσωρευμένων δικαιωμάτων τα οποία προκύπτουν από τις προσωπικές εισφορές του μέλους.
(4) Η μέθοδος υπολογισμού του ποσού της παροχής, η οποία καταβάλλεται από Ταμείο Προνοίας σε μέλος ή στους νόμιμους κληρονόμους του καθορίζεται με Κανονισμούς.
30.-(1) Τηρουμένου του εδαφίου (3), κάθε εκχώρηση ή επιβάρυνση παροχής από Ταμείο, καθώς και κάθε συμφωνία για εκχώρηση ή επιβάρυνσή της, είναι άκυρη και σε περίπτωση πτώχευσης προσώπου το οποίο δικαιούται παροχή, αυτή δεν περιέρχεται στο σύνδικο της πτώχευσης ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό των πιστωτών του προσώπου που πτώχευσε.
(2) Τηρουμένου του εδαφίου (3), παροχή από Ταμείο δεν υπόκειται σε κατάσχεση με βάση τον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο.
(3) Οι διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση που μέλος Ταμείου Προνοίας συνάπτει δάνειο με το Ταμείο του οποίου είναι μέλος.
31. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 29, Κανονισμοί καθορίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες παραγράφεται η αξίωση μέλους Ταμείου Προνοίας ή των δικαιούχων που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, προς λήψη του εις πίστη του μέλους ποσού παροχής, ως και τον τρόπο διάθεσης του ποσού το οποίο, ελλείψει του παρόντος άρθρου, θα καταβαλλόταν στο μέλος ή στους εν λόγω δικαιούχους.
32.-(1) Με την επιφύλαξη του Άρθρου 146 του Συντάγματος, κάθε διαφορά εγειρόμενη συνεπεία της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου μεταξύ μέλους ή δικαιούχου και Ταμείου υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.
(2) Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών κέκτηται δικαιοδοσία όπως επιλαμβάνεται οποιασδήποτε διαφοράς κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), ανεξάρτητα από το αν τα γεγονότα ή οι περιστάσεις της διαφοράς συνιστούν αδίκημα δυνάμει του παρόντος ή οποιουδήποτε άλλου νόμου.
(3) Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών κέκτηται εξουσία όπως, κατά την απόλυτη κρίση του Προέδρου του, επιληφθεί εκ νέου οποιασδήποτε υπόθεσης ή αναθεωρήσει οποιαδήποτε απόφασή του επί οποιασδήποτε διαφοράς οποτεδήποτε, αν τούτο θεωρηθεί από τον Πρόεδρο ως ορθό και δίκαιο.
33.-(1) Κάθε Ταμείο διαθέτει ανά πάσα στιγμή, για το σύνολο των συνταξιοδοτικών σχεδίων του, τα απαιτούμενα ποσά παθητικού που αντιστοιχούν στις οικονομικές υποχρεώσεις του, οι οποίες προκύπτουν από το σύνολο των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων του με βάση τους κανόνες λειτουργίας του κάθε σχεδίου.
(2) Το Ταμείο, το οποίο παρέχει κάλυψη κατά των βιομετρικών κινδύνων ή εγγυάται είτε την απόδοση των επενδύσεων είτε ένα συγκεκριμένο ύψος παροχών, συνιστά επαρκή τεχνικά αποθεματικά για την πλήρη κάλυψη των σχεδίων τα οποία διαχειρίζεται.
(3) Ο υπολογισμός των εν λόγω τεχνικών αποθεματικών πραγματοποιείται κάθε έτος με ημερομηνία εκτίμησης τη λήξη του οικονομικού έτους:
Νοείται ότι ο υπολογισμός επιτρέπεται να γίνεται ανά τριετία υπό την προϋπόθεση ότι το Ταμείο παρέχει κάθε έτος, κατά το μεσοδιάστημα, προς τα μέλη και στον Έφορο πιστοποίηση ή έκθεση με ημερομηνία εκτίμησης τη λήξη του οικονομικού έτους, η οποία αντανακλά την αναπροσαρμοσμένη εξέλιξη των εν λόγω αποθεματικών και τις μεταβολές των καλυπτόμενων κινδύνων.
(4) Ο υπολογισμός των τεχνικών αποθεματικών διενεργείται και βεβαιώνεται από αναλογιστή ή, όπου αυτό είναι αδύνατο, από ελεγκτή ή άλλο πρόσωπο που κατέχει εξειδικευμένες γνώσεις και το οποίο ο Έφορος εγκρίνει ως κατάλληλο, αλλά πάντοτε στη βάση αναλογιστικών μεθόδων αναγνωρισμένων στη Δημοκρατία, οι οποίες τηρούν τουλάχιστον τις ακόλουθες αρχές:
(α) το ελάχιστο ποσό των τεχνικών αποθεματικών υπολογίζεται με επαρκώς συνετή αναλογιστική εκτίμηση, λαμβανομένων υπόψη όλων των υποχρεώσεων παροχών και εισφορών, σύμφωνα με τους συνταξιοδοτικούς διακανονισμούς του Ταμείου∙ το ποσό αυτό πρέπει να επαρκεί για να εξακολουθούν να καταβάλλονται οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις και λοιπές παροχές, και αντικατοπτρίζει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα δεδουλευμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των μελών∙ οι οικονομικές και αναλογιστικές παραδοχές που επιλέγονται για την εκτίμηση των υποχρεώσεων επιλέγονται με σύνεση, λαμβάνοντας υπόψη, όπου τούτο είναι εφαρμόσιμο, ένα επαρκές περιθώριο ανεπιθύμητων αποκλίσεων∙
(β) τα μέγιστα χρησιμοποιούμενα επιτόκια επιλέγονται με σύνεση και ορίζονται σύμφωνα με τους οικείους νομοθετικούς κανόνες που ισχύουν στη Δημοκρατία∙ για τον καθορισμό των επιτοκίων λαμβάνονται υπόψη-
(i) η απόδοση των αντίστοιχων στοιχείων του ενεργητικού του Ταμείου, καθώς επίσης και οι μελλοντικές αποδόσεις των επενδύσεων, ή/και
(ii) οι αποδόσεις των αγορών για κρατικά ομόλογα ή ομόλογα τα οποία φέρουν χαμηλό επενδυτικό κίνδυνο και θεωρούνται υψηλής ποιότητας·
(γ) οι βιομετρικοί πίνακες που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών βασίζονται σε συνετές αρχές, όσον αφορά τα βασικά χαρακτηριστικά των προς συνταξιοδότηση προσώπων αλλά και των συνταξιοδοτικών σχεδίων, και λαμβάνουν ιδιαίτερα υπόψη τα βασικά χαρακτηριστικά και τις αναμενόμενες αλλαγές στους σχετικούς κινδύνους·
(δ) η μέθοδος και η βάση υπολογισμού των τεχνικών αποθεματικών παραμένουν σταθερές από το ένα οικονομικό έτος στο άλλο, ενώ αλλαγές επιτρέπονται σε περίπτωση μεταβολής των νομικών, δημογραφικών ή οικονομικών δεδομένων, πάνω στα οποία βασίστηκαν οι υποθέσεις εργασίας.
(5) Ο Έφορος δύναται, σύμφωνα με τις εκάστοτε οικονομικές εξελίξεις οι οποίες επηρεάζουν τη λειτουργία ενός Ταμείου, να επιβάλλει με απόφασή του πρόσθετες και λεπτομερέστερες απαιτήσεις σε ό,τι αφορά τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών, προκειμένου να εξασφαλίσει επαρκώς τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων.
34.-(1) Tο Ταμείο πρέπει να έχει ανά πάσα στιγμή κατάλληλα και επαρκή περιουσιακά στοιχεία για την κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών που απαιτούνται για το σύνολο των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεών του.
(2)(α) Σε περίπτωση που ο Έφορος διαπιστώνει ότι Ταμείο έχει ανεπαρκή περιουσιακά στοιχεία, δύναται, κατά τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο, να ζητεί από το Ταμείο να καταρτίσει σχέδιο ανάκαμψης, έτσι ώστε να εξασφαλίσει εκ νέου τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο εδάφιο (1) σε εύλογο χρονικό διάστημα.
(β) Στην περίπτωση της παραγράφου (α)-
(i) το Ταμείο καταρτίζει συγκεκριμένο και πραγματοποιήσιμο σχέδιο ανάκαμψης, προκειμένου να επαναφέρει τα περιουσιακά στοιχεία στο απαιτούμενο ύψος, έτσι ώστε να καλύψει πλήρως και έγκαιρα τα τεχνικά του αποθεματικά·
(ii) το σχέδιο ανάκαμψης υποβάλλεται προς έγκριση στον Έφορο∙ και
(iii) το εγκεκριμένο σχέδιο ανάκαμψης ανακοινώνεται από το Ταμείο στα μέλη ή, όπου είναι εφαρμόσιμο, στους εκπροσώπους τους.
(γ) Κατά την κατάρτιση του σχεδίου ανάκαμψης, λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση του συγκεκριμένου Ταμείου και, ειδικότερα, η διάρθρωση των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού του, το διάγραμμα των κινδύνων, το σχέδιο ρευστότητας, το διάγραμμα της ηλικίας των μελών που είναι δικαιούχοι συνταξιοδοτικών παροχών, τα υπό έναρξη συνταξιοδοτικά σχέδια του, καθώς και τα σχέδια για τα οποία το σύστημα χρηματοδότησης μεταβάλλεται -από μη κεφαλαιοποιητικό ή μερικώς κεφαλαιοποιητικό- σε κεφαλαιοποιητικό.
