1.- Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Προστασίας Κυπριακών Πλοίων από Πράξεις Πειρατείας και άλλες Παράνομες Πράξεις Νόμος του 2012.
2.- Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
“άλλη νομοθεσία” έχει την έννοια που αποδίδεται στο όρο αυτό στο άρθρο 2 των περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμων του 2004 έως 2011 όπως αυτοί εκάστοτε ισχύουν∙
“αλλοδαπό πλοίο” σημαίνει κάθε πλοίο που φέρει τη σημαία άλλου κράτους σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτού·
“αλλοδαπές Ένοπλες Δυνάμεις ή Δυνάμεις Ασφαλείας” σημαίνει τις Ένοπλες Δυνάμεις ή τις Δυνάμεις Ασφαλείας που-
(α) ενεργούν στα πλαίσια των διατάξεων σχετικών αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης∙ ή/και
(β) ενεργούν στα πλαίσια των διατάξεων σχετικών αποφάσεων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ή άλλου διεθνούς ή περιφερειακού διακρατικού οργανισμού στο οποίο η Δημοκρατία είναι μέλος∙ ή/και
(γ) ανήκουν σε κράτος το οποίο έχει ζητήσει ή προσφέρει μέσω της διπλωματικής οδού να παράσχει προστασία ή συνοδεία σε κυπριακό πλοίο για λόγους που σχετίζονται με την υπηκοότητα των επιβαινόντων ή με το φορτίο που μεταφέρεται ή λόγω άλλου ενδιαφέροντος που αυτό έχει αναφορικά με αυτό το πλοίο∙ ή/και
(δ) ανήκουν σε κράτος το οποίο έχει ζητήσει ή προσφέρει μέσω της διπλωματικής οδού να παράσχει προστασία ή συνοδεία σε κυπριακό πλοίο λόγω του ότι το πλοίο βρίσκεται ή διαπλέει ή θα διαπλεύσει εντός των χωρικών υδάτων ή της συνορεύουσας ζώνης του∙ ή/και
(ε) ανήκουν σε κράτος το οποίο έχει ζητήσει ή προσφέρει μέσω της διπλωματικής οδού να παράσχει προστασία ή συνοδεία σε κυπριακό πλοίο λόγω του ότι το πλοίο εκτελεί εγχώρια ταξίδια·
“αξιωματικός” σημαίνει πλοίαρχο, αξιωματικό καταστρώματος ή μηχανοστασίου ή δόκιμο αξιωματικό που εργάζεται ή υπηρετεί πάνω σε πλοίο·
“ασφάλεια του πλοίου” σημαίνει το συνδυασμό των προληπτικών μέτρων που λαμβάνονται με σκοπό την προστασία του πλοίου, των επιβαινόντων και του φορτίου από απειλές διάπραξης παράνομων πράξεων και περιλαμβάνει την προστασία της διασύνδεσης πλοίου/λιμένα και της δραστηριότητας μεταφόρτωσης από πλοίο σε πλοίο·
“γνωστοποίηση” σημαίνει γνωστοποίηση του Διευθυντή δημοσιευόμενη στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας·
“γραπτή σύμβαση” σημαίνει τη γραπτή ιδιωτική σύμβαση με την οποία ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου αναθέτει σε ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων στα πλαίσια των διατάξεων των παραγράφων (α) αντίστοιχα των εδαφίων (1), (2) και (3) του άρθρου 12 του παρόντος Νόμου, την υλοποίηση, για την ασφάλεια του πλοίου, ορισμένων από τα μέτρα που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου ή ορισμένων ή όλων από τα επιπλέον μέτρα που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου·
“Δημοκρατία” σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·
“διασύνδεση πλοίου/λιμένα” σημαίνει τις αλληλεπιδράσεις που λαμβάνουν χώρα όταν πραγματοποιούνται άμεσα ή έμμεσα σε ένα πλοίο δραστηριότητες, όπως η επιβίβαση/αποβίβαση προσώπων, η φόρτωση/εκφόρτωση φορτίου ή η παροχή λιμενικών υπηρεσιών προς ή από το πλοίο·
“διεθνές ταξίδι” σημαίνει ταξίδι ενός πλοίου από ένα λιμένα ή μία λιμενική εγκατάσταση ή μια υπεράκτια εγκατάσταση ενός κράτους προς λιμένα ή λιμενική εγκατάσταση ή υπεράκτια εγκατάσταση άλλου κράτους·
“Διευθυντής” σημαίνει το Διευθυντή του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας και περιλαμβάνει τον εκάστοτε Αναπληρωτή Διευθυντή και τον λειτουργό που εκτελεί με αντικατάσταση χρέη Διευθυντή ή Αναπληρωτή Διευθυντή·
“δραστηριότητα μεταφόρτωσης από πλοίο σε πλοίο” σημαίνει κάθε δραστηριότητα μη συνδεόμενη με λιμένα ή λιμενική εγκατάσταση, κατά την οποία λαμβάνει χώρα η μεταφορά φορτίου ή προσώπων προς ή από πλοίο·
“εγκύκλιος” σημαίνει εγκύκλιο του Διευθυντή·
“εγχώριο ταξίδι” σημαίνει ταξίδι ενός πλοίου εντός του ιδίου λιμένα ή λιμενικής εγκατάστασης ενός κράτους καθώς και το ταξίδι ενός πλοίου από ένα λιμένα ή μια λιμενική εγκατάσταση ή μια υπεράκτια εγκατάσταση ενός κράτους σε άλλο λιμένα ή άλλη λιμενική εγκατάσταση ή άλλη υπεράκτια εγκατάσταση του ίδιου κράτους, νοουμένου ότι οι λιμένες και οι λιμενικές εγκαταστάσεις βρίσκονται στην επικράτεια και οι υπεράκτιες εγκαταστάσεις βρίσκονται υπό τη δικαιοδοσία του ιδίου κράτους και το ταξίδι δεν περιλαμβάνει διέλευση δια μέσω των εσωτερικών ή χωρικών υδάτων άλλου κράτους ή των διεθνών υδάτων. Σε αντίθετη περίπτωση το ταξίδι είναι διεθνές ταξίδι·
“Ειδικό Βιβλίο Παράλληλης Νηολόγησης” σημαίνει το βιβλίο που προβλέπεται στο άρθρο 23Δ των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγηση, Πώληση και Υποθήκευση Πλοίων) Νόμων του 1963 έως 2005∙
“ειδικός εξοπλισμός ασφαλείας” σημαίνει κάθε συσκευή, όργανο, αντικείμενο ή μέσο, εκτός από όπλο, που δύναται να χρησιμοποιηθεί για την ασφάλεια του πλοίου·
“επιβαίνοντες” σημαίνει πρόσωπα που βρίσκονται πάνω σε πλοίο με την άδεια ή συγκατάθεση του πλοιάρχου ή του έχοντος την εκμετάλλευση του πλοίου ή λόγω υποχρέωσης του πλοιάρχου ή του πλοίου που απορρέει από νόμο ή από διεθνή σύμβαση και περιλαμβάνει εκτός εάν ρητώς αναφέρεται, στον παρόντα Νόμο διαφορετικά το προσωπικό του πλοίου·
“ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων” σημαίνει νομικό πρόσωπο το οποίο εγκρίθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και στο οποίο έχει εκδοθεί πιστοποιητικό δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου και η οποιαδήποτε αναφορά στον παρόντα Νόμο σε ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων περιλαμβάνει ιδιωτικό φρουρό πλοίου εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια·
“ιδιωτικός φρουρός πλοίου” σημαίνει πρόσωπο που εργάζεται για ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων εφόσον το πρόσωπο αυτό αναφέρεται σε πιστοποιητικό που έχει εκδοθεί σε αυτή δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου και η οποιαδήποτε αναφορά στον παρόντα Νόμο σε ιδιωτικό φρουρό πλοίου περιλαμβάνει ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια·
“Κανονισμός (ΕΚ) 725/2004” σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 725/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 31ης Μαρτίου 2004 για τη βελτίωση της ασφάλειας στα πλοία και στις λιμενικές εγκαταστάσεις∙
“Κεφάλαιο ΧΙ-2 της Σύμβασης SOLAS” σημαίνει το Κεφάλαιο ΧΙ-2 της Σύμβασης SOLAS με τίτλο ”Ειδικά Μέτρα για την Ενίσχυση της Ναυτικής Ασφάλειας (Special Measures to Enhance Maritime Security)” το οποίο υιοθετήθηκε με την Απόφαση 1 ημερομηνίας 12 Δεκεμβρίου 2002 της Διάσκεψης των Κρατών Μερών στη Σύμβαση SOLAS, απόφαση την οποία η Δημοκρατία κύρωσε δυνάμει των διατάξεων του περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί Ασφαλείας της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα (Κυρωτικού) και περί Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2004·
“κράτος μέλος” σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλο κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η οποία υπογράφτηκε στο Οπόρτο την 2α Μαΐου 1992, ως εκάστοτε τροποποιείται·
“κυπριακό πλοίο” σημαίνει πλοίο που είναι εγγεγραμμένο στο Νηολόγιο Κυπριακών Πλοίων και φέρει την κυπριακή σημαία ή στο Ειδικό Βιβλίο Παράλληλης Νηολόγησης, δυνάμει των διατάξεων των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησης, Πώλησης και Υποθήκευσης Πλοίων) Νόμων, αλλά δεν περιλαμβάνει πλοίο εγγεγραμμένο παράλληλα σε αλλοδαπό νηολόγιο δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 23Ν μέχρι 23Ρ των ως άνω Νόμων·
“Κώδικας ISPS” σημαίνει το Διεθνή Κώδικα για την Ασφάλεια των Πλοίων και των Λιμενικών Εγκαταστάσεων (ISPS Code) του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού που υιοθετήθηκε από τη Δημοκρατία με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 4 των περί της Συμβάσεως του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (Κυρωτικών) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμων του 1973 έως 1996∙
“λιμένας” σημαίνει οποιαδήποτε προσδιορισμένη περιοχή ξηράς και θάλασσας, με όρια τα οποία καθορίζει η αρμοδία αρχή του σχετικού κράτους, εντός των οποίων κείται ο λιμένας, η οποία περιλαμβάνει έργα και εξοπλισμό που προορίζονται για την εξυπηρέτηση της διεθνούς και εθνικής θαλάσσιας κυκλοφορίας. Ο λιμένας περιλαμβάνει, εκτός εάν η αρμοδία αρχή του σχετικού κράτους έχει καθορίσει διαφορετικά, περιοχές όπως τα σημεία προσόρμισης και προσέγγισης από τη θάλασσα, τα αγκυροβόλια, τις θέσεις αναμονής και τις εγκαταστάσεις για την κατασκευή, επισκευή και συντήρηση πλοίων ανάλογα με την περίπτωση·
“λιμενική εγκατάσταση” σημαίνει οποιαδήποτε προσδιορισμένη περιοχή ξηράς και θάλασσας, με όρια τα οποία καθορίζει η αρμοδία αρχή του σχετικού κράτους, όπου λαμβάνει χώρα η διασύνδεση πλοίου/λιμένα. Η λιμενική εγκατάσταση περιλαμβάνει, εκτός εάν η αρμοδία αρχή του σχετικού κράτους έχει καθορίσει διαφορετικά, περιοχές όπως τα σημεία προσόρμισης και προσέγγισης από τη θάλασσα, τα αγκυροβόλια, τις θέσεις αναμονής και τις εγκαταστάσεις για την κατασκευή, επισκευή και συντήρηση πλοίων ανάλογα με την περίπτωση·
“μαθητευόμενος” σημαίνει κάθε πρόσωπο που είναι μαθητευόμενος στην ναυτική υπηρεσία·
“ναυτικός” σημαίνει κάθε πρόσωπο, εξαιρουμένων των πλοηγών και των μαθητευομένων, που εργάζεται ή υπηρετεί σε πλοίο υπό οποιαδήποτε ιδιότητα·
“Νηολόγιο Κυπριακών Πλοίων” σημαίνει το νηολόγιο που προβλέπεται στο άρθρο 4 των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγηση, Πώληση και Υποθήκευση Πλοίων) Νόμων·
“Νηολογούσα Αρχή” σημαίνει το λειτουργό που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 3 των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγηση, Πώληση και Υποθήκευση Πλοίων) Νόμων·
“νομικό πρόσωπο” σημαίνει πρόσωπο που έχει το εν λόγω καθεστώς σύμφωνα με την νομοθεσία του κράτους στο οποίο έχει συσταθεί και περιλαμβάνει εταιρεία ή συνεταιρισμό·
“ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου” σημαίνει τον πλοιοκτήτη ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, όπως το διαχειριστή ή το ναυλωτή γυμνού πλοίου, ο οποίος έχει αναλάβει την ευθύνη λειτουργίας πλοίου από τον πλοιοκτήτη και ο οποίος αναλαμβάνοντας τέτοια ευθύνη έχει συμφωνήσει να αναλάβει όλα τα παρεπόμενα καθήκοντα και υποχρεώσεις που επιβάλλονται από τον παρόντα Νόμο. Μέχρι να ορίσει διαφορετικά ο πλοιοκτήτης, ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου είναι το νομικό πρόσωπο το οποίο ο πλοιοκτήτης έχει ορίσει ως την εταιρεία για τους σκοπούς του Κεφαλαίου ΧΙ-2 της Σύμβασης SOLAS και του Κώδικα ISPS·
“παράνομη κατοχή” σημαίνει την παράνομη πράξη η όποια έχει ως αποτέλεσμα την αρπαγή του ελέγχου, την κατάληψη, την ακινητοποίηση, την κατακράτηση, τη διαρπαγή, την αρπαγή, την απαγωγή ή την περιαγωγή σε ομηρία πλοίου ή αυτών που επιβαίνουν στο πλοίο και περιλαμβάνει την πειρατεία πλοίου·
“παράνομη πράξη” σημαίνει πράξη ή ύποπτη ενέργεια ή περίσταση η οποία ως εκ της φύσεως ή του πλαισίου της, απειλεί την ασφάλεια του πλοίου ή μπορεί να βλάψει το πλοίο, ή τους επιβαίνοντες, ή το φορτίο και περιλαμβάνει τη διάπραξη και την απόπειρα διάπραξης των πιο κάτω πράξεων-
(α) την αρπαγή του ελέγχου, την κατάληψη, την ακινητοποίηση, την κατακράτηση, τη διαρπαγή, την αρπαγή, την απαγωγή ή την περιαγωγή σε ομηρία πλοίου και περιλαμβάνει την πειρατεία πλοίου· ή/και
(β) τη διάπραξη πράξης βίας εναντίον των επιβαινόντων, την πρόκληση σωματικής βλάβης ή θανάτου επιβαινόντων· ή/και
(γ) την καταστροφή πλοίου ή την πρόκληση βλάβης σε αυτό ή στο φορτίο· ή/και
(δ) τη με οποιονδήποτε τρόπο τοποθέτηση επί πλοίου, με οποιοδήποτε μέσο, συσκευής ή ουσίας η οποία δύναται να καταστρέψει το πλοίο ή να προκαλέσει βλάβη στο πλοίο ή στο φορτίο ή να προκαλέσει σωματική βλάβη ή θάνατο σε επιβαίνοντες· ή/και
(ε) την απαγωγή, κατακράτηση ή περιαγωγή σε ομηρία ενός, μερικών ή όλων των επιβαινόντων· ή/και
(στ) την κλοπή ή τη μεταφορά εκτός του πλοίου χωρίς την εκ των προτέρων άδεια μόνιμα εγκατεστημένου ή φορητού εξοπλισμού ή εξάρτισης, εγγράφων, εφοδίων, εργαλείων ή ανταλλακτικών του πλοίου ή προσωπικών περιουσιακών αντικείμενων ή χρημάτων των επιβαινόντων· ή/και
(ζ) την άσκηση ή την απειλή άσκησης βίας ή οποιασδήποτε άλλης μορφής εκβιασμού ή εκφοβισμού με σκοπό τη διάπραξη ή την απόπειρα διάπραξης των όσων αναφέρονται στις πιο πάνω παραγράφους (α) έως (στ)∙ ή/και
(η) τη διαβίβαση πληροφορίας που μπορεί να βοηθήσει στη διάπραξη ή την απόπειρα διάπραξης των όσων αναφέρονται στις πιο πάνω παραγράφους (α) έως (ζ)·
“πειρατεία” σημαίνει-
(α) κάθε παράνομη πράξη βίας ή κράτησης ή κάθε πράξη διαρπαγής που διαπράττεται για ιδιωτικούς σκοπούς από το πλήρωμα ή από επιβάτες ιδιωτικού πλοίου και που κατευθύνεται-
(i) στα διεθνή ύδατα εναντίον άλλου πλοίου ή εναντίον προσώπων ή περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται πάνω στο πλοίο αυτό·
(ii) εναντίον πλοίου, προσώπων ή περιουσιακών στοιχείων σε τόπο εκτός της δικαιοδοσίας οποιουδήποτε κράτους·
(β) κάθε πράξη εκούσιας συμμετοχής στη λειτουργία πλοίου εν γνώσει των γεγονότων που καθιστούν το πλοίο πειρατικό·
(γ) κάθε πράξη υποκίνησης ή σκόπιμης διευκόλυνσης μιας από τις πράξεις που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) πιο πάνω·
“περιοχές κινδύνου” σημαίνει τις θαλάσσιες περιοχές, εντός των εσωτερικών ή χωρικών υδάτων ενός κράτους και σε διεθνή ύδατα, όπου συμβαίνουν ή υπάρχει πιθανότητα ή κίνδυνος να συμβούν παράνομες πράξεις που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια του πλοίου, οι οποίες καθορίζονται, με σκοπό τη διαφύλαξη της ασφάλειας πλοίων και αναφέρονται στο Πρώτο Παράρτημα·
“περιοχές υψηλού κινδύνου” σημαίνει τις θαλάσσιες περιοχές, εντός των εσωτερικών ή χωρικών υδάτων ενός κράτους και σε διεθνή ύδατα, όπου συμβαίνουν ή υπάρχει αυξημένη πιθανότητα ή κίνδυνος να συμβούν παράνομες πράξεις που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια του πλοίου, οι οποίες καθορίζονται, με σκοπό τη διαφύλαξη της ασφάλειας πλοίων και αναφέρονται στο Πρώτο Παράρτημα·
“πλήρωμα” ή “μέλος του πληρώματος” περιλαμβάνει τους αξιωματικούς και τους λοιπούς ναυτικούς που εργάζονται ή υπηρετούν σε πλοίο·
“πλοηγός” σημαίνει κάθε αδειούχο πρόσωπο το οποίο, παρά το γεγονός ότι δεν ανήκει στο πλοίο, υποβοηθά τον πλοίαρχο σε ορισμένες περιοχές, στην ναυσιπλοΐα, όρμιση, μεθόρμιση ή απόπλου του πλοίου·
“πλοίαρχος” σημαίνει κάθε πρόσωπο, πλην του πλοηγού, το οποίο κυβερνά ή είναι υπεύθυνο για το πλοίο·
“πλοίο” σημαίνει κυπριακό πλοίο που διενεργεί διεθνή ή/και εγχώρια ταξίδια·
“πλοιοκτήτης” σημαίνει πρόσωπο που είναι εγγεγραμμένο στο Νηολόγιο Κυπριακών Πλοίων ως πλοιοκτήτης και περιλαμβάνει το πρόσωπο που είναι εγγεγραμμένο στο Ειδικό Βιβλίο Παράλληλης Νηολόγησης ως ο ναυλωτής γυμνού πλοίου·
“προσωπικό πλοίου” σημαίνει το πλήρωμα, τα άλλα πρόσωπα που απασχολούνται ή έχουν προσληφθεί από τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου υπό οποιαδήποτε ιδιότητα στο πλοίο για τις ανάγκες του εν λόγω πλοίου και τους μαθητευόμενους·
“πυροβόλο όπλο” ή “όπλο” ή “όπλα” σημαίνει το όπλο ή τα όπλα που αναφέρονται στο Δεύτερο Παράρτημα και περιλαμβάνει τα πυρομαχικά και τα ανταλλακτικά αυτών καθώς και τα υλικά, τα μέσα, τα εργαλεία και τον εξοπλισμό συντήρησης και την επισκευή αυτών·
“Σύμβαση Bunkers 2001” σημαίνει τη Διεθνή Σύμβαση περί Αστικής Ευθύνης για Ζημία που Προκαλείται από τη Ρύπανση Καυσίμων Δεξαμενής Πλοίων του 2001 που κυρώθηκε δυνάμει των διατάξεων του περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί Αστικής Ευθύνης για Ζημία που Προκαλείται από τη Ρύπανση Καυσίμων Δεξαμενής Πλοίων του 2001 (Κυρωτικού) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου του 2004·
“Σύμβαση LLMC 1976/96” σημαίνει τη Σύμβαση περί Περιορισμού Ευθύνης για Ναυτικές Απαιτήσεις που υπογράφηκε στο Λονδίνο την 19 Νοεμβρίου 1976 ως τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο του 1996 που υπογράφηκε στο Λονδίνο την 2 Μαΐου 1996 που κυρώθηκε δυνάμει των διατάξεων του περί της Σύμβασης περί Περιορισμού της Ευθύνης για Ναυτικές Απαιτήσεις του 1976 και του Πρωτοκόλλου του 1996 που τροποποιεί την εν λόγω Σύμβαση (Κυρωτικού) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου του 2005·
“Σύμβαση CLC 1992” σημαίνει τη Διεθνή Σύμβαση περί Αστικής Ευθύνης για Ζημιές από Ρύπανση με Πετρέλαιο του 1992 που κυρώθηκε δυνάμει των διατάξεων των περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί Αστικής Ευθύνης για Ζημιές από Ρύπανση με Πετρέλαιο του 1969 και των σχετικών Πρωτοκόλλων αυτής του 1976 και 1992 (Κυρωτικών) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμων του 1989 έως 2005·
“Σύμβαση SOLAS” σημαίνει τη Διεθνή Σύμβαση περί της Ασφάλειας της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα του 1974, που κυρώθηκε δυνάμει των διατάξεων των περί της Διεθνούς Συμβάσεως περί Ασφαλείας της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα (Κυρωτικών) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμων του 1985 έως 2009∙
“Σύμβαση UNCLOS” σημαίνει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, που κυρώθηκε δυνάμει των διατάξεων του περί της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (Κυρωτικού) Νόμου του 1988·
“τελωνιακή νομοθεσία” έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 2 των περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμων∙
“τέλη” σημαίνει τα τέλη που καθορίζονται από το Διευθυντή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 86 του παρόντος Νόμου∙
“υπεράκτια εγκατάσταση” σημαίνει τεχνητές νησίδες, εγκαταστάσεις ή κατασκευές που έχουν σκοπό ή χρησιμοποιούνται για την εξερεύνηση ή την εκμετάλλευση πόρων ή για άλλους οικονομικούς σκοπούς∙
“Υπουργός” σημαίνει τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων∙
“φορτίο” σημαίνει τα εμπορεύματα που φορτώνονται σε πλοίο και μεταφέρονται και εκφορτώνονται από αυτό.
3.-(1) Αρμόδια Αρχή για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και των δυνάμει των διατάξεων αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, Διαταγμάτων και Γνωστοποιήσεων είναι ο Υπουργός, ο οποίος ενεργεί μέσω, γενικά ή ειδικά προς τούτο εξουσιοδοτημένων από τον ίδιο, δημόσιων λειτουργών:
Νοείται πως, κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η Δημοκρατία και οι αρμόδιες αρχές της έχουν την υποχρέωση να ενεργούν πάντοτε σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης UNCLOS, ιδιαίτερα των άρθρων 101 έως 107, 110 και 111 στο βαθμό που αυτά καλύπτουν θέματα πειρατείας.
(2)(α) Ο Υπουργός δύναται να μεταβιβάζει γραπτώς σε οποιονδήποτε από τους ακόλουθους την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας, και την εκτέλεση οποιουδήποτε καθήκοντος, που ο παρών Νόμος ή οι εκδιδόμενοι δυνάμει των διατάξεων αυτού κανονισμοί, διατάγματα και γνωστοποιήσεις χορηγούν ή αναθέτουν, στην Αρμόδια Αρχή, εξαιρουμένης της εξουσίας για έκδοση διαταγμάτων-
(i) το Διευθυντή∙
(ii) οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο υπηρετεί στο Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων:
Νοείται ότι σε περίπτωση τέτοιας μεταβίβασης, ο Υπουργός διατηρεί την εξουσία να ασκεί την ούτως μεταβιβαζόμενη εξουσία και να εκτελεί το ούτως μεταβιβαζόμενο καθήκον, από και κατά τη διάρκεια της εν λόγω μεταβίβασης.
(β) Ο Διευθυντής δύναται να μεταβιβάζει γραπτώς σε οποιοδήποτε πρόσωπο υπηρετεί στο Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας και την εκτέλεση οποιουδήποτε καθήκοντος που ο παρών Νόμος ή οι εκδιδόμενοι δυνάμει των διατάξεων αυτού κανονισμοί, διατάγματα και γνωστοποιήσεις χορηγούν ή αναθέτουν στο Διευθυντή:
Νοείται ότι σε περίπτωση τέτοιας μεταβίβασης, ο Διευθυντής διατηρεί την εξουσία να ασκεί ούτως μεταβιβαζόμενη εξουσία και να εκτελεί ούτως μεταβιβαζόμενο καθήκον, από και κατά τη διάρκεια της εν λόγω μεταβίβασης.
(3) Πρόσωπο στο οποίο ανατίθεται η άσκηση εξουσίας ή η εκτέλεση καθήκοντος δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου έχει υποχρέωση να ασκεί την εξουσία και να εκτελεί το καθήκον σύμφωνα με τις τυχόν οδηγίες του προσώπου που διενήργησε τη μεταβίβαση.
(4) Σε περίπτωση που δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου δύο ή περισσότερα πρόσωπα ταυτόχρονα ασκούν την ίδια εξουσία ή εκτελούν το ίδιο καθήκον, ο ιεραρχικά υφιστάμενος από τα εν λόγω πρόσωπα λαμβάνει τα δέοντα μέτρα ούτως ώστε να μην ασκεί την εξουσία ή εκτελεί το καθήκον στα ίδια πραγματικά γεγονότα με τον ιεραρχικά ανώτερό του, εκτός εάν ο τελευταίος το επιτρέπει και σύμφωνα με τυχόν οδηγίες του τελευταίου.
(5) Σε περίπτωση που δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου πρόσωπο ασκεί εξουσία ή εκτελεί καθήκον, που ο παρών Νόμος ή οι εκδιδόμενοι δυνάμει των διατάξεων αυτού κανονισμοί, διατάγματα και γνωστοποιήσεις χορηγούν ή αναθέτουν, αντίστοιχα, σε άλλο πρόσωπο, ο παρών Νόμος και οι εκδιδόμενοι δυνάμει των διατάξεων αυτού κανονισμοί, διατάγματα και γνωστοποιήσεις εφαρμόζονται ως εάν είχαν χορηγήσει ρητά την εν λόγω εξουσία στο ασκόν αυτήν πρόσωπο και είχαν αναθέσει ρητά το εν λόγω καθήκον στο εκτελόν αυτό πρόσωπο.
4.-(1) Ο πλοίαρχος και ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου έχουν έκαστος την υποχρέωση να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την ασφάλεια του πλοίου και τη διαφύλαξη αυτής καθώς και για την αποτροπή οποιασδήποτε παράνομης πράξης σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου ΧΙ-2 της Σύμβασης SOLAS, του Κώδικα ISPS και του Κανονισμού (ΕΚ) 725/2004.
(2) Ο πλοίαρχος και ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου έχουν έκαστος την υποχρέωση, όταν το πλοίο βρίσκεται σε περιοχές κινδύνου ή σε περιοχές υψηλού κινδύνου, να λαμβάνουν τα επιπρόσθετα μέτρα που ορίζονται με εγκύκλιο ως αναγκαία για την ασφάλεια του πλοίου και τη διαφύλαξη αυτής καθώς και για την αποτροπή οποιασδήποτε παράνομης πράξης.
(3) Ο πλοίαρχος και ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου δύνανται να λαμβάνουν, πέραν των όσων αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου, οποιαδήποτε άλλα πρόσθετα μέτρα για την ασφάλεια του πλοίου και τη διαφύλαξη αυτής καθώς και για την αποτροπή οποιασδήποτε παράνομης πράξης υπό την προϋπόθεση ότι αυτά δεν αντιβαίνουν τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή άλλου νόμου της Δημοκρατίας ή τις διατάξεις της νομοθεσίας κράτους μέσα στα εσωτερικά ή χωρικά ύδατα ή τη συνορεύουσα ζώνη του οποίου βρίσκεται ή διαπλέει το πλοίο.
5.- (1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου, ο πλοίαρχος και το προσωπικό του πλοίου έχουν την υποχρέωση να υλοποιούν τα απαιτούμενα μέτρα για την ασφάλεια του πλοίου και να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια με σκοπό να αποτρέψουν κάθε παράνομη πράξη.
(2) Ο πλοίαρχος, το προσωπικό και άλλοι επιβαίνοντες του πλοίου δύνανται, από κοινού ή μεμονωμένα, να ενεργήσουν με σκοπό να αποτρέψουν παράνομη πράξη.
(3) Ο πλοίαρχος, το προσωπικό και άλλοι επιβαίνοντες του πλοίου, όταν το πλοίο βρίσκεται σε περιοχές υψηλού κινδύνου, δύνανται, από κοινού ή μεμονωμένα, να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο με σκοπό να αποτρέψουν παράνομη πράξη η οποία δύναται να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια, τη σωματική ακεραιότητα ή τη ζωή των ή να οδηγήσει στην απαγωγή ή την περιαγωγή σε ομηρία επιβαινόντων.
6.-(1)(α) Ο πλοίαρχος και ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου έχουν έκαστος την υποχρέωση να αναφέρουν πάραυτα στην Αρμόδια Αρχή οποιαδήποτε διάπραξη ή απόπειρα διάπραξης παράνομης πράξης, να παρέχουν τις σχετικές με το συμβάν πληροφορίες καθώς και τις πληροφορίες που αναφέρονται στο Μέρος Ι του Τρίτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου.
(β) Ο πλοίαρχος και ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου έχουν έκαστος την υποχρέωση να τηρούν έγκαιρα ενήμερη την Αρμόδια Αρχή αναφορικά με οποιεσδήποτε σχετικές εξελίξεις και να παρέχουν σε αυτή οποιεσδήποτε άλλες σχετικές με το συμβάν πληροφορίες τους ζητηθούν.
(γ) Ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου-
(i) δύναται να παρέχει, στο βαθμό που κρίνεται σκόπιμο ή είναι δυνατό υπό τις περιστάσεις, σχετικές πληροφορίες στους οικείους των επιβαινόντων καθώς και στις αρχές των κρατών των οποίων οι επιβαίνοντες είναι υπήκοοι∙ και
(ii) έχει την υποχρέωση να ενημερώνει ανάλογα τους οικείους των επιβαινόντων που έχουν απαχθεί, συλληφθεί ή περιέλθει σε ομηρία ή που έχουν υποστεί σωματική βλάβη ή αποβιώσει ή των οποίων αγνοείται η τύχη ή η τύχη των σωρών τους, λόγω διάπραξης ή απόπειρας διάπραξης παράνομης πράξης, καθώς και να τηρεί αυτούς ενήμερους, στο βαθμό που κρίνεται σκόπιμο ή είναι δυνατόν υπό τις περιστάσεις, αναφορικά με οποιεσδήποτε σχετικές με το συμβάν εξελίξεις.
(2) Ο πλοίαρχος του πλοίου έχει την υποχρέωση να διαβιβάσει πάραυτα στην Αρμόδια Αρχή οποιαδήποτε πληροφορία περιέρχεται στην αντίληψη του σε σχέση με διάπραξη ή απόπειρα διάπραξης παράνομης πράξης εναντίον άλλου κυπριακού ή αλλοδαπού πλοίου ή των επιβαινόντων σε αυτό ή του φορτίου που μεταφέρεται από αυτό και να παρέχει όποιες άλλες σχετικές με το συμβάν πληροφορίες του ζητηθούν από την Αρμόδια Αρχή σε σχέση με τούτο.
(3) Η Αρμόδια Αρχή δύναται και έχει εξουσία, σε σχέση με τα όσα αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου, να δίνει στο πλοίαρχο ή/και τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου που επηρεάζεται ή σε άλλα πλοία που βρίσκονται στην, ή κατευθύνονται προς την, ίδια περιοχή οποιεσδήποτε σχετικές οδηγίες κρίνει υπό τις περιστάσεις σκόπιμες καθώς και να λάβει οποιαδήποτε σχετική ενέργεια κρίνει υπό τις περιστάσεις αναγκαία.
(4) Η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση, σε σχέση με τα όσα αναφέρονται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου, να ενημερώσει ανάλογα και το συντομότερο δυνατό τις αρμόδιες αρχές του κράτους της σημαίας του αλλοδαπού πλοίου που επηρεάζεται καθώς και να λάβει οποιαδήποτε ενέργεια κρίνει υπό τις περιστάσεις αναγκαία.
(5) Η Αρμόδια Αρχή δύναται και έχει εξουσία να ενημερώνει, στο βαθμό που κρίνεται σκόπιμο ή είναι δυνατό υπό τις περιστάσεις, τις διπλωματικές ή/και προξενικές αρχές των κρατών των οποίων υπήκοοι επέβαιναν του πλοίου, σε σχέση με οποιαδήποτε διάπραξη ή απόπειρα διάπραξης παράνομης πράξης και να τηρεί αυτές ενήμερες αναφορικά με οποιεσδήποτε σχετικές εξελίξεις.
7.- (1) Ο πλοίαρχος και κάθε μέλος του πληρώματος του πλοίου δύνανται έκαστος ξεχωριστά ή από κοινού να προβούν-
(α) όταν το πλοίο βρίσκεται σε διεθνή ύδατα, σε σύλληψη και έρευνα οποιουδήποτε προσώπου βρίσκεται πάνω στο πλοίο το οποίο έχει διαπράξει ή διαπράττει ή αποπειράται να διαπράξει παράνομη πράξη εναντίον του πλοίου ή των επιβαινόντων σε αυτό ή του φορτίου που μεταφέρεται από αυτό∙
(β) όταν το πλοίο βρίσκεται σε διεθνή ύδατα, σε κατάσχεση οποιουδήποτε αντικειμένου προκύψει από την κατά την παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου έρευνα καθώς και οποιουδήποτε όπλου, συσκευής, οργάνου, εξοπλισμού, μέσου ή αντικειμένου χρησιμοποιήθηκε για τη διάπραξη της παράνομης πράξης ή εκ πρώτης όψεως υπήρχε πρόθεση να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό αυτό∙
(γ) σε σύλληψη και φυλάκιση των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου και σε κατακράτηση και φύλαξη ως τεκμηρίων των όσων αναφέρονται στην παράγραφο (β) του παρόντος εδαφίου μέχρι την παράδοση αυτών στις αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας ή στις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους σύμφωνα με τις οδηγίες της Αρμόδιας Αρχής.
(2) Κάθε σύλληψη, έρευνα, φυλάκιση, κατάσχεση, κατακράτηση ή φύλαξη που γίνεται από τον πλοίαρχο ή/και το πλήρωμα του πλοίου δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου συνιστά κατ’ αναλογίαν σύλληψη, έρευνα, φυλάκιση, κατάσχεση, κατακράτηση και φύλαξη που έγινε στην έννοια των διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και Νόμοι του 1972 έως (Αρ. 2) του 2012.
(3) Η αναφορά σε επιβαίνοντες στον παρόντα Νόμο δεν περιλαμβάνει αναφορά σε οποιοδήποτε πρόσωπο συλληφθεί, ή/και φυλακισθεί δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, εκτός εάν ρητώς αναφέρεται τούτο.
(4) Η αναφορά σε όπλα ή/και σε ειδικό εξοπλισμό ασφάλειας στον παρόντα Νόμο δεν περιλαμβάνει αναφορά σε όπλο, εξοπλισμό, μέσο ή αντικείμενο που έχει κατακρατηθεί ή/και φυλαχθεί δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, εκτός εάν ρητώς αναφέρεται τούτο.
8.-(1)(α) Ο πλοίαρχος του πλοίου έχει την υποχρέωση να αναφέρει πάραυτα στην Αρμόδια Αρχή για οποιαδήποτε κατά το εδάφιο (1) του άρθρου 7 του παρόντος Νόμου σύλληψη, έρευνα, φυλάκιση, κατάσχεση, κατακράτηση ή φύλαξη και να παρέχει τις σχετικές με το συμβάν πληροφορίες καθώς και τις πληροφορίες που αναφέρονται στα Μέρη Ι και ΙΙ του Τρίτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου.
(β) Ο πλοίαρχος του πλοίου έχει την υποχρέωση να παρέχει οποιεσδήποτε άλλες σχετικές με το συμβάν πληροφορίες του ζητηθούν από την Αρμόδια Αρχή.
(γ) Ο πλοίαρχος του πλοίου έχει επίσης την υποχρέωση, όταν το πλοίο βρίσκεται σε λιμένα ή λιμενική εγκατάσταση στην επικράτεια κράτους, ή σε υπεράκτια εγκατάσταση στη δικαιοδοσία κράτους, να ενημερώνει, εκτός εάν έχει διαφορετικές οδηγίες από την Αρμόδια Αρχή, τις αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους για οποιανδήποτε κατά το εδάφιο (1) του άρθρου 7 του παρόντος Νόμου ενέργεια.
(2) Η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση και την εξουσία να δίνει στο πλοίαρχο και τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου οδηγίες για τις ενέργειες που αυτοί πρέπει να προβούν ή να προβαίνουν σε σχέση με οποιοδήποτε πρόσωπο ή/και όπλο, εξοπλισμό, μέσο ή αντικείμενο που έχει συλληφθεί ή/και φυλακισθεί δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 7 του παρόντος Νόμου μέχρι την παράδοση αυτών σε αρμόδιες αρχές και ως προς τούτο ενεργεί μετά από συνεννόηση και σε συνεργασία με τις άλλες αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας.
9.-(1)(α) Ο πλοίαρχος του πλοίου έχει την υποχρέωση να εποπτεύει και να ελέγχει τη φυλάκιση και φρούρηση πάνω στο, μεταφορά από το, και αποβίβαση από το, πλοίο οποιουδήποτε πρόσωπου έχει συλληφθεί ή/και φυλακισθεί δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 7 του παρόντος Νόμου.
(β) Ο πλοίαρχος του πλοίου έχει την υποχρέωση να μεριμνά για την ικανοποιητική σίτιση, διαμονή, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, και ασφάλεια οποιουδήποτε προσώπου έχει συλληφθεί ή/και φυλακισθεί δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 7 του παρόντος Νόμου μέχρι την αποβίβαση του από το πλοίο.
(2)(α) Ο πλοίαρχος του πλοίου έχει την υποχρέωση να εποπτεύει και να ελέγχει την αποθήκευση και φύλαξη πάνω στο, τη μεταφορά από το, και την εκφόρτωση από το, πλοίο οποιουδήποτε όπλου, συσκευής, οργάνου, εξοπλισμού, μέσου ή αντικειμένου έχει κατακρατηθεί δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 7 του παρόντος Νόμου.
(β) Η αποθήκευση πάνω στο πλοίο οποιουδήποτε όπλου, συσκευής, οργάνου, εξοπλισμού, μέσου ή αντικειμένου έχει κατακρατηθεί δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 7 του παρόντος Νόμου γίνεται με τρόπο ο οποίος διασφαλίζει ότι οι επιβαίνοντες, τα πρόσωπα που έχουν συλληφθεί ή/και φυλακισθεί δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 7 του παρόντος Νόμου και οποιοδήποτε πρόσωπο διαπράττει ή αποπειράται να διαπράξει παράνομη πράξη δε θα έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε αυτά.
10.-(1) Η Αρμοδία Αρχή έχει την υποχρέωση και την εξουσία να δίνει στο πλοίαρχο του πλοίου οδηγίες για, και αναφορικά με, την παράδοση από αυτόν οποιουδήποτε πρόσωπου έχει συλληφθεί ή/και φυλακισθεί ή/και όπλου, συσκευής, οργάνου, εξοπλισμού, μέσου ή αντικειμένου έχει κατασχεθεί ή/και κατακρατηθεί δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 7 του παρόντος Νόμου στις αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας ή στις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους και ως προς τούτο ενεργεί μετά από συνεννόηση και σε συνεργασία με τις άλλες αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας.
(2) Η Αρμόδια Αρχή, μετά από συνεννόηση με τις άλλες αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας, δύναται και έχει εξουσία να δίνει, σε περίπτωση που κρίνει ότι η εφαρμογή διατάξεων του παρόντος άρθρου δύναται να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια του πλοίου ή για οποιουσδήποτε άλλους λόγους κρίνει εκ των περιστάσεων σκόπιμους, στον πλοίαρχο διαφορετικές ή επιπρόσθετες ή συμπληρωματικές οδηγίες.
11.-(1)(α) Ο πλοίαρχος και κάθε μέλος του πληρώματος του πλοίου δύνανται έκαστος ξεχωριστά ή από κοινού να προβούν όταν το πλοίο βρίσκεται εντός των χωρικών υδάτων κράτους-
(i) σε σύλληψη οποιουδήποτε προσώπου βρίσκεται πάνω στο πλοίο το οποίο έχει διαπράξει ή διαπράττει ή αποπειράται να διαπράξει παράνομη πράξη εναντίον πλοίου ή των επιβαινόντων σε αυτό ή/και κατακράτηση του φορτίου που μεταφέρεται από αυτό∙ και
(ii) σε κατακράτηση όπλου, συσκευής, οργάνου, εξοπλισμού, μέσου ή αντικειμένου που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη της παράνομης πράξης ή εκ πρώτης όψεως υπήρχε πρόθεση να χρησιμοποιηθούν για το σκοπό αυτό.
(β) Η αναφορά σε επιβαίνοντες στον παρόντα Νόμο δεν περιλαμβάνει αναφορά σε οποιοδήποτε πρόσωπο συλληφθεί δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, εκτός εάν ρητώς αναφέρεται τούτο.
(γ) Η αναφορά σε όπλα ή/και σε ειδικό εξοπλισμό ασφάλειας στον παρόντα Νόμο δεν περιλαμβάνει αναφορά σε όπλο, εξοπλισμό, μέσο ή αντικείμενο που έχει κατασχεθεί ή/και κατακρατηθεί δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, εκτός εάν ρητώς αναφέρεται τούτο.
(2) Ο πλοίαρχος του πλοίου έχει την υποχρέωση να αναφέρει πάραυτα στις αρμόδιες αρχές του κράτους στην επικράτεια του οποίου το πλοίο βρισκόταν κατά το χρόνο οποιασδήποτε κατά την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου ενέργειας.
(3)(α) Ο πλοίαρχος του πλοίου έχει την υποχρέωση να αναφέρει πάραυτα στην Αρμόδια Αρχή οποιανδήποτε κατά την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου ενέργεια και να παρέχει τις σχετικές με το συμβάν πληροφορίες καθώς και τις πληροφορίες που αναφέρονται στα Μέρη Ι και ΙΙ του Τρίτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου.
(β) Ο πλοίαρχος του πλοίου έχει την υποχρέωση να παρέχει οποιεσδήποτε άλλες σχετικές με το συμβάν πληροφορίες του ζητηθούν από την Αρμόδια Αρχή.
(4) Ο πλοίαρχος του πλοίου έχει την υποχρέωση να παραδώσει στις αρμόδιες αρχές του κράτους στην επικράτεια του οποίου βρισκόταν το πλοίο, κατά το χρόνο οποιασδήποτε ενέργειας σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου κάθε πρόσωπο που έχει συλληφθεί και κάθε όπλο, εξοπλισμό, μέσο ή αντικείμενο που έχει κατακρατηθεί δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου και να αναφέρει τούτο στην Αρμόδια Αρχή.
(5) Η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση και την εξουσία, σε περίπτωση που το κράτος στην επικράτεια του οποίου το πλοίο βρισκόταν κατά το χρόνο οποιασδήποτε κατά την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου σύλληψης δεν προβαίνει σε ενέργειες για την παραλαβή των κατά την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου συλληφθέντων και κατακρατηθέντων, να δίνει στον πλοίαρχο οδηγίες για την περαιτέρω μεταχείριση αυτών, όπως κρίνει υπό τις περιστάσεις σκόπιμο και ως προς τούτο ενεργεί μετά από συνεννόηση και σε συνεργασία με τις άλλες αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας.
(6) Η Αρμόδια Αρχή, μετά από συνεννόηση με τις άλλες αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας, έχει την υποχρέωση και την εξουσία να δίνει, στον πλοίαρχο διαφορετικές ή επιπρόσθετες ή συμπληρωματικές οδηγίες, σε περίπτωση που κρίνει ότι η εφαρμογή διατάξεων του παρόντος άρθρου δύναται να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια του πλοίου ή για οποιουσδήποτε άλλους λόγους κρίνει εκ των περιστάσεων σκόπιμους.
12.-(1)(α) Ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου δύναται να αναθέσει σε ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων με γραπτή σύμβαση την υλοποίηση ορισμένων από τα μέτρα που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου ή ορισμένων ή όλων από τα πρόσθετα μέτρα που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου.
(β) Σε τέτοια περίπτωση ο πλοίαρχος και ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου δεν απαλλάσσονται από τις υποχρεώσεις που υπέχουν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2)(α) Ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου δύναται, όταν το πλοίο θα βρίσκεται σε περιοχές υψηλού κινδύνου, να επιτρέπει τη χρήση, από την ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων, όπλων, για την ασφάλεια του πλοίου.
(β) Η χρήση όπλων από την ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων συνιστά επιπλέον μέτρο που αποφασίζεται από τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου στα πλαίσια των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου.
(3)(α) Ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου δύναται να επιτρέπει, για την ασφάλεια του πλοίου, τη χρήση, από την ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων ή από το προσωπικό του πλοίου, ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας.
(β) Η χρήση ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας από την ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων ή από το προσωπικό του πλοίου συνιστά επιπλέον μέτρο που αποφασίζεται από τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου στα πλαίσια των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου.
(γ) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου αναφορικά με τη χρήση ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας από την ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων ισχύουν και εφαρμόζονται κατά αναλογία σε σχέση με τη χρήση ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας από το προσωπικό του πλοίου.
(4) Ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου οφείλει να υποβάλει στην Αρμόδια Αρχή αίτηση για έκδοση του πιστοποιητικού που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου πριν προβεί σε οποιαδήποτε υλοποίηση των δυνατοτήτων που παρέχονται από τις διατάξεις της παραγράφου (α) των εδάφιων (1), (2) και (3) του παρόντος άρθρου.
(5) Απαγορεύεται η υλοποίηση, πάνω σε πλοία, των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου ή/και η χρήση όπλων που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου ή/και ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου από ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων πριν την έκδοση του προβλεπόμενου στο εδάφιο (3) του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου πιστοποιητικού ή μετά την αναστολή ή την ακύρωση ή την εκπνοή της ισχύος του κατά τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο.
(6) Πρόσωπο το οποίο ενεργεί κατά παράβαση της απαγόρευσης που τίθεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (5) του παρόντος άρθρου, διαπράττει ποινικό αδίκημα, τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης μέχρι δεκαπέντε (15) έτη ή χρηματική ποινή μέχρι εβδομήντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€75 000) ή με αμφότερες τις ποινές.
13.-(1) Η αίτηση για την έκδοση πιστοποιητικού χρήσης υπηρεσιών ιδιωτικής εταιρείας προστασίας πλοίων υποβάλλεται από τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου ή από τον αντιπρόσωπο του στη Δημοκρατία σε επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας ή σε γλώσσα κατανοητή από την Αρμόδια Αρχή και περιέχει τις πληροφορίες και συνοδεύεται από τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου.
(2) Οι πληροφορίες που απαιτείται να περιέχονται στην αίτηση και τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία που πρέπει να τη συνοδεύουν είναι αυτά που αναφέρονται στο Τέταρτο Παράρτημα του παρόντος Νόμου.
(3) Η Αρμόδια Αρχή, εφόσον ικανοποιηθεί από την αίτηση και τις πληροφορίες και τα στοιχεία που υποβλήθηκαν ενώπιον της σε σχέση με αυτή, εκδίδει στον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου πιστοποιητικό με το οποίο βεβαιώνει ότι, για την ασφάλεια του πλοίου, επιτρέπεται-
(α) η υλοποίηση των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 12 του παρόντος Νόμου∙
(β) η φόρτωση πάνω στο, μεταφορά από το, και η εκφόρτωση από το, πλοίο των όπλων ή/και του ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας∙
(γ) η χρήση όπλων ή/και ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας∙
από την ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων με την οποία έχει ή προτίθεται να συνάψει γραπτή σύμβαση και η οποία είναι κάτοχος πιστοποιητικού που έχει εκδοθεί δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου το οποίο είναι σε ισχύ και περιλαμβάνει το είδος των υπηρεσιών ασφαλείας και τον τύπο του πλοίου που τον αφορά.
(4) Η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση να αναγράφει στο πιστοποιητικό-
(α) το όνομα, τον τύπο και τα διακριτικά στοιχεία του πλοίου∙
(β) το όνομα και τη διεύθυνση του έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου∙
(γ) το όνομα και τη διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου της ιδιωτικής εταιρείας προστασίας πλοίων∙
(δ) το όνομα και τη διεύθυνση του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου της ιδιωτικής εταιρείας προστασίας πλοίων, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 20 του παρόντος Νόμου∙
(ε) την ημερομηνία έκδοσης και την ημερομηνία έναρξης και λήξης της ισχύος του πιστοποιητικού που εκδόθηκε στην ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου∙
(στ) τις υπηρεσίες που η ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων δύναται να προσφέρει στο πλοίο, τα ταξίδια ή τα δρομολόγια του πλοίου και τα όπλα ή/και τον ειδικό εξοπλισμό ασφαλείας που δύναται να χρησιμοποιεί∙
(ζ) την ημερομηνία υπογραφής της γραπτής σύμβασης, την περίοδο της ισχύος της και οποιοδήποτε άλλο με αυτή σχετικό στοιχείο∙
(η) την ημερομηνία έκδοσης και την ημερομηνία έναρξης και λήξης της ισχύος του πιστοποιητικού∙ και
(θ) οποιουσδήποτε όρους ή προϋποθέσεις ή πληροφορίες που κρίνει σκόπιμο ή αναγκαίο.
(5) Ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου δύναται να υποβάλει στην Αρμόδια Αρχή αίτηση με την οποία να ζητεί να πληροφορηθεί κατά πόσο θα είναι δυνατή η έκδοση του πιστοποιητικού που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου και για το σκοπό αυτό ισχύουν και εφαρμόζονται κατά αναλογία οι διατάξεις του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου και με την επιφύλαξη ότι ο αιτητής δύναται να υποβάλει τη γραπτή σύμβαση που προτίθεται να συνάψει.
(6) Απαγορεύεται η έκδοση του πιστοποιητικού που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου σε περίπτωση που-
(α) το νομικό πρόσωπο που αναφέρεται στην αίτηση που υποβλήθηκε ως ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων δεν κατέχει πιστοποιητικό που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου∙ ή
(β) η ισχύς του πιστοποιητικού που εκδόθηκε στην ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων έχει λήξει ή ανασταλεί ή ακυρωθεί ή πρόκειται να ανασταλεί ή ακυρωθεί∙ ή
(γ) η ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων δεν έχει υποβάλει έκδοση νέου πιστοποιητικού ή για την παράταση της ισχύος αυτού που κατέχει και οι υπηρεσίες που θα παρασχεθούν περιλαμβάνουν χρονική περίοδο που λήγει μετά τη λήξη της ισχύος του πιστοποιητικού που κατέχει∙ ή
(δ) η Αρμόδια Αρχή προτίθεται να μην προβεί σε έκδοση νέου πιστοποιητικού στην ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων μετά τη λήξη της ισχύος αυτού που κατέχει ή προτίθεται να μην προβεί σε παράταση της ισχύος αυτού που κατέχει και οι υπηρεσίες που θα παρασχεθούν περιλαμβάνουν χρονική περίοδο που λήγει μετά τη λήξη της ισχύος του πιστοποιητικού που κατέχει∙ ή
(ε) η Αρμόδια Αρχή έχει ή προτίθεται να προβεί σε τροποποίηση ή αντικατάσταση του πιστοποιητικού που εκδόθηκε στην ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων και εκ τούτου αυτή δεν είναι ή δε θα είναι σε θέση να παράσχει τις υπηρεσίες∙ ή
(στ) ο τύπος του πλοίου δεν περιλαμβάνεται στο πιστοποιητικό που εκδόθηκε στην ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων∙ ή
(ζ) οι ιδιωτικοί φρουροί πλοίων που θα επιβιβαστούν στο πλοίο δεν περιλαμβάνονται στο πιστοποιητικό που εκδόθηκε στην ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων∙ ή
(η) δεν έχει υποβληθεί αντίγραφο της υπογεγραμμένης και από τα δυο μέρη γραπτής σύμβασης.
14.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντα Νόμου, ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου έχει την υποχρέωση να βεβαιωθεί, όταν υπογράφει τη γραπτή σύμβαση-
(α) ότι η ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων είναι κάτοχος πιστοποιητικού που έχει εκδοθεί δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου το οποίο είναι σε ισχύ και περιλαμβάνει το είδος των υπηρεσιών ασφαλείας και τον τύπο του πλοίου που τον αφορά∙
(β) ότι η ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων έχει ικανοποιητική για αυτόν ασφάλιση για καταβολή αποζημιώσεων∙
(γ) ότι οι ιδιωτικοί φρουροί πλοίων οι οποίοι θα επιβιβαστούν πάνω στο πλοίο, για υλοποίηση της γραπτής σύμβασης, αναφέρονται στο πιστοποιητικό που έχει εκδοθεί στην ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου∙
(δ) ότι οι πιο πάνω ιδιωτικοί φρουροί πλοίων είναι σε θέση να επικοινωνούν, να συνομιλούν και να συζητούν σχετικά θέματα με τον πλοίαρχο και το προσωπικό του πλοίου· και
(ε) τηρούμενων των διατάξεων του εδάφιου (3) του παρόντος άρθρου, ότι η γραπτή συμφωνία δεν περιέχει πρόνοιες που είναι αντίθετες ή δεν συνάδουν με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή οπουδήποτε άλλου νόμου της Δημοκρατίας ή κανονιστικής ή διοικητικής πράξης που έχει εκδοθεί ή εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων αυτών.
(2)(α) Ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου έχει την υποχρέωση να βεβαιωθεί ότι η γραπτή σύμβαση που υπογράφει αναφέρει ρητώς-
(i) το όνομα, το επώνυμο, την υπηκοότητα και τον αριθμό της ταυτότητος ή του διαβατηρίου ή του ταξιδιωτικού εγγράφου του κάθε ενός από τους ιδιωτικούς φρουρούς πλοίων οι οποίοι θα επιβιβαστούν πάνω στο πλοίο για υλοποίηση της γραπτής σύμβασης καθώς και τον προϊστάμενο και αναπληρωτή προϊστάμενο των πιο πάνω·
(ii) τα όπλα ή/και τον ειδικό εξοπλισμό ασφαλείας που επιτρέπει να χρησιμοποιηθούν, εάν χρειαστεί, για την ασφάλεια του πλοίου·
(iii) τις προϋποθέσεις ή τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες επιτρέπει τη χρήση όπλων ή/και τη χρήση ειδικού εξοπλισμού για την ασφάλεια του πλοίου· και
(iv) τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί για τροποποίηση των όσων αναφέρονται στην υποπαράγραφο (iii) της παρούσας παραγράφου.
(β) Σε περίπτωση που οι πληροφορίες που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) έως (iii) του παρόντος εδαφίου θα οριστικοποιηθούν ή καθοριστούν μετά την υπογραφή της γραπτής σύμβασης ο έχων την διαχείριση του πλοίου έχει την υποχρέωση να υποβάλει στην Αρμόδια Αρχή την υπογεγραμμένη και από τα δυο μέρη τροποποίηση της γραπτής σύμβασης πριν την έκδοση πιστοποιητικού δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου.
(3) Ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου έχει την υποχρέωση να εξασφαλίσει σχετική έγκριση της Αρμόδιας Αρχής και η Αρμόδια Αρχή δύναται να δίδει υπό όρους σχετικές προς τούτο εγκρίσεις σε περίπτωση που η γραπτή συμφωνία περιέχει πρόνοιες ή/και ρυθμίσεις οι οποίες δεν ταυτίζονται αλλά δύνανταιι να θεωρηθούν ότι είναι ισοδύναμες με-
(i) τις διατάξεις του Κεφαλαίου ΧΙ-2 της Σύμβασης SOLAS, του Κώδικα ISPS ή/και του Κανονισμού (ΕΚ) 725/2004· ή
(ii) άλλες διατάξεις της Σύμβασης SOLAS· ή
(iii) τις διατάξεις του παρόντος Νόμου αναφορικά με τα επιπρόσθετα μέτρα που ορίζονται με εγκύκλιο ως αναγκαία για την ασφάλεια του πλοίου και τη διαφύλαξη αυτής καθώς και για την αποτροπή οποιασδήποτε παράνομης πράξης· ή
(iv) τις διατάξεις του παρόντος Νόμου αναφορικά με θέματα αστικής ευθύνης ή/και ενημέρωσης της Αρμόδιας Αρχής.
15.-(1) Ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου έχει την υποχρέωση να καταβάλλει στους επιβαίνοντες αποζημιώσεις για ζημιά που υπόκεινται εξ υπαιτιότητας ή αμέλειας της ιδιωτικής εταιρείας προστασίας πλοίων ή εξ υπαιτιότητας ή αμέλειας των ιδιωτικών φρουρών πλοίων ή άλλων πρόσωπων που αυτή εργοδοτεί και τα οποία ήταν πάνω στο πλοίο με άδεια του πλοιάρχου του πλοίου, εφόσον η ζημιά προήλθε λόγω συντρέχουσας υπαιτιότητας ή αμέλειας του έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου, του πλοιάρχου ή του προσωπικού του πλοίου.
(2)(α) Ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου έχει την υποχρέωση να καταβάλλει στην ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων, στους ιδιωτικούς φρουρούς πλοίων και στα άλλα πρόσωπα που αυτή εργοδοτεί και τα οποία ήταν πάνω στο πλοίο με άδεια του πλοιάρχου του πλοίου αποζημιώσεις για ζημιά που υπόκεινται εξ υπαιτιότητας ή αμέλειας του έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου, του πλοιάρχου ή του προσωπικού του πλοίου.
(β) Η ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων δύναται να απαλλάξει, μερικώς ή πλήρως, με συγκεκριμένη αναφορά στη γραπτή σύμβαση τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου από την κατά την παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου υποχρέωση.
(3) Ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου περιορίζει, ως ο πλοιοκτήτης, την κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου και την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου ευθύνη του στα όρια και στα πλαίσια των διατάξεων της Σύμβασης LLMC 1976/96.
16.- Ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου έχει την υποχρέωση να αναφέρει πάραυτα στην Αρμόδια Αρχή σε κάθε περίπτωση που-
(1) ολοκληρώνεται η υλοποίηση γραπτής σύμβασης και να αναφέρει το όνομα και τα διακριτικά στοιχεία του πλοίου και την ημερομηνία και ώρα που ολοκληρώθηκε η υλοποίηση της γραπτής σύμβασης που επηρεάζεται∙
(2) συμφωνεί ή ζητά τροποποιήσεις στις προϋποθέσεις ή στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες επιτρέπει τη χρήση όπλων ή/και τη χρήση ειδικού εξοπλισμού για την ασφάλεια του πλοίου και να αναφέρει σχετικές πληροφορίες και το όνομα και τα διακριτικά στοιχεία του πλοίου που επηρεάζεται∙ και
(3) λαμβάνει πληροφορίες σε σχέση με τα όσα αναφέρονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου και το όνομα και τα διακριτικά στοιχεία του πλοίου που επηρεάζεται.
17.-(1) Ο πλοίαρχος και ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου έχουν έκαστος την υποχρέωση-
(α) να επιτηρούν, εποπτεύουν και να ελέγχουν την υλοποίηση της γραπτής σύμβασης από την ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων και την υλοποίηση αυτής και τις δραστηριότητες των ιδιωτικών φρουρών πλοίων πάνω στο πλοίο λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που αναφέρονται στο πιστοποιητικό που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου∙
(β) να βεβαιώνονται ότι η ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων και τυχόν ιδιωτικοί φρουροί πλοίων που βρίσκονται πάνω στο πλοίο δεν προβαίνουν ούτε διενεργούν καμιά ενέργεια σε σχέση με την ασφάλεια του πλοίου μετά-
(i) το τερματισμό ή τη λήξη της γραπτής σύμβασης ή μετά την ακύρωση της ισχύος πιστοποιητικού που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου∙ ή
(ii) την αναστολή της ισχύος πιστοποιητικού που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου, μόνο σε ότι αφορά τους λόγους για τους οποίους η ισχύς αυτού αναστάληκε∙ και
(γ) να αναφέρουν πάραυτα στην Αρμόδια Αρχή όλες τις ενέργειες της ιδιωτικής εταιρείας προστασίας πλοίων και των ιδιωτικών φρουρών πλοίων που πιστεύουν ότι παραβαίνουν τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Ο πλοίαρχος και ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου έχουν έκαστος την υποχρέωση, σε περίπτωση ακύρωσης ή αναστολής της ισχύος πιστοποιητικού που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου ή σε περίπτωση απροειδοποίητου μονομερούς τερματισμού της γραπτής σύμβασης από την ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων, να προβαίνουν πάραυτα στις αναγκαίες ενέργειες ούτως ώστε να υλοποιούνται τα μέτρα που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου.
18.-(1) Ο πλοίαρχος του πλοίου έχει την υποχρέωση να επιτηρεί, εποπτεύει και να ελέγχει τη φόρτωση σε, την αποθήκευση πάνω, τη μεταφορά από, και την εκφόρτωση από, πλοίο όπλων και του ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας για χρήση από ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων στα πλαίσια των διατάξεων της παραγράφου (α) των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 12 του παρόντος Νόμου.
(2) Η αποθήκευση πάνω σε πλοίο όπλων ή ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας για χρήση από ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων γίνεται με τρόπο ο οποίος διασφαλίζει ότι οι επιβαίνοντες και οποιοδήποτε πρόσωπο διαπράττει ή αποπειράται να διαπράξει παράνομη ενέργεια δε θα έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε αυτά.
(3) Η αποθήκευση πάνω σε πλοίο ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας για χρήση από ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων γίνεται με τρόπο ο οποίος διασφαλίζει ότι η ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων θα έχει πρόσβαση σε αυτό μόνον όταν η χρήση του είναι αναγκαία.
(4) Η αποθήκευση πάνω σε πλοίο όπλων για χρήση από ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων γίνεται με τρόπο ο οποίος διασφαλίζει ότι η ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων θα έχει πρόσβαση σε αυτά μόνον όταν το πλοίο βρίσκεται σε περιοχές υψηλού κινδύνου και όταν η χρήση του είναι αναγκαία.
(5) Τα όπλα και ο ειδικός εξοπλισμός ασφαλείας που φορτώνεται σε, αποθηκεύεται πάνω, και μεταφέρεται από, πλοίο για χρήση από ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων στα πλαίσια των διατάξεων της παραγράφου (α) των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 12 του παρόντος Νόμου ανήκουν στην ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων και παραμένουν στην κυριότητα αυτής μετά από την εκφόρτωση τους από το πλοίο.
19.-(1) Ο πλοίαρχος και ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου έχουν έκαστος την υποχρέωση να αναφέρουν στην Αρμόδια Αρχή το συντομότερο δυνατό κάθε περίπτωση που γίνεται χρήση όπλων ή/και ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας και να παρέχουν τις σχετικές με το συμβάν πληροφορίες καθώς και τις πληροφορίες που αναφέρονται στα Μέρη Ι και ΙΙΙ του Τρίτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου.
(2) Ο πλοίαρχος και ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου έχουν έκαστος την υποχρέωση να παρέχουν οποιεσδήποτε άλλες σχετικές με το συμβάν πληροφορίες τους ζητηθούν από την Αρμόδια Αρχή.
20.-(1) Κάθε νομικό πρόσωπο που επιθυμεί να προσφέρει υπηρεσίες για την ασφάλεια των πλοίων οφείλει να υποβάλει, στην Αρμόδια Αρχή, αίτηση για έκδοση πιστοποιητικού στο οποίο βεβαιώνεται ότι επιτρέπεται η υλοποίηση μέτρων ασφαλείας πάνω σε πλοία από τους ιδιωτικούς φρουρούς πλοίων που εργοδοτεί.
(2) Η Αρμόδια Αρχή δύναται και έχει εξουσία να εκδίδει πιστοποιητικό που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου σε νομικό πρόσωπο που έχει συσταθεί ή εγγραφεί ως νομικό πρόσωπο-
(α) σύμφωνα με τους νόμους της Δημοκρατίας και έχει το εγγεγραμμένο γραφείο του στη Δημοκρατία∙ ή
(β) σύμφωνα με τη νομοθεσία οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους και έχει το εγγεγραμμένο γραφείο του, την κεντρική διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή του σε κράτος μέλος, εφόσον αυτό ορίσει και αναλαμβάνει να διατηρεί, κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ισχύος του πιστοποιητικού, εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του στη Δημοκρατία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23 του παρόντος Νόμου∙ ή
(γ) σύμφωνα με τη νομοθεσία οποιουδήποτε άλλου κράτους, μετά από άδεια του Υπουργού, εφόσον αυτό ορίσει και αναλαμβάνει να διατηρεί, κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ισχύος του πιστοποιητικού, εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του στη Δημοκρατία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23 του παρόντος Νόμου.
(3)(α) Δεν εκδίδεται πιστοποιητικό σε ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων που ανήκει σε, ή ελέγχεται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ή συνδέεται με οποιονδήποτε τρόπο με, ή η οποία έχει ως μέτοχο ή συνέταιρο ή διοικητικό σύμβουλο ή διευθυντή ή γραμματέα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ή η οποία εργοδοτεί πρόσωπο-
(i) εναντίον του οποίου υπάρχουν κυρώσεις με βάση τις διατάξεις ψηφίσματος που υιοθετήθηκε δυνάμει των διατάξεων του Κεφαλαίου VII του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών ή από αρμόδια επιτροπή ή υποεπιτροπή αυτού ή από όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με βάση τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου∙ ή
(ii) το οποίο καταδικάστηκε από, ή εναντίον του οποίου εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης ή υπόθεση ενώπιον, Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου ή άλλου διεθνούς δικαστηρίου που συστάθηκε στα πλαίσια των διατάξεων του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών∙ ή
(iii) το οποίο καταδικάστηκε από δικαστήριο για οποιοδήποτε από τα αδικήματα που αναφέρονται στο Πέμπτο Παράρτημα και το οποίο δεν έχει αποκατασταθεί∙ ή
(iv) εναντίον του οποίου εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης ή υπόθεση ενώπιον δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τα αδικήματα που αναφέρονται στο Πέμπτο Παράρτημα∙ ή
(v) το οποίο έχει απολυθεί από τη Δημόσια ή Εκπαιδευτική Υπηρεσία ή την Αστυνομία ή το Στρατό της Δημοκρατίας ή άλλου κράτους ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, για πειθαρχικό αδίκημα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθικής αισχρότητας∙ ή
(vi) το οποίο κατέχει θέση στη Δημόσια ή Εκπαιδευτική Υπηρεσία της Δημοκρατίας ή άλλου κράτους ή στην Αστυνομία ή στο Στρατό της Δημοκρατίας ή άλλου κράτους ή είναι υπάλληλος σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου∙ ή
(vii) το οποίο είναι χρήστης οποιωνδήποτε ναρκωτικών φαρμάκων ή άλλων ψυχοτρόπων ουσιών∙ ή
(viii) το οποίο πάσχει από ψυχική ασθένεια, η οποία, κατά την κρίση της Αρμόδιας Αρχής, δύναται να εμποδίσει την άσκηση των καθηκόντων του:
Νοείται ότι η Αρμόδια Αρχή δύναται να ζητά από τον αιτητή όπως προσκομίσει ιατρικό πιστοποιητικό από κυβερνητικό ιατρικό λειτουργό σε σχέση με την κατάσταση της ψυχικής υγείας οποιουδήποτε από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο∙ ή
(ix) το οποίο ή για το οποίο η Αρμόδια Αρχή έχει λόγους να πιστεύει ότι-
(αα) έχει υποβάλει αίτηση για την ίδρυση ή/και λειτουργία ή/και για την ανανέωση της ισχύος της άδειας λειτουργίας ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφαλείας∙ ή
(ββ) έχει ιδρύσει ή/και λειτουργεί ή/και είχε ιδρύσει ή/και λειτουργούσε ιδιωτικό γραφείο παροχής υπηρεσιών ασφαλείας ανεξάρτητα από το εάν η σχετική άδεια λειτουργίας τέτοιου γραφείου είναι σε ισχύ∙ ή
(γγ) εργοδοτείται ή/και έχει εργοδοτηθεί ως προσωπικό ή/και ως φύλακας από ιδιωτικό γραφείο παροχής υπηρεσιών ασφαλείας∙ ή
(δδ) έχει ή/και είχε οποιανδήποτε άλλη από τις πιο πάνω σχέσεις με ιδιωτικό γραφείο παροχής υπηρεσιών ασφαλείας ή/και με νομικό ή/και φυσικό πρόσωπο που είχε ιδρύσει ή/και λειτουργούσε ιδιωτικό γραφείο παροχής υπηρεσιών ασφαλείας∙ ή
(εε) έχει υποβάλει αίτηση για έκδοση ή/και ανανέωση της ισχύος άδειας άσκησης επαγγέλματος ιδιώτη φύλακα ή/και στο οποίο έχει εκδοθεί άδεια άσκησης επαγγέλματος ιδιώτη φύλακα ανεξάρτητα από το εάν η σχετική άδεια είναι σε ισχύ:
Νοείται ότι η Αρμόδια Αρχή δύναται να ζητά από τον αιτητή όπως προσκομίσει γραπτή βεβαίωση από τον Αρχηγό Αστυνομίας ότι δεν εμπίπτει στις διατάξεις της παρούσας υποπαραγράφου και σε τέτοια περίπτωση αναστέλλει την εξέταση της σχετικής αίτησης μέχρι την υποβολή της ως άνω βεβαίωσης:
Νοείται περαιτέρω ότι για τους σκοπούς των πιο πάνω διατάξεων οι όροι “ιδιωτικό γραφείο παροχής υπηρεσιών ασφαλείας”, “προσωπικό”, “φύλακας” και “ιδιώτης φύλακας” έχουν την έννοια που αποδίδεται σε αυτούς στο άρθρο 2 των περί Ιδιωτικών Γραφείων Παροχής Υπηρεσιών Ασφάλειας Νόμων του 2007 έως 2011. ή
(x) το οποίο η Αρμόδια Αρχή έχει λόγους να πιστεύει ότι έχει διαπράξει παράνομη πράξη, ή έχει συμμετάσχει, ή υποκινήσει, ή σκόπιμα διευκολύνει παράνομη πράξη, ή είναι αναμεμιγμένος ή σχετίζεται με πρόσωπα που έχουν διαπράξει παράνομη πράξη.
(β) Οι διατάξεις της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου σε σχέση με τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο.
21.-(1) Η αίτηση για την έκδοση του πιστοποιητικού υποβάλλεται από το νομικό πρόσωπο ή από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του σε επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας ή σε γλώσσα κατανοητή από την Αρμόδια Αρχή και περιέχει τις πληροφορίες και συνοδεύεται από τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου.
(2) Οι πληροφορίες που απαιτούνται όπως περιέχονται στην αίτηση και τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία που πρέπει να τη συνοδεύουν είναι αυτά που αναφέρονται Έκτο Παράρτημα του παρόντος Νόμου.
22.-(1) Η Αρμόδια Αρχή, εφόσον ικανοποιηθεί από την αίτηση και τις πληροφορίες και τα στοιχεία που υποβλήθηκαν ενώπιον της σε σχέση με αυτή, εκδίδει στο νομικό πρόσωπο πιστοποιητικό με το οποίο βεβαιώνει ότι επιτρέπεται η υλοποίηση από αυτό μέτρων ασφαλείας πάνω σε πλοία για τα οποία έχει εκδοθεί σχετικό πιστοποιητικό δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου.
(2) Η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση να αναγράφει στο πιστοποιητικό-
(α) το όνομα, τη διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου της ιδιωτικής εταιρείας προστασίας πλοίων και τη διεύθυνση του γραφείου από το οποίο διεξάγει τις δραστηριότητες ή εργασίες της η εν λόγω εταιρεία∙
(β) το όνομα, το επώνυμο, την υπηκοότητα και τον αριθμό της ταυτότητος ή του διαβατηρίου ή του ταξιδιωτικού εγγράφου του προσώπου που είναι υπεύθυνο για την ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου∙
(γ) το όνομα και τη διεύθυνση του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 20 του παρόντος Νόμου∙
(δ) τις υπηρεσίες που η ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων δύναται να προσφέρει, τους τύπους των πλοίων για τους οποίους ισχύει το πιστοποιητικό και τους τύπους των όπλων ή/και του ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας που δύναται να χρησιμοποιεί∙
(ε) το όνομα, το επώνυμο, την υπηκοότητα και τον αριθμό της ταυτότητος ή του διαβατηρίου ή του ταξιδιωτικού εγγράφου του κάθε ενός από τους ιδιωτικούς φρουρούς πλοίων που εργοδοτεί η ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων για τους οποίους ισχύει το πιστοποιητικό∙
(στ) την ημερομηνία έκδοσης και την ημερομηνία έναρξης και λήξης της ισχύος του πιστοποιητικού∙ και
(ζ) οποιουσδήποτε όρους ή προϋποθέσεις ή πληροφορίες που κρίνει σκόπιμο ή αναγκαίο.
(3) Κάθε νομικό πρόσωπο δύναται να υποβάλει στην Αρμόδια Αρχή αίτηση με την οποία να ζητεί να πληροφορηθεί κατά πόσο θα είναι δυνατή η έκδοση σε αυτό του πιστοποιητικού που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου και για το σκοπό αυτό ισχύουν και εφαρμόζονται κατά αναλογία οι διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου και με την επιφύλαξη ότι στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 20 του παρόντος Νόμου ο αιτητής δύναται να δηλώσει το όνομα και τη διεύθυνση του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου που προτίθεται να διορίσει.
23.-(1) Για τους σκοπούς των διατάξεων των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 20 του παρόντος Νόμου, εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος δύναται να είναι-
(α) πολίτης της Δημοκρατίας ή πολίτης άλλου κράτους μέλους ο οποίος είναι κάτοικος στη Δημοκρατία, κατά την έννοια των διατάξεων των περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων του 2002 έως (Αρ. 2) του 2011∙ ή
(β) μια εταιρική σχέση η οποία έχει συσταθεί και έχει εγγραφεί σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμων, Κεφ.116 και Νόμοι του 1977 έως 2011 έχοντας ως βάση των δραστηριοτήτων της τη Δημοκρατία και η οποία απασχολεί μόνιμο προσωπικό στη Δημοκρατία∙ ή
(γ) μια εταιρεία η οποία έχει συσταθεί και έχει εγγραφεί σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Εταιρειών Νόμων, Κεφ.113 και Νόμοι του 1968 έως 2011 έχοντας ως βάση των δραστηριοτήτων της τη Δημοκρατία και η οποία απασχολεί μόνιμο προσωπικό στη Δημοκρατία.
(2) Η Αρμόδια Αρχή δύναται και έχει εξουσία να καθορίζει, αναφορικά με τους εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους, τις πληροφορίες και τα αποδεικτικά στοιχεία που θα πρέπει να υποβληθούν.
(3)(α) Τα στοιχεία του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου αναγράφονται στα πιστοποιητικά που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου και του εδαφίου (1) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου.
(β) Ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος και η ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων έχουν έκαστος την υποχρέωση να κοινοποιούν στη Αρμόδια Αρχή το συντομότερο δυνατό κάθε αλλαγή οποιουδήποτε από τα στοιχεία του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου.
(γ) Η Αρμόδια Αρχή, σε περίπτωση που τα στοιχεία του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου που αναφέρονται σε πιστοποιητικά που έχουν ήδη εκδοθεί, έχουν αλλάξει προβαίνει στην επανέκδοση των πιστοποιητικών τα οποία είναι σε ισχύ και σε τέτοια περίπτωση η ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων έχει την υποχρέωση να καταβάλει τα σχετικά τέλη.
(4) Κάθε έγγραφο που απαιτείται να επιδοθεί σε ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων, η οποία σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 20 του παρόντος Νόμου, πρέπει να ορίσει και να διατηρεί εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο της, θεωρείται ότι έχει δεόντως επιδοθεί σε αυτή, αν-
(α) παραδοθεί δια χειρός στον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο αυτής∙ ή
(β) αποσταλεί ταχυδρομικά ή με άλλο μέσο και αφεθεί στη τελευταία ταχυδρομική διεύθυνση που κοινοποιήθηκε προς την Αρμόδια Αρχή ως η ταχυδρομική διεύθυνση του εξουσιοδοτημένου αντιπρόσωπου∙ ή
(γ) αποσταλεί με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή, τηλέτυπο στη τελευταία διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή τηλέτυπου που κοινοποιήθηκε προς την Αρμόδια Αρχή ως η διεύθυνση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή τηλέτυπου του εξουσιοδοτημένου αντιπρόσωπου.
(5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο όρος έγγραφο περιλαμβάνει εντάλματα, ειδοποιήσεις, εντολές, επιστολές και οτιδήποτε άλλο το οποίο πρέπει να επιδοθεί με οποιαδήποτε νομική, δικαστική ή διοικητική διαδικασία σύμφωνα με τους νόμους της Δημοκρατίας.
(6) Ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος δεν ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις της ιδιωτικής εταιρείας προστασίας πλοίων η οποία τον έχει ορίσει.
(7)(α) Ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος και η ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων έχουν έκαστος την υποχρέωση να αναφέρουν πάραυτα στην Αρμόδια Αρχή για την πρόθεση τους να προβούν σε αμοιβαίο ή μονομερή τερματισμό της διευθέτησης που έχουν μεταξύ τους για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.
(β) Απαγορεύεται ο τερματισμός του διορισμού ή των υπηρεσιών εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου πριν το διορισμό νέου ή πριν την ολοκλήρωση της υλοποίησης των υποχρεώσεων της ιδιωτικής εταιρείας προστασίας πλοίων σε σχέση με γραπτή σύμβαση, με βάση την οποία έχουν ήδη επιβιβαστεί ιδιωτικοί φρουροί πλοίων πάνω σε πλοίο αναφορικά με το οποίο έχει ήδη εκδοθεί πιστοποιητικό δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου.
24.-(1)(α) H ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων στην οποία έχει εκδοθεί πιστοποιητικό δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου έχει την υποχρέωση να συμμορφώνεται, να εφαρμόζει και να υλοποιεί τις διατάξεις της νομοθεσίας της Δημοκρατίας και τις αποφάσεις και οδηγίες της Αρμόδιας Αρχής και των άλλων κατά νόμο αρμόδιων αρχών της Δημοκρατίας προς αυτή καθώς και προς τον πλοίαρχο ή τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου στο βαθμό που την αφορούν.
(β) H ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων υπόκειται και εμπίπτει στη δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της Δημοκρατίας για ότι θέμα δυνατό προκύψει αναφορικά με τις υποχρεώσεις της δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου της Δημοκρατίας.
(γ) H ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων έχει υποχρέωση να τηρεί ενήμερη την Αρμόδια Αρχή για κάθε αλλαγή στα όσα απαιτούνται από τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 21 του παρόντος Νόμου καθώς και να υποβάλλει έγκαιρα σε αυτή τα σχετικά με την αλλαγή στοιχειά ή/και τεκμήρια:
Νοείται ότι η Αρμόδια Αρχή δύναται και έχει την εξουσία να προβεί, εάν κρίνει τούτο σκόπιμο υπό τις περιστάσεις, σε αντικατάσταση, τροποποίηση, αναστολή ή/και ακύρωση πιστοποιητικού. που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου ή/και του εδαφίου (1) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου.
(2) H ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων έχει υποχρέωση να εφοδιάζει τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου ή/και να υποβάλει στην Αρμόδια Αρχή τις πληροφορίες και έγγραφα που είναι αναγκαία για την έκδοση του πιστοποιητικού που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου.
(3) H ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων έχει υποχρέωση να φυλάσσει αντίγραφα των αδειών, εγκρίσεων, βεβαιώσεων ή εγγράφων που εκδόθηκαν σε αυτή ή τα οποία εξασφάλισε αναφορικά με τη φόρτωση σε, και την εκφόρτωση από, πλοίο όπλων ή/και ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας για χρήση από αυτή στα πλαίσια των διατάξεων της παραγράφου (α) αντίστοιχα των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 12 του παρόντος Νόμου και να υποβάλλει αυτά στην Αρμόδια Αρχή όταν της ζητηθεί.
25.-(1)(α) H ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων έχει την υποχρέωση να καταβάλλει στους επιβαίνοντες αποζημιώσεις για ζημιά που υπόκεινται εξ υπαιτιότητας ή αμέλειας της ή εξ υπαιτιότητας ή αμέλειας των ιδιωτικών φρουρών πλοίων ή άλλων πρόσωπων που αυτή εργοδοτεί και τα οποία ήταν πάνω στο πλοίο με άδεια του πλοιάρχου του πλοίου.
(3)(α) H ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων έχει την υποχρέωση να καταβάλλει στον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου αποζημιώσεις για ζημιά που υπόκειται εξ υπαιτιότητας ή αμέλειας της ιδιωτικής εταιρείας προστασίας πλοίων ή εξ υπαιτιότητας ή αμέλειας των ιδιωτικών φρουρών πλοίων ή άλλων προσώπων που αυτή εργοδοτεί και τα οποία ήταν πάνω στο πλοίο με άδεια του πλοιάρχου του πλοίου.
(β) Ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου δύναται να απαλλάξει, μερικώς ή πλήρως, με συγκεκριμένη αναφορά στη γραπτή σύμβαση την ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων από την κατά την παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου υποχρέωση.
(3) Η ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων περιορίζει, ως ο πλοιοκτήτης, την κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου και την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου ευθύνη της στα όρια και στα πλαίσια των διατάξεων της Σύμβασης LLMC 1976/96.
26.-(1)(α) H ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων έχει την υποχρέωση να πληροφορεί πάραυτα την Αρμόδια Αρχή και να αναφέρει το όνομα και τα διακριτικά στοιχεία των πλοίων που επηρεάζονται και τη σχετική ημερομηνία και ώρα σε κάθε περίπτωση-
(i) που αποφασιστεί η αναστολή ή ο τερματισμός της λειτουργίας της ή της παροχής των υπηρεσιών που αναφέρονται σε πιστοποιητικό που έχει εκδοθεί σε αυτή δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου ή σε περίπτωση έναρξης διαδικασίας για τη διάλυση ή την κήρυξη πτώχευσης∙
(ii) αναστολής ή ακύρωσης ή μη ανανέωσης της ασφάλισης που έχει για καταβολή αποζημιώσεων∙
(iii) αναστολής ή ακύρωσης ή μη ανανέωσης της αδείας ή του πιστοποιητικού ή των όρων απόκτησης ή κατοχής των όπλων ή/και ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας που έχει στην κατοχή της∙
(iv) αναστολής ή ακύρωσης ή μη ανανέωσης της σύμβασης εργασίας ιδιωτικού φρουρού πλοίων που αναφέρεται σε πιστοποιητικό που έχει εκδοθεί σε αυτή δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου και να αναφέρει το όνομα, το επώνυμο, την υπηκοότητα και τον αριθμό της ταυτότητος ή του διαβατηρίου ή του ταξιδιωτικού εγγράφου του ιδιωτικού φρουρού πλοίων που επηρεάζεται∙
(v) που δεν συνεχίζει να θεωρεί ικανοποιητική την εκπαίδευση ή την απόδοση ή την εκτέλεση των καθηκόντων ιδιωτικού φρουρού πλοίων που αναφέρεται σε πιστοποιητικό που έχει εκδοθεί σε αυτή δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου και να αναφέρει το όνομα, το επώνυμο, την υπηκοότητα και τον αριθμό της ταυτότητος ή του διαβατηρίου ή του ταξιδιωτικού εγγράφου του ιδιωτικού φρουρού πλοίων που επηρεάζεται∙
(vi) πιθανής απώλειας ή απώλειας της κατοχής ή του ελέγχου, ή πιθανής κλοπής ή κλοπής, ή απόρριψης στην θάλασσα ή καταστροφής καθώς και σε περίπτωση κατακράτησης ή κατάσχεσης από τις αρχές κράτους των όπλων ή/και του ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας κατά τη φόρτωση των σε, τη μεταφορά των από, ή την εκφόρτωση των από, πλοίο ή από οποιοδήποτε άλλο σκάφος ή μέσο χρησιμοποιείτο για τη φόρτωση των σε, ή την εκφόρτωση των από, πλοίο∙ και
(vii) που πιστεύει ή διαπιστώνει ότι παραβιάζει ή πιθανόν να παραβιάζει ή να έχει παραβιάσει οποιαδήποτε από τις άλλες διατάξεις του παρόντος Νόμου που ισχύουν και εφαρμόζονται σε σχέση με αυτή ή με την έκδοση του πιστοποιητικού που έχει εκδοθεί σε αυτή δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου ή τους όρους ή τις προϋποθέσεις που αναφέρονται σε αυτό.
(β) H ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων έχει την υποχρέωση να πληροφορεί πάραυτα τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου με το οποίο έχει συνάψει γραπτή σύμβαση η υλοποίηση της οποίας δεν έχει ολοκληρωθεί-
(i) για τα όσα αναφέρονται στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου στον βαθμό που τον αφορούν και το όνομα και τα διακριτικά στοιχεία του πλοίου που επηρεάζεται∙
(ii) σε περίπτωση αναστολής ή ακύρωσης της ισχύος του πιστοποιητικού που έχει εκδοθεί σε αυτή δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου και το όνομα και τα διακριτικά στοιχεία του πλοίου που επηρεάζεται∙ και
(iii) σε περίπτωση επικείμενης λήξης της ισχύος του πιστοποιητικού που έχει εκδοθεί σε αυτή δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου, εάν δεν προτίθεται να υποβάλει αίτηση για έκδοση νέου πιστοποιητικού ή εάν έχει πληροφορηθεί ότι η Αρμόδια Αρχή δεν προτίθεται να εκδώσει νέο πιστοποιητικό σε αυτή και το όνομα και τα διακριτικά στοιχεία του πλοίου που επηρεάζεται.
(2) H ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων έχει την υποχρέωση να πληροφορεί πάραυτα την Αρμόδια Αρχή σε κάθε περίπτωση που-
(α) συνάπτει γραπτή σύμβαση και να αναφέρει το όνομα και τα στοιχεία του έχοντος την εκμετάλλευση του πλοίου, το όνομα και τα διακριτικά στοιχεία του πλοίου και το όνομα, το επώνυμο, την υπηκοότητα και τον αριθμό της ταυτότητος ή του διαβατηρίου ή του ταξιδιωτικού εγγράφου του κάθε ενός από τους ιδιωτικούς φρουρούς πλοίων που αναμένεται ότι θα επιβιβαστούν στο πλοίο∙
(β) ολοκληρώνεται η υλοποίηση γραπτής σύμβαση και να αναφέρει το όνομα και τα διακριτικά στοιχεία του πλοίου, το όνομα, το επώνυμο, την υπηκοότητα και τον αριθμό της ταυτότητος ή του διαβατηρίου ή του ταξιδιωτικού εγγράφου του κάθε ενός από τους ιδιωτικούς φρουρούς πλοίων που θα αποβιβαστούν από το πλοίο και την ημερομηνία και ώρα που ολοκληρώθηκε η υλοποίηση γραπτής σύμβαση∙
(γ) διαπράττεται ή αποπειράται η διάπραξη παράνομης πράξης και να αναφέρει σχετικές πληροφορίες καθώς και το όνομα και τα διακριτικά στοιχεία του πλοίου, το όνομα, το επώνυμο, την υπηκοότητα και τον αριθμό της ταυτότητος ή του διαβατηρίου ή του ταξιδιωτικού εγγράφου του κάθε ενός από τους ιδιωτικούς φρουρούς πλοίων που βρίσκονται πάνω στο πλοίο, τις συνέπειες του συμβάντος και την κατάσταση οποιουδήποτε προσώπου έχει επηρεαστεί∙
(δ) γίνεται χρήση όπλων ή/και ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας και να αναφέρει σχετικές πληροφορίες καθώς και το όνομα, τα διακριτικά στοιχεία του πλοίου, το όνομα, το επώνυμο, την υπηκοότητα και τον αριθμό της ταυτότητος ή του διαβατηρίου ή του ταξιδιωτικού εγγράφου του κάθε ενός από τους ιδιωτικούς φρουρούς πλοίων που προέβηκαν στη χρήση αυτών ή το όνομα, το επώνυμο οποιουδήποτε άλλου προσώπου που έκανε χρήση αυτών, τις συνέπειες του συμβάντος και την κατάσταση οποιουδήποτε προσώπου έχει επηρεαστεί∙
(ε) προτίθεται να μην προβεί στην υλοποίηση γραπτής σύμβασης, ή να προβεί σε αμοιβαίο ή μονομερή τερματισμό γραπτής σύμβασης πριν τη λήξη της ισχύος της και να αναφέρει σχετικές πληροφορίες και το όνομα και τα διακριτικά στοιχεία του πλοίου που επηρεάζεται∙ και
(στ) συμφωνεί ή ζητά τροποποιήσεις στις προϋποθέσεις ή στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες επιτρέπει τη χρήση όπλων ή/και τη χρήση ειδικού εξοπλισμού για την ασφάλεια του πλοίου και να αναφέρει σχετικές πληροφορίες και το όνομα και τα διακριτικά στοιχεία του πλοίου που επηρεάζεται.
(3) Η ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων έχει την υποχρέωση να παρέχει στην Αρμόδια Αρχή οποιαδήποτε έγγραφα, στοιχεία ή πληροφορίες της ζητηθούν σε σχέση με τα όσα αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου.
(4)(α) Η ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων έχει την υποχρέωση να τηρεί μητρώον, με ηλεκτρονικό ή άλλο τρόπο, στο οποίο θα καταγράφεται η διακίνηση των όπλων ή/και του ειδικού εξοπλισμού ασφάλειας που αναφέρονται σε οποιοδήποτε πιστοποιητικό έχει εκδοθεί σε αυτή δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου καθώς και οποιεσδήποτε άλλες σχετικές πληροφορίες που καθορίζει η Αρμόδια Αρχή.
(β) Η ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων έχει την υποχρέωση να αποστέλλει στην Αρμόδια Αρχή αντίγραφο του πιο πάνω μητρώου όποτε της ζητηθεί από την Αρμόδια Αρχή.
(5) Η ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων έχει την υποχρέωση να συνεργάζεται με την, και να παρέχει στην, μετά τη λήξη ή την ακύρωση ή αναστολή της ισχύος του πιστοποιητικού που έχει εκδοθεί σε αυτή δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου, Αρμόδια Αρχή και στις άλλες κατά νόμο αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας οποιαδήποτε έγγραφα, στοιχεία ή πληροφορίες της ζητηθούν σε σχέση με τις υπηρεσίες που παρείχε πάνω σε οποιοδήποτε πλοίο ή σε σχέση με τα όπλα ή/και τον ειδικό εξοπλισμό ασφάλειας που αναφέρονται σε οποιοδήποτε πιστοποιητικό έχει εκδοθεί σε αυτή δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου.
27.-(1) Οι ιδιωτικοί φρουροί πλοίων που αναφέρονται σε πιστοποιητικό που έχει εκδοθεί δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου έχουν την υποχρέωση να συμμορφώνονται, να εφαρμόζουν και να υλοποιούν τις διατάξεις της νομοθεσίας της Δημοκρατίας και τις αποφάσεις και οδηγίες της Αρμόδιας Αρχής και των άλλων κατά νόμο αρμοδίων αρχών της Δημοκρατίας προς αυτούς καθώς και προς τον πλοίαρχο ή/και τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου στο βαθμό που αυτές τους αφορούν.
(2) Οι ιδιωτικοί φρουροί πλοίων υπόκεινται και εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της Δημοκρατίας για ότι θέμα δυνατό προκύψει αναφορικά με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(3) Οι ιδιωτικοί φρουροί πλοίων που επιβιβάζονται πάνω σε πλοίο, σε σχέση με το οποίο έχει εκδοθεί πιστοποιητικό δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου, με σκοπό την υλοποίηση των μέτρων που αναφέρονται-
(α) στα εδάφια (1) ή/και (2) του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου, αποτελούν μέρος του πληρώματος του πλοίου και έχουν την υποχρέωση να συμμορφώνονται με τις διατάξεις των σχετικών νόμων της Δημοκρατίας με τις οποίες είναι υπόχρεα να συμμορφώνονται τα μέλη του πληρώματος του πλοίου∙
(β) στο εδάφιο (3) του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου, δεν αποτελούν μέρος του πληρώματος του πλοίου και δε θεωρούνται ή καταμετρούνται ως επιβάτες αλλά θεωρούνται και καταμετρούνται ως επιβαίνοντες για τους σκοπούς της εφαρμογής των διατάξεων νόμων της Δημοκρατίας ή των διεθνών συμβάσεων που έχει κυρώσει η Δημοκρατία:
Νοείται ότι οι ιδιωτικοί φρουροί πλοίων έχουν την υποχρέωση να συμμορφώνονται με τις διατάξεις των σχετικών νόμων της Δημοκρατίας ως επιβαίνοντες καθώς και να υπακούουν, να συμμορφώνονται και να εκτελούν τις εκάστοτε οδηγίες και εντολές του πλοιάρχου του πλοίου, ως να ήταν μέλη του πληρώματος του πλοίου.
(4) Οι ιδιωτικοί φρουροί πλοίων έχουν την υποχρέωση να συνεργάζονται με την Αρμόδια Αρχή, και να παρέχουν σε αυτή, μετά τη λήξη ή την ακύρωση ή αναστολή της ισχύος του πιστοποιητικού που έχει εκδοθεί δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου, και στις άλλες κατά νόμο αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας οποιαδήποτε έγγραφα, στοιχεία ή πληροφορίες τους ζητηθούν σε σχέση με τις υπηρεσίες που παρείχαν πάνω στο πλοίο.
28.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η παροχή επί πλοίου υπηρεσιών ασφαλείας στα πλαίσια των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 12 του παρόντος Νόμου από ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων δεν εμπίπτει στις διατάξεις των περί Ιδιωτικών Γραφείων Παροχής Υπηρεσιών Ασφάλειας Νόμων ή κανονιστικής ή διοικητικής πράξης που έχει εκδοθεί ή εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων αυτών.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η φόρτωση σε, η μεταφορά από, και ή εκφόρτωση από, πλοίο όπλων, πυρομαχικών ή/και ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας για χρήση στα πλαίσια των διατάξεων της παραγράφου (α) αντίστοιχα των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 12 του παρόντος Νόμου μέσα στα εσωτερικά ή χωρικά ύδατα ή τη συνορεύουσα ζώνη κράτους ή σε διεθνή ύδατα, δεν εμπίπτει στις διατάξεις του περί Προμηθειών και Υπηρεσιών (Συνέχιση Μεταβατικών Εξουσιών) Νόμου ή του περί της Εισαγωγής και Εξαγωγής Ελεγχόμενων Ειδών και της Διενεργείας Ελεγχόμενων Δραστηριοτήτων Νόμου του 2011 ή κανονιστικής ή διοικητικής πράξης που έχει εκδοθεί ή εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων αυτών.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η φόρτωση σε, η μεταφορά από, και ή εκφόρτωση από, πλοίο όπλων, πυρομαχικών ή/και ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας για χρήση στα πλαίσια των διατάξεων της παραγράφου (α) αντίστοιχα των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 12 του παρόντος Νόμου μέσα στα εσωτερικά ή χωρικά ύδατα ή τη συνορεύουσα ζώνη άλλου κράτους εκτός από τη Δημοκρατία ή σε διεθνή ύδατα, δεν εμπίπτει στις διατάξεις της τελωνειακής νομοθεσίας και άλλης νομοθεσίας ή κανονιστικής ή διοικητικής πράξης που έχει εκδοθεί ή εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων αυτών.
(4) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η κατοχή ή χρήση, πάνω σε πλοίο όπλων, πυρομαχικών ή/και ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας στα πλαίσια των διατάξεων της παραγράφου (α) αντίστοιχα των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 12 του παρόντος Νόμου δεν εμπίπτει στις διατάξεις των περί Πυροβόλων και Μη Πυροβόλων Όπλων Νόμων του 2004 έως (Αρ. 2) 2011 ή κανονιστικής ή διοικητικής πράξης που έχει εκδοθεί ή εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων αυτών.
(5) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η φόρτωση σε, η μεταφορά από, και ή εκφόρτωση από, πλοίο όπλων ή ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας για χρήση από ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων, στα πλαίσια των διατάξεων της παραγράφου (α) αντίστοιχα των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 12 του παρόντος Νόμου, δεν συνιστά παραβίαση και/ή μη τήρηση των μέτρων που απαιτούνται από τις διατάξεις του Κεφαλαίου ΧΙ-2 της Σύμβασης SOLAS, του Κώδικα ISPS ή του Κανονισμού (ΕΚ) 725/2004 για την πρόληψη της μεταφοράς στο πλοίο ή/και της μεταφοράς από το πλοίο απαγορευμένων όπλων, επικίνδυνων ουσιών και μηχανισμών που έχουν σχεδιαστεί για να χρησιμοποιούνται κατά προσώπων, πλοίων ή λιμένων.
29.-(1) Απαγορεύεται-
(α) η χρήση όπλου και ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας κατά τη διάρκεια που το πλοίο βρίσκεται μέσα στα εσωτερικά ή χωρικά ύδατα κράτους εκτός από τις περιπτώσεις στις όποιες-
(i) το αρμόδιο κράτος επιτρέπει τούτο∙ ή
(ii) οι όροι ή προϋποθέσεις που αναφέρονται στα πιστοποιητικά που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου ή/και του εδαφίου (2) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου επιτρέπουν τούτο∙
(β) η χρήση από τους επιβαίνοντες όπλου και ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας που μεταφέρεται από πλοίο ως φορτίο∙
(γ) η χρήση από τους επιβαίνοντες όπλου και ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας που βρίσκεται πάνω σε πλοίο για χρήση στα πλαίσια των διατάξεων των παραγράφων (α) των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 12 του παρόντος Νόμου∙
(δ) η χρήση από ιδιωτικό φρουρό πλοίου όπλου ή/και ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας που βρίσκεται πάνω σε πλοίο για χρήση στα πλαίσια των διατάξεων των παραγράφων (α) των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 12 του παρόντος Νόμου, χωρίς την εκ των προτέρων εξουσιοδότηση του πλοιάρχου∙ και
(ε) η άσκηση οποιασδήποτε μορφής πίεσης, εκβιασμού, ή εκφοβισμού και ο εξαναγκασμός πλοιάρχου του πλοίου ούτως ώστε αυτός να εξουσιοδοτήσει ενάντια στην θέληση ή την κρίση του, τη χρήση από ιδιωτικό φρουρό πλοίου ή από το προσωπικό του πλοίου ή από τους επιβαίνοντες όπλου ή/και ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας που βρίσκεται πάνω στο πλοίο για χρήση στα πλαίσια των διατάξεων των παραγράφων (α) των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 12 του παρόντος Νόμου.
(2)(α) Πρόσωπο το οποίο ενεργεί κατά παράβαση της απαγόρευσης που θέτει το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης μέχρι δεκαπέντε (15) έτη ή χρηματική ποινή μέχρι εβδομήντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€75 000) ή με αμφότερες τις ποινές.
(β) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει των διατάξεων της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι υπήρχε προφανής κίνδυνος και δεν υπήρχε άλλη δυνατότητα αποτροπής πρόκλησης σωματικής βλάβης ή θανάτου ή απαγωγής επιβαινόντων. Σε τέτοια περίπτωση ισχύουν και εφαρμόζονται κατά αναλογία οι διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 28 του παρόντος Νόμου.
30.-(1) Απαγορεύεται-
(α) η επιβίβαση σε, μεταφορά από, και η αποβίβαση από, πλοίο ιδιωτικών φρουρών πλοίων ή άλλων προσώπων που εργάζονται για ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων στα πλαίσια των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 12 του παρόντος Νόμου∙
(β) η φόρτωση σε, μεταφορά από, και η εκφόρτωση από, πλοίο όπλων και ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας για χρήση από ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων στα πλαίσια των διατάξεων της παραγράφου (α) αντίστοιχα των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 12 του παρόντος Νόμου∙
(γ) η φόρτωση σε, και η εκφόρτωση από, πλοίο ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας για χρήση από προσωπικό του πλοίου στα πλαίσια των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (3) του άρθρου 12 του παρόντος Νόμου∙
(αα) πριν την έκδοση του πιστοποιητικού που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου∙ και
(ββ) χωρίς την εκ των προτέρων εξασφάλιση από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέσα στα εσωτερικά ή χωρικά ύδατα ή τη συνορεύουσα ζώνη του οποίου θα βρίσκεται το πλοίο για τους πιο πάνω σκοπούς, όλων των θεωρήσεων εισόδου ή εξόδου, αδειών, εγκρίσεων, βεβαιώσεων ή εγγράφων που απαιτούνται από τους νόμους του κράτους αυτού ή/και την ικανοποίηση όλων των σχετικών απαιτήσεων του κράτους αυτού, νοουμένου ότι-
(i) αναφορικά με τις διατάξεις των παραγράφων (α) και (β) του παρόντος εδαφίου, η ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων έχει την υποχρέωση έγκαιρης εξασφάλισης και ικανοποίησης των απαιτήσεων που προβλέπονται στις υποπαραγράφους (αα) και (ββ)∙
(ii) αναφορικά με τις διατάξεις της παραγράφου (γ) του παρόντος εδαφίου, ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου, έχει την υποχρέωση έγκαιρης εξασφάλισης και ικανοποίησης των απαιτήσεων που προβλέπονται στις υποπαραγράφους (αα) και (ββ)∙
(iii) ο πλοίαρχος του πλοίου έχει την υποχρέωση ικανοποίησης των απαιτήσεων του εν λόγω κράτους στο βαθμό που αυτές αφορούν στο πλοίο:
Νοείται ότι, αναφορικά με όπλα ή/και ειδικό εξοπλισμό ασφαλείας για χρήση στα πλαίσια των διατάξεων της παραγράφου (α) αντίστοιχα των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 12 του παρόντος Νόμου, η έκδοση πιστοποιητικού δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου ή/και του εδαφίου (1) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου δεν συνιστά άδεια ή έγκριση των αρμοδίων αρχών της Δημοκρατίας και δεν δημιουργεί οποιαδήποτε προϋπόθεση για τη χορήγηση, οποιασδήποτε άδειας ή έγκρισης, από τις αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας-
(i) για φόρτωση αυτών σε, ή για εκφόρτωση αυτών από, ή για διακίνηση ή μεταφορά αυτών από ή προς, πλοίο εντός των εσωτερικών ή χωρικών υδάτων της Δημοκρατίας∙ ή
(ii) για αποθήκευση αυτών ή για διακίνηση ή μεταφορά αυτών στον χερσαίο χώρο της Κύπρου:
Νοείται περαιτέρω ότι, αναφορικά με ιδιωτικούς φρουρούς πλοίων ή άλλα πρόσωπα που εργάζονται για ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων, η έκδοση πιστοποιητικού δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου ή/και του εδαφίου (1) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου δεν συνιστά άδεια ή έγκριση των αρμοδίων αρχών της Δημοκρατίας και δεν δημιουργεί οποιαδήποτε προϋπόθεση για τη χορήγηση, οποιασδήποτε άδειας ή έγκρισης, από τις αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας-
(i) για επιβίβαση αυτών σε, ή για αποβίβαση αυτών από, ή για διακίνηση ή μεταφορά αυτών από ή προς, πλοίο εντός των εσωτερικών ή χωρικών υδάτων της Δημοκρατίας∙ ή
(ii) για είσοδο αυτών στο, ή για παραμονή ή διαμονή αυτών στο, ή για διακίνηση ή μεταφορά αυτών στο, ή για αναχώρηση αυτών από το, χερσαίο χώρο της Κύπρου.
(2) Δεν απαγορεύεται-
(α) η επιβίβαση σε, μεταφορά από, και η αποβίβαση από, πλοίο ιδιωτικών φρουρών πλοίων ή άλλων προσώπων που εργάζονται για ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων για οποιοδήποτε άλλο σκοπό∙ και
(β) η φόρτωση σε, και η μεταφορά από, πλοίο όπλων ή ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας ως φορτίο με την προϋπόθεση, ότι οι επιβαίνοντες, και οποιοδήποτε πρόσωπο διαπράττει παράνομη πράξη δε θα έχουν τη δυνατότητα άμεσης πρόσβασης σε αυτά:
Νοείται ότι η φόρτωση γίνεται τηρούμενων των διατάξεων της νομοθεσίας του κράτους μέσα στα εσωτερικά ή χωρικά ύδατα ή τη συνορεύουσα ζώνη του οποίου αυτή γίνεται καθώς και των διατάξεων των περί Κυπριακών Πλοίων (Απαγόρευση Μεταφορών) Νόμων του 1966 και 1971.
(3)(α) Απαγορεύεται η φόρτωση σε, και η εκφόρτωση από, πλοίο όπλων και ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας για χρήση από ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων, μέσα στα εσωτερικά ή χωρικά ύδατα ή τη συνορεύουσα ζώνη κράτους για το οποίο έχει εκδοθεί διάταγμα, δυνάμει των διατάξεων των περί Κυπριακών Πλοίων (Απαγόρευσης Μεταφορών) Νόμων, το οποίο απαγορεύει τη μεταφορά των πιο πάνω στο κράτος αυτό.
(β) Δεν απαγορεύεται-
(i) η διέλευση του πλοίου μέσω ή η παραμονή του μέσα στα εσωτερικά ή χωρικά ύδατα ή τη συνορεύουσα ζώνη∙
(ii) ο κατάπλους ή η παραμονή ή ο απόπλους του πλοίου σε λιμένες ή λιμενικές εγκαταστάσεις που βρίσκονται στην επικράτεια ή σε υπεράκτιες εγκαταστάσεις που βρίσκονται υπό τη δικαιοδοσία∙
(iii) η διενέργεια από πλοίο εγχώριων ταξιδιών μέσα στα εσωτερικά ή χωρικά ύδατα ή τη συνορεύουσα ζώνη∙
κράτους αναφορικά με το οποίο υπάρχει σε ισχύ διάταγμα κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου υπό την προϋπόθεση ότι τα όπλα και ο ειδικός εξοπλισμός ασφαλείας είναι αποθηκευμένος ούτως ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα άμεσης πρόσβασης σε αυτά.
(4) Πρόσωπο το οποίο ενεργεί κατά παράβαση των απαγορεύσεων που τίθενται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου ή που δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου διαπράττει ποινικό αδίκημα, τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης μέχρι δεκαπέντε (15) έτη ή χρηματική ποινή μέχρι εβδομήντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€75 000) ή με αμφότερες τις ποινές.
31.-(1)(α) Τηρούμενων των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (3) του άρθρου 30 του παρόντος Νόμου και νοουμένου ότι το πλοίο ή το σκάφος, ανεξάρτητα από τη σημαία που αυτό φέρει, το οποίο μεταφέρει προς το κυπριακό πλοίο-
(i) τους ιδιωτικούς φρουρούς πλοίων ή άλλα πρόσωπα που εργάζονται για ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων που θα επιβιβαστούν σε αυτό στα πλαίσια των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 12 του παρόντος Νόμου∙ ή/και
(ii) τα όπλα ή/και τον ειδικό εξοπλισμό ασφαλείας που θα φορτωθούν σε αυτό για χρήση στα πλαίσια των διατάξεων της παραγράφου (α) αντίστοιχα των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 12 του παρόντος Νόμου∙
έχει συμμορφωθεί και ικανοποιήσει, κατά την αναχώρηση του από τα εσωτερικά ή χωρικά ύδατα ή τη συνορεύουσα ζώνη του κράτους στο οποίο οι πιο πάνω επιβιβάστηκαν σε αυτό ή τα πιο πάνω φορτώθηκαν σε αυτό, τις απαιτήσεις των διατάξεων των νόμων και των αρμοδίων αρχών του σχετικού κράτους, δεν απαγορεύεται-
(αα) η μεταφορά από το πλοίο ή το σκάφος και η επιβίβαση στο κυπριακό πλοίο σε διεθνή ύδατα των όσων αναφέρονται στην υποπαράγραφο (i) της παρούσας παραγράφου∙ ή
(ββ) η μεταφορά από το πλοίο ή το σκάφος και η φόρτωση στο κυπριακό πλοίο σε διεθνή ύδατα των όσων αναφέρονται στην υποπαράγραφο (ii) της παρούσας παραγράφου.
(β) Τηρούμενων κατά αναλογία των διατάξεων της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου δεν απαγορεύεται-
(i) η αποβίβαση από το κυπριακό πλοίο και η μεταφορά σε πλοίο ή σκάφος, ανεξάρτητα από τη σημαία που αυτό φέρει, σε διεθνή ύδατα των όσων αναφέρονται στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου∙ ή
(ii) η εκφόρτωση σε διεθνή ύδατα από το κυπριακό πλοίο και η μεταφορά σε πλοίο ή σκάφος, ανεξάρτητα από τη σημαία που αυτό φέρει, των όσων αναφέρονται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου∙
νοουμένου ότι το πλοίο ή το σκάφος, κατά την άφιξη του στα εσωτερικά ή χωρικά ύδατα ή τη συνορεύουσα ζώνη του κράτους στο οποίο οι πιο πάνω θα αποβιβαστούν από αυτό ή τα πιο πάνω θα εκφορτωθούν από αυτό, θα συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις των διατάξεων των νόμων και των αρμοδίων άρχων του σχετικού κράτους.
(γ) Η ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων, ο έχων την εκμετάλλευση του κυπριακού πλοίου και ο πλοίαρχος του κυπριακού πλοίου έχουν έκαστος την υποχρέωση να εξασφαλίζουν από τον πλοίαρχο του πλοίου ή του σκάφους το οποίο θα εμπλακεί στη δραστηριότητα μεταφόρτωσης, ανεξάρτητα από τη σημαία που αυτό φέρει, στην περίπτωση μεταφόρτωσης-
(i) προς το κυπριακό πλοίο, γραπτή βεβαίωση ότι έχει συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις των διατάξεων της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου∙ ή/και
(ii) από το κυπριακό πλοίο, γραπτή βεβαίωση και δέσμευση έναντι τους ότι θα συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις των διατάξεων της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου∙
πριν την έναρξη της δραστηριότητας μεταφόρτωσης καθώς και την υποχρέωση να υποβάλουν αυτές στην Αρμόδια Αρχή όταν τους ζητηθεί.
(2)(α) Ο πλοίαρχος του κυπριακού πλοίου δύναται και έχει την υποχρέωση-
(i) να καθορίζει τις προϋποθέσεις και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες θα διεξάγεται οποιαδήποτε δραστηριότητα μεταφόρτωσης από πλοίο σε πλοίο∙
(ii) τα μέτρα ασφαλείας και τα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος που θα πρέπει να λαμβάνονται πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη της μεταφόρτωσης∙ και
(iii) να συμφωνεί τα όσα αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) και (ii) της παρούσας παραγράφου με τον πλοίαρχο του πλοίου ή του σκάφους, ανεξάρτητα από τη σημαία που αυτό φέρει, που θα εμπλακεί στη μεταφόρτωση∙
πριν την έναρξη της δραστηριότητας μεταφόρτωσης καθώς και την υποχρέωση να υποβάλουν σχετικές, με τα όσα αναφέρονται στις πιο πάνω υποπαραγράφους της παρούσας παραγράφου, πληροφορίες και τεκμήρια στην Αρμοδία Αρχή όταν τους ζητηθεί.
(β) Ο πλοίαρχος του κυπριακού πλοίου δύναται και έχει την υποχρέωση να αναστείλει ή και να διακόπτει οποιαδήποτε δραστηριότητα μεταφόρτωσης από πλοίο σε πλοίο όταν κρίνει αυτό σκόπιμο υπό τις περιστάσεις.
(γ) Ο πλοίαρχος του κυπριακού πλοίου έχει την υποχρέωση να καταχωρεί στο επίσημο ημερολόγιο του πλοίου όλα τα σχετικά, με την κάθε δραστηριότητα μεταφόρτωσης από πλοίο σε πλοίο, γεγονότα.
(3) Πρόσωπο το οποίο ενεργεί κατά παράβαση των απαγορεύσεων που τίθενται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου ή που δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου διαπράττει ποινικό αδίκημα, τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης μέχρι δεκαπέντε (15) έτη ή χρηματική ποινή μέχρι εβδομήντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€75 000) ή με αμφότερες τις ποινές.
32.- Για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
“αίτηση” σημαίνει την αίτηση που υποβάλλεται στην Αρμόδια Αρχή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και περιλαμβάνει οποιαδήποτε αίτηση υποβάλλεται για την παράταση της ισχύος, την αντικατάσταση, την τροποποίηση ή την επανέκδοση πιστοποιητικού∙
“πιστοποιητικό” σημαίνει το πιστοποιητικό που εκδίδεται ή εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου ή/και του εδαφίου (1) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου.
33.-(1) Η Αρμόδια Αρχή δύναται και έχει εξουσία να προβαίνει σε σχέση με την εξέταση αίτησης σε οποιουσδήποτε ελέγχους ή έρευνες κρίνει σκόπιμους.
(2) Η Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία-
(α) να απαιτεί την υποβολή επιπρόσθετων πληροφοριών, εγγράφων, αποδεικτικών στοιχείων ή/και δηλώσεων:
Νοείται ότι η Αρμόδια Αρχή έχει την εξουσία και δύναται να προβαίνει σε εξέταση αίτησης λαμβάνοντας υπόψη σε ισχύ έγγραφα, βεβαιώσεις, δηλώσεις ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν εκδοθεί ή εκδίδονται από αρμόδιες αρχές άλλων κρατών αντί των δηλώσεων που απαιτούνται από τις διατάξεις του Έκτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου, εφόσον ικανοποιείται ότι οι διατάξεις της νομοθεσίας κάτω από την οποία αυτά έχουν εκδοθεί είναι τουλάχιστον οι ίδιες ή ισοδύναμες με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(β) να απαιτεί την υποβολή πρωτότυπων ή πιστοποιημένων ή θεωρημένων από αρμόδια αρχή αντιγράφων των διαφόρων πιστοποιητικών, εγγράφων, αποδεικτικών στοιχείων ή/και δηλώσεων που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου και στο εδάφιο (2) του άρθρου 21 του παρόντος Νόμου ή που δύναται να απαιτήσει δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου∙
(γ) να αποδέχεται πληροφορίες, έγγραφα, αποδεικτικά στοιχεία ή/και δηλώσεις τα οποία δεν χρησιμοποιούν επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας εφόσον η γλώσσα που χρησιμοποιούν είναι κατανοητή από αυτή∙ και
(δ) να προβαίνει σε γραπτή ή/και προφορική εξέταση ή/και συνέντευξη οποιουδήποτε προσώπου κρίνει ότι είναι σχετικό με υπό εξέταση αίτηση και να καταγράφει προφορικές πληροφορίες σε γλώσσα κατανοητή από αυτή:
Νοείται ότι η Αρμόδια Αρχή δύναται και έχει την εξουσία να καθορίζει τον τόπο, την ημερομηνία και την ώρα της έναρξης της γραπτής ή/και προφορικής εξέτασης ή/και συνέντευξης, να διενεργεί τη γραπτή ή/και προφορική εξέταση ή/και συνέντευξη σε επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας ή/και σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα κατανοητή τόσο από αυτή όσο και από το επηρεαζόμενο πρόσωπο καθώς και να καθορίζει τα προς τούτο κριτήρια επιτυχίας, με την επιφύλαξη ότι έχει την υποχρέωση να ενημερώνει εκ των προτέρων προς τούτο γραπτώς το επηρεαζόμενο πρόσωπο.
(3)(α) Ο αιτητής, ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου, το νομικό πρόσωπο που υποβάλλει αίτηση για έκδοση πιστοποιητικών δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 22, η ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων και ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της έχουν έκαστος την υποχρέωση να συνεργάζονται και να ανταποκρίνονται άμεσα στις απαιτήσεις της Αρμοδίας Αρχής.
(β) Η Αρμόδια Αρχή δύναται και έχει την εξουσία να αρνηθεί να προβεί σε εξέταση αίτησης και να αναστέλλει την εξέταση αίτησης μέχρι την υποβολή όλων των πληροφοριών, εγγράφων, αποδεικτικών στοιχείων ή/και δηλώσεων που απαιτεί ή μέχρι την ολοκλήρωση γραπτής ή/και προφορικής εξέτασης ή/και συνέντευξης.
(4) Πρόσωπο το οποίο αρνείται να συνεργαστεί με την Αρμόδια Αρχή ή να παράσχει οποιεσδήποτε σχετικές πληροφορίες του ζητηθούν κατά τις διατάξεις των εδαφίων (1) ή/και (2) του παρόντος άρθρου, διαπράττει ποινικό αδίκημα, τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη ή χρηματική ποινή μέχρι είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20 000) ή με αμφότερες τις ποινές.
(5)(α) Το κατά το εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου ποινικό αδίκημα διαπράττει επίσης πρόσωπο που υποβάλλει στην Αρμόδια Αρχή ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία.
(β) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει της παραγράφου (α), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι παρείχε την πληροφορία με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι η παρεχόμενη πληροφορία ήταν ψευδής, ελλιπής, ανακριβής ή παραπλανητική.
(6) Η Αρμόδια Αρχή τηρεί ως εμπιστευτικά έγγραφα τις αιτήσεις, τις σχετικές με αυτές πληροφορίες, έγγραφα, αποδεικτικά στοιχεία ή δηλώσεις που υποβλήθηκαν σε σχέση με την κάθε αίτηση τα έγγραφα και τις σημειώσεις σε σχέση με οποιαδήποτε γραπτή ή/και προφορική εξέταση ή/και συνέντευξη καθώς και τη σχετική με τις αιτήσεις αλληλογραφία.
(7) Η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση να πληροφορήσει γραπτώς με αιτιολογημένη απόφαση της τον αιτητή σε περίπτωση που-
(α) αρνείται να προβεί σε έκδοση πιστοποιητικού∙ ή
(β) η απάντηση της σε αίτηση που υποβλήθηκε είναι αρνητική.
(8) Η Αρμόδια Αρχή δύναται και έχει εξουσία να καθορίζει με εγκύκλιο τις ιδιωτικές εταιρείες προστασίας πλοίων στις οποίες έχει εκδοθεί πιστοποιητικό δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου ή/και τα νομικά πρόσωπα στα οποία έχει αρνηθεί να εκδώσει πιστοποιητικό δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου.
34.-(1) Η Αρμόδια Αρχή εκδίδει το πιστοποιητικό που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου και τις μετέπειτα σε σχέση με αυτό αποφάσεις και οδηγίες της δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου στον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου που αναφέρεται σε αυτό.
(2) Η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση να κοινοποιεί, τις μετέπειτα αποφάσεις και οδηγίες προς τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου, στην ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων η οποία αναφέρεται σε πιστοποιητικό που έχει εκδοθεί στον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου, εφόσον αυτές την αφορούν ή την επηρεάζουν.
(3) Ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου έχει την υποχρέωση να αποστείλει αντίγραφο του πιστοποιητικού που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του άρθρο 13 του παρόντος Νόμου και των μετέπειτα σε σχέση με αυτό αποφάσεων και των οδηγιών της Αρμόδιας Αρχής στον πλοίαρχο του πλοίου ο οποίος έχει την υποχρέωση να ενημερώσει το προσωπικό του πλοίου και οποιουσδήποτε από τους άλλους επιβαίνοντες κρίνει αυτός σκόπιμο.
35.-(1) Η Αρμόδια Αρχή εκδίδει το πιστοποιητικό που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρο 22 του παρόντος Νόμου και τις μετέπειτα σε σχέση με αυτό αποφάσεις και οδηγίες της δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου στην ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων που αναφέρεται σε αυτό.
(2) Η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση να κοινοποιεί, τις μετέπειτα αποφάσεις και οδηγίες προς την ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων, σε όσους έχουν την εκμετάλλευση των πλοίων αναφορικά με τα οποία έχει εκδώσει δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου πιστοποιητικό στο οποίο αναφέρεται η ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων, εφόσον αυτές τους αφορούν ή τους επηρεάζουν.
36.-(1)(α) Η Αρμόδια Αρχή δύναται και έχει εξουσία-
(i) να παρατείνει τη χρονική περίοδο της ισχύος πιστοποιητικού∙ ή
(ii) να αναστείλει ή να ακυρώσει την ισχύ πιστοποιητικού και να καθορίζει το πεδίο ή την περίοδο της αναστολής ή της ακύρωσης της ισχύος αυτού∙ ή
(iii) να αντικαθιστά με νέο πιστοποιητικό∙ ή
(iv) να τροποποιεί τα στοιχεία που αναφέρονται σε πιστοποιητικό∙ ή
(v) να τροποποιεί τους όρους ή τις προϋποθέσεις ή τις πληροφορίες που αναφέρονται σε πιστοποιητικό∙
και να καθορίζει την ημερομηνία ή ώρα ή χρόνο από τον οποίο εφαρμόζεται η απόφαση της.
(β) Σε τέτοια περίπτωση η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση να πληροφορήσει γραπτώς με αιτιολογημένη απόφασή της τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου στο οποίο, ή την ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων στην οποία, είχε εκδοθεί το πιστοποιητικό.
(2)(α) Η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση και την εξουσία να αναστείλει ή/και να ακυρώσει την ισχύ πιστοποιητικού σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι δεν τηρούνται οι διατάξεις του παρόντος Νόμου ή όροι ή προϋποθέσεις που αναφέρονται σε αυτό και δύναται να καθορίζει την ημερομηνία ή ώρα ή χρόνο από τον οποίο εφαρμόζεται η απόφαση της και το πεδίο ή την περίοδο της αναστολής της ισχύος αυτού.
(β) Σε τέτοια περίπτωση η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση να πληροφορήσει γραπτώς με αιτιολογημένη απόφασή της τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου στο οποίο, ή την ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων στην οποία, είχε εκδοθεί το πιστοποιητικό.
(3)(α) Από το χρόνο ακύρωσης της ισχύος του πιστοποιητικού, εκτός εάν η Αρμόδια Αρχή ορίσει διαφορετικά-
(i) οι ιδιωτικοί φρουροί πλοίων που βρίσκονται πάνω στο πλοίο θεωρούνται ως επιβαίνοντες με τη συγκατάθεση του πλοιάρχου ή/και του έχοντος την εκμετάλλευση του πλοίου που δεν απασχολούνται ή δεν έχουν προσληφθεί υπό οποιαδήποτε ιδιότητα στο πλοίο για τις ανάγκες του εν λόγω πλοίου και ως προς αυτούς εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 5 του παρόντος Νόμου∙ και
(ii) τα όπλα ή/και ο ειδικός εξοπλισμός ασφαλείας που είναι φορτωμένα στο πλοίο για χρήση από την ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων θεωρούνται ως αντικείμενα που μεταφέρονται από το πλοίο τα οποία ανήκουν σε αυτή.
(β) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 30 του παρόντος Νόμου, οι ιδιωτικοί φρουροί πλοίων που βρίσκονται, κατά το χρόνο ακύρωσης της ισχύος πιστοποιητικού, πάνω στο πλοίο δύνανται, με τη συγκατάθεση του πλοιάρχου ή/και του έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου και μετά από έγκριση της Αρμόδιας Αρχής δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου 5 του παρόντος άρθρου, να παραμείνουν και να συνεχίσουν να μεταφέρονται από αυτό μέχρι την πρώτη ευκαιρία κατά την οποία θα είναι δυνατή η αποβίβαση των.
(γ) Τηρουμένων των διατάξεων των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 30 του παρόντος Νόμου, τα όπλα ή/και ο ειδικός εξοπλισμός ασφαλείας που είναι φορτωμένα στο πλοίο, κατά το χρόνο ακύρωσης της ισχύος πιστοποιητικού, δύνανται, με τη συγκατάθεση του πλοιάρχου ή/και του έχοντος την εκμετάλλευση του πλοίου και μετά από έγκριση της Αρμόδιας Αρχής δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου 5 του παρόντος άρθρου, να παραμείνουν πάνω στο πλοίο μέχρι την πρώτη ευκαιρία κατά την οποία είναι δυνατή η εκφόρτωσή τους:
Νοείται ότι-
(i) η ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων έχει την υποχρέωση να προβεί στην εκφόρτωση των όπλων ή/και του ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας όχι αργότερα από το χρόνο που καθορίζει προς τούτο η Αρμόδια Αρχή∙ και
(ii) σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της ιδιωτικής εταιρείας προστασίας πλοίων τα όπλα ή/και ο ειδικός εξοπλισμός ασφαλείας κατάσχονται από την Αρμόδια Αρχή ως υποκείμενα σε δήμευση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 79 του παρόντος Νόμου:
Νοείται περαιτέρω ότι-
(i) ο πλοίαρχος του πλοίου έχει την υποχρέωση να επιτηρεί, εποπτεύει και να ελέγχει την αποθήκευση πάνω στο, τη μεταφορά από το, και την εκφόρτωση από το, πλοίο των όπλων ή/και του ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας∙
(ii) η αποθήκευση πάνω στο πλοίο των όπλων ή/και του ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας γίνεται με τρόπο ο οποίος διασφαλίζει ότι οι επιβαίνοντες και οποιοδήποτε πρόσωπο διαπράττει ή αποπειράται να διαπράξει παράνομη ενέργεια δε θα έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε αυτά∙ και
(iii) η αποθήκευση πάνω στο πλοίο των όπλων ή/και του ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας γίνεται με τρόπο ο οποίος διασφαλίζει ότι η ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων θα έχει πρόσβαση σε αυτά μόνον σε σχέση με την εκφόρτωση αυτών από το πλοίο.
(4) Από το χρόνο αναστολής της ισχύος του πιστοποιητικού ισχύουν και εφαρμόζονται κατά αναλογία, εκτός εάν η Αρμόδια Αρχή ορίσει διαφορετικά, οι διατάξεις του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου.
(5)(α) Η Αρμόδια Αρχή δύναται και έχει εξουσία, σε περίπτωση ακύρωσης ή αναστολής της ισχύος πιστοποιητικού, να δίνει στον πλοίαρχο, τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου και την ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων, λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά δεδομένα, οποιεσδήποτε σχετικές οδηγίες κρίνει, υπό τις περιστάσεις, σκόπιμες ή εναλλακτικές ή συμπληρωματικές των διατάξεων των εδαφίων (3) και (4) του παρόντος άρθρου.
(β) Ο πλοίαρχος, ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου και η ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων, ανεξάρτητα από το εάν η γραπτή σύμβαση με τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου είναι σε ισχύ ή όχι, έχουν έκαστος την υποχρέωση να συμμορφωθούν και να υλοποιήσουν τις οδηγίες της Αρμόδιας Αρχής στο βαθμό που τους αφορά.
(6) Η ακύρωση και η αναστολή της ισχύος πιστοποιητικού δεν αναστέλλει την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 28 του παρόντος Νόμου.
(7)(α) Η ακύρωση της ισχύος πιστοποιητικού τερματίζει το πλαίσιο της υλοποίησης της γραπτής σύμβασης πάνω στο πλοίο αλλά δεν επηρεάζει με οποιονδήποτε τρόπο την ισχύ ή τις διατάξεις αυτής.
(β) Η αναστολή της ισχύος πιστοποιητικού τερματίζει το πλαίσιο της υλοποίησης της γραπτής σύμβασης πάνω στο πλοίο μόνο σε ότι αφορά τους λόγους για τους οποίους η ισχύς αυτού αναστάληκε αλλά δεν επηρεάζει με οποιονδήποτε τρόπο την ισχύ ή τις διατάξεις αυτής.
(γ) Η ακύρωση και η αναστολή της ισχύος πιστοποιητικού δεν επηρεάζει με οποιονδήποτε τρόπο τις εργασιακές σχέσεις μεταξύ της ιδιωτικής εταιρείας προστασίας πλοίων και των ιδιωτικών φρουρών πλοίων που βρίσκονται πάνω στο πλοίο.
37.- Η παράνομη κατοχή πλοίου-
(1) δεν συνιστά απώλεια του πλοίου∙
(2) δεν συνιστά απώλεια της κυπριακής εθνικότητας ή/και της κυπριακής σημαίας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 104 της Σύμβασης UNCLOS∙
(3) δεν καθιστά το πλοίο ακατάλληλο για πλόες∙
(4) δεν συνιστά λόγο αμφισβήτησης της ισχύος των συμβάσεων εργασίας που έχουν συναφθεί με τα μέλη του προσωπικού του πλοίου∙
(5) δεν συνιστά λόγο αμφισβήτησης της ισχύος σύμβασης γυμνής ναύλωσης του πλοίου που έχει εγγραφεί στο Ειδικό Βιβλίο Παράλληλης Νηολόγησης∙
(6) δεν συνιστά λόγο αμφισβήτησης της έγκρισης που είχε δοθεί από τον Υπουργό ή/και Νηολόγο σε πλοίο που είναι εγγεγραμμένο στο Νηολόγιο Κυπριακών Πλοίων να φέρει τη σημαία άλλου κράτους∙ και
(7) δεν συνιστά λόγο αμφισβήτησης της ισχύος οποιωνδήποτε άλλων συμβάσεων έχει συνάψει ο πλοιοκτήτης, ο εγγεγραμμένος ναυλωτής του γυμνού πλοίου ή ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου.
38-(1) Με επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίων (2) και (3) του παρόντος άρθρου, η Αρμόδια Αρχή δύναται και έχει εξουσία να παρατείνει την περίοδο της ισχύος των πιστοποιητικών και άλλων εγγράφων που έχουν εκδοθεί-
(α) σε, ή σε σχέση με το, πλοίο∙ και
(β) στο, ή σε σχέση με το, προσωπικού πλοίου∙
δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου της Δημοκρατίας ή διεθνούς σύμβασης που έχει κυρώσει η Δημοκρατία, που λήγουν κατά τη διάρκεια της περιόδου που το πλοίο τελεί υπό παράνομη κατοχή ή/και κατά τη διάρκεια της περιόδου των επακόλουθων σε αυτή ταξιδιών του πλοίου, μέχρι του κατάπλου του πλοίου σε λιμένα ή λιμενική εγκατάσταση όπου είναι δυνατόν να γίνουν οι αναγκαίες ενέργειες για επιβεβαίωση της ισχύος ή την ανανέωση αυτών όπως καθορίζει για το σκοπό αυτό.
(2) Τα πιστοποιητικά που εκδίδονται σε πλοία δυνάμει των διατάξεων-
(α) του Άρθρου VII της Σύμβασης CLC 1992∙ και
(β) του Άρθρου 7 της Σύμβασης Bunkers 2001∙
που λήγουν κατά τη διάρκεια της περιόδου που το πλοίο τελεί υπό παράνομη κατοχή ανανεώνονται εφόσον προσκομιστεί αποδεικτικό με βάση το οποίο διαπιστώνεται ότι υπάρχει σε ισχύ συμβόλαιο ασφάλισης ή άλλη οικονομική εξασφάλιση που πληροί τις απαιτήσεις των πιο πάνω διεθνών συμβάσεων.
(3) Στις διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου δεν εμπίπτουν-
(α) το Προσωρινό Πιστοποιητικό Νηολόγησης που εκδόθηκε στο πλοίο δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 23 των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγηση, Πώληση και Υποθήκευση Πλοίων) Νόμων∙
(β) το Πιστοποιητικό Παράλληλης Νηολόγησης που εκδόθηκε στο πλοίο δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 23Ζ των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγηση, Πώληση και Υποθήκευση Πλοίων) Νόμων ή η περίοδος που έχει επιτραπεί σε πλοίο να φέρει την κυπριακή σημαία μετά από σχετική εγγραφή στο Ειδικό Βιβλίο Παράλληλης Νηολόγησης∙ και
(γ) η περίοδος που έχει επιτραπεί, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 23Ν των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγηση, Πώληση και Υποθήκευση Πλοίων) Νόμων, σε πλοίο που είναι εγγεγραμμένο στο Νηολόγιο Κυπριακών Πλοίων να φέρει τη σημαία άλλου κράτους.
(4) Η λήξη, κατά τη διάρκεια της περιόδου που πλοίο τελεί υπό παράνομη κατοχή, της ισχύος του Προσωρινού Πιστοποιητικού Νηολόγησης ή του Πιστοποιητικού Παράλληλης Νηολόγησης δεν συνιστά λόγο αμφισβήτησης της ισχύος των συμβάσεων εργασίας που έχουν συναφθεί με τα μέλη του προσωπικού του πλοίου.
39.- Η Αρμόδια Αρχή δύναται και έχει εξουσία-
(1) να επιτρέπει ειδική σύνθεση του πληρώματος πλοίου για την περίοδο μεταξύ της λήξης της παράνομης κατοχής μέχρι τον κατάπλου αυτού σε λιμένα ή λιμενική εγκατάσταση όπου θα είναι δυνατή η αποκατάσταση των ελλείψεων στη σύνθεση του πληρώματος∙ και
(2) να αναστείλει, προσωρινά ή μερικώς, την υποχρέωση συμμόρφωσης του πλοιάρχου ή του υπόλοιπου προσωπικού του πλοίου με διατάξεις των νόμων της Δημοκρατίας ή/και των διεθνών συμβάσεων που έχει κυρώσει η Δημοκρατία αναφορικά με τον μέγιστο αριθμό ωρών εργασίας του πληρώματος.
40-(1)(α) Κατά τη διάρκεια της παράνομης κατοχής, o πλοίαρχος του πλοίου είναι και παραμένει το πρόσωπο το οποίο, με βάση τις διατάξεις των νόμων της Δημοκρατίας, είναι πλοίαρχος ή ο αντικαταστατής αυτού.
(β) Οποιεσδήποτε πράξεις, ενέργειες ή εντολές των προσώπων που διέπραξαν την παράνομη κατοχή ή έχουν υπό τον έλεγχο τους το πλοίο δεν αναγνωρίζονται ως πράξεις, ενέργειες ή εντολές του πλοιάρχου.
(2) Κατά την πιο πάνω περίοδο, o πλοίαρχος και το υπόλοιπο προσωπικό του πλοίου έχουν την υποχρέωση να εκτελούν, στο βαθμό που είναι υπό τις περιστάσεις δυνατό, τα καθήκοντα τους πάνω στο πλοίο.
(3) Κατά την πιο πάνω περίοδο ο πλοίαρχος του πλοίου μεριμνά, στο βαθμό που είναι υπό τις περιστάσεις δυνατό και χωρίς να θέτει σε κίνδυνο τη ζωή ή την υγεία του ίδιου ή του προσωπικού του πλοίου ή των άλλων επιβαινόντων-
(α) για την τροφοδοσία, υγιεινή και ενδιαίτηση του προσωπικού του πλοίου και των άλλων επιβαινόντων∙
(β) για την τήρηση των φυλακών καταστρώματος και μηχανοστασίου και των μεγίστων επιτρεπομένων ωρών εργασίας του πληρώματος∙
(γ) για την τήρηση του επίσημου ημερολογίου του πλοίου∙ και
(δ) για την τήρηση των υποχρεώσεων του πλοίου που απορρέουν από διατάξεις των νόμων της Δημοκρατίας και των διεθνών συμβάσεων που έχει κυρώσει η Δημοκρατία που εφαρμόζονται σε αυτό καθώς και των νόμων του κράτους στην επικράτεια του οποίου το πλοίο βρίσκεται.
(4) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης του πλοιάρχου ή του υπόλοιπου προσωπικού του πλοίου ή των άλλων επιβαινόντων για αδίκημα ή παράβαση των διατάξεων των νόμων της Δημοκρατίας ή/και των διεθνών συμβάσεων που έχει κυρώσει η Δημοκρατία που εφαρμόζονται σε σχέση με αυτό, εφόσον το αδίκημα ή παράβαση δεν προκάλεσε απώλεια ζωής ή σωματική βλάβη σε επιβαίνοντα ή δεν έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή ή την υγεία επιβαινόντων, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι η συμμόρφωση με τις σχετικές διατάξεις ήταν, υπό τις περιστάσεις, αντικειμενικά κρίνοντας πρακτικά αδύνατη.
(5) Δεν συνιστά, κατά τη διάρκεια παράνομης κατοχής, αδίκημα η παράβαση, από πλοίαρχο ή το υπόλοιπο προσωπικό του πλοίου ή των άλλων επιβαινόντων, διατάξεων των νόμων της Δημοκρατίας ή/και των διεθνών συμβάσεων που έχει κυρώσει η Δημοκρατία που εφαρμόζονται σε σχέση με αυτό, εφόσον η πράξη έγινε μετά από την άσκηση ή την απειλή άσκησης βίας ή οποιασδήποτε άλλης μορφής εκβιασμού ή εκφοβισμού και εφόσον αυτή δεν προκάλεσε απώλεια ζωής ή σωματική βλάβη σε επιβαίνοντα ή δεν έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή ή την υγεία επιβαινόντων.
41.-(1) Το παρόν Μέρος εφαρμόζεται ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε άλλες σχετικές διατάξεις περί εργοδότησης ναυτικών επί πλοίων που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία της Δημοκρατίας.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
“BIMCO” σημαίνει το Βαλτικό και Διεθνές Ναυτιλιακό Συμβούλιο·
“διαχειριστής πληρώματος” σημαίνει το διαχειριστή πληρώματος ο οποίος παρέχει υπηρεσίες διαχείρισης πληρώματος·
“επαναπατρισμός” σημαίνει, σε σχέση με τα μέλη που βρίσκονται πάνω στο πλοίο, τον επαναπατρισμό του εν λόγω μέλους από λιμένα ή λιμενική εγκατάσταση από όπου αυτό είναι εφικτό και περιλαμβάνει λιμένα ή λιμενική εγκατάσταση μέσα σε περιοχή υψηλού κινδύνου·
“επάνοδο στο πλοίο” σημαίνει, σε σχέση με τα μέλη που δικαιολογημένα απουσιάσαν ή απουσιάζουν από αυτό, την επιβίβαση των εν λόγω μελών στο πλοίο σε λιμένα ή λιμενική εγκατάσταση από όπου αυτό είναι εφικτό και περιλαμβάνει λιμένα ή λιμενική ή υπεράκτια εγκατάσταση μέσα σε περιοχή υψηλού κινδύνου·
“ιατρική εξέταση” σημαίνει την ιατρική εξέταση που απαιτείται για την έκδοση πιστοποιητικού ιατρικής εξέτασης δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 10 του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Ιατρική Εξέταση Ναυτικών και Έκδοση Πιστοποιητικών) Νόμου του 2000 ή πιστοποιητικού που αναγνωρίζεται ως ισοδύναμο δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 18 του ως άνω Νόμου·
“ισχύς σύμβασης εργασίας” σημαίνει την περίοδο ισχύος της σύμβασης εργασίας του εν λόγω μέλους του προσωπικού του πλοίου όπως αυτή είχε αμοιβαίως συμφωνηθεί κατά τη σύναψη της σύμβασης ή μεταγενέστερα πριν από την παράνομη πράξη·
“μέλος” ή “μέλη” σημαίνει μέλος ή μέλη του προσωπικού πλοίου·
“μέλος που δικαιολογημένα απουσίασε ή απουσιάζει” σημαίνει το μέλος του προσωπικού του πλοίου που απουσίασε ή απουσιάζει από το πλοίο για οποιονδήποτε από τους λόγους που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 42 του παρόντος Νόμου·
“πλοιοκτήτης” σημαίνει τον πλοιοκτήτη και ανάλογα με την περίπτωση δύναται να περιλαμβάνει και το διαχειριστή πληρώματος·
“σχετική δαπάνη” σημαίνει, αναφορικά με επαναπατρισμό ή επάνοδο στο πλοίο ή ιατρική εξέταση, τη δαπάνη για τον επαναπατρισμό ή την επάνοδο στο πλοίο ή την ιατρική εξέταση και περιλαμβάνει την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, διατροφή, διαμονή, ενδιαίτηση και μεταφορά του εν λόγω μέλους μέχρι τον επαναπατρισμό του ή την επάνοδο του στο πλοίο ή την ολοκλήρωση της ιατρικής εξέτασης και τη μετά από αυτή επαναπατρισμό του ή την επάνοδο του στο πλοίο·
“σύμβαση εργασίας” σημαίνει την ατομική σύμβαση εργασίας που συνάπτεται μεταξύ του πλοιοκτήτη και του εν λόγω μέλους·
“υπηρεσίες διαχείρισης πληρώματος” σημαίνει-
(α) την επιλογή και πρόσληψη του πληρώματος πλοίου, περιλαμβανομένης της διευθέτησης πληρωμών και ασφαλειών του πληρώματος·
(β) τη διασφάλιση ότι οι απαιτήσεις της νομοθεσίας του Κράτους της σημαίας του πλοίου ως επίσης και οποιεσδήποτε σχετικές επιπρόσθετες απαιτήσεις που επιβάλλονται από τον παρόντα Νόμο έχουν ικανοποιηθεί σχετικά με τα επίπεδα επάνδρωσης, βαθμού, προσόντων και πιστοποίησης του πληρώματος και των κανονισμών εργοδότησης, περιλαμβανομένης της φορολογίας πληρώματος, πειθαρχίας και άλλων απαιτήσεων·
(γ) τη διασφάλιση ότι όλα τα μέλη του πληρώματος έχουν υποβληθεί σε ιατρική εξέταση από προσοντούχο ιατρό ο οποίος πιστοποιεί ότι αυτοί είναι κατάλληλοι για τα καθήκοντα για τα οποία έχουν προσληφθεί και ότι έχουν στην κατοχή τους έγκυρα ιατρικά πιστοποιητικά τα οποία έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Κράτους της σημαίας·
(δ) τη διευθέτηση της μεταφοράς του πληρώματος, περιλαμβανομένου και του επαναπατρισμού·
(ε) την εκπαίδευση του πληρώματος και την επίβλεψη της ικανότητας του·
και δύναται να περιλαμβάνουν οποιαδήποτε άλλα σχετικά καθήκοντα που συνήθως εκτελούνται από το διαχειριστή πλοίου όπως αυτά καθορίζονται από το Πρότυπο της Συμφωνίας Διαχείρισης Πλοίων του BIMCO, όπως αυτό το Πρότυπο εκάστοτε τροποποιείται:
Νοείται ότι η αναφορά σε πλήρωμα περιλαμβάνει αναφορά και στο προσωπικό του πλοίου.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου, οι διατάξεις του παρόντος Μέρους ισχύουν και εφαρμόζονται, όπως καθορίζει κατά περίπτωση με απόφαση της η Αρμόδια Αρχή, κατά αναλογία σε σχέση με τους επιβαίνοντες που δεν είναι μέλη του προσωπικού του πλοίου, τηρουμένων των διατάξεων-
(α) οποιασδήποτε συμφωνίας μεταξύ αυτών ή του εργοδότη αυτών και του πλοιοκτήτη ή του έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου σε σχέση με την επιβίβαση τους στο, μεταφορά τους από το, και αποβίβαση τους από το, πλοίο· και
(β) οποιουδήποτε νόμου ή/και διεθνούς σύμβασης η οποία επιβάλλει στον πλοίαρχο ή/και το πλοίο υποχρέωση για τη μεταφορά αυτών.
(4) Οι διατάξεις των παραγράφων (α) και (γ) του εδαφίου (1), των εδαφίων (6) έως (9) και της παραγράφου (β) του εδάφιου (10) του άρθρου 53 του παρόντος Νόμου ισχύουν και εφαρμόζονται κατά αναλογία σε σχέση με τους επιβαίνοντες που δεν είναι μέλη του προσωπικού του πλοίου καθώς και σε σχέση με οποιοδήποτε πρόσωπο έχει συλληφθεί ή φυλακισθεί πάνω στο πλοίο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
42.-(1) Τα μέλη που απουσίαζαν από αυτό κατά τη διάρκεια παράνομης πράξης ή που απουσιάζουν μετά τη λήξη αυτής-
(α) λόγω του ότι υποχρεώθηκαν από τα πρόσωπα που διέπραξαν την παράνομη πράξη να αποβιβαστούν από το πλοίο∙ ή
(β) λόγω του ότι κρατούνταν ή/και κρατούνται εκτός του πλοίου, ή/και παρεμποδιζόταν ή παρεμποδίζεται η επάνοδος τους στο πλοίο∙ ή
(γ) παρότι είχαν ή έχουν αφεθεί ελεύθεροι , ή είχαν ή έχουν διαφύγει από τον έλεγχο των προσώπων που τους υποχρέωσαν να αποβιβαστούν από το πλοίο ή που τους κατακρατούσαν εκτός του πλοίου ή που τους παρεμπόδιζαν να επανέλθουν στο πλοίο, υπό τις περιστάσεις δεν ήταν ή είναι δυνατή η επάνοδος τους στο πλοίο, στον τόπο που αυτό βρισκόταν ή βρίσκεται∙ ή
(δ) παρότι είχαν διαφύγει από το πλοίο κατά τη διάρκεια παράνομης πράξης, υπό τις περιστάσεις δεν ήταν ή δεν είναι δυνατή η επάνοδος τους στο πλοίο στο τόπο που αυτό βρισκόταν ή βρίσκεται∙ ή
(ε) λόγω ασθενείας ή σωματικής βλάβης, ανεξάρτητα από τους λόγους ή το χρόνο της ασθενείας ή της σωματικής βλάβης, και υπό τις περιστάσεις δεν ήταν ή είναι δυνατή η επάνοδος τους στο πλοίο στο τόπο που αυτό βρισκόταν ή βρίσκεται∙ ή
(στ) λόγω άδειας, απουσίας ή/και μετάβασης εκτός του πλοίου και υπό τις περιστάσεις δεν ήταν ή είναι δυνατή η επάνοδος τους στο πλοίο στο τόπο που αυτό βρισκόταν ή βρίσκεται∙
δεν διαπράττουν αδικαιολόγητη απουσία, άρνηση ή παράλειψη να επανέλθουν στο πλοίο ή λιποταξία ή άρνηση ή παράλειψη εκτέλεσης των καθηκόντων τους και οι συμβάσεις εργασίας αυτών παραμένουν σε ισχύ.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 47 και 48 του παρόντος Νόμου και ανεξάρτητα από την ημερομηνία λήξης της ισχύος των συμβάσεων εργασίας των εν λόγω μελών-
(α) ο πλοίαρχος και ο πλοιοκτήτης δε δύνανται να αρνηθούν την επάνοδο στο πλοίο αυτών που δικαιολογημένα απουσιάζουν από αυτό∙ και
(β) τα μέλη που δικαιολογημένα απουσιάζουν από αυτό, έχουν την υποχρέωση να επανέλθουν στο πλοίο με την πρώτη ευκαιρία που τούτο θα είναι υπό τις περιστάσεις δυνατό.
(3) Ο πλοίαρχος του πλοίου και ο πλοιοκτήτης απαλλάσσονται της κατά την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου υποχρέωσης τους και τα μέλη απαλλάσσονται της κατά την παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου υποχρέωσης τους εφόσον-
(α) έχουν ήδη γίνει διευθετήσεις για τον επαναπατρισμό των εν λόγω μελών ή για την επάνοδο αυτών στο πλοίο σε άλλο μέρος∙ και
(β) η παρουσία των εν λόγω μελών πάνω στο πλοίο δεν απαιτείται, κατά την Αρμόδια Αρχή, μέχρι του κατάπλου αυτού σε λιμένα ή λιμενική εγκατάσταση όπου θα είναι δυνατή η αποκατάσταση των ελλείψεων στη σύνθεση του πληρώματος.
43.-(1) Ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση να διασφαλίζει-
(α) σε περίπτωση παράνομης πράξης η οποία δεν έχει ως αποτέλεσμα την παράνομη κατοχή του πλοίου, τον επαναπατρισμό ή την επάνοδο στο πλοίο των μελών που δικαιολογημένα απουσιάζουν από αυτό το συντομότερο δυνατό∙ και
(β) σε περίπτωση παράνομης κατοχής του πλοίου, τον επαναπατρισμό ή την επάνοδο στο πλοίο στο τόπο που αυτό βρίσκεται ή τη μεταφορά σε άλλο κράτος με σκοπό τον από εκεί επαναπατρισμό ή την επάνοδο στο πλοίο των μελών, που δικαιολογημένα απουσιάζουν από αυτό, το συντομότερο δυνατό.
(2)(α) Η αναχώρηση του πλοίου από τον τόπο που αυτό βρίσκεται μετά τη λήξη της παράνομης πράξης, η οποία δεν έχει ως αποτέλεσμα την παράνομη κατοχή του πλοίου, συνιστά εγκατάλειψη των μελών που δικαιολογημένα απουσιάζουν από αυτό, εκτός εάν έχουν ήδη γίνει ή είναι δυνατό υπό τις περιστάσεις να γίνουν διευθετήσεις από τον πλοιοκτήτη για τον επαναπατρισμό αυτών ή για την επάνοδο αυτών στο πλοίο σε άλλο μέρος καθώς και για την κάλυψη από αυτόν της σχετικής δαπάνης και εφόσον-
(i) η επιβίβαση αυτών στο πλοίο δημιουργεί κινδύνους για την ασφάλεια, ή την υγεία, ή τη ζωή αυτών ή των άλλων επιβαινόντων∙ ή
(ii) η παρουσία αυτών πάνω στο πλοίο δεν απαιτείται, κατά την Αρμόδια Αρχή, μέχρι του κατάπλου αυτού σε λιμένα ή λιμενική εγκατάσταση όπου θα είναι δυνατή η αποκατάσταση των ελλείψεων στη σύνθεση του πληρώματος.
(β) Σε περίπτωση που η περαιτέρω παραμονή του πλοίου θέτει ή δύναται να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια, ή την υγεία, ή τη ζωή των άλλων επιβαινόντων ή την ασφάλεια του πλοίου, το πλοίο δύναται, υπό τις περιστάσεις, να αναχωρήσει το συντομότερο δυνατό εφόσον-
(i) σε περίπτωση που τα εν λόγω μέλη διέφυγαν στην θάλασσα, ο πλοίαρχος του πλοίου έχει ενημερώσει ανάλογα τις αρχές που έχουν αρμοδιότητα για έρευνα και διάσωση στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή∙ και
(ii) ο πλοιοκτήτης έχει προβεί ή προβαίνει στις αναγκαίες διευθετήσεις για τον επαναπατρισμό ή την επάνοδο στο πλοίο το συντομότερο δυνατό των μελών που δικαιολογημένα απουσιάζουν από αυτό καθώς και για την κάλυψη της σχετικής δαπάνης∙ και
(iii) ο πλοιοκτήτης ενημερώσει την Αρμόδια Αρχή ως προς τούτο το συντομότερο δυνατό.
(3) Η αναχώρηση του πλοίου μετά τη λήξη της παράνομης κατοχής του συνιστά, σε περίπτωση που ο πλοιοκτήτης αρνείται να υλοποιήσει τις κατά την παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου υποχρεώσεις του, εγκατάλειψη των μελών που απουσιάζουν από αυτό λόγω του ότι-
(α) κατακρατούνταν εκτός του πλοίου∙ ή
(β) παρεμποδίζεται η επάνοδος αυτών στο πλοίο πριν την αναχώρηση του πλοίου∙ ή
(γ) παρεμποδίζεται η μεταφορά αυτών σε άλλο κράτος∙
από αυτούς που διέπραξαν την παράνομη πράξη ή από άλλους.
44.-(1) Τόσο ο πλοιοκτήτης όσο και ο πλοίαρχος του πλοίου δε δύναται να καταγγείλει τις συμβάσεις εργασίας με τα μέλη κατά τη διάρκεια της-
(α) παράνομης πράξης ή μετά από αυτή μέχρι τον κατάπλου του πλοίου σε λιμένα ή λιμενική εγκατάσταση από όπου είναι δυνατός ο επαναπατρισμός και η αντικατάσταση αυτών∙ ή
(β) περιόδου που το εν λόγω μέλος δικαιολογημένα απουσίασε ή απουσιάζει από το πλοίο.
(2) Τα μέλη δε δύνανται να καταγγείλουν τις συμβάσεις εργασίας κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε από τις περιόδους που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου.
(3) Τα μέλη που δεν αιτήθηκαν δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 47 του παρόντος Νόμου να επαναπατριστούν πριν την είσοδο του πλοίου σε περιοχή υψηλού κίνδυνου, δε δύνανται να καταγγείλουν τις συμβάσεις εργασίας κατά τη διάρκεια της διέλευσης του πλοίου διαμέσου ή της παραμονής αυτού μέσα σε περιοχή υψηλού κινδύνου, ή του κατάπλου αυτού σε λιμένα ή λιμενική ή υπεράκτια εγκατάσταση που βρίσκεται μέσα σε περιοχή υψηλού κινδύνου, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι μη σχετιζόμενοι με την ασφάλεια του πλοίου.
45.-(1) Η ισχύς των συμβάσεων εργασίας των μελών που λήγουν, ενώ το εν λόγω μέλος βρίσκεται πάνω στο πλοίο, κατά τη διάρκεια-
(α) της παράνομης πράξης∙ ή
(β) μετά από αυτή μέχρι τον κατάπλου του πλοίου σε λιμένα ή λιμενική εγκατάσταση από όπου είναι δυνατός ο επαναπατρισμός τους και η αντικατάσταση αυτών∙
παρατείνεται μέχρι τον επαναπατρισμό τους, εκτός εάν αμοιβαίως συμφωνηθεί, μετά τη λήξη της παράνομης πράξης, η περαιτέρω παράταση της ισχύος της σύμβασης εργασίας του εν λόγω μέλους.
(2) Η ισχύς των συμβάσεων εργασίας των μελών που λήγουν κατά την περίοδο που το εν λόγω μέλος δικαιολογημένα απουσιάζει από το πλοίο παρατείνεται μέχρι τον επαναπατρισμό του, εκτός εάν αμοιβαίως συμφωνηθεί η επάνοδος του εν λόγω μέλους στο πλοίο και η περαιτέρω παράταση της ισχύος της σύμβασης εργασίας αυτού.
46.- O πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση να καταβάλλει στα μέλη-
(1) κατά τη διάρκεια της παράνομης πράξης και ανεξάρτητα από το εάν το εν λόγω μέλος δικαιολογημένα απουσίασε ή απουσιάζει από το πλοίο, τα κατά περίπτωση και σύμφωνα με τη σύμβαση εργασίας συμφωνηθέντα∙ και
(2) μετά τη λήξη της παράνομης πράξης, εάν το εν λόγω μέλος δικαιολογημένα απουσίασε ή απουσιάζει από το πλοίο, τα κατά περίπτωση και σύμφωνα με τη σύμβαση εργασίας συμφωνηθέντα, μέχρι τον επαναπατρισμό του ή την επάνοδο του στο πλοίο.
47.-(1) Τα μέλη δύνανται-
(α) όταν επικείμενα ταξίδια του πλοίου θα περιλαμβάνουν διέλευση του πλοίου διαμέσου ή παραμονή αυτού μέσα σε γεωγραφική περιοχή εντός περιοχής υψηλού κινδύνου, ή κατάπλου αυτού σε λιμένα ή λιμενική ή υπεράκτια εγκατάσταση που βρίσκεται μέσα σε γεωγραφική περιοχή εντός περιοχής υψηλού κινδύνου, πριν την είσοδο του πλοίου σε περιοχή υψηλού κινδύνου∙ ή
(β) μετά τη λήξη παράνομης πράξης και εφόσον δεν απουσιάζουν από το πλοίο∙
να υποβάλουν στον πλοιοκτήτη αίτηση με την οποία να ζητούν να επαναπατριστούν, ανεξάρτητα από την ημερομηνία λήξης της ισχύος των συμβάσεων εργασίας:
Νοείται ότι-
(i) η φράση “γεωγραφική περιοχή εντός περιοχής υψηλού κινδύνου” σημαίνει τις γεωγραφικές περιοχές που καθορίζονται στο Πρώτο Παράρτημα για τους σκοπούς των διατάξεων της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου∙
(ii) τα μέλη έχουν την υποχρέωση να εξασκούν το κατά την παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου δικαίωμα και να πληροφορούν ως προς τούτο το πλοίαρχο και τον πλοιοκτήτη έγκαιρα και να παρέχουν στον πλοιοκτήτη χρόνο ούτως ώστε αυτός να δύναται να προβαίνει στην έγκαιρη αντικατάσταση των∙
(iii) τα μέλη δε δύνανται να εξασκήσουν το κατά την παράγραφο (α) δικαίωμα του παρόντος εδαφίου μετά την είσοδο ή κατά τη διάρκεια της παραμονής του πλοίου σε περιοχή υψηλού κινδύνου∙
(iv) ο πλοιοκτήτης, με την έγκριση της Αρμόδιας Αρχής, δύναται, σε περίπτωση που υπό τις περιστάσεις δεν είναι δυνατή η έγκαιρη αντικατάσταση μέλους που εξάσκησε το κατά την παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου δικαίωμα του, να αρνηθεί να προβεί σε επαναπατρισμό του μέλους.
(2) Μέλη που απουσιάζουν από πλοίο-
(α) για οποιονδήποτε από τους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 42 του παρόντος Νόμου, μετά τη λήξη της κατακράτησης τους∙ ή
(β) για οποιονδήποτε από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους (γ) έως (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 42 του παρόντος Νόμου, όταν αυτό είναι υπό τις περιστάσεις δυνατό∙
δύνανται να υποβάλουν αίτηση στον πλοιοκτήτη με την οποία να ζητούν να επαναπατριστούν, ανεξάρτητα από την ημερομηνία λήξης της ισχύος των συμβάσεων εργασίας.
(3)(α) Μέλη τα οποία έχουν αιτηθεί να επαναπατριστούν δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) ή του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου έχουν την υποχρέωση να υποβληθούν σε ιατρική εξέταση το συντομότερο δυνατό και κατά προτίμηση πριν τον επαναπατρισμό τους και ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση να καλύψει τη σχετική δαπάνη.
(β) Σε περίπτωση που το εν λόγω μέλος αρνείται να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση, η Αρμόδια Αρχή δύναται και έχει εξουσία να απαλλάξει τον πλοιοκτήτη ολικώς ή μερικώς από τις, κατά την παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 49 του παρόντος Νόμου ή/και του εδαφίου (3) του άρθρου 52 του παρόντος Νόμου, υποχρεώσεις του προς το εν λόγω μέλος, από την ημερομηνία επαναπατρισμού αυτού. Σε τέτοια περίπτωση η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση να κοινοποιήσει την απόφαση της στο εν λόγω μέλος.
(γ) Η Αρμόδια Αρχή, εάν το κρίνει σκόπιμο και λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης καθώς και τις κατά τόπους δυνατότητες ικανοποιητικής τήρησης των διατάξεων του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Ιατρική Εξέταση Ναυτικών και Έκδοση Πιστοποιητικών) Νόμου του 2000, δύναται και έχει εξουσία να καθορίζει άλλη από την κατά την παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου προθεσμία για τη διενέργεια της ιατρικής εξέτασης.
(4) Η αίτηση μέλους για επαναπατρισμό δυνάμει των διατάξεων των εδάφιων (1) ή (2) του παρόντος άρθρου δεν συνιστά καταγγελία από το εν λόγω μέλος της σύμβασης εργασίας και θεωρείται ως επαναπατρισμός αυτού λόγω επικειμένης λήξης ή λήξης της σύμβασης εργασίας αμοιβαία συναινέσει.
(5) Ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση-
(α) να διευθετεί τον επαναπατρισμό των μελών που αιτήθηκαν τούτο δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1) ή (2) του παρόντος άρθρου το συντομότερο δυνατό με την πρώτη ευκαιρία που το εν λόγω μέλος δύναται να ταξιδεύσει∙ και
(β) να καλύψει τη σχετική δαπάνη.
48.-(1) Μέλη που απουσιάζουν από πλοίο-
(α) για οποιονδήποτε από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 42 του παρόντος Νόμου, μετά τη λήξη της κατακράτησης τους∙ ή
(β) για οποιονδήποτε από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους (γ) έως (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 42 του παρόντος Νόμου, όταν αυτό είναι υπό τις περιστάσεις δυνατό∙
δύνανται να υποβάλουν αίτηση στον πλοιοκτήτη με την οποία να ζητούν να επανέλθουν στο πλοίο.
(2)(α) Μέλη τα οποία έχουν αιτηθεί να επανέλθουν στο πλοίο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου έχουν την υποχρέωση να υποβληθούν σε ιατρική εξέταση και να εξασφαλίσουν πιστοποιητικό ιατρικής εξέτασης το συντομότερο δυνατό και κατά προτίμηση πριν την εξέταση της αίτησης τους για επάνοδο στο πλοίο και ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση να καλύψει τη σχετική δαπάνη.
(β) Η Αρμόδια Αρχή, εφόσον ικανοποιείται ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο η ασφάλεια ή η υγεία ή η ζωή των εν λόγω μελών ή των άλλων επιβαινόντων ή η ασφάλεια του πλοίου και εάν το κρίνει σκόπιμο και λαμβάνοντας υπόψη-
(i) τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης∙ και
(ii) τις κατά τόπους δυνατότητες ικανοποιητικής τήρησης των διατάξεων του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Ιατρική Εξέταση Ναυτικών και Έκδοση Πιστοποιητικών) Νόμου∙
δύναται και έχει εξουσία να καθορίζει άλλη από την κατά την παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου προθεσμία για τη διενέργεια της ιατρικής εξέτασης.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4) και με επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (6) του παρόντος άρθρου, ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση, εφόσον η κατά την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου ιατρική εξέταση δεν επιβάλλει διαφορετικά-
(α) να διευθετεί την επάνοδο στο πλοίο των μελών που αιτήθηκαν τούτο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου το συντομότερο δυνατό με την πρώτη ευκαιρία που το εν λόγω μέλος δύναται να ταξιδεύσει∙ και
(β) να καλύψει τη σχετική δαπάνη.
(4) Ο πλοιοκτήτης δύναται, εφόσον, με βάση την κατά την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου ιατρική εξέταση, δεν ενδείκνυται η συνέχιση της εργασίας πάνω στο πλοίο των μελών που αιτήθηκαν να επανέλθουν στο πλοίο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας με όλα ή με οποιονδήποτε από τα εν λόγω μέλη. Σε τέτοια περίπτωση ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση-
(α) να διευθετεί τον επαναπατρισμό του εν λόγω μέλους το συντομότερο δυνατό, με την πρώτη ευκαιρία που το εν λόγω μέλος δύναται να ταξιδεύσει και να καλύψει τη σχετική δαπάνη∙ και
(β) να καταβάλει σε αυτά αποζημίωση ίση με δυο μηνιαίους μισθούς ή το ποσό που αναφέρεται στη σύμβαση εργασίας του εν λόγω μέλους ως αποζημίωση, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από την πλευρά του πλοιοκτήτη, εάν αυτό είναι μεγαλύτερο.
(5)(α) Μέλος έχει την υποχρέωση, σε περίπτωση που-
(i) με βάση την κατά την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου ιατρική εξέταση, η επάνοδος του στο πλοίο δεν ενδείκνυται∙ ή
(ii) επανήλθε στο πλοίο πριν, από την κατά την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, ιατρική εξέταση εάν με βάση την εξέταση αυτή η συνέχιση της εργασίας του πάνω στο πλοίο δεν ενδείκνυται∙ ή
(iii) αρνείται να υποβληθεί στην κατά την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου ιατρική εξέταση∙
να αποδεχτεί να επαναπατριστεί με την πρώτη ευκαιρία που το εν λόγω μέλος δύναται να ταξιδεύσει και σε τέτοια περίπτωση ο πλοιοκτήτης έχει τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου.
(β) Η Αρμόδια Αρχή δύναται και έχει εξουσία, σε περίπτωση που το εν λόγω μέλος αρνείται να υποβληθεί στην κατά την παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου ιατρική εξέταση, να απαλλάξει τον πλοιοκτήτη, ολικώς ή μερικώς από τις κατά την παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 49 του παρόντος Νόμου ή/και του εδαφίου (3) του άρθρου 52 του παρόντος Νόμου υποχρεώσεις του προς το εν λόγω μέλος, από την ημερομηνία επαναπατρισμού αυτού. Σε τέτοια περίπτωση η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση να κοινοποιήσει την απόφαση της στο εν λόγω μέλος.
(6)(α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου και τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου και της παραγράφου (β) του εδαφίου (5) του παρόντος άρθρου ο πλοιοκτήτης δύναται να υποβάλει αίτηση στην Αρμόδια Αρχή με την οποία να ζητεί να του επιτραπεί να καταγγείλει τις συμβάσεις εργασίας με μέλη που αιτήθηκαν να επανέλθουν στο πλοίο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου και να προβεί στον επαναπατρισμό των εν λόγω μελών.
(β) Η Αρμόδια Αρχή δύναται και έχει εξουσία να εγκρίνει την κατά την παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου αίτηση του πλοιοκτήτη εφόσον κρίνει ότι η παρουσία των εν λόγω μελών πάνω στο πλοίο-
(i) δεν απαιτείται μέχρι τον κατάπλου αυτού σε λιμένα ή λιμενική εγκατάσταση όπου θα είναι δυνατή η αποκατάσταση των ελλείψεων στη σύνθεση του πληρώματος∙ ή
(ii) δεν απαιτείται λόγω του ότι έχουν ήδη αποκατασταθεί οι ελλείψεις στη σύνθεση του πληρώματος που είχαν δημιουργηθεί με την απουσία των από αυτό∙ ή
(iii) δύναται να δημιουργήσει κινδύνους για την ασφάλεια, ή την υγεία, ή τη ζωή αυτών ή των άλλων επιβαινόντων.
Σε τέτοια περίπτωση η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση να κοινοποιήσει την απόφαση της στο εν λόγω μέλος.
49.-(1) Σε περίπτωση ασθενείας ή σωματικής βλάβης που υπέστη μέλος κατά τη διάρκεια παράνομης πράξης ή κατά τη διάρκεια που το εν λόγω μέλος δικαιολογημένα απουσίαζε από το πλοίο, η οποία συνεπάγεται ανικανότητα εργασίας, ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση-
(α) να καταβάλλει ολόκληρο το ημερομίσθιο στο εν λόγω μέλος για όλο το χρονικό διάστημα που αυτό παραμένει πάνω στο πλοίο, ή θεωρητικά θα είχε παραμείνει πάνω στο πλοίο εάν δεν απουσίαζε δικαιολογημένα από αυτό, σύμφωνα με τη σύμβαση εργασίας∙ και
(β) από τη στιγμή της αποβίβασης του εν λόγω μέλους από το πλοίο, ή από τη στιγμή που θεωρητικά θα είχε αποβιβαστεί από πλοίο εάν δεν απουσίαζε δικαιολογημένα από αυτό, να καταβάλλει ολόκληρο ή μέρος του ημερομισθίου του, όπως προνοείται στη σύμβαση εργασίας, μέχρις ότου το εν λόγω μέλος αποθεραπευθεί ή μέχρις ότου διαπιστωθεί ο μόνιμος χαρακτήρας της ασθένειας ή της τυχόν προκύψασας ανικανότητας.
(2) Ο πλοιοκτήτης δύναται να περιορίσει συμβατικά την κατά την παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου υποχρέωση σε χρονική διάρκεια όχι μικρότερη των δεκαέξι εβδομάδων από την ημερομηνία της αποβίβασης του εν λόγω μέλους από το πλοίο ή του επαναπατρισμού αυτού σε περίπτωση που αυτός είναι μεταγενέστερος της αποβίβασης.
(3) Σε σχέση με τα μέλη που δικαιολογημένα απουσιάζουν από πλοίο, σε περίπτωση μη επανόδου στο πλοίο του εν λόγω μέλους, ο κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου θεωρητικός χρόνος είναι ο χρόνος έναρξης του επαναπατρισμού του εν λόγω μέλους.
(4) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) του παρόντος άρθρου, η υποχρέωση του πλοιοκτήτη για καταβολή ημερομισθίων μειώνεται ανάλογα κατά το ποσό και από τη στιγμή που το εν λόγω μέλος-
(α) καθίσταται δικαιούχος σε χρηματικά ωφελήματα ή επιδόματα δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε ισχύοντος στη Δημοκρατία ή στην αλλοδαπή κρατικού ή ημικρατικού υποχρεωτικού σχεδίου ασφάλισης ασθένειας ή ατυχημάτων ή σχεδίου αποζημίωσης εργατικών ατυχημάτων∙ ή
(β) καθίσταται δικαιούχος σε χρηματικά ωφελήματα ή επιδόματα που παρέχονται από αναγνωρισμένο ιδιωτικό ασφαλιστικό οργανισμό.
(5) Ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση να καλύψει τις δαπάνες για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη καθώς και για τη διατροφή, διαμονή, ενδιαίτηση και μεταφορά των μελών που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου-
(α) μέχρι τον επαναπατρισμό τους∙ ή
(β) μέχρι την επάνοδο τους στο πλοίο εάν μεταβούν ή μεταφερθούν εκτός του πλοίου για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και δεν αιτηθούν επαναπατρισμό.
(6) Σε περίπτωση που το εν λόγω μέλος αιτηθεί επαναπατρισμό ισχύουν και εφαρμόζονται κατά αναλογία οι διατάξεις των εδαφίων (3) έως (5) του άρθρου 47 του παρόντος Νόμου, με την επιφύλαξη ότι η ιατρική εξέταση δύναται να γίνει αμέσως μετά τον επαναπατρισμό αυτού, καθώς και οι διατάξεις των εδαφίων (2) έως (4) του άρθρου 52 του παρόντος Νόμου.
(7) Σε περίπτωση που το εν λόγω μέλος δεν αιτηθεί επαναπατρισμό ισχύουν και εφαρμόζονται κατά αναλογία οι διατάξεις των εδαφίων (2) έως (6) του άρθρου 48 του παρόντος Νόμου με την επιφύλαξη ότι η ιατρική εξέταση γίνεται μετά από τη λήξη της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης που δυνατόν να παρέχεται.
50.- Σε περίπτωση τραυματισμού ή σωματικής βλάβης που υπέστη μέλος σε οποιοδήποτε χρόνο από όπλο ή ειδικό εξοπλισμό ασφαλείας που βρισκόταν πάνω στο πλοίο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου ή/και της παραγράφου (α) των εδαφίων (2) ή (3) του άρθρου 12 του παρόντος Νόμου, η οποία συνεπάγεται ανικανότητα εργασίας, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 49 του παρόντος Νόμου.
51.-(1)(α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 47, του εδαφίου (2) του άρθρου 48, των εδαφίων (6) και (7) του άρθρου 49 του παρόντος Νόμου, μετά τη λήξη της παράνομης κατοχής του πλοίου, τα μέλη αυτού έχουν την υποχρέωση να υποβληθούν σε ιατρική εξέταση και να εξασφαλίσουν πιστοποιητικό ιατρικής εξέτασης μετά τον κατάπλου του πλοίου στο πρώτο λιμένα ή λιμενική εγκατάσταση που αυτό μεταβαίνει μετά τη λήξη της παράνομης κατοχής και ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση να καλύψει τη σχετική δαπάνη.
(β) Η Αρμόδια Αρχή, εφόσον ικανοποιείται ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο η ασφάλεια ή η υγεία ή η ζωή των εν λόγω μελών ή των άλλων επιβαινόντων ή η ασφάλεια του πλοίου και εάν το κρίνει σκόπιμο και λαμβάνοντας υπόψη-
(i) τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης∙ και
(ii) τις κατά τόπους δυνατότητες ικανοποιητικής τήρησης των διατάξεων του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Ιατρική Εξέταση Ναυτικών και Έκδοση Πιστοποιητικών) Νόμου∙
δύναται και έχει εξουσία να καθορίζει άλλη από την κατά την παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου προθεσμία για τη διενέργεια της ιατρικής εξέτασης.
(2) Ο πλοιοκτήτης δύναται, εφόσον με βάση την κατά την παράγραφο (α) του εδάφιου (1) του παρόντος άρθρου ιατρική εξέταση, η συνέχιση της εργασίας μελών πάνω στο πλοίο δεν ενδείκνυται, να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας με το εν λόγω μέλος. Σε τέτοια περίπτωση ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση-
(α) να διευθετεί τον επαναπατρισμό του εν λόγω μέλους το συντομότερο δυνατό με την πρώτη ευκαιρία που το εν λόγω μέλος δύναται να ταξιδεύσει και να καλύψει τη σχετική δαπάνη∙ και
(β) να καταβάλει σε αυτό αποζημίωση ίση με δυο μηνιαίους μισθούς ή το ποσό που αναφέρεται στη σύμβαση εργασίας του εν λόγω μέλους ως αποζημίωση σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από την πλευρά του πλοιοκτήτη, εάν αυτό είναι μεγαλύτερο.
(3)(α) Μέλος έχει την υποχρέωση, σε περίπτωση που-
(i) με βάση την κατά την παράγραφο (α) του εδάφιου (1) του παρόντος άρθρου ιατρική εξέταση, η συνέχιση της εργασίας του εν λόγω μέλους στο πλοίο δεν ενδείκνυται∙ ή
(ii) το εν λόγω μέλος αρνείται να υποβληθεί στην κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου ιατρική εξέταση∙
να αποδεχτεί να επαναπατριστεί με την πρώτη ευκαιρία που το εν λόγω μέλος δύναται να ταξιδεύσει και σε τέτοια περίπτωση ο πλοιοκτήτης έχει τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου.
(β) Η Αρμόδια Αρχή δύναται και έχει εξουσία, σε περίπτωση που το εν λόγω μέλος αρνείται να υποβληθεί στην κατά την παράγραφο (α) του εδάφιου (1) του παρόντος άρθρου ιατρική εξέταση, να απαλλάξει τον πλοιοκτήτη ολικώς ή μερικώς από τις κατά την παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 49 του παρόντος Νόμου ή/και του εδαφίου (3) του άρθρου 52 του παρόντος Νόμου υποχρεώσεις του προς το εν λόγω μέλος από την ημερομηνία επαναπατρισμού αυτού. Σε τέτοια περίπτωση η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση να κοινοποιήσει την απόφαση της στο εν λόγω μέλος.
52.-(1) Ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση να καλύψει τις δαπάνες για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη καθώς και για τη διατροφή, διαμονή, ενδιαίτηση και μεταφορά των μελών που αναφέρονται-
(α) στο εδάφιο (1) του άρθρου 42 του παρόντος Νόμου, μέχρι την επάνοδο τους στο πλοίο ή τον επαναπατρισμό τους∙
(β) στο εδάφιο (5) του άρθρου 47, στο εδάφιο (4), στην παράγραφο (α) του εδαφίου (5) και στην παράγραφο (α) του εδαφίου (6) του άρθρου 48, και στα εδάφια (2) και (3) του άρθρου 51 του παρόντος Νόμου, μέχρι τον επαναπατρισμό τους∙ και
(γ) στο εδάφιο (3) του άρθρου 48 του παρόντος Νόμου, μέχρι την επάνοδο τους στο πλοίο.
(2) Ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση να καλύψει τις δαπάνες για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των μελών που αναφέρονται-
(α) στο εδάφιο (1) του άρθρου 42 και στο εδάφιο (3) του άρθρου 48 του παρόντος Νόμου, μετά την επάνοδο τους στο πλοίο και μέχρι τον επαναπατρισμό τους∙ και
(β) στο εδάφιο (1) του άρθρου 51, με την επιφύλαξη των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) του ιδίου ως άνω άρθρου του παρόντος Νόμου, μέχρι τον επαναπατρισμό τους.
(3) Ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση να καλύψει τις δαπάνες για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των μελών που επαναπατρίζονται λόγω-
(α) ασθένειας ή σωματικής βλάβης που έχει υποστεί το εν λόγω μέλος κατά τη διάρκεια παράνομης πράξης ή κατά τη διάρκεια που το εν λόγω μέλος δικαιολογημένα απουσίαζε από το πλοίο∙ και
(β) τραυματισμού ή σωματικής βλάβης που υπέστη το εν λόγω μέλος σε οποιοδήποτε χρόνο από όπλο ή ειδικό εξοπλισμό ασφαλείας που βρισκόταν πάνω στο πλοίο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 4 ή/και της παραγράφου (α) αντίστοιχα των εδαφίων (2) ή (3) του άρθρου 12 του παρόντος Νόμου∙
μετά το επαναπατρισμό του εν λόγω μέλους μέχρι την ανάρρωσή του ή την αποθεραπεία του ή για περίοδο μέχρι εκατόν δώδεκα ημερών (112) από την ημερομηνία επαναπατρισμού αυτού, οποιοδήποτε από τα δυο είναι ενωρίτερα.
(4) Ο πλοιοκτήτης απαλλάσσεται της κατά το εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου υποχρέωσης από τη στιγμή που το εν λόγω μέλος-
(α) καθίσταται δικαιούχος σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε ισχύοντος στη Δημοκρατία ή στην αλλοδαπή κρατικού ή ημικρατικού υποχρεωτικού σχεδίου ασφάλισης ασθένειας ή ατυχημάτων∙ ή
(β) καθίσταται δικαιούχος σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη που παρέχεται από αναγνωρισμένο ιδιωτικό ασφαλιστικό οργανισμό.
53.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Πλοίαρχοι και Ναυτικοί) Νόμων του 1963 έως (Aρ. 2) του 2002 ή οποιουδήποτε άλλου νόμου της Δημοκρατίας ή κανονιστικής ή διοικητικής πράξης που έχει εκδοθεί ή εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων αυτών, ο πλοίαρχος του πλοίου και ο πλοιοκτήτης έχουν έκαστος την υποχρέωση να αναφέρουν στην Αρμόδια Αρχή το όνομα, το επώνυμο, την υπηκοότητα και τον αριθμό της ταυτότητος ή του διαβατηρίου ή του ταξιδιωτικού εγγράφου κάθε μέλους που αποβιώνει ή αγνοείται-
(α) κατά τη διάρκεια της παράνομης πράξης∙ ή
(β) κατά τη διάρκεια που το εν λόγω μέλος δικαιολογημένα απουσίαζε από το πλοίο∙ ή
(γ) λόγω τραυματισμού ή σωματικής βλάβης που υπέστη το εν λόγω μέλος σε οποιοδήποτε χρόνο από όπλο ή ειδικό εξοπλισμό ασφαλείας που βρισκόταν πάνω στο πλοίο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 4 ή/και της παραγράφου (α) αντίστοιχα των εδαφίων (2) ή (3) του άρθρου 12 του παρόντος Νόμου.
(2) Η ισχύς της σύμβασης εργασίας μέλους που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου παρατείνεται μέχρι τον επαναπατρισμό και παράδοση της σωρού του στους οικείους αυτού ή της κήρυξης από την Αρμόδια Αρχή ότι τεκμαίρεται ο θάνατος του εν λόγω μέλους δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (6) ή του εδαφίου (7) του παρόντος άρθρου.
(3)(α) Ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση του επαναπατρισμού και της παράδοσης της σωρού των μελών που αποβιώνουν, στους οικείους αυτών και με δική του δαπάνη.
(β) Ο πλοιοκτήτης απαλλάσσεται της κατά την παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου υποχρέωσης στις περιπτώσεις που αγνοείται η τύχη-
(i) του εν λόγω μέλους και έχει κηρυχθεί από την Αρμόδια Αρχή ότι τεκμαίρεται ο θάνατος αυτού δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (6) του παρόντος άρθρου∙ και
(ii) της σωρού του εν λόγω μέλους και έχει κηρυχθεί από την Αρμόδια Αρχή ότι τεκμαίρεται ο θάνατος αυτού δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (7) του παρόντος άρθρου.
(γ) Ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση της παράδοσης των προσωπικών αντικειμένων, που έχουν παραμείνει πάνω στο πλοίο, των μελών που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, στους οικείους αυτών και με δική του δαπάνη.
(4) O πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση να καταβάλλει στους οικείους των μελών που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου τα ημερομίσθια και την αποζημίωση που αναφέρεται στη σύμβαση εργασίας του εν λόγω μέλους σε περίπτωση που αυτό αποβιώσει ή έχει κηρυχθεί, από την Αρμόδια Αρχή δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (6) ή του εδαφίου (7) του παρόντος άρθρου, ότι τεκμαίρεται ο θάνατος αυτού.
(5) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου, η υποχρέωση του πλοιοκτήτη για καταβολή ημερομισθίων ή αποζημίωσης μειώνεται ανάλογα κατά το ποσό και από τη στιγμή που οι οικείοι του εν λόγω μέλους-
(α) καθίστανται δικαιούχοι σε χρηματικά ωφελήματα ή επιδόματα δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε ισχύοντος στη Δημοκρατία ή στην αλλοδαπή κρατικού ή ημικρατικού υποχρεωτικού σχεδίου ασφάλισης ασθένειας ή ατυχημάτων ή θανάτων ή σχεδίου αποζημίωσης εργατικών ατυχημάτων ή θανάτων∙ ή
(β) καθίστανται δικαιούχοι σε χρηματικά ωφελήματα ή επιδόματα που παρέχονται από αναγνωρισμένο ιδιωτικό ασφαλιστικό οργανισμό.
(6)(α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμων, Κεφ. 195 και Νόμοι του 1970 και 1989 ή κανονιστικής ή διοικητικής πράξης που έχει εκδοθεί ή εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων αυτών, όπου, στις περιστάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (γ) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, η τύχη μέλους αγνοείται, η Αρμόδια Αρχή-
(i) αφού διερευνήσει, και ικανοποιηθεί αναφορικά με τις συνθήκες και περιστάσεις της εξαφάνισης του εν λόγω μέλους∙ και
(ii) εφόσον έχουν παρέλθει δώδεκα μήνες από την τελευταία ημερομηνία που το εν λόγω μέλος, με βάση ικανοποιητική μαρτυρία που εξασφάλισε, ήταν εν ζωή∙ και
(iii) εφόσον ουδέποτε έκτοτε λήφθηκαν πληροφορίες ότι το εν λόγω μέλος βρίσκεται στην ζωή∙
με αιτιολογημένη απόφαση της έχει εξουσία και δύναται, τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου, να κηρύσσει ότι τεκμαίρεται ο θάνατος του εν λόγω μέλους και να εκδίδει ως προς τούτο σχετικό πιστοποιητικό για χρήση ως τεκμήριο-
(αα) αναφορικά με την κατά το εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου λήξη της ισχύος της σύμβασης εργασίας του εν λόγου μέλους∙
(ββ) αναφορικά με τις υποχρεώσεις του πλοιοκτήτη που προκύπτουν από τις διατάξεις των εδάφιων (3) έως (4) του παρόντος άρθρου∙ και
(γγ) από τους οικείους του εν λόγου μέλους.
(β) Δεν δύναται να γίνει κήρυξη θανάτου πριν από τη λήξη του έτους κατά το οποίο το εν λόγω μέλος θα συμπλήρωνε το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας του.
(7) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμων ή κανονιστικής ή διοικητικής πράξης που έχει εκδοθεί ή εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων αυτών, όπου, στις περιστάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (γ) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, η τύχη της σωρού μέλους αγνοείται, η Αρμόδια Αρχή-
(α) αφού διερευνήσει, και ικανοποιηθεί αναφορικά με τις συνθήκες και περιστάσεις της εξαφάνισης του εν λόγω μέλους∙ και
(β) εφόσον εξασφαλίσει ικανοποιητική μαρτυρία ή ικανοποιηθεί ότι αυτό απεβίωσε∙
με αιτιολογημένη απόφαση της έχει εξουσία και δύναται να κηρύσσει ότι τεκμαίρεται ο θάνατος του εν λόγω μέλους και να εκδίδει ως προς τούτο σχετικό πιστοποιητικό για χρήση ως τεκμήριο για τους σκοπούς που αναφέρονται στις διατάξεις των υποπαραγράφων (αα) έως (γγ) της παραγράφου (α) του εδαφίου (6) του παρόντος άρθρου.
(8) Σε περίπτωση που μετά την κήρυξη, δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (6) ή του εδαφίου (7) του παρόντος άρθρου, ότι τεκμαίρεται ο θάνατος του εν λόγω μέλους, η Αρμόδια Αρχή πληροφορείται και επιβεβαιώνει ότι αυτό είναι εν ζωή τότε έχει την υποχρέωση και την εξουσία να ακυρώσει την κατά την παράγραφο (α) του εδαφίου (6) ή του εδαφίου (7) του παρόντος άρθρου απόφαση της καθώς και το σχετικό με αυτή πιστοποιητικό και έχει επίσης την υποχρέωση να εκδίδει ως προς τούτο σχετικό πιστοποιητικό χωρίς να απαιτεί την καταβολή οποιουδήποτε τέλους από τον πλοιοκτήτη ή τους οικείους του εν λόγω μέλους.
(9) Η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση να ολοκληρώσει τις διερευνήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (6) και στο εδάφιο (7) του παρόντος άρθρου μέσα σε έξι μήνες μετά από οποιαδήποτε από τις πιο κάτω ημερομηνίες είναι μεταγενέστερη-
(α) τη λήξη της παράνομης πράξης∙ ή
(β) την ημερομηνία που έχει πληροφορηθεί ότι η τύχη μέλους ή ότι η τύχη της σωρού μέλους αγνοείται.
(10)(α) Η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση και την εξουσία να καθορίζει, με βάση τα συμπεράσματα των διερευνήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (6) και στο εδάφιο (7) του παρόντος άρθρου και για τους σκοπούς των εδαφίων (2), (4) και (5) του παρόντος άρθρου, την ημερομηνία από την οποία τεκμαίρεται ο θάνατος του εν λόγω μέλους.
(β) Αν ο χρόνος θανάτου καθοριστεί μόνο ως ορισμένη ημέρα, τότε θεωρείται ότι συνέβη κατά τη λήξη της ημέρας αυτής.
54.-(1) Ο πλοιοκτήτης δύναται να αποσείσει τις κατά τα άρθρα 49, 50, 52 και 53 του παρόντος Νόμου υποχρεώσεις του, εφόσον αποδείξει ότι-
(α) η ασθένεια ή η σωματική βλάβη ή ο θάνατος του εν λόγω μέλους επήλθε άλλως πως και όχι κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στο πλοίο∙ ή
(β) η ασθένεια ή η σωματική βλάβη ή ο θάνατος του εν λόγω μέλους οφείλεται σε εσκεμμένη πράξη ή παράλειψη ή σε ανάρμοστη συμπεριφορά αυτού∙ ή
(γ) η ασθένεια ή η ανικανότητα έχει σκόπιμα αποκρυβεί από το εν λόγω μέλος κατά τη σύναψη της σύμβασης εργασίας.
(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, δε θεωρείται ως εσκεμμένη πράξη ή παράλειψη ή ανάρμοστη συμπεριφορά, η διαφυγή ή η απόπειρα διαφυγής-
(α) από τον έλεγχο αυτών, που υποχρέωσαν το εν λόγω μέλος να αποβιβαστεί από το πλοίο ή που το κατακρατούσαν εκτός του πλοίου ή που του παρεμπόδιζαν την επάνοδο του στο πλοίο ή τον επαναπατρισμό του ή τη μετάβαση του σε άλλο κράτος ενώ υπό τις περιστάσεις αυτό ήταν δυνατό∙ ή
(β) από το πλοίο κατά τη διάρκεια παράνομης πράξης.
55. Τα μέλη κέκτηνται το δικαίωμα να αιτηθούν επαναπατρισμό δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 47 του παρόντος Νόμου σε σχέση με επικείμενα ταξίδια του πλοίου κατά τα οποία η είσοδος αυτού σε περιοχή υψηλού κινδύνου αναμένεται να γίνει δεκαπέντε (15) ημέρες μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου.
56. Οι διατάξεις του παρόντος Μέρους εφαρμόζονται αναδρομικά σε σχέση με οποιοδήποτε πλοίο τελεί υπό παράνομη κατοχή κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου και σε σχέση με οποιοδήποτε μέλος που δικαιολογημένα απουσίασε ή απουσιάζει από αυτό.
58.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Άρθρου 92 της Σύμβασης UNCLOS, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται και έχει εξουσία, για την προστασία της ασφάλειας πλοίου ή πλοίων, να επιτρέπει με απόφαση του, γενικά ή κατά περίπτωση-
(α) την επιβίβαση σε, και την αποβίβαση από, αυτά προσώπων στην υπηρεσία αλλοδαπών Ενόπλων Δυνάμεων ή Δυνάμεων Ασφαλείας, ή/και τη φόρτωση σε, και την εκφόρτωση από, αυτά όπλων ή άλλου εξοπλισμού που ανήκουν σε αλλοδαπές Ένοπλες Δυνάμεις ή Δυνάμεις Ασφαλείας∙ ή/και
(β) τη συνοδεία πλοίου ή πλοίων από μέσα που ανήκουν σε αλλοδαπές Ένοπλες Δυνάμεις ή Δυνάμεις Ασφαλείας.
(2) Ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου δύναται, για την προστασία της ασφάλειας του πλοίου του, με γραπτή αίτηση του προς την Αρμόδια Αρχή, να ζητήσει να επιτραπεί από το Υπουργικό Συμβούλιο η προστασία του πλοίου του από αλλοδαπές Ένοπλες Δυνάμεις ή Δυνάμεις Ασφαλείας και ως προς τούτο να επιτρέψει-
(α) την επιβίβαση σε, και την αποβίβαση από, αυτό προσώπων στην υπηρεσία αυτών ή/και τη φόρτωση σε, και την εκφόρτωση από, αυτό όπλων ή άλλου εξοπλισμού που ανήκουν σε αυτές∙ ή/και
(β) τη συνοδεία αυτού από μέσα που ανήκουν σε αλλοδαπές Ένοπλες Δυνάμεις ή Δυνάμεις Ασφαλείας:
Νοείται ότι ο αιτητής έχει την υποχρέωση να παρέχει και να υποβάλλει όλες τις πληροφορίες, τα στοιχεία, έγγραφα και διαβεβαιώσεις που η Αρμόδια Αρχή θα κρίνει αναγκαία για την εξέταση του αιτήματος του.
(3) Το Υπουργικό Συμβούλιο καθορίζει, σε κάθε περίπτωση που επιτρέπει την κατά τα εδάφια (1) ή (2) του παρόντος άρθρου προστασία της ασφάλειας πλοίου, τους σχετικούς όρους ή/και τις σχετικές προϋποθέσεις.
(4) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται και έχει εξουσία να αναστείλει και να ακυρώσει την ισχύ της κατά τα εδάφια (1) ή (2) του παρόντος άρθρου απόφασής του, να αντικαταστήσει αυτή με νέα, και να τροποποιήσει υφιστάμενους και να επιβάλει επιπρόσθετους όρους ή προϋποθέσεις αναφορικά με αυτή.
(5) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2) του παρόντος άρθρου, οι διατάξεις του άρθρου 28 του παρόντος Νόμου ισχύουν και εφαρμόζονται κατά αναλογία αναφορικά με πρόσωπα στην υπηρεσία αλλοδαπών Ενόπλων Δυνάμεων ή Δυνάμεων Ασφαλείας ή/και τα όπλα ή τον άλλο εξοπλισμό που ανήκουν σε αυτές.
(6) Η κατά τα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου δεν δημιουργούν οποιανδήποτε υποχρέωση ή ευθύνη της Δημοκρατίας έναντι οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού πρόσωπου ή άλλου κράτους ή αυτών στην υπηρεσία του εκτός εάν το Υπουργικό Συμβούλιο ορίσει διαφορετικά δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου.
(7) Η παρουσία πάνω σε πλοίο στα πλαίσια των διατάξεων του εδαφίου (1) ή (2) του παρόντος άρθρου προσώπων στην υπηρεσία αλλοδαπών Ενόπλων Δυνάμεων ή Δυνάμεων Ασφαλείας ή όπλων ή άλλου εξοπλισμού που ανήκει σε αυτές δεν αλλοιώνει τον εμπορικό χαρακτήρα του πλοίου.
59.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Άρθρου 92 της Σύμβασης UNCLOS, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται και έχει εξουσία, εάν κρίνει ότι εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, να επιτρέπει με απόφαση του την επέμβαση πάνω σε πλοίο ή την παρέμβαση αλλοδαπών Ενόπλων Δυνάμεων ή Δυνάμεων Ασφαλείας με σκοπό-
(α) την αποτροπή ή καταστολή παράνομης πράξης∙ ή
(β) μετά από παράνομη πράξη, την απελευθέρωση των επιβαινόντων, ή την απελευθέρωση του πλοίου, ή επανάκτηση του έλεγχου αυτού:
Νοείται ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν είναι υποχρεωμένο να εξασφαλίζει τη συναίνεση του πλοιοκτήτη ή του έχοντος την εκμετάλλευση του πλοίου ή οποιουδήποτε εγγεγραμμένου ενυπόθηκου δανειστή ή οποιουδήποτε άλλου φυσικού ή νομικού πρόσωπου ή κράτους ή, στην περίπτωση πλοίων που φέρουν την κυπριακή σημαία μετά από εγγραφή στο Ειδικό Βιβλίο Παράλληλης Νηολόγησης, του εγγεγραμμένου ναυλωτή γυμνού πλοίου ή του ιδιοκτήτη αυτού ή οποιουδήποτε εγγεγραμμένου ενυπόθηκου δανειστή ή του νηολογίου στο οποίο το ιδιοκτησιακό καθεστώς του πλοίου είναι εγγεγραμμένο ή οποιουδήποτε άλλου φυσικού ή νομικού πρόσωπου ή κράτους.
(2) Οι διατάξεις των εδαφίων (3) έως (7) του άρθρου 58 του παρόντος Νόμου ισχύουν και εφαρμόζονται κατά αναλογία σε σχέση με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
60.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται και έχει εξουσία, σε περίπτωση που πλοίο που τελεί υπό παράνομη κατοχή-
(α) διαπράττει παράνομη πράξη∙ ή
(β) απειλεί ή θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια της Δημοκρατίας ή άλλου κράτους ή την ασφάλεια ή την υγεία ή τη ζωή των πολιτών της Δημοκρατίας ή άλλου κράτους∙ ή
(γ) προκαλεί ζημία στο περιβάλλον∙ ή
(δ) χρησιμοποιείται για τη διάπραξη ή τη διευκόλυνση της διάπραξης ή την απόκρυψη ή τη διευκόλυνση της απόκρυψης οποιασδήποτε από τις πράξεις που αναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (γ) του παρόντος εδαφίου ή δυνατό να χρησιμοποιηθεί για αυτό το σκοπό∙
εάν το κρίνει σκόπιμο και πρέπον και εφόσον ικανοποιείται ότι αυτοί που νομίμως επέβαιναν σε αυτό είτε δεν βρίσκονται πλέον πάνω στο πλοίο ή εάν βρίσκονται πάνω στο πλοίο δεν τίθεται σε κίνδυνο η υγεία ή η ζωή τους, να επιτρέπει με απόφαση την ακινητοποίηση του πλοίου ή την πρόκληση ζημιάς σε αυτό με σκοπό την ακινητοποίηση του ή την καταστροφή ή τη βύθιση αυτού από αλλοδαπές Ένοπλες Δυνάμεις ή Δυνάμεις Ασφαλείας:
Νοείται ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν είναι υποχρεωμένο να εξασφαλίζει ως προς τούτο τη συναίνεση του πλοιοκτήτη ή του έχοντος την εκμετάλλευση του πλοίου ή οποιουδήποτε εγγεγραμμένου δανειστή ή οποιουδήποτε άλλου φυσικού ή νομικού πρόσωπου ή κράτους ή, στην περίπτωση πλοίων που φέρουν την κυπριακή σημαία μετά από εγγραφή στο Ειδικό Βιβλίο Παράλληλης Νηολόγησης, του εγγεγραμμένου ναυλωτή γυμνού πλοίου ή του ιδιοκτήτη αυτού ή οποιουδήποτε εγγεγραμμένου δανειστή ή του νηολογίου στο οποίο το ιδιοκτησιακό καθεστώς του πλοίου είναι εγγεγραμμένο ή οποιουδήποτε άλλου φυσικού ή νομικού πρόσωπου ή κράτους:
Νοείται περαιτέρω ότι, εφόσον οι περιστάσεις το επιτρέπουν και εάν δεν τίθεται σε κίνδυνο η επιχείρηση ή ο απώτερος σκοπός αυτής ή το προσωπικό των αλλοδαπών Ενόπλων Δυνάμεων ή των Δυνάμεων Ασφαλείας που θα τη διενεργήσουν, η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση να ενημερώσει προς τούτο τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου.
(2) Οι διατάξεις των εδαφίων (3) έως (7) του άρθρου 58 του παρόντος Νόμου ισχύουν και εφαρμόζονται κατά αναλογία σε σχέση με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
61.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται και έχει εξουσία, σε περίπτωση που πλοίο τελεί υπό παράνομη κατοχή καθώς και στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 60 του παρόντος Νόμου, εάν το κρίνει σκόπιμο και πρέπον και εφόσον ικανοποιείται ότι αυτοί που νομίμως επέβαιναν σε αυτό είτε δεν βρίσκονται πλέον πάνω στο πλοίο ή εάν βρίσκονται πάνω στο πλοίο δεν τίθεται σε κίνδυνο η υγεία ή η ζωή τους, να επιτρέπει με απόφαση-
(α) τη σήμανση του∙
(β) την τοποθέτηση πάνω σε αυτό συσκευών ή μέσων σήμανσης ή/και παρακολούθησης των κινήσεων του∙
(γ) την παρακολούθηση των κινήσεων του∙
από αλλοδαπές Ένοπλες Δυνάμεις ή Δυνάμεις Ασφαλείας:
Νοείται ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν είναι υποχρεωμένο να εξασφαλίζει ως προς τούτο τη συναίνεση του πλοιοκτήτη ή του έχοντος την εκμετάλλευση του πλοίου ή οποιουδήποτε εγγεγραμμένου ενυπόθηκου δανειστή ή οποιουδήποτε άλλου φυσικού ή νομικού πρόσωπου ή κράτους ή, στην περίπτωση πλοίων που φέρουν την κυπριακή σημαία μετά από εγγραφή στο Ειδικό Βιβλίο Παράλληλης Νηολόγησης, του εγγραμμένου ναυλωτή γυμνού πλοίου ή του ιδιοκτήτη αυτού ή οποιουδήποτε εγγεγραμμένου ενυπόθηκου δανειστή ή του νηολογίου στο οποίο το ιδιοκτησιακό καθεστώς του πλοίου είναι εγγεγραμμένο ή οποιουδήποτε άλλου φυσικού ή νομικού πρόσωπου ή κράτους:
Νοείται περαιτέρω ότι, εφόσον οι περιστάσεις το επιτρέπουν και εάν δεν τίθεται σε κίνδυνο η επιχείρηση ή ο απώτερος σκοπός αυτής ή το προσωπικό των αλλοδαπών Ενόπλων Δυνάμεων ή των Δυνάμεων Ασφαλείας που θα τη διενεργήσουν, η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση να ενημερώσει προς τούτο τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου.
(2) Οι διατάξεις των εδαφίων (3) έως (7) του άρθρου 58 του παρόντος Νόμου ισχύουν και εφαρμόζονται κατά αναλογία σε σχέση με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
62.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των Άρθρων 105, 106, 110 και 111 της Σύμβασης UNCLOS, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται και έχει εξουσία με απόφαση να εξουσιοδοτεί, γενικά ή κατά περίπτωση, την εκ μέρους της Δημοκρατίας-
(α) έρευνα και σύλληψη σε διεθνή ύδατα οποιουδήποτε προσώπου έχει προβεί ή προβαίνει σε παράνομη πράξη εναντίον πλοίου ή των επιβαινόντων σε αυτό ή του φορτίου που μεταφέρεται από αυτό∙
(β) κατάσχεση σε διεθνή ύδατα οποιωνδήποτε αντικειμένων προκύψουν από την κατά την παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου έρευνα καθώς και όπλων, συσκευών, οργάνων, εξοπλισμού, μέσων ή αντικειμένων που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη της παράνομης πράξης ή εκ πρώτης όψεως υπήρχε πρόθεση να χρησιμοποιηθούν για το σκοπό αυτό∙ και
(γ) σύλληψη και φυλάκιση των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου και την κράτηση και φύλαξη ως τεκμηρίων των όσων αναφέρονται στην παράγραφο (β) του παρόντος εδαφίου μέχρι την παράδοση αυτών στις αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας ή άλλου κράτους∙
από πρόσωπα ή μέσα στην υπηρεσία αλλοδαπών Ενόπλων Δυνάμεων ή Δυνάμεων Ασφαλείας.
(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται και έχει εξουσία με απόφαση να εξουσιοδοτεί, γενικά ή κατά περίπτωση, την εκ μέρους της Δημοκρατίας άσκηση των εξουσιών που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου εντός των χωρικών υδάτων κράτους εφόσον αυτό έχει εξουσιοδοτήσει ή επιτρέψει στις εν λόγω αλλοδαπές Ένοπλες Δυνάμεις ή Δυνάμεις Ασφαλείας να πράττουν τούτο εντός των χωρικών υδάτων αυτού.
(3) Κάθε σύλληψη, έρευνα, κατάσχεση, κατακράτηση και φύλαξη που γίνεται από πρόσωπα ή μέσα, στην υπηρεσία αλλοδαπών Ενόπλων Δυνάμεων ή Δυνάμεων Ασφαλείας μετά από εξουσιοδότηση από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1) ή/και (2) του παρόντος άρθρου, συνιστά σύλληψη, έρευνα, κατάσχεση, κατακράτηση και φύλαξη που έγινε κατά την έννοια των διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.
(4) Οι διατάξεις των εδαφίων (3) έως (7) του άρθρου 58 του παρόντος Νόμου ισχύουν και εφαρμόζονται κατά αναλογία σε σχέση με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
63. Οι κατά τα άρθρα 58 έως 62 του παρόντος Νόμου εξουσίες του Υπουργικού Συμβουλίου δύνανται να εκχωρούνται και να ασκούνται από Διυπουργική Επιτροπή αποτελούμενη από τους Υπουργούς Εξωτερικών, Συγκοινωνιών και Έργων, Άμυνας και Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης. Ο Υπουργός Εξωτερικών προεδρεύει της εν λόγω Επιτροπής.
64. Κάθε φυσικό και νομικό πρόσωπο για το οποίο ισχύουν ή εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος Μέρους έχει την υποχρέωση να συμμορφώνεται και να υλοποιεί αυτές.
65. Πρόσωπο το οποίο ενεργεί κατά παράβαση διατάγματος, αποφάσεως ή οδηγίας του Υπουργικού Συμβουλίου που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους ή κατά παράβαση οδηγίας του Υπουργού ή της Αρμόδιας Αρχής που εκδίδεται δυνάμει αυτών ή παραλείπει να συμμορφωθεί με αυτά, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης μέχρι 2 έτη ή με χρηματική ποινή μέχρι 20 χιλιάδες ευρώ ή με αμφότερες τις ποινές.
66. Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με διάταγμα δημοσιευόμενο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας να τροποποιήσει ή να αντικαταστήσει τα Παραρτήματα του παρόντος Νόμου, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτού.
67. Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται, με διάταγμα δημοσιευόμενο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να εκδίδει οδηγίες προς την Αρμόδια Αρχή, τους έχοντες την εκμετάλλευση πλοίων, τους πλοιάρχους και το προσωπικό των πλοίων, τις ιδιωτικές εταιρείες προστασίας πλοίων και τους ιδιωτικούς φρουρούς πλοίων αναφορικά με την εφαρμογή διατάξεων νομοθεσίας της Δημοκρατίας που διέπουν, ισχύουν ή εφαρμόζονται σε πλοία και για τους οποίους είναι αρμόδια αρχή.
68.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία προς έκδοση Κανονισμών για τη ρύθμιση οποιουδήποτε θέματος, το οποίο κατά τον παρόντα Νόμο χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού.
(2) Οι κατά τον παρόντα Νόμο εκδιδόμενοι Κανονισμοί κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία έχει εξουσία προς έγκριση ή απόρριψη τους μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών από την κατάθεση τους. Αν η Βουλή των Αντιπροσώπων εγκρίνει τους Κανονισμούς ή η προθεσμία των εξήντα ημερών παρέλθει άπρακτη, οι Κανονισμοί δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και, εκτός αν προβλέπεται σε αυτούς διαφορετικά, τίθενται σε ισχύ κατά την ημερομηνία της δημοσίευσής τους.
69. Ανεξάρτητα από τις οποιεσδήποτε σχετικές διατάξεις των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγηση, Πώληση και Υποθήκευση Πλοίων) Νόμων, ο Υπουργός δύναται κατά τη διάρκεια της περιόδου που κυπριακό ή αλλοδαπό πλοίο τελεί υπό παράνομη κατοχή, να απαγορεύει-
(1) την εγγραφή τέτοιου αλλοδαπού πλοίου στο Νηολόγιο Κυπριακών Πλοίων ή σύμβασης γυμνής ναύλωσης αλλοδαπού πλοίου στο Ειδικό Βιβλίο Παράλληλης Νηολόγησης∙
(2) σε τέτοιο κυπριακό πλοίο να φέρει τη σημαία άλλου κράτους με εγγραφή σύμβασης γυμνής ναύλωσης του σε αλλοδαπό νηολόγιο πλοίων∙ και
(3) τη διενέργεια ή/και καταχώριση οποιασδήποτε, υπό τις περιστάσεις κρίνει σκόπιμο, πράξης στο Νηολόγιο Κυπριακών Πλοίων ή στο Ειδικό Βιβλίο Παράλληλης Νηολόγησης αναφορικά με τέτοιο κυπριακό πλοίο, εκτός από την καταχώρηση εγγραφής δυνάμει αποφάσεως ή διατάγματος Δικαστηρίου της Δημοκρατίας∙
και να δίνει προς τούτο σχετικές οδηγίες στη Νηολογούσα Αρχή.
70. Ο Υπουργός δύναται και έχει εξουσία με απόφαση του, η οποία δύναται να δημοσιεύεται με εγκύκλιο, να καθορίζει, γενικά ή κατά περίπτωση-
(1) επιπρόσθετα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για την ασφάλεια των πλοίων ή για τη διαφύλαξη αυτής ή για την αποτροπή οποιασδήποτε παράνομης πράξης∙
(2) επιπρόσθετες απαιτήσεις αναφορικά με την έκδοση των πιστοποιητικών που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου ή/και στο εδάφιο (1) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου∙
(3) τους όρους ή τις προϋποθέσεις αναφορικά με τη χρήση όπλων ή ειδικού εξοπλισμού ασφάλειας∙ και
(4) τις συσκευές, όργανα, αντικείμενα ή μέσα τα οποία εμπίπτουν στη έννοια του ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας.
71.-(1) Ο Υπουργός δύναται και έχει εξουσία με διάταγμα δημοσιευόμενο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, γενικά ή κατά περίπτωση-
(α) να απαγορεύει τη διέλευση πλοίων δια μέσου περιοχών κινδύνου ή/και περιοχών υψηλού κινδύνου∙
(β) να καθορίζει συγκεκριμένες θαλάσσιες γεωγραφικές περιοχές δια μέσου των οποίων θα πρέπει να γίνεται η διέλευση των πλοίων που διαπλέουν περιοχές κινδύνου ή/και περιοχές υψηλού κινδύνου∙
(γ) να απαγορεύει τον κατάπλου πλοίων σε συγκεκριμένους λιμένες ή λιμενικές ή υπεράκτιες εγκαταστάσεις∙
(δ) να καθορίζει συγκεκριμένες θαλάσσιες γεωγραφικές περιοχές δια μέσου των οποίων θα πρέπει να γίνεται η διέλευση των πλοίων προς ή από συγκεκριμένους λιμένες ή λιμενικές ή υπεράκτιες εγκαταστάσεις∙
(ε) να επεκτείνει ή να τροποποιεί, προσωρινά, τα γεωγραφικά όρια των γεωγραφικών περιοχών που αναφέρονται στο Πρώτο Παράρτημα∙ και
(στ) να καθορίζει, προσωρινά, νέες περιοχές κινδύνου ή/και περιοχές υψηλού κινδύνου ή νέες γεωγραφικές περιοχές για τους σκοπούς των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 47 του παρόντος Νόμου και να τροποποιεί ή επεκτείνει τα όρια αυτών.
(2)(α) Ο Υπουργός, σε επείγουσες περιπτώσεις, για την ασφάλεια των πλοίων, δύναται και έχει εξουσία με απόφαση του που δημοσιεύεται στο πιο πάνω διάταγμα να δίνει οδηγίες για την πάραυτα εφαρμογή των κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου αναφερομένων ή για την εφαρμογή αυτών από οποιαδήποτε ημερομηνία πριν τη δημοσίευση του διατάγματος στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(β) Ο Διευθυντής έχει την υποχρέωση να ενημερώνει με εγκύκλιο πάραυτα αυτούς που επηρεάζονται από την πιο πάνω απόφαση του Υπουργού.
72. Ο Υπουργός δύναται και έχει εξουσία, με διάταγμα δημοσιευόμενο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να εκδίδει οδηγίες προς την Αρμόδια Αρχή, τους έχοντας την εκμετάλλευση πλοίων, τους πλοιάρχους και το προσωπικό των πλοίων, τις ιδιωτικές εταιρείες προστασίας πλοίων και τους ιδιωτικούς φρουρούς πλοίων αναφορικά με την εφαρμογή διατάξεων νόμων της Δημοκρατίας που διέπουν, ισχύουν ή εφαρμόζονται σε πλοία και για τους οποίους είναι Αρμόδια Αρχή.
73.-(1)(α) Ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου ή ο αντιπρόσωπός του στη Δημοκρατία δικαιούνται έκαστος να προσβάλουν με προσφυγή ενώπιον του Υπουργού οποιαδήποτε από τις ακόλουθες αποφάσεις, η οποία αφορά αυτόν ή το πλοίο και η οποία εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου-
(i) απόφαση της Αρμόδιας Αρχής με την οποία απορρίπτει αίτηση για έκδοση πιστοποιητικού κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου ·
(ii) απόφαση της Αρμόδιας Αρχής δυνάμει των διατάξεων της υποπαραγράφου (ii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 36 του παρόντος Νόμου με την οποία αναστέλλεται ή ακυρώνεται η ισχύς, ή το πεδίο ισχύος, πιστοποιητικού που εκδόθηκε κατά τα προβλεπόμενα στo εδάφιο (3) του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου·
(iii) απόφαση της Αρμόδιας Αρχής για επιβολή απαγόρευσης απόπλου ή/και εκτέλεσης πλόων κατά το άρθρο 80 του παρόντος Νόμου·
(iv) απόφαση της Αρμόδιας Αρχής για επιβολή διοικητικού προστίμου κατά το άρθρο 93 του παρόντος Νόμου.
(β) Νομικό πρόσωπο ή ο αντιπρόσωπός του στη Δημοκρατία δικαιούνται να προσβάλουν με προσφυγή ενώπιον του Υπουργού απόφαση της Αρμόδιας Αρχής με την οποία απορρίπτει αίτηση για έκδοση πιστοποιητικού κατά τα προβλεπόμενα στo εδάφιο (1) του άρθρο 22 του παρόντος Νόμου.
(γ) Η ιδιωτική εταιρεία· προστασίας πλοίων ή ο αντιπρόσωπός της στη Δημοκρατία δικαιούνται να προσβάλουν με προσφυγή ενώπιον του Υπουργού απόφαση της Αρμόδιας Αρχής δυνάμει των διατάξεων της υποπαραγράφου (ii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 36 με την οποία αναστέλλεται ή ακυρώνεται η ισχύς, ή το πεδίο ισχύος, πιστοποιητικού που εκδόθηκε κατά τα προβλεπόμενα στo εδάφιο (1) του άρθρο 22 του παρόντος Νόμου.
(δ) Η προσφυγή ενώπιον του Υπουργού ασκείται εγγράφως μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την επίδοση δια χειρός ή την αποστολή ταχυδρομικώς ή μέσω τηλεομοιότυπου ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή/και τηλετύπου της κοινοποίησης της προσβληθείσας απόφασης στο επηρεαζόμενο πρόσωπο ή στον αντιπρόσωπό του στη Δημοκρατία.
(2) Η κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου προσφυγή δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης.
(3) Ο Υπουργός εξετάζει την προσφυγή και, αφού ακούσει τους ενδιαφερόμενους ή δώσει την ευκαιρία σε αυτούς να εκθέσουν τις απόψεις τους γραπτώς, αποφασίζει για την τύχη της σύμφωνα με το εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου το αργότερο εντός προθεσμίας δέκα (10) εργάσιμων ημερών.
(4)(α) Ο Υπουργός δύναται να εκδώσει μια από τις ακόλουθες αποφάσεις-
(i) να επικυρώσει την προσβληθείσα απόφαση·
(ii) να ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση·
(iii) να τροποποιήσει την προσβληθείσα απόφαση·
(iv) να προβεί σε έκδοση νέας απόφασης σε αντικατάσταση της προσβληθείσας.
(β) Ο Υπουργός κοινοποιεί την απόφαση που εκδίδει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος εδαφίου δια χειρός ή ταχυδρομικώς ή μέσω τηλεομοιότυπου ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή τηλετύπου στον προσφεύγοντα, καθώς και στο επηρεαζόμενο πρόσωπο ή στον αντιπρόσωπό του στη Δημοκρατία.
(γ) Σε περίπτωση που η απόφαση του Υπουργού αφορά ή επηρεάζει ή έχει επιπτώσεις σε σχέση με πλοίο, η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση να ενημερώσει ως προς τούτο, δια χειρός ή ταχυδρομικώς ή μέσω τηλεομοιότυπου ή/και ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή τηλετύπου ταχυδρομείου, τον πλοίαρχο και τον έχοντα την εκμετάλλευση του σχετικού πλοίου.
(δ) Σε περίπτωση που η απόφαση του Υπουργού αφορά, ή επηρεάζει, ή έχει επιπτώσεις σε σχέση με, ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων ή ιδιωτικό φρουρό πλοίων, ο Διευθυντής έχει την εξουσία και δύναται να ενημερώσει κάθε επηρεαζόμενο πλοίο ή τον έχοντα την εκμετάλλευση κάθε επηρεαζόμενου πλοίου ή οποιοδήποτε άλλο επηρεαζόμενο πρόσωπο με εγκύκλιο του.
(5) Σε περίπτωση που η προσβαλλόμενη απόφαση δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου εκδόθηκε από τον Υπουργό ως Αρμόδια Αρχή, τα εδάφια (1) μέχρι και (4) του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, ως εάν να επρόκειτο περί ένστασης στον Υπουργό.
74. Κάθε φυσικό και νομικό πρόσωπο για το οποίο ισχύουν ή εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος Μέρους έχει την υποχρέωση να συμμορφώνεται και να υλοποιεί αυτές.
75. Πρόσωπο το οποίο ενεργεί κατά παράβαση διατάγματος, αποφάσεως ή οδηγίας του Υπουργού που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους ή κατά παράβαση οδηγίας της Αρμόδιας Αρχής που εκδίδεται δυνάμει αυτών ή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους, ή παραλείπει να συμμορφωθεί με αυτά, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη ή με χρηματική ποινή μέχρι είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20 000) ή με αμφότερες τις ποινές.
76.-(1) Η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση και την εξουσία να διερευνά, σε συνεργασία, όπου απαιτείται, με άλλες αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας, κάθε-
(α) διάπραξη ή απόπειρα διάπραξης παράνομης πράξης στην έννοια του παρόντος Νόμου∙
(β) εξαφάνιση ή θάνατο μέλους του προσωπικού του πλοίου ή άλλου επιβαίνοντος κατά τη διάρκεια της διάπραξης ή απόπειρας διάπραξης παράνομης πράξης ως η στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου αναφέρεται∙
(γ) σύλληψη, έρευνα, φυλάκιση, κατάσχεση και κατακράτηση δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου από τον πλοίαρχο ή/και το πλήρωμα του πλοίου∙ και
(δ) χρήση όπλων ή/και ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας εάν κρίνει τούτο σκόπιμο.
(2) Η Αρμόδια Αρχή δύναται και έχει εξουσία, μετά από διάπραξη ή απόπειρα διάπραξης παράνομης πράξης, να δίνει στον πλοίαρχο ή/και τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου οδηγίες αναφορικά με τις ενέργειες που αυτοί, ξεχωριστά ή από κοινού, θα πρέπει να προβούν.
(3) Η Αρμόδια Αρχή δύναται και έχει εξουσία να καθορίζει, μετά από διάπραξη ή απόπειρα διάπραξης παράνομης πράξης, τις επιθεωρήσεις ή/και τους ελέγχους ή/και τις έρευνες που απαιτούνται να γίνουν για να διαπιστωθεί η περαιτέρω αξιοπλοΐα του πλοίου.
(4) Η Αρμόδια Αρχή δύναται και έχει εξουσία, μετά από διάπραξη ή απόπειρα διάπραξης παράνομης πράξης, να διατάξει τον κατάπλου και την παραμονή του πλοίου σε συγκεκριμένο λιμένα ή λιμενική εγκατάσταση-
(α) για την εξέταση της υγείας ή/και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των επιβαινόντων∙ ή
(β) για τη διενέργεια επιθεωρήσεων ή/και ελέγχων ή/και των ερευνών για να διαπιστωθεί η περαιτέρω αξιοπλοΐα του πλοίου∙ ή
(γ) για την παράδοση από το πλοίαρχο οποιουδήποτε πρόσωπου έχει φυλακισθεί ή/και όπλου, συσκευής, οργάνου, εξοπλισμού, μέσου ή αντικειμένου έχει κατακρατηθεί δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1) των άρθρων 7 ή 11 του παρόντος Νόμου στις αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας ή στις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους∙ ή
(δ) για τη διερεύνηση παράνομης πράξης ή της απόπειρας διάπραξης παράνομης πράξης ή οποιουδήποτε άλλου συμβάντος από την Αρμόδια Αρχή ή από άλλη αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας∙ ή
(ε) για οποιεσδήποτε άλλες σχετικές ενέργειες ή ανάγκες κρίνει υπό τις περιστάσεις αναγκαίες.
(5) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν και εφαρμόζονται και σε σχέση με τις διατάξεις του Μέρους VIII του παρόντος Νόμου.
77.-(1) Η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση και την εξουσία να προβαίνει σε επιθεωρήσεις ή/και έλεγχους ή/και έρευνες με σκοπό τη διαπίστωση-
(α) της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου∙ ή/και
(β) της υλοποίησης ή/και συμμόρφωσης με οποιουσδήποτε όρους ή προϋποθέσεις αναφέρονται σε πιστοποιητικό που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 13 ή/και του εδαφίου (1) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου.
(2) Η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση και την εξουσία να προβαίνει σε σχετική διερεύνηση, σε συνεργασία, όπου απαιτείται, με άλλες αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας, σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή-
(α) λαμβάνει οποιανδήποτε προφορική ή γραπτή πληροφορία ή καταγγελία η οποία δημιουργεί εύλογες υπόνοιες για παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου∙ ή
(β) διαπιστώσει κατά τη διάρκεια επιθεώρησης, ελέγχου ή έρευνας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου ή κατά τη διάρκεια διερεύνησης δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 76 του παρόντος Νόμου ότι υπάρχουν ή προκύπτουν ή δυνατόν να υπάρχουν ή να προκύπτουν εύλογες υπόνοιες για παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(3) Οι διατάξεις των εδαφίων (2) έως (5) του άρθρου 76 του παρόντος Νόμου ισχύουν και εφαρμόζονται και σε σχέση με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
78.-(1)(α) Για τους σκοπούς των διατάξεων των εδαφίων (2) έως (7) του παρόντος άρθρου, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
“εργασία” σημαίνει διερεύνηση, επιθεώρηση, έλεγχο ή έρευνα δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 76 και 77 του παρόντος Νόμου∙
“εξουσιοδοτημένος λειτουργός” σημαίνει κάθε λειτουργό του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου στον οποίο έχει ανατεθεί ή αποφασισθεί από το Διευθυντή η εκτέλεση και διεκπεραίωση της σχετική εργασίας∙
“όπλο” ή “όπλα” σημαίνει το όπλο ή τα όπλα ως αυτά ορίζονται στο άρθρο 2 του παρόντος Νόμου καθώς και οποιοδήποτε άλλο πυροβόλο ή μη όπλο ή όπλα.
(β) Η αναφορά, στις διατάξεις των άρθρων 82 και 83 του παρόντος Νόμου, σε Αρμόδια Αρχή συνιστά, σε σχέση με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, αναφορά σε εξουσιοδοτημένο λειτουργό και οι διατάξεις των προαναφερθέντων άρθρων ισχύουν και εφαρμόζονται και σε σχέση με εξουσιοδοτημένο λειτουργό.
(2)(α) Κάθε εξουσιοδοτημένος λειτουργός έχει την υποχρέωση να υποβάλει, μέσω του Διευθυντή και εντός ευλόγου χρόνου, στον Υπουργό το πόρισμα της εργασίας που εξουσιοδοτήθηκε ή αποφασίσθηκε να εκτελέσει.
(β) Ο Διευθυντής δύναται και έχει την εξουσία να υποβάλει, στον Υπουργό, μαζί με το πιο πάνω πόρισμα, τα σχόλια και τις εισηγήσεις σε σχέση με αυτό.
(3) Εξουσιοδοτημένος λειτουργός δύναται και έχει εξουσία να απαιτεί-
(α) την υποβολή γραπτών δηλώσεων, εκθέσεων ή αναφορών σε γλώσσα κατανοητή από αυτόν∙
(β) την περισυλλογή ή/και φύλαξη πληροφοριών, τεκμηρίων ή άλλων στοιχείων περιλαμβανομένων των όσων αναφέρονται στις διατάξεις των παραγράφων (γ) έως (ε) του παρόντος εδαφίου∙
(γ) την παρουσίαση των όπλων, συσκευών, οργάνων, εξοπλισμού, μέσων ή αντικειμένων που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την απόπειρα διάπραξης παράνομης πράξης ή που εκ πρώτης όψεως υπήρχε πρόθεση να χρησιμοποιηθούν για το σκοπό αυτό∙
(δ) την παρουσίαση όπλων, ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας, συσκευών, οργάνων, αντικειμένων ή μέσων που έχουν χρησιμοποιηθεί ή που χρησιμοποιούνται ή πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για την ασφάλεια του πλοίου που βρισκόταν ή βρίσκεται πάνω στο πλοίο∙
(ε) την παρουσίαση ημερολογίων, μητρώων, εγγράφων, πιστοποιητικών, συμβάσεων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων σε γραπτή ή ηλεκτρονική μορφή ή/και σε γλώσσα κατανοητή από αυτόν∙
(στ) τη διεξαγωγή γυμνασίων και ασκήσεων∙ και
(ζ) οποιαδήποτε άλλη ενέργεια κρίνει σκόπιμη για την τεκμηρίωση των γεγονότων ή της εργασίας που διεξάγει.
(4) Εξουσιοδοτημένος λειτουργός δύναται και έχει εξουσία -
(α) να επιθεωρεί και να ελέγχει πλοία και να διεξάγει έρευνες πάνω σε πλοία οπουδήποτε και ανεξάρτητα από τον τόπο που αυτά βρίσκονται και να εισέρχεται σε οποιοδήποτε χώρο πάνω σε αυτά∙
(β) να ελέγχει τις εργασίες των εχόντων την εκμετάλλευση πλοίων ή/και ιδιωτικών εταιρειών προστασίας πλοίων και να διεξάγει ελέγχους και έρευνες στα υποστατικά από τα οποία οι έχοντες την εκμετάλλευση πλοίων ή/και οι ιδιωτικές εταιρείες προστασίας πλοίων διεξάγουν τις εργασίες τους και να εισέρχεται σε αυτά οπουδήποτε και ανεξάρτητα από τον τόπο που αυτά βρίσκονται∙
(γ) να καλεί με γραπτή ειδοποίηση, οποιοδήποτε νομικό ή φυσικό πρόσωπο, να παρουσιαστεί ενώπιον του και να καθορίζει ως προς τούτο τον τόπο, την ημερομηνία και την ώρα της καλούμενης εμφάνισης∙
(δ) να επισκέπτεται, και να συλλέγει πληροφορίες ή/και τεκμήρια από, οποιοδήποτε νομικό ή φυσικό πρόσωπο ή/και κρατική ή/και ημικρατική υπηρεσία, οργανισμό ή όργανο∙
(ε) να διενεργεί προφορικές ή γραπτές εξετάσεις σε γλώσσα κατανοητή από αυτόν∙
(στ) να καταγράφει προφορικές πληροφορίες που λαμβάνει σε γλώσσα κατανοητή από αυτόν∙
(ζ) να διενεργεί προφορικές συνεντεύξεις και να λαμβάνει γραπτές καταθέσεις σε γλώσσα κατανοητή από αυτόν∙
(η) να λαμβάνει φωτογραφίες ή/και εικόνες με ηλεκτρονικά μέσα και να ηχογραφεί ή/και να εικονογραφεί με ηλεκτρονικά μέσα προφορικές ή γραπτές εξετάσεις ή/και συνεντεύξεις∙
(θ) να περισυλλέγει και να κατακρατεί αντικείμενα ή τεκμήρια, περιλαμβανομένων των όσων αναφέρονται στις διατάξεις των παραγράφων (γ) και (δ) του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου∙
(ι) να περισυλλέγει και να κατακρατεί τα πρωτότυπα ή/και αντίγραφα ημερολογίων, μητρώων, εγγράφων, πιστοποιητικών, συμβάσεων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων σε γραπτή ή ηλεκτρονική μορφή∙
(ια) να διενεργεί ή/και να παρακολουθεί την εκ μέρους του διενέργεια εργαστηριακών ή υπό καθορισμένες από αυτόν συνθήκες ή προϋποθέσεις εξετάσεων, δοκιμών ή ελέγχων∙
(ιβ) να προβαίνει στην δέσμευση, αποδέσμευση και κατάσχεση των όσων αναφέρονται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου ως υποκείμενα σε δέσμευση, αποδέσμευση και κατάσχεση∙ και
(ιγ) να προβαίνει ή/και να λαμβάνει οποιαδήποτε άλλη ενέργεια κρίνει σκόπιμη για την τεκμηρίωση των γεγονότων ή της εργασίας που διεξάγει:
Νοείται ότι, ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός έχει την υποχρέωση να δίνει στο επηρεαζόμενο πρόσωπο αντίγραφο της γραπτής κατάθεσης του και στις περιπτώσεις περισυλλογής, και κράτησης αντικειμένων, τεκμηρίων ή πρωτότυπων εγγράφων, πιστοποιητικών, συμβάσεων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων σχετική προς τούτο απόδειξη παραλαβής τους:
Νοείται περαιτέρω ότι, ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός δύναται και έχει την εξουσία να καθορίζει τον τόπο, την ημερομηνία και την ώρα της έναρξης της γραπτής ή/και προφορικής εξέτασης ή/και συνέντευξης, να διενεργεί τη γραπτή ή/και προφορική εξέταση ή/και συνέντευξη σε επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας ή/και σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα κατανοητή τόσο από αυτόν όσο και από το επηρεαζόμενο πρόσωπο καθώς και να καθορίζει τα προς τούτο κριτήρια επιτυχίας, με την επιφύλαξη ότι έχει την υποχρέωση να ενημερώνει εκ των προτέρων προς τούτο γραπτώς το επηρεαζόμενο πρόσωπο.
(5) Τόσο ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός όσο και η Αρμόδια Αρχή τηρεί ως εμπιστευτικά τα όσα αναφέρονται στις υποπαραγράφους (δ) έως (ιβ) του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου καθώς και τις σχετικές με την εργασία σημειώσεις και αλληλογραφία.
(6) Ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός, ο οποίος δεν είναι απαραίτητο να είναι ο ίδιος με το λειτουργό που έχει εκτελέσει ή εκτελεί την εργασία, λαμβάνοντας υπόψη τα ευρήματα διεξαγόμενης ή/και διεξαχθείσας εργασίας-
(α) έχει την υποχρέωση να λαμβάνει τα αναγκαία υπό τις περιστάσεις προστατευτικά ή/και διορθωτικά μέτρα ή/και ενέργειες∙ και
(β) δύναται και έχει την εξουσία να δίνει στο πλοίαρχο, το προσωπικό του πλοίου, στους άλλους επιβαίνοντες σε αυτό, στον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου και σε κάθε πρόσωπο που εργοδοτείται από αυτόν, στην ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων και σε κάθε πρόσωπο που εργοδοτείται από αυτή καθώς επίσης σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο κριθεί υπό τις περιστάσεις αναγκαίο, οδηγίες αναφορικά με μέτρα ή/και ενέργειες που οι ανωτέρω υπό τις περιστάσεις, ξεχωριστά ή από κοινού θα πρέπει να προβούν ή να προβαίνουν.
79.-(1)(α) Για τους σκοπούς των διατάξεων των εδαφίων (2) έως (7) του παρόντος άρθρου, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
“εξουσιοδοτημένος λειτουργός” έχει την έννοια που αποδίδεται, στον όρο αυτό, στο εδάφιο (1) του άρθρου 78 του παρόντος Νόμου∙ και
“όπλο” ή “όπλα” ” έχει την έννοια που αποδίδεται, στον όρο αυτό, στο εδάφιο (1) του άρθρου 78 του παρόντος Νόμου.
(β) Η αναφορά, στις διατάξεις των άρθρων 82 και 83 του παρόντος Νόμου, σε Αρμόδια Αρχή συνιστά, σε σχέση με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, αναφορά σε εξουσιοδοτημένο λειτουργό και οι διατάξεις των προαναφερθέντων άρθρων ισχύουν και εφαρμόζονται και σε σχέση με εξουσιοδοτημένο λειτουργό.
(2) Σε περίπτωση που εξουσιοδοτημένος λειτουργός, κατά τη διάρκεια διερεύνησης δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 76 του παρόντος Νόμου ή κατά τη διάρκεια επιθεώρησης, ελέγχου ή έρευνας δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 77 διαπιστώσει ότι υπάρχουν ή προκύπτουν ή δυνατόν να υπάρχουν ή να προκύπτουν εύλογες υπόνοιες για παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου αναφορικά ή σε σχέση με όπλα ή/και ειδικό εξοπλισμό ασφαλείας που βρίσκεται πάνω σε πλοίο για χρήση αναφορικά με την προστασία της ασφάλειας του, αυτά-
(α) δεσμεύονται από τον εξουσιοδοτημένο λειτουργό και απαγορεύεται η περαιτέρω χρήση τους μέχρι την ολοκλήρωση της σχετικής εργασίας∙ και
(β) εάν διαπιστωθεί παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου αυτά κατάσχονται από τον εξουσιοδοτημένο λειτουργό ως υποκείμενα σε δήμευση, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, ενώ σε αντίθετη περίπτωση αποδεσμεύονται:
Νοείται ότι, ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός δύναται και έχει την εξουσία να δεσμεύει και να κατάσχει ως υποκείμενα σε δήμευση, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, οποιοδήποτε όπλο, ειδικό εξοπλισμό ασφάλειας, συσκευή, όργανο, αντικείμενο ή μέσο βρίσκεται πάνω σε πλοίο για χρήση σε σχέση με την προστασία της ασφάλειας του πλοίου ανεξάρτητα από το εάν τα πιο πάνω αναφέρονται σε πιστοποιητικό που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 13 ή/και του εδαφίου (1) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου ή ανεξάρτητα από την ισχύ του εν λόγω πιστοποιητικού.
(3) Ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός δύναται και έχει εξουσία να κατάσχει ως υποκείμενα σε δήμευση, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου-
(α) οποιοδήποτε όπλο βρίσκεται πάνω σε πλοίο για χρήση αναφορικά με την προστασία της ασφάλειας αυτού το οποίο δεν εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες των όπλων που αναφέρονται στο Δεύτερο Παράρτημα του παρόντος Νόμου και οποιοδήποτε όπλο δεν αναφέρεται σε πιστοποιητικό που εκδόθηκε αναφορικά με το πλοίο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου∙ και
(β) οποιαδήποτε συσκευή, όργανο, αντικείμενο ή μέσο βρίσκει πάνω σε πλοίο για χρήση αναφορικά με την προστασία της ασφάλειας αυτού το οποίο δεν εμπίπτει δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) του άρθρου 70 του παρόντος Νόμου στη έννοια του ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας και οποιοδήποτε ειδικό εξοπλισμό ασφαλείας δεν αναφέρεται σε πιστοποιητικό που εκδόθηκε αναφορικά με το πλοίο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου∙ και
(γ) οποιοδήποτε όπλο, συσκευή, όργανο, εξοπλισμό, μέσο ή αντικείμενο που έχει κατασχεθεί, κατακρατηθεί ή/και φυλαχθεί δυνάμει των διατάξεων-
(i) της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 7 του παρόντος Νόμου· ή
(ii) της υποπαραγράφου (ii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 11 του παρόντος Νόμου· ή
(iii) της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 62 του παρόντος Νόμου· και
(δ) οποιοδήποτε όπλο, συσκευή, όργανο, εξοπλισμό, μέσο ή αντικείμενο που χρησιμοποιήθηