47.-(1) Τα μέλη δύνανται-
(α) όταν επικείμενα ταξίδια του πλοίου θα περιλαμβάνουν διέλευση του πλοίου διαμέσου ή παραμονή αυτού μέσα σε γεωγραφική περιοχή εντός περιοχής υψηλού κινδύνου, ή κατάπλου αυτού σε λιμένα ή λιμενική ή υπεράκτια εγκατάσταση που βρίσκεται μέσα σε γεωγραφική περιοχή εντός περιοχής υψηλού κινδύνου, πριν την είσοδο του πλοίου σε περιοχή υψηλού κινδύνου∙ ή
(β) μετά τη λήξη παράνομης πράξης και εφόσον δεν απουσιάζουν από το πλοίο∙
να υποβάλουν στον πλοιοκτήτη αίτηση με την οποία να ζητούν να επαναπατριστούν, ανεξάρτητα από την ημερομηνία λήξης της ισχύος των συμβάσεων εργασίας:
Νοείται ότι-
(i) η φράση “γεωγραφική περιοχή εντός περιοχής υψηλού κινδύνου” σημαίνει τις γεωγραφικές περιοχές που καθορίζονται στο Πρώτο Παράρτημα για τους σκοπούς των διατάξεων της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου∙
(ii) τα μέλη έχουν την υποχρέωση να εξασκούν το κατά την παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου δικαίωμα και να πληροφορούν ως προς τούτο το πλοίαρχο και τον πλοιοκτήτη έγκαιρα και να παρέχουν στον πλοιοκτήτη χρόνο ούτως ώστε αυτός να δύναται να προβαίνει στην έγκαιρη αντικατάσταση των∙
(iii) τα μέλη δε δύνανται να εξασκήσουν το κατά την παράγραφο (α) δικαίωμα του παρόντος εδαφίου μετά την είσοδο ή κατά τη διάρκεια της παραμονής του πλοίου σε περιοχή υψηλού κινδύνου∙
(iv) ο πλοιοκτήτης, με την έγκριση της Αρμόδιας Αρχής, δύναται, σε περίπτωση που υπό τις περιστάσεις δεν είναι δυνατή η έγκαιρη αντικατάσταση μέλους που εξάσκησε το κατά την παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου δικαίωμα του, να αρνηθεί να προβεί σε επαναπατρισμό του μέλους.
(2) Μέλη που απουσιάζουν από πλοίο-
(α) για οποιονδήποτε από τους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 42 του παρόντος Νόμου, μετά τη λήξη της κατακράτησης τους∙ ή
(β) για οποιονδήποτε από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους (γ) έως (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 42 του παρόντος Νόμου, όταν αυτό είναι υπό τις περιστάσεις δυνατό∙
δύνανται να υποβάλουν αίτηση στον πλοιοκτήτη με την οποία να ζητούν να επαναπατριστούν, ανεξάρτητα από την ημερομηνία λήξης της ισχύος των συμβάσεων εργασίας.
(3)(α) Μέλη τα οποία έχουν αιτηθεί να επαναπατριστούν δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) ή του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου έχουν την υποχρέωση να υποβληθούν σε ιατρική εξέταση το συντομότερο δυνατό και κατά προτίμηση πριν τον επαναπατρισμό τους και ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση να καλύψει τη σχετική δαπάνη.
(β) Σε περίπτωση που το εν λόγω μέλος αρνείται να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση, η Αρμόδια Αρχή δύναται και έχει εξουσία να απαλλάξει τον πλοιοκτήτη ολικώς ή μερικώς από τις, κατά την παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 49 του παρόντος Νόμου ή/και του εδαφίου (3) του άρθρου 52 του παρόντος Νόμου, υποχρεώσεις του προς το εν λόγω μέλος, από την ημερομηνία επαναπατρισμού αυτού. Σε τέτοια περίπτωση η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση να κοινοποιήσει την απόφαση της στο εν λόγω μέλος.
(γ) Η Αρμόδια Αρχή, εάν το κρίνει σκόπιμο και λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης καθώς και τις κατά τόπους δυνατότητες ικανοποιητικής τήρησης των διατάξεων του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Ιατρική Εξέταση Ναυτικών και Έκδοση Πιστοποιητικών) Νόμου του 2000, δύναται και έχει εξουσία να καθορίζει άλλη από την κατά την παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου προθεσμία για τη διενέργεια της ιατρικής εξέτασης.
(4) Η αίτηση μέλους για επαναπατρισμό δυνάμει των διατάξεων των εδάφιων (1) ή (2) του παρόντος άρθρου δεν συνιστά καταγγελία από το εν λόγω μέλος της σύμβασης εργασίας και θεωρείται ως επαναπατρισμός αυτού λόγω επικειμένης λήξης ή λήξης της σύμβασης εργασίας αμοιβαία συναινέσει.
(5) Ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση-
(α) να διευθετεί τον επαναπατρισμό των μελών που αιτήθηκαν τούτο δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1) ή (2) του παρόντος άρθρου το συντομότερο δυνατό με την πρώτη ευκαιρία που το εν λόγω μέλος δύναται να ταξιδεύσει∙ και
(β) να καλύψει τη σχετική δαπάνη.