(3) Σε περίπτωση που το Ταμείο τερματίζεται κατά το προβλεπόμενο στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) χρονικό διάστημα, το Ταμείο -
(α) ενημερώνει αμέσως τον Έφορο∙ και
(β) ακολουθεί διαδικασία μεταβίβασης των στοιχείων του ενεργητικού και των αντίστοιχων στοιχείων του παθητικού σε άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή ανάλογο φορέα, την οποία διαδικασία κοινοποιεί στον Έφορο, και θέτει μια γενική περιγραφή της διαδικασίας τίθεται στη διάθεση των μελών ή, όπου είναι εφαρμόσιμο, των εκπροσώπων τους τηρουμένης της εμπιστευτικότητας.
(4)(α) Σε περίπτωση άσκησης διασυνοριακής δραστηριότητας δυνάμει του άρθρου 39, τα τεχνικά αποθεματικά του Ταμείου πρέπει να μπορούν ανά πάσα στιγμή να χρηματοδοτούν πλήρως το σύνολο των συνταξιοδοτικών σχεδίων που το Ταμείο διαχειρίζεται.
(β) Εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου (α), ο Έφορος παρεμβαίνει κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 40.
(γ) Προκειμένου να εξασφαλίζεται η τήρηση της προβλεπόμενης στην παράγραφο (α) απαίτησης, ο Έφορος δύναται να απαιτεί ξεχωριστή παρουσίαση και διαχείριση των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού.
35.-(1) Ταμείο το οποίο στο πλαίσιο συνταξιοδοτικών σχεδίων αναλαμβάνει το ίδιο, αντί της χρηματοδοτούσας επιχείρησης, την ευθύνη για την κάλυψη βιομετρικών κινδύνων ή εγγυάται ορισμένη απόδοση των επενδύσεων ή ορισμένο ύψος παροχών, διατηρεί πάντοτε, πέραν των τεχνικών αποθεματικών, συμπληρωματικά περιουσιακά στοιχεία προς κάλυψη των πρόσθετων κινδύνων.
(2) Το ύψος των συμπληρωματικών στοιχείων κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1) είναι ανάλογο με τον κίνδυνο και με το ύψος των βασικών στοιχείων του ενεργητικού που αντιστοιχεί στο πλήρες φάσμα των συνταξιοδοτικών σχεδίων του Ταμείου.
(3) Το ενεργητικό που αναφέρεται στο εδάφιο (2) δεν προορίζεται για την κάλυψη του προβλέψιμου παθητικού, αλλά αποτελεί κεφάλαιο ασφαλείας για την κάλυψη των αποκλίσεων μεταξύ των προβλεπομένων και των πραγματικών δαπανών και κερδών.
(4) Το ελάχιστο ποσό των συμπληρωματικών στοιχείων ενεργητικού περιλαμβανομένων των στοιχείων που το συνθέτουν και του τρόπου υπολογισμού του, το οποίο εφεξής θα αναφέρεται ως “περιθώριο φερεγγυότητας”, καθορίζεται στο Παράρτημα.
36.-(1) Κάθε Ταμείο οφείλει να επενδύει σύμφωνα με τις επιταγές της συνετής διαχείρισης και ιδιαίτερα σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:
(α) τα στοιχεία του ενεργητικού επενδύονται με γνώμονα την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μελών και των δικαιούχων∙ σε περίπτωση πιθανής σύγκρουσης συμφερόντων, το Ταμείο ή ο φορέας που διαχειρίζεται το χαρτοφυλάκιό του, εξασφαλίζει ότι η επένδυση γίνεται αποκλειστικά προς το συμφέρον των μελών και των δικαιούχων·
(β) τα στοιχεία του ενεργητικού επενδύονται κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια, ποιότητα, ρευστότητα και κερδοφορία του χαρτοφυλακίου στο σύνολό του∙ το ενεργητικό που προορίζεται για την κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών επενδύεται κατά τρόπο προσιδιάζοντα στη φύση και τη διάρκεια των προσδοκώμενων συνταξιοδοτικών παροχών·
(γ) το ενεργητικό επενδύεται πρωτίστως σε οργανωμένες αγορές, ενώ το τμήμα που επενδύεται σε στοιχεία μη εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένες χρηματοοικονομικές αγορές παραμένει, σε κάθε περίπτωση, σε συνετά επίπεδα·
(δ)(i) η επένδυση σε παράγωγα μέσα είναι δυνατή όταν συμβάλλει στη μείωση των επενδυτικών κινδύνων ή διευκολύνει την αποτελεσματική διαχείριση του χαρτοφυλακίου,
(ii) η εκτίμηση των παραγώγων γίνεται με σύνεση, λαμβανομένου υπόψη του αντίστοιχου τμήματος του ενεργητικού, ενώ τα παράγωγα περιλαμβάνονται στην αποτίμηση του ενεργητικού του Ταμείου,
(iii) το Ταμείο αποφεύγει την υπερβολική έκθεση στους κινδύνους του ενός και μοναδικού αντισυμβαλλομένου, καθώς και άλλων πράξεων, με αντικείμενο παράγωγα μέσα·
(ε)(i) τα στοιχεία του ενεργητικού είναι διαφοροποιημένα όπως αρμόζει και κατά τρόπο, έτσι ώστε να αποφεύγεται η υπέρμετρη εξάρτηση από κάποιο συγκεκριμένο επενδυτικό στοιχείο του ή κάποιο συγκεκριμένο εκδότη ή όμιλο επιχειρήσεων, αλλά και η συσσώρευση κινδύνων στο χαρτοφυλάκιο συνολικά,
(ii) οι επενδύσεις σε στοιχεία εκδοθέντα από τον ίδιο εκδότη ή από εκδότες, οι οποίοι ανήκουν στον ίδιο όμιλο, δεν πρέπει να εκθέτουν το Ταμείο σε υπέρμετρη συσσώρευση κινδύνων·
(στ) η επένδυση στη χρηματοδοτούσα επιχείρηση δεν υπερβαίνει το 5% του συνόλου του χαρτοφυλακίου και, όταν η χρηματοδοτούσα επιχείρηση ανήκει σε όμιλο, η επένδυση στις επιχειρήσεις που ανήκουν στον ίδιο όμιλο με τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση δεν υπερβαίνει το 10% του χαρτοφυλακίου:
(ζ) οι απαιτήσεις που προβλέπονται στις παραγράφους (ε) και (στ) δεν εφαρμόζονται σε επενδύσεις σε κρατικά ομόλογα.
(1Α) Ο Έφορος, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των Ταμείων -
(α) Ελέγχει την επάρκεια των διαδικασιών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που εφαρμόζουν τα Ταμεία,
(β) αξιολογεί τη χρησιμοποίηση αναφορών σε αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδονται σύμφωνα με το στοιχείο β) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 στο πλαίσιο των επενδυτικών πολιτικών τους και
(γ) οσάκις ενδείκνυται, ενθαρρύνει την άμβλυνση του αντίκτυπου των αναφορών αυτών, προκειμένου να μειωθεί η αποκλειστική και μηχανιστική στήριξη σε τέτοιες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας.
(2) Το Ταμείο δεν δικαιούται να δανείζεται ή να ενεργεί ως εγγυητής υπέρ τρίτων:
(3) Με εξαίρεση τις εξασφαλίσεις για δανειοληπτικές πράξεις που διενεργούνται σύμφωνα με το εδάφιο (2), οι επενδύσεις του Ταμείου τηρούνται από το Ταμείο αυτό ελεύθερες κάθε υποθήκης, επιβάρυνσης, δέσμευσης ή δικαιώματος επισχέσεως.
(4) Το Ταμείο δύναται να επενδύει στις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων που επιλέγει.
(5) Τηρουμένου του άρθρου 24, οι επενδυτικές αποφάσεις του Ταμείου δεν υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση ή υποχρεωτική γνωστοποίηση, εκτός όπου αυτό απαιτείται από τους κανόνες λειτουργίας του Ταμείου.
(6)(α) Κάθε Ταμείο δύναται να επενδύει μέχρι 70% του ενεργητικού που καλύπτει τα τεχνικά αποθεματικά ή του συνολικού χαρτοφυλακίου, για συνταξιοδοτικά σχέδια, στα οποία τα μέλη φέρουν τον κίνδυνο επενδύσεων, σε μετοχές, διαπραγματεύσιμα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές και σε εταιρικά ομόλογα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένες αγορές, καθώς και να αποφασίζει για το μερίδιο των εν λόγω αξιογράφων στο επενδυτικό χαρτοφυλάκιο:
(β) Κάθε Ταμείο επιτρέπεται να επενδύει μέχρι 30% του ενεργητικού που καλύπτει τα τεχνικά αποθεματικά σε στοιχεία ενεργητικού εκπεφρασμένα σε νομίσματα διαφορετικά από εκείνα στα οποία είναι εκπεφρασμένες οι υποχρεώσεις του.
(γ) Κάθε Ταμείο επιτρέπεται να επενδύει σε επιχειρηματικά κεφάλαια.
(7)(α) Κανένα δάνειο οποιασδήποτε μορφής δεν χορηγείται από Ταμείο προς χρηματοδοτούσα επιχείρηση και οποιοδήποτε τέτοιο δάνειο είναι άκυρο.
(β) Οι κανόνες λειτουργίας Ταμείου Προνοίας δύνανται να προβλέπουν για τη χορήγηση δανείου σε μέλος για τους σκοπούς και υπό τους όρους και προϋποθέσεις που καθορίζονται με Κανονισμούς.
