32.- (1) Κάθε φορέας εκμετάλλευσης, υπόκειται στην καταβολή διοικητικού προστίμου για τυχόν παραβάσεις ή μη συμμορφώσεις με τις διατάξεις ή κανονισμούς ή διατάγματα που εκδίδονται με βάση τον παρόντα Νόμο. Το ύψος του προστίμου που επιβάλλεται από την αρμόδια αρχή, ανάλογα με τη φύση και τη σοβαρότητα της παράβασης, κατά περίπτωση ανέρχεται μέχρι τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000).
(2) Η διαδικασία επιβολής προστίμου που προβλέπεται στο εδάφιο (1) αρχίζει με την κοινοποίηση στον παραβάτη σχετικής έκθεσης που συντάσσεται από την αρμόδια αρχή και έγγραφης κλήτευσης προς τον παραβάτη να υποβάλει τις απόψεις του εντός διαστήματος δέκα ημερών από την κοινοποίηση της κλήτευσης. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί, ύστερα από αίτηση του παραβάτη, για δέκα (10) επιπλέον ημέρες.
(3) Το προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) πρόστιμο επιβάλλεται στον παραβάτη με αιτιολογημένη απόφαση της αρμόδιας αρχής που βεβαιώνει την παράβαση, μετά από γνωμάτευση του Διευθυντή του Τμήματος Περιβάλλοντος και αφού λάβει υπόψη, την γραπτή ή προφορική άποψη του ενδιαφερόμενου παραβάτη ή εκπροσώπου του.
(4) Κατά της απόφασης για επιβολή διοικητικού προστίμου, επιτρέπεται η άσκηση ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον του Υπουργού, μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης στον παραβάτη.
(5) Το ποσό του διοικητικού προστίμου εισπράττεται από την αρμόδια αρχή όταν περάσει άπρακτη η προθεσμία των εβδομήντα πέντε (75) ημερών, για άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης για επιβολή χρηματικής ποινής ή σε περίπτωση που ασκείται προσφυγή ενώπιον του Υπουργού σύμφωνα με το εδάφιο (3), από την κοινοποίηση της επί της ιεραρχικής προσφυγής, απόφασης του Υπουργού.
(6) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής του επιβαλλομένου από την αρμόδια αρχή διοικητικού προστίμου, η αρμόδια αρχή λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττεται το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.
(7) Σε περίπτωση που φορέας εκμετάλλευσης δε συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου και όταν άλλα μέτρα εφαρμογής δεν εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση, η αρμόδια αρχή δύναται να αποφασίσει την επιβολή απαγόρευσης λειτουργίας του φορέα εκμετάλλευσης.