(8) Τηρουμένων των εδαφίων (1) έως (7), ο Έφορος με οδηγίες του δύναται να απαιτεί αναλυτικότερες ρυθμίσεις για τα θέματα που καθορίζονται στο εδάφιο (6), συμπεριλαμβανομένων ποσοτικών κανόνων, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές δικαιολογούνται από άποψη συνετής διαχείρισης ώστε να καθίσταται εμφανές το πλήρες φάσμα των συνταξιοδοτικών σχεδίων που διαχειρίζεται το Ταμείο.
(9) Ο Έφορος με οδηγίες του δύναται να μειώνει οποιοδήποτε ποσοστό που προβλέπεται στο εδάφιο (6), αναφορικά με τα Ταμεία που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 3.
37.-(1) Σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 39, ο Έφορος ενεργώντας ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής απαιτεί από Ταμείο κράτους μέλους την τήρηση των κανόνων που αναφέρονται στο εδάφιο (2):
Νοείται ότι οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται μόνο στο τμήμα του ενεργητικού του Ταμείου κράτους μέλους που αντιστοιχεί στις δραστηριότητες που πραγματοποιούνται στη Δημοκρατία.
(2)(α) Ταμείο κράτους μέλους είτε δεν επενδύει άνω του 30% του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε μετοχές, άλλα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές και χρεόγραφα μη εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, είτε επενδύει τουλάχιστον 70% του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε μετοχές, άλλα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές και χρεόγραφα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά·
(β) Ταμείο κράτους μέλους δεν επενδύει άνω του 5% του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε μετοχές και άλλα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές, ομολογίες, χρεόγραφα και άλλα μέσα της χρηματαγοράς και της κεφαλαιαγοράς εκδιδόμενα από την ίδια επιχείρηση και άνω του 10% του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε μετοχές και άλλα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές, ομόλογα, χρεόγραφα και άλλα μέσα της χρηματαγοράς και της κεφαλαιαγοράς εκδιδόμενα από επιχειρήσεις που ανήκουν σε έναν και μόνο όμιλο·
(γ) Ταμείο κράτους μέλους δεν επενδύει άνω του 30% του εν λόγω τμήματος του ενεργητικού σε επενδυτικά προϊόντα εκπεφρασμένα σε νομίσματα διαφορετικά από αυτά στα οποία είναι εκπεφρασμένες οι υποχρεώσεις του.
(3) Οι κανόνες του εδαφίου (2) εφαρμόζονται μόνον εφόσον οι ίδιοι κανόνες εφαρμόζονται και στα Ταμεία που εδρεύουν στη Δημοκρατία.
(4) Για τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις των εδαφίων (1) έως (3), ο Έφορος δύναται να απαιτεί το διαχωρισμό των στοιχείων του ενεργητικού.
38.-(1) Κάθε Ταμείο επιτρέπεται να ορίζει για τη διαχείριση του επενδυτικού του χαρτοφυλακίου, επενδυτικούς διαχειριστές εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος και έχοντες τη νενομισμένη άδεια βάσει της νομοθεσίας του κράτους μέλους της καταγωγής τους που είναι εναρμονισμένη με τις Οδηγίες 2002/83/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ και 2011/61/ΕΕ.
(2)(α) Για την προστασία των στοιχείων του ενεργητικού του, κάθε Ταμείο επιτρέπεται να διορίζει θεματοφύλακες που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος και που έχουν λάβει σχετική άδεια θεματοφύλακα από το εν λόγω κράτος μέλος καταγωγής τους, βάσει νομοθεσίας που είναι εναρμονισμένη με τις Οδηγίες 2004/39/ΕΚ ή 2006/48/ΕΚ ή οι οποίοι έχουν άδεια θεματοφύλακα κατά το νομοθέτημα του κράτους μέλους καταγωγής τους που εναρμονίζεται με την Οδηγία 2009/65/ΕΚ.
(β) Ο Έφορος δύναται να επιβάλλει στο Ταμείο, όταν κρίνει αναγκαία την προστασία των στοιχείων του ενεργητικού του, τον υποχρεωτικό διορισμό θεματοφύλακα.
(3) Ο Έφορος δύναται να απαγορεύει, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 40, την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων του ενεργητικού που κατέχει διαχειριστής ή θεματοφύλακας εντός της Δημοκρατίας, κατόπιν σχετικής αίτησης του κράτους μέλους καταγωγής του Ταμείου.
39.-(1)(α) Τηρουμένης της ισχύουσας κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας σε θέματα οργάνωσης των συνταξιοδοτικών σχεδίων, συμπεριλαμβανομένης της υποχρεωτικής συμμετοχής σε αυτά και των αποτελεσμάτων των συλλογικών διαπραγματεύσεων, επιχειρήσεις στη Δημοκρατία επιτρέπεται να χρηματοδοτούν Ταμείο κράτους μέλους.
(β) Κάθε Ταμείο δικαιούται να δεχθεί χρηματοδότηση από επιχείρηση άλλου κράτους μέλους.
(2)(α) Ταμείο, το οποίο επιθυμεί να δεχθεί χρηματοδότηση από χρηματοδοτούσα επιχείρηση που εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος, υπόκειται σε προηγούμενη έγκριση από τον Έφορο, σύμφωνα με το εδάφιο (5) του άρθρου 20.
(β) Όταν το Ταμείο προτίθεται να δεχθεί χρηματοδότηση από νέα χρηματοδοτούσα επιχείρηση άλλου κράτους μέλους, γνωστοποιεί στον Έφορο την πρόθεσή του αυτή παρέχοντας τις ακόλουθες πληροφορίες:
(i) το κράτος μέλος υποδοχής·
(ii) την επωνυμία της χρηματοδοτούσας επιχείρησης·
(iii) τα κύρια χαρακτηριστικά του συνταξιοδοτικού σχεδίου που το Ταμείο θα διαχειρίζεται για λογαριασμό της χρηματοδοτούσας επιχείρησης.
(3)(α) Όταν ο Έφορος ειδοποιηθεί, σύμφωνα με το εδάφιο (2), και εφόσον δεν υπάρχουν λόγοι αμφιβολίας για το αν η διοικητική ή η οικονομική κατάσταση του Ταμείου ή η φήμη και τα επαγγελματικά προσόντα ή η πείρα των διαχειριστών του είναι συμβατά με τις πράξεις των οποίων προτείνεται η διενέργεια στο κράτος μέλος υποδοχής, ο Έφορος ανακοινώνει εντός τριμήνου από τη διενέργεια της προβλεπόμενης στο εδάφιο (2) γνωστοποίησης τις προβλεπόμενες στο ίδιο εδάφιο πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής και ενημερώνει ανάλογα το Ταμείο.
(β) Αν ο Έφορος έχει λόγους αμφιβολίας για το κατά πόσο η διοικητική ή η οικονομική κατάσταση του Ταμείου ή η φήμη και τα επαγγελματικά προσόντα ή η πείρα των διαχειριστών του είναι συμβατά με τις πράξεις, των οποίων προτείνεται η διενέργεια στο κράτος μέλος υποδοχής, αυτός δεν προβαίνει στην ανακοίνωση των πληροφοριών που προβλέπεται στο εδάφιο (2) στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.
(γ) Ταμείο το οποίο θίγεται από την απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει της παραγράφου (β) έχει δικαίωμα να την προσβάλει βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
(4)(α) Όταν το κράτος μέλος υποδοχής είναι η Δημοκρατία, ο Έφορος πληροφορεί τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, πριν το Ταμείο αρχίσει να διαχειρίζεται συνταξιοδοτικό σχέδιο για χρηματοδοτούσα επιχείρηση εγκατεστημένη στη Δημοκρατία και εντός δύο μηνών από την ανακοίνωση που προβλέπεται στο Άρθρο 20, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2003/41/ΕΚ, εάν ενδείκνυται, για τις διατάξεις της κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας σχετικά με τις επαγγελματικές συντάξεις οι οποίες τηρούνται κατά τη διαχείριση του συνταξιοδοτικού σχεδίου που χρηματοδοτείται από επιχείρηση στη Δημοκρατία και κάθε διάταξη εφαρμοστέα σύμφωνα με το άρθρο 37 και με το εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου.
(β) Ο Έφορος ανακοινώνει στο Ταμείο τις πληροφορίες τις οποίες λαμβάνει από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, όταν η τελευταία τον ενημερώνει σύμφωνα με το Άρθρο 20, παράγραφος 5, της Οδηγίας 2003/41/ΕΚ.
(5) Μόλις το Ταμείο λάβει την ανακοίνωση κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (4) ή αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία διαβίβασης της ανακοίνωσης από τον Έφορο, το Ταμείο δικαιούται να αρχίσει να διαχειρίζεται το συνταξιοδοτικό σχέδιο που χρηματοδοτείται από επιχείρηση στο κράτος μέλος υποδοχής, σύμφωνα με την κοινωνική και εργατική νομοθεσία του κράτους αυτού σχετικά με τις επαγγελματικές συντάξεις και σύμφωνα με κάθε διάταξη εφαρμοστέα βάσει του άρθρου 37 και του εδαφίου (6) του παρόντος άρθρου.
(6) Ταμείο που χρηματοδοτείται από επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, υπόκειται, για τα αντίστοιχα μέλη, στις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών που επιβάλλουν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής σε Ταμεία εγκατεστημένα στο εν λόγω κράτος μέλος, σύμφωνα με τη νομοθεσία που είναι εναρμονισμένη με το Άρθρο 11 της Οδηγίας 2003/41/ΕΚ.
(7) Όταν το κράτος μέλος υποδοχής είναι η Δημοκρατία, ο Έφορος ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του Ταμείου για κάθε σημαντική μεταβολή των διατάξεων της εργατικής και κοινωνικής νομοθεσίας στη Δημοκρατία σχετικά με τα σχέδια επαγγελματικής σύνταξης, που μπορεί να επηρεάσει τα χαρακτηριστικά του συνταξιοδοτικού σχεδίου, κατά το μέρος εκείνο που αφορά τη λειτουργία του συνταξιοδοτικού σχεδίου που χρηματοδοτείται από επιχείρηση στη Δημοκρατία και για κάθε διάταξη εφαρμοστέα βάσει του άρθρου 37 και του εδαφίου (6) του παρόντος άρθρου.
(8)(α) Κάθε Ταμείο κράτους μέλους υπόκειται σε συνεχή έλεγχο από τον Έφορο, όσον αφορά τη συμμόρφωση των δραστηριοτήτων του Ταμείου με τις απαιτήσεις της εργατικής και κοινωνικής νομοθεσίας στη Δημοκρατία σχετικά με τις επαγγελματικές συντάξεις, κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (4), καθώς και με τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (6).
(β) Εφόσον, κατά τον έλεγχο που αναφέρεται στην παράγραφο (α), προκύψουν παρατυπίες, ο Έφορος ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής και συντονίζεται με αυτήν για τη λήψη των απαραίτητων μέτρων από την τελευταία προκειμένου το Ταμείο να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις της εργατικής και κοινωνικής νομοθεσίας της Δημοκρατίας.
(9) Εάν, παρά τη λήψη από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής των μέτρων ή ελλείψει κατάλληλων μέτρων στο κράτος μέλος καταγωγής, το Ταμείο εξακολουθεί να παραβιάζει οποιαδήποτε ισχύουσα διάταξη της κοινωνικής και εργατικής νομοθεσίας στη Δημοκρατία σχετικά με τα συνταξιοδοτικά σχέδια, ο Έφορος δύναται, αφού ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να προληφθούν ή να μην προκύπτουν περαιτέρω κολάσιμες παραβάσεις και δύναται, εάν κρίνεται απολύτως αναγκαίο, να απαγορεύει στο εν λόγω Ταμείο κράτους μέλους να λειτουργεί στη Δημοκρατία για λογαριασμό της χρηματοδοτούσας επιχείρησης.
(10) Ο Έφορος ενημερώνει την ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με το Άρθρο 20, παράγραφος 11, της Οδηγίας 2003/41/ΕΚ.
40.-(1) Κάθε Ταμείο είναι υπόχρεο να διατηρεί υγιείς διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, καθώς και κατάλληλους εσωτερικούς μηχανισμούς ελέγχου, οι οποίοι να ορίζονται από τους κανόνες λειτουργίας του Ταμείου.
(2) Ο Έφορος δύναται -
(α) να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, το ύψος του οποίου δεν δύναται να υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες εκατόν είκοσι πέντε ευρώ (€5.125) είτε κατά των μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής, είτε κατά της χρηματοδοτούσας επιχείρησης, προκειμένου να αποφευχθεί ή να αρθεί οποιαδήποτε δυσλειτουργία, η οποία θίγει τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων·
(β) να περιορίζει ή να απαγορεύει την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων ενεργητικού του Ταμείου, ιδίως όταν –
(i) το Ταμείο δεν έχει συστήσει επαρκή τεχνικά αποθεματικά, όσον αφορά το σύνολο της επιχειρηματικής δραστηριότητας ή δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία ενεργητικού για να καλύψει τα τεχνικά αποθεματικά, ή/και
(ii) το Ταμείο δεν κατέχει τα ρυθμιστικά ίδια κεφάλαια.
(3) Ο Έφορος δύναται, προκειμένου να διαφυλάσσει τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων, να μεταβιβάζει ολικώς ή μερικώς, τις νόμιμες εξουσίες της Διαχειριστικής Επιτροπής Ταμείου που είναι εγκατεστημένο στη Δημοκρατία, σε ειδικό αντιπρόσωπο κατάλληλο να τις ασκήσει.
(4)(α) Ο Έφορος δύναται να απαγορεύει ή να περιορίζει τις δραστηριότητες Ταμείου, ιδίως εάν-
(i) το Ταμείο δεν προστατεύει επαρκώς τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων·
(ii) το Ταμείο δεν πληροί πλέον τους όρους λειτουργίας·
(iii) το Ταμείο αθετεί σοβαρά τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει των εφαρμοστέων κανόνων∙ ή/και
(iv) το Ταμείο δεν τηρεί τις απαιτήσεις, σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας, όσον αφορά την κοινωνική και εργατική νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής, στον τομέα των συνταξιοδοτικών παροχών.
(β) Οποιαδήποτε απόφαση για την απαγόρευση των δραστηριοτήτων Ταμείου περιλαμβάνει ένα λεπτομερές σκεπτικό, είναι δικαιολογημένη και κοινοποιείται στο οικείο Ταμείο και στην ΕΑΑΕΣ.
(5) Οι διοικητικές εκτελεστές πράξεις που εκδίδονται σε σχέση με Ταμείο ή Διαχειριστική Επιτροπή ή χρηματοδοτούσα επιχείρηση κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή Κανονισμών ή οδηγιών, υπόκεινται σε προσφυγή στο Aνώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
(6) O Έφορος, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους στις εγκαταστάσεις του Ταμείου και εφόσον είναι απαραίτητο, ελέγχει τις αρμοδιότητες που έχουν εκχωρηθεί σε τρίτους, προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον οι σχετικές εργασίες ασκούνται σύμφωνα με τους εποπτικούς κανόνες.
41.-(1) Ο Έφορος δύναται να διεξάγει έρευνα επί των υποθέσεων οποιουδήποτε Ταμείου, σε περίπτωση αίτησης εκ μέρους -
(α) της πλειοψηφίας των μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής ή των μελών που αντιπροσωπεύουν τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση ή των μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής που αντιπροσωπεύουν τα μέλη του Ταμείου, ή
(β) τουλάχιστον του ενός τρίτου των μελών του Ταμείου,
υποστηριζόμενης από γεγονότα και στοιχεία που ικανοποιούν τον Έφορο ότι υπάρχει εύλογη αιτία για τη διενέργεια έρευνας.
(2) Ο Έφορος δύναται αυτεπάγγελτα να διεξάγει οποτεδήποτε επιθεώρηση ή έρευνα επί των εργασιών και υποθέσεων οποιουδήποτε Ταμείου, με σκοπό να διαπιστώνει κατά πόσο τηρούνται οι διατάξεις των κανόνων λειτουργίας του Ταμείου ή του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών ή οδηγιών.
42.-(1) Προς το σκοπό άσκησης των αρμοδιοτήτων του, ο Έφορος δύναται να εισέρχεται σε οποιοδήποτε οίκημα, εξαιρουμένων κατοικιών, και να επιθεωρεί οποιαδήποτε βιβλία ή έγγραφα, τα οποία εύλογα θεωρεί αναγκαία για την έρευνα και να πράττει οτιδήποτε άλλο θεωρεί αναγκαίο για την εφαρμογή του παρόντος Νόμου.
(2) Κάθε μέλος και αξιωματούχος Ταμείου ή άλλο πρόσωπο, το οποίο κατέχει πληροφορίες ή έγγραφα ή βιβλία παρουσιάζει στον Έφορο κάθε βιβλίο ή άλλο έγγραφο και δίδει κάθε πληροφορία ή βοήθεια σε σχέση με τη διεξαγωγή έρευνας, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στον παρόντα Νόμο.
(3) Ο Έφορος δύναται, και οφείλει εάν κληθεί προς τούτο από τον Υπουργό, να υποβάλει προς αυτόν έκθεση αναφορικά με διεξαχθείσα έρευνα.
(4) Ο Υπουργός δύναται να παραδώσει αντίγραφο της εις το εδάφιο (3) προβλεπόμενης έκθεσης στη Διαχειριστική Επιτροπή ή τα μέλη του Ταμείου ή τους αιτητές της έρευνας.
43.-(1) Ο Έφορος δύναται να μεταβιβάζει γραπτώς σε οποιοδήποτε επιθεωρητή, ο οποίος διορίζεται βάσει του άρθρου 69 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας και την εκτέλεση οποιουδήποτε καθήκοντος που ο παρών Νόμος ή οι Κανονισμοί ή οι οδηγίες χορηγούν ή αναθέτουν, αντίστοιχα, στον Έφορο.
Σε περίπτωση τέτοιας μεταβίβασης, ο Έφορος διατηρεί την εξουσία να ασκεί ούτως μεταβιβαζόμενη εξουσία και να εκτελεί ούτως μεταβιβαζόμενο καθήκον, από και κατά τη διάρκεια της εν λόγω μεταβίβασης.
(2) Ο Έφορος δύναται να τροποποιεί και να ανακαλεί μεταβίβαση που έκανε δυνάμει του εδαφίου (1), με γραπτή ειδοποίηση προς τον επιθεωρητή στον οποίο έγινε η μεταβίβαση.
(3) Σε περίπτωση που δυνάμει του παρόντος άρθρου τόσο ο Έφορος όσο και επιθεωρητής ταυτόχρονα ασκούν την ίδια εξουσία ή εκτελούν το ίδιο καθήκον, ο επιθεωρητής λαμβάνει τα δέοντα μέτρα έτσι ώστε να μην ασκεί την εξουσία ή να εκτελεί καθήκον στα ίδια πραγματικά γεγονότα με τον Έφορο, εκτός εάν ο τελευταίος το επιτρέπει και σύμφωνα με τυχόν οδηγίες του τελευταίου.
(4) Σε περίπτωση που δυνάμει του παρόντος άρθρου επιθεωρητής ασκεί εξουσία ή εκτελεί καθήκον που ο παρών Νόμος ή οι Κανονισμοί ή οδηγίες χορηγούν ή αναθέτουν, αντίστοιχα, στον Έφορο, ο παρών Νόμος και οι Κανονισμοί και οδηγίες εφαρμόζονται ως εάν να είχαν παραχωρήσει ρητά την εν λόγω εξουσία στο ασκούν αυτήν πρόσωπο και είχαν αναθέσει ρητά το εν λόγω καθήκον στο εκτελούν αυτό πρόσωπο.
(5) Κάθε επιθεωρητής είναι εφοδιασμένος με πιστοποιητικό διορισμού του, το οποίο και επιδεικνύει, αν του ζητηθεί, όταν ζητά να εισέλθει σε οποιοδήποτε υποστατικό ή άλλο τόπο για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, των Κανονισμών και οδηγιών.
44.- (1) Κάθε πρόσωπο που-
(α) παρεμποδίζει ή παρακωλύει τον Έφορο ή επιθεωρητή ή άλλο δεόντως εξουσιοδοτημένο από τον Έφορο λειτουργό, στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του δυνάμει του παρόντος Νόμου, των Κανονισμών ή οδηγιών,
(β) αρνείται ή παραλείπει να απαντήσει σε οποιαδήποτε σχετική ερώτηση ή δώσει οποιεσδήποτε πληροφορίες ή παρουσιάσει οποιαδήποτε έγγραφα οποτεδήποτε του ζητηθούν δυνάμει του παρόντος Νόμου, των Κανονισμών ή των οδηγιών, ή/και
(γ) παρεμποδίζει ή αποπειράται να παρεμποδίσει οποιοδήποτε πρόσωπο όπως εμφανισθεί ενώπιον ή εξεταστεί από τον Έφορο ή επιθεωρητή ή άλλο εξουσιοδοτημένο λειτουργό σε σχέση με έρευνα,
είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης του, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πεντέμισι χιλιάδες ευρώ (€5.500) ή σε αμφότερες τις ποινές.
(2) Κάθε πρόσωπο που εν γνώσει του προσάγει ή προμηθεύει οποιοδήποτε λογαριασμό, ισολογισμό, βιβλίο, δήλωση ή άλλο έγγραφο που προβλέπεται από τον παρόντα Νόμο, τους Κανονισμούς ή/και τις οδηγίες, το οποίο είναι αναληθές ως προς ουσιώδες στοιχείο του, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης του, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις οκτώμισι χιλιάδες ευρώ (€8.500) ή σε αμφότερες τις ποινές.
(3) Κάθε πρόσωπο που παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών ή/και των οδηγιών, για την οποία δεν προβλέπεται άλλο ποινικό αδίκημα, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης του, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τον ένα (1) χρόνο ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δυο χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (€2.500) ή σε αμφότερες τις ποινές.
(3Α) Κάθε πρόσωπο που παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 4 και της υποπαραγράφου α) της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και των κανόνων του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται στις ποινές που καθορίζονται στο εδάφιο (3).
(4) Σε περίπτωση καταδίκης προσώπου, το οποίο βρέθηκε ένοχο ποινικού αδικήματος για παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης με τον παρόντα Νόμο, τους Κανονισμούς ή/και τις οδηγίες, το Δικαστήριο δύναται να διατάζει το πρόσωπο αυτό-
(α) να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, των Κανονισμών ή/και οδηγιών σε σχέση προς τις οποίες διαπράχθηκε το αδίκημα,
(β) να καταβάλει προς το Ταμείο το ποσό το οποίο παρέλειψε ή αμέλησε να καταβάλει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, των Κανονισμών, των οδηγιών ή/και των κανόνων λειτουργίας του Ταμείου.
(5) Όταν αποδεικνύεται ότι αδίκημα το οποίο διαπράχθηκε από νομικό πρόσωπο κατά παράβαση του παρόντος Νόμου, των Κανονισμών ή/και των οδηγιών διαπράχθηκε με τη συναίνεση ή συνενοχή ή αμέλεια διευθυντή, σύμβουλου, γραμματέα ή άλλου αξιωματούχου του νομικού προσώπου ή οποιουδήποτε προσώπου το οποίο ενεργεί υπό τέτοια ιδιότητα, τόσο αυτός όσο και το νομικό πρόσωπο είναι ένοχοι για το αδίκημα αυτό και υπόκεινται, σε περίπτωση καταδίκης, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις οκτώ χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (€8.500) ή σε αμφότερες τις ποινές.
(6) Εισφορές τις οποίες υποχρεούται να καταβάλει χρηματοδοτούσα επιχείρηση ή ελεύθερος επαγγελματίας στο Ταμείο, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (4), εισπράττονται ως χρηματική ποινή και καταβάλλονται στο οικείο Ταμείο.
(7) Κάθε πρόσωπο το οποίο δε συμμορφώνεται προς διάταγμα του Δικαστηρίου που εκδόθηκε δυνάμει του εδαφίου (4) είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις οκτώ χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (€8.500) ή σε αμφότερες τις ποινές.
45. Τηρουμένων οποιωνδήποτε οδηγιών του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας –
(α) κάθε ποινική δίωξη αδικήματος που προβλέπεται από τον παρόντα Νόμο ασκείται από τον Έφορο,
(β) κάθε επιθεωρητής ή άλλος λειτουργός που έχει εξουσιοδοτηθεί από τον Έφορο δύναται με τη συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, έστω και αν δεν είναι εγγεγραμμένος δικηγόρος, να ασκεί τη δίωξη, να εμφανίζεται, να παρίσταται στο Δικαστήριο και να ενεργεί σε κάθε δικαστική διαδικασία, η οποία αρχίζει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, για οποιοδήποτε αδίκημα το οποίο δικάζεται συνοπτικά.
46.-(1) Καθιδρύεται Συμβούλιο Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών, στο εξής καλούμενο το “Συμβούλιο”, και απαρτιζόμενο από-
(α) τον Έφορο ως Πρόεδρο,
(β) το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών ή εκπρόσωπό του,
(γ) δυο (2) εκπροσώπους των εργοδοτικών οργανώσεων, και
(δ) τρεις (3) εκπροσώπους των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
(2) Το Συμβούλιο μελετά κάθε ζήτημα που αφορά –
(α) την εφαρμογή ή τροποποίηση του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών και την πολιτική στο πεδίο των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών και υποβάλλει σχετικές συστάσεις στον Υπουργό, και
(β) την έκδοση οδηγιών.
(3) Σε περίπτωση που το Συμβούλιο συζητά θέμα το οποίο επηρεάζει σημαντικό αριθμό προσώπων, τα οποία-
(α) είναι μέλη Ταμείων και τα οποία πρόσωπα δεν εκπροσωπούνται στο Συμβούλιο με εκπρόσωπο της συνδικαλιστικής οργάνωσής τους, ή
(β) συνιστούν χρηματοδοτούσες επιχειρήσεις και είναι μέλη εργοδοτικών οργανώσεων, τα οποία πρόσωπα δεν εκπροσωπούνται στο Συμβούλιο από εκπρόσωπο της οργάνωσής τους,
το Συμβούλιο οφείλει να καλέσει σε συνεδρία του τους εκπροσώπους των εν λόγω προσώπων και να τους ακούσει επί του θέματος.
(4) Τα μέλη του Συμβουλίου που αναφέρονται στις παραγράφους (γ) και (δ) του εδαφίου (1) διορίζονται από τον Υπουργό για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, δύνανται όμως να επαναδιοριστούν μετά τη λήξη της θητείας τους:
Nοείται ότι ο Υπουργός δύναται να ανακαλέσει για εύλογη αιτία οποτεδήποτε το διορισμό οποιουδήποτε από τα προαναφερόμενα μέλη του Συμβουλίου.
(5) Το Συμβούλιο δύναται να εκδίδει κανόνες που διέπουν τη λειτουργία του, περιλαμβανομένης της δυνατότητας σύστασης τεχνικών επιτροπών.
(6) Το Συμβούλιο δύναται να λαμβάνει αποφάσεις, έστω και αν κενούται οποιαδήποτε θέση των μελών του.
47.-(1) Ο Έφορος ανταλλάσσει σε τακτά χρονικά διαστήματα πληροφορίες με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, με κύριο σκοπό την ανάπτυξη επιτυχών πρακτικών στον τομέα των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, αλλά και στενότερη συνεργασία, προλαμβάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και δημιουργώντας συνθήκες συμμετοχής μελών σε Ταμεία που ασκούν διασυνοριακή δραστηριότητα στον εν λόγω τομέα.
(2) Ο Έφορος συνεργάζεται στενά με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκειμένου να διευκολυνθεί η εποπτεία της λειτουργίας των Ταμείων.
(3) Ο Έφορος ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΑΕΣ για οποιαδήποτε μείζονα δυσκολία προκληθεί από την εφαρμογή των εναρμονιστικών με την Οδηγία 2003/41/ΕΚ διατάξεων του παρόντος Νόμου και εξετάζει μαζί τους το ταχύτερο τις δυσκολίες αυτές προκειμένου να εξεύρουν την κατάλληλη λύση.
(4) Ο Έφορος, κατόπιν αιτήματος των αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής, δύναται να αποφασίζει σχετικά με το διαχωρισμό των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού του Ταμείου, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (4) του άρθρου 34 και το άρθρο 37.
(5) Ως η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, ο Έφορος ενεργεί σύμφωνα με το Άρθρο 21, παράγραφος 2α, της Οδηγίας 2003/41/ΕΚ.
48.-(1) Εκτός αν τα μέλη συμφωνήσουν διαφορετικά, κάθε Ταμείο Προνοίας που τερματίζει τη λειτουργία του κατά τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο, τελεί αυτοδικαίως υπό εκκαθάριση και μέχρι την αποπεράτωση και για τις ανάγκες της εκκαθάρισης λογίζεται υφιστάμενο:
Νοείται ότι η εκκαθάριση είναι υποχρεωτική σε περίπτωση που το Ταμείο αρνείται να υποβάλει αίτηση εγγραφής παρά την προειδοποίηση του Εφόρου, όπως προβλέπει η επιφύλαξη του εδαφίου (1) του άρθρου15.
(2) Ταμείο Συντάξεων, του οποίου η λειτουργία τερματίζεται, διαλύεται μόνο με την έγκριση του Εφόρου και νοουμένου ότι ο Έφορος κρίνει ότι η διάλυση είναι προς το γενικό συμφέρον των μελών.
(3) Η εκκαθάριση, εφ’ όσον οι κανόνες λειτουργίας του Ταμείου δεν ορίζουν διαφορετικά, γίνεται από τη Διαχειριστική Επιτροπή. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει Διαχειριστική Επιτροπή, ο εκκαθαριστής διορίζεται από τον Έφορο.
(4) Ο εκκαθαριστής υπέχει θέση διαχειριστή του Ταμείου, η δε εξουσία του περιορίζεται στις ανάγκες της εκκαθάρισης.
(5) Ο εκκαθαριστής ευθύνεται σε αποζημίωση για κάθε παράβαση των υποχρεώσεών του.
(6) Η προτεραιότητα κατά την οποία το ενεργητικό του Ταμείου διατίθεται για την ικανοποίηση των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων του και τα άλλα συναφή ζητήματα ρυθμίζονται με Κανονισμούς.
(7) Ταμείο τίθεται υποχρεωτικά υπό εκκαθάριση, αν διαπιστωθεί ότι είναι ανίκανο να πληρώσει τα χρέη του κατ’ αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 212 του περί Εταιρειών Νόμου.
49. Μεταξύ των χρεών τα οποία -
(α) βάσει του άρθρου 39 του περί Πτωχεύσεως Νόμου, κατά τη διανομή της περιουσίας ή των στοιχείων ενεργητικού πτωχεύσαντος προσώπου, εξοφλούνται κατά προτεραιότητα έναντι των λοιπών χρεών, ή
(β) βάσει του άρθρου 300 του περί Εταιρειών Νόμου, σε περίπτωση εκκαθάρισης εταιρείας εξοφλούνται κατά προτεραιότητα έναντι των λοιπών χρεών, περιλαμβάνονται τα ποσά τα οποία οφείλονται από τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση ή τον ελεύθερο επαγγελματία, ανάλογα με την περίπτωση, αναφορικά προς οποιαδήποτε εισφορά ή υποχρέωση προς εισφορά σε Ταμείο, η οποία προέκυψε προ των ακολούθων ημερομηνιών:
(αα) στην περίπτωση της παραγράφου (α), πριν την έκδοση της απόφασης για διορισμό συνδίκου πτώχευσης, και
(ββ) στην περίπτωση της παραγράφου (β), πριν την ημερομηνία κατά την οποία άρχισε η εκκαθάριση της εταιρείας.
50.-(1) Χωρίς επηρεασμό των λοιπών διατάξεων του παρόντος Νόμου που παρέχουν εξουσία για έκδοση Κανονισμών, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς και για τη ρύθμιση οποιουδήποτε άλλου θέματος το οποίο, κατά τον παρόντα Νόμο, χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού.
(2) Όπου στον παρόντα Νόμο υφίσταται εξουσιοδότηση για έκδοση Κανονισμών, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με τους Κανονισμούς αυτούς να εξουσιοδοτεί τον Έφορο για την έκδοση οδηγιών προς ρύθμιση θεμάτων που προβλέπουν οι Κανονισμοί.
51. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και για επίτευξη των σκοπών του, ο Έφορος δύναται να εκδίδει οδηγίες τηρουμένων των πράξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή/και της τέως Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
52.-(1) Κάθε εγγεγραμμένο Ταμείο θεωρείται ότι ενεγράφη δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6.
(2) Κάθε αίτηση, που υποβλήθηκε δυνάμει των Καταργούμενων Νόμων και της οποίας η εξέταση εκκρεμεί κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, θεωρείται ότι υποβλήθηκε και εξετάζεται δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(3) Κάθε αναφορά στον Έφορο Ταμείων Προνοίας ή στην Αρμόδια Αρχή, σε κανόνες λειτουργίας εγγεγραμμένου Ταμείου, θεωρείται ως αναφορά στον Έφορο.
(4) Οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα οποιουδήποτε προσώπου, που απορρέουν από τους κανόνες λειτουργίας εγγεγραμμένου Ταμείου για περιόδους πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, διέπονται από τους Καταργούμενους Νόμους.
(5) Κάθε έγγραφο, στοιχείο ή πληροφορία που η Διαχειριστική Επιτροπή εγγεγραμμένου Ταμείου οφείλει να υποβάλλει στον Έφορο Ταμείων Προνοίας ή στην Αρμόδια Αρχή, ανάλογα με την περίπτωση, δυνάμει των Καταργούμενων Νόμων για οικονομικό έτος που έληξε πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, υποβάλλεται στον Έφορο.
53. Τηρουμένων των διατάξεων του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, οι διατάξεις του παρόντος Νόμου θεωρούνται ως ειδικές ως προς το θέμα το οποίο έκαστη ρυθμίζει και δεν εφαρμόζεται οποιαδήποτε διάταξη άλλης νομοθεσίας που αντίκειται σε διάταξη του παρόντος Νόμου.
54. Καμιά διάταξη του παρόντος Νόμου δεν επηρεάζει την εγκυρότητα οποιασδήποτε πράξης που έγινε πριν την έναρξη της ισχύος του και που αφορά τη λειτουργία ή τη διαχείριση Ταμείου.
55. Καταργούνται -
(α) οι περί Ταμείων Προνοίας Νόμοι του 1981 μέχρι 2005, και
(β) οι περί της Ίδρυσης, των Δραστηριοτήτων και της Εποπτείας των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Νόμοι του 2006 και 2007.
56. Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του άρθρου 11 του περί Ερμηνείας Νόμου, οι οδηγίες που εκδόθηκαν από την Αρμόδια Αρχή δυνάμει των περί της Ίδρυσης, των Δραστηριοτήτων και της Εποπτείας των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Νόμων του 2006 και 2007, εξακολουθούν να ισχύουν χωρίς να επηρεάζονται από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 55 και θεωρούνται οδηγίες που εκδόθηκαν δυνάμει του παρόντος Νόμου.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
[Άρθρο 35(4)]
ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ
ΜΕΡΟΣ Α
ΔΙΑΘΕΣΙΜΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ
1. | Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας αποτελείται από τα περιουσιακά στοιχεία του Ταμείου μετά την αφαίρεση κάθε προβλεπτής υποχρέωσης και κάθε άυλου περιουσιακού στοιχείου, περιλαμβανομένων- |
(α) | Του καταβληθέντος τμήματος του μετοχικού κεφαλαίου ή στην περίπτωση Ταμείων που έχουν τη μορφή αλληλασφαλιστικής επιχείρησης, του πραγματικού αρχικού κεφαλαίου συν τυχόν λογαριασμούς μελών της αλληλασφαλιστικής επιχείρησης που πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια: |
(i) Το καταστατικό τους ορίζει ότι από τους λογαριασμούς αυτούς δύναται να γίνονται πληρωμές στα μέλη της αλληλασφαλιστικής επιχείρησης μόνον εφόσον το γεγονός αυτό δεν προκαλεί πτώση του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας κάτω του απαιτούμενου επιπέδου ή εάν η επιχείρηση έχει διαλυθεί, εφόσον έχουν εξοφληθεί όλα τα άλλα χρέη της επιχείρησης, | |
(ii) το καταστατικό ορίζει ότι, όσον αφορά οποιαδήποτε πληρωμή που αναφέρεται στην υπο-υποπαράγραφο (i) για άλλους λόγους, εκτός από τον ατομικό τερματισμό της ιδιότητας του μέλους της αλληλασφαλιστικής επιχείρησης, ο Έφορος ενημερώνεται τουλάχιστον έναν μήνα προηγουμένως και ότι μπορεί εντός της περιόδου αυτής να απαγορεύσει την πληρωμή, και | |
(iii) οι σχετικές καταστατικές διατάξεις τροποποιούνται μόνον εφόσον ο Έφορος δηλώσει ότι δεν έχει αντίρρηση για την τροποποίηση, υπό την επιφύλαξη των κριτηρίων που προβλέπονται στις υπο-υποπαραγράφους (i) και (ii)∙ | |
(β) | των αποθεματικών των προβλεπόμενων στον παρόντα Νόμο ή ελευθέρων, τα οποία δεν αντιστοιχούν σε ανειλημμένες υποχρεώσεις· |
(γ) | των κερδών ή των ζημιών τα οποία μεταφέρονται στο νέο οικονομικό έτος μετά την αφαίρεση των μερισμάτων που θα καταβληθούν, και |
(δ) | των αποθεματικών κερδών τα οποία εμφανίζονται στον ισολογισμό και δεν έχουν διατεθεί προς διανομή στα μέλη και στους δικαιούχους και τα οποία δύναται να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη ενδεχόμενων ζημιών: |
Νοείται ότι, το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μειώνεται κατά το ποσό των ίδιων μετοχών που το Ταμείο κατέχει άμεσα. | |
2. | Το διαθέσιμο αποθεματικό φερεγγυότητας νοουμένου ότι εξασφαλίζεται η γραπτή έγκριση του Εφόρου δύναται να συνίσταται από: |
(α) | Το σωρευτικό προνομιούχο μετοχικό κεφάλαιο και τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης μέχρι ποσοστού 50% του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας, από το οποίο όχι περισσότερο από το 25% αποτελείται από δάνεια μειωμένης εξασφάλισης με καθορισμένη λήξη ή σωρευτικό προνομιούχο μετοχικό κεφάλαιο με καθορισμένη διάρκεια νοουμένου ότι, σε περίπτωση εκκαθάρισης του Ταμείου υπάρχουν δεσμευτικές συμφωνίες βάσει των οποίων τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης ή το προνομιούχο μετοχικό κεφάλαιο κατατάσσονται μετά τις απαιτήσεις όλων των άλλων πιστωτών και δεν εξοφλούνται παρά μόνο μετά την εξόφληση όλων των άλλων χρεών που εκκρεμούν κατά τον χρόνο αυτό∙ |
(β) | τους τίτλους χωρίς καθορισμένη λήξη και άλλους τίτλους περιλαμβανομένων σωρευτικών προνομιούχων μετοχών, εκτός από τις προβλεπόμενες στην υποπαράγραφο (α) μέχρι ποσοστού 50% του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας για το σύνολο των τίτλων αυτών και των δανείων μειωμένης εξασφάλισης που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (α), εφόσον πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις: |
(i) Δεν ρευστοποιούνται με πρωτοβουλία του κομιστή ή χωρίς την προηγούμενη γραπτή συγκατάθεση του Εφόρου, | |
(ii) η σύμβαση έκδοσης των χρεογράφων παρέχει στο Ταμείο τη δυνατότητα να αναβάλει την καταβολή των τόκων του δανείου, | |
(iii) οι απαιτήσεις του δανειστή έναντι του Ταμείου κατατάσσονται εξ ολοκλήρου μετά τις απαιτήσεις όλων των άλλων πιστωτών που δεν έχουν μειωμένη εξασφάλιση, | |
(iv) τα σχετικά με την έκδοση των κινητών αξιών έγγραφα προβλέπουν για τη δυνατότητα κάλυψης των ζημιών από το χρέος και τους μη καταβληθέντες τόκους, επιτρέποντας ταυτόχρονα τη συνέχιση των δραστηριοτήτων του Ταμείου, και | |
(v) μόνον τα ποσά τα οποία έχουν πράγματι καταβληθεί λαμβάνονται υπόψη: | |
Νοείται ότι, για σκοπούς της υποπαραγράφου (α), τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης πρέπει επιπροσθέτως να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις: | |
(i) Να λαμβάνονται υπόψη μόνο τα πραγματικά καταβληθέντα ποσά∙ | |
(ii) η αρχική διάρκεια των δανείων με καθορισμένη λήξη να είναι τουλάχιστον πενταετής και το αργότερο ένα (1) έτος πριν από την ημερομηνία αποπληρωμής, το Ταμείο να υποβάλει στον Έφορο για έγκριση σχέδιο το οποίο να καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας θα διατηρηθεί ή θα αυξηθεί στο απαιτούμενο επίπεδο κατά την ημερομηνία αποπληρωμής του δανείου, εκτός εάν το ποσό μέχρι του οποίου το δάνειο μπορεί να καταταχθεί ως συστατικό μέρος του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας, μειώνεται σταδιακά κατά τα τελευταία πέντε (5) τουλάχιστον έτη πριν από την ημερομηνία αποπληρωμής: | |
Νοείται ότι, ο Έφορος δύναται να επιτρέψει την εξόφληση των δανείων αυτών πριν από τη λήξη τους, εφόσον η σχετική αίτηση υποβληθεί από το Ταμείο εκδότη και εφόσον το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητάς του δεν είναι κατώτερο του απαιτούμενου επιπέδου∙ | |
(iii) η εξόφληση των δανείων μη καθορισμένης λήξης να γίνεται μόνο μετά από πενταετή προειδοποίηση, εκτός εάν δεν θεωρούνται πλέον ως συστατικό μέρος του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας ή εκτός εάν έχει προηγουμένως εξασφαλισθεί η σύμφωνη γνώμη του Εφόρου για την πρόωρη εξόφλησή τους, οπότε το Ταμείο ενημερώνει τον Έφορο τουλάχιστον έξι (6) μήνες πριν από την προτεινόμενη ημερομηνία εξόφλησης, υποδεικνύοντας το διαθέσιμο και το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας τόσο πριν όσο και μετά την εξόφληση αυτή: | |
Νοείται ότι, ο Έφορος επιτρέπει την εξόφληση μόνον εάν το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας του Ταμείου δεν κινδυνεύει να υποχωρήσει κάτω του απαιτούμενου επιπέδου∙ | |
(iv) στη σύμβαση δανείου δεν περιλαμβάνονται ρήτρες οι οποίες ορίζουν ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, εκτός από την εκκαθάριση του Ταμείου η οφειλή καθίσταται απαιτητή πριν καταστεί ληξιπρόθεσμη, και | |
(v) η δανειακή σύμβαση τροποποιείται μόνον εφόσον ο Έφορος δηλώσει ότι δεν αντιτίθεται στην προτεινόμενη τροποποίησή της. | |
3. | Κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης του Ταμείου προς τον Έφορο και μετά από τη γραπτή συγκατάθεσή του, το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας δύναται να αποτελείται- |
(α) Στην περίπτωση που δεν χρησιμοποιείται η μέθοδος “Zillmer” ή στην περίπτωση που χρησιμοποιείται μεν αλλά υπολείπεται της επιβάρυνσης λόγω εξόδων απόκτησης εργασίας που περιλαμβάνεται στο ασφάλιστρο, από τη διαφορά μεταξύ της μαθηματικής πρόβλεψης που προκύπτει χωρίς τη μέθοδο “Zillmer” ή έχει μερικώς υπολογισθεί με τη μέθοδο αυτή και μίας μαθηματικής πρόβλεψης η οποία έχει υπολογισθεί με τη μέθοδο “Zillmer” και σε ποσοστό ίσο προς την επιβάρυνση λόγω εξόδων απόκτησης εργασίας που περιλαμβάνεται στο ασφάλιστρο∙ | |
(β) από τα καθαρά λανθάνοντα αποθεματικά που προκύπτουν από την εκτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού, στο μέτρο που αυτά δεν είναι εξαιρετικού χαρακτήρα∙ | |
(γ) από το ήμισυ του μη καταβληθέντος μετοχικού ή αρχικού κεφαλαίου, εφόσον το καταβληθέν τμήμα ισούται με ποσοστό 25% του μετοχικού ή αρχικού κεφαλαίου, μέχρι ποσοστού 50% του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας: | |
Νοείται ότι, το ποσό το οποίο καθορίζεται στην υποπαράγραφο (α), σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το 3,5% του αθροίσματος των διαφορών μεταξύ των κεφαλαίων του κλάδου ζωής και των μαθηματικών αποθεματικών για το σύνολο των ασφαλιστήριων συμβολαίων στα οποία είναι δυνατή η εφαρμογή της μεθόδου “Zillmer”: | |
Νοείται περαιτέρω ότι, η διαφορά αυτή μειώνεται κατά το ποσό των μη αποσβεσθέντων εξόδων απόκτησης που έχουν εγγραφεί στο ενεργητικό. | |
ΜΕΡΟΣ Β
ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ
1. | Το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 6 και βάσει των αναληφθεισών υποχρεώσεων. |
2. | Το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας πρέπει να είναι ίσο προς το άθροισμα των πιο κάτω δύο στοιχείων, ως ακολούθως: |
(α) | Πρώτο αποτέλεσμα- ποσοστό 4% των μαθηματικών αποθεματικών που αφορούν εργασίες πρωτασφάλισης και αντασφαλιστικές αποδοχές χωρίς να αφαιρεθούν οι αντασφαλιστικές εκχωρήσεις, πολλαπλασιάζεται επί τον αριθμητικό λόγο κατά το τελευταίο οικονομικό έτος των συνολικών μαθηματικών αποθεματικών μετά την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων, προς το μαθηματικό ποσό των ακαθάριστων αποθεματικών: |
Νοείται ότι, ο λόγος αυτός δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι μικρότερος του 85%. | |
(β) | Δεύτερο αποτέλεσμα- για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια των οποίων τα κεφάλαια κινδύνου δεν είναι αρνητικά, ποσοστό 0,3% των κεφαλαίων που έχουν αναληφθεί από το Ταμείο, πολλαπλασιάζεται επί τον λόγο κατά το τελευταίο οικονομικό έτος του συνολικού κεφαλαίου κινδύνου που παραμένει εις βάρος του Ταμείου μετά τις αντασφαλιστικές εκχωρήσεις και αντεκχωρήσεις, προς το συνολικό κεφάλαιο αντασφάλισης ακαθάριστου κινδύνου χωρίς την αφαίρεση της αντασφάλισης: |
Νοείται ότι, ο λόγος αυτός σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερος του 50%: | |
Νοείται περαιτέρω ότι, για τις πρόσκαιρες ασφαλίσεις θανάτου ανώτατης διάρκειας τριών (3) ετών, ο λόγος αυτός καθορίζεται σε 0,1% για τις ασφαλίσεις διάρκειας μεγαλύτερης των τριών (3), ενώ για τις ασφαλίσεις μικρότερης των πέντε (5) ετών, ο λόγος αυτός καθορίζεται σε 0,15%. | |
3. | Για τις πρόσθετες ασφαλίσεις για τις οποίες προβλέπει η υποπαράγραφος (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 4 του περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας υπολογίζεται, ως ακολούθως: |
(α) | Με βάση είτε το ετήσιο ποσό των ασφαλίστρων και των εισφορών είτε τη μέση επιβάρυνση από αποζημιώσεις των τριών (3) τελευταίων οικονομικών ετών, |
(β) | το ύψος είναι ίσο προς το μεγαλύτερο από τα δύο αποτελέσματα που καθορίζονται στις υποπαραγράφους (γ) και (δ), |
(γ) | με την επιλογή ως βάσης υπολογισμού των ασφαλίστρων του μεγαλύτερου μεταξύ του ποσού των δεδουλευμένων ασφαλίστρων ή εισφορών που υπολογίζονται κατωτέρω και του ποσού των ακαθάριστων εισπραχθέντων ασφαλίστρων ή εισφορών, ήτοι- |
(i) με το άθροισμα των ασφαλίστρων ή των εισφορών, περιλαμβανομένων των παρεπόμενων δικαιωμάτων που κατεβλήθησαν για πρωτασφαλίσεις κατά το τελευταίο οικονομικό έτος. | |
(ii) με την προσθήκη στο ως άνω σύνολο του ποσού των αντασφαλίστρων τα οποία έγιναν δεκτά κατά το τελευταίο οικονομικό έτος. | |
(iii) με την αφαίρεση από το ως άνω άθροισμα, του συνολικού ποσού των ασφαλίστρων και εισφορών που ακυρώθηκαν κατά το τελευταίο οικονομικό έτος, όπως επίσης και του συνολικού ποσού των φόρων και τελών τα οποία αναλογούν στα ασφάλιστρα και στις εισφορές που περιέχονται στο ως άνω άθροισμα. | |
(iv) με τη διαίρεση του κατά τον ως άνω τρόπο υπολογιζόμενου ποσού σε δύο μέρη, από τα οποία το πρώτο δύναται να ανέρχεται σε ποσό μέχρι πενήντα εκατομμύρια ευρώ (€50.000.000), ενώ το δεύτερο περιλαμβάνει το επιπλέον ποσό: | |
Νοείται ότι, το ποσοστό του 18% του πρώτου μέρους και το ποσοστό 16% του δεύτερου, αθροίζονται. | |
(v) με τον πολλαπλασιασμό του κατά τον ως άνω τρόπο υπολογιζόμενου ποσού επί το πηλίκον το οποίο προκύπτει από την κατά τα τελευταία τρία (3) οικονομικά έτη υφιστάμενη σχέση μεταξύ του ποσού των εις βάρος του Ταμείου παραμενουσών απαιτήσεων μετά από αφαίρεση των ανακτήσιμων ποσών στο πλαίσιο της αντασφάλισης και του ακαθάριστου ποσού των απαιτήσεων: | |
Νοείται ότι, ο λόγος αυτός σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερος του 50%. | |
(δ) | Η βάση των απαιτήσεων υπολογίζεται ως ακολούθως: |
(i) Με το άθροισμα των ποσών των απαιτήσεων χωρίς αφαίρεση των εις βάρος των εκδοχέων ή αντεκδοχέων απαιτήσεων που καταβάλλονται για τις πρωτασφαλίσεις κατά τις περιόδους που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (α). | |
(ii) με την προσθήκη στο ως άνω άθροισμα του ποσού των απαιτήσεων που έχει καταβληθεί λόγω αποδοχής αντασφαλίσεων ή αντεκχωρήσεων κατά τη διάρκεια των ίδιων αυτών περιόδων και του ποσού των προβλέψεων για εκκρεμούσες απαιτήσεις που πραγματοποιούνται στο τέλος του τελευταίου οικονομικού έτους τόσο για τις πρωτασφαλίσεις όσο και για τις αποδοχές αντασφαλίσεων. | |
(iii)με την αφαίρεση από το ως άνω άθροισμα, του ποσού των εισπράξεων που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια των περιόδων που καθορίζονται στην υποπαράγραφο (α). | |
(iv)με την αφαίρεση από το εναπομείναν ποσό, του ποσού των προβλέψεων για εκκρεμούσες απαιτήσεις που πραγματοποιούνται κατά την έναρξη του δεύτερου οικονομικού έτους το οποίο προηγείται του τελευταίου οικονομικού έτους το οποίο έκλεισε τόσο για τις πρωτασφαλίσεις όσο και τις αναληφθείσες αντασφαλίσεις. | |
(v)με τη διαίρεση του ενός τρίτου (1/3) των ποσών που προκύπτουν από τον ως άνω υπολογισμό σε δύο μέρη, από τα οποία το πρώτο μπορεί να ανέρχεται σε ποσό μέχρι τριάντα πέντε εκατομμύρια ευρώ (€35.000.000), ενώ το δεύτερο περιλαμβάνει το επιπλέον ποσό: | |
Νοείται ότι, το ποσοστό 26% του πρώτου μέρους και το ποσοστό 23% του δεύτερου αθροίζονται. | |
(vi)με τον πολλαπλασιασμό του κατά τον ως άνω τρόπο υπολογιζόμενου ποσού επί το πηλίκον το οποίο προκύπτει από την κατά τα τελευταία τρία (3) οικονομικά έτη υφιστάμενη σχέση μεταξύ του ποσού των εις βάρος του Ταμείου παραμενουσών απαιτήσεων, μετά από αφαίρεση των ανακτήσιμων ποσών στο πλαίσιο της αντασφάλισης και του ακαθάριστου ποσού των απαιτήσεων: | |
Νοείται ότι, ο λόγος αυτός σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερος του 50%. | |
(ε) Εάν το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, όπως αυτό υπολογίζεται σύμφωνα με τις υποπαραγράφους (β) έως (δ), είναι κατώτερο του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας του προηγούμενου έτους, ως απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας λαμβάνεται τουλάχιστον το ίσο προς το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας του προηγούμενου έτους πολλαπλασιαζόμενο επί τον αριθμητικό λόγο του ποσού των τεχνικών προβλέψεων για τις αποζημιώσεις οι οποίες εκκρεμούσαν κατά τη λήξη του τελευταίου οικονομικού έτους, προς το ποσό των τεχνικών προβλέψεων για τις αποζημιώσεις οι οποίες εκκρεμούσαν κατά την έναρξη του τελευταίου οικονομικού έτους: | |
Νοείται ότι, στους υπολογισμούς αυτούς οι τεχνικές προβλέψεις υπολογίζονται χωρίς τις τυχόν αντασφαλίσεις, αλλά ο αριθμητικός λόγος σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος του 1%. | |
4. | Για τις εργασίες κεφαλαιοποιήσεως για τις οποίες γίνεται πρόβλεψη στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (β) του εδαφίου (5), του άρθρου 4 του περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας είναι ίσο προς το 4% των μαθηματικών αποθεμάτων που υπολογίζονται, σύμφωνα με την υποπαράγραφο (α) της παραγράφου 2. |
5. | Για τις εργασίες για τις οποίες γίνεται πρόβλεψη στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (β) του εδαφίου (5) του άρθρου 4 του περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας είναι ίσο προς το 1% των στοιχείων ενεργητικού τους. |
6. | Για τις εργασίες για τις οποίες γίνεται πρόβλεψη στις υποπαραγράφους (i) και (ii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 4 του περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου, σε συνάρτηση με επενδυτικά κεφάλαια, για τις πράξεις στις οποίες αναφέρονται οι υποπαράγραφοι (iii), (iv) και (v) της παραγράφου (β) του εδαφίου (5) του άρθρου 4 του περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας είναι ίσο με το άθροισμα των ακολούθων: |
(α) Εφόσον το Ταμείο αναλαμβάνει τον επενδυτικό κίνδυνο, ποσοστό 4% των τεχνικών αποθεματικών, υπολογιζόμενο βάσει της υποπαραγράφου (α) της παραγράφου 2∙ | |
(β) εφόσον το Ταμείο δεν αναλαμβάνει τον επενδυτικό κίνδυνο, αλλά το ποσό το οποίο προορίζεται να καλύψει τα έξοδα διαχείρισης καθορίζεται για περίοδο μεγαλύτερη των πέντε (5) ετών, ποσοστό 1% των τεχνικών αποθεματικών υπολογιζόμενο βάσει της υποπαραγράφου (α) της παραγράφου 2∙ | |
(γ) εφόσον το Ταμείο δεν αναλαμβάνει τον επενδυτικό κίνδυνο, αλλά το ποσό το οποίο προορίζεται να καλύψει τα έξοδα διαχείρισης δεν καθορίζεται για περίοδο μεγαλύτερη των πέντε (5) ετών, ποσό ισοδύναμο προς το 25% των καθαρών διοικητικών εξόδων κατά το τελευταίο οικονομικό έτος τα οποία αφορούν στις εργασίες αυτές∙ | |
(δ) εφόσον η επιχείρηση ασφάλισης ζωής καλύπτει τον κίνδυνο θανάτου, ποσοστό 0,3% των κεφαλαίων κινδύνου υπολογιζόμενο βάσει της υποπαραγράφου (β) της παραγράφου 2. | |
Οι περί της Ίδρυσης, των Δραστηριοτήτων και της Εποπτείας των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Νόμοι του 2012 έως 2018 καταργούνται.
Με την επιφύλαξη της γενικότητας του άρθρου 11 του περί Ερμηνείας Νόμου, οι Κανονισμοί και οι Οδηγίες που εκδόθηκαν από τον Έφορο δυνάμει των Νόμων που αναφέρονται στο άρθρο 94, εξακολουθούν να ισχύουν χωρίς να επηρεάζονται από τα προβλεπόμενα στο εν λόγω άρθρο και θεωρούνται Κανονισμοί και Οδηγίες που εκδόθηκαν δυνάμει του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δλδ. του Ν. 10(Ι)/2020], στην έκταση που δεν αντίκεινται στις διατάξεις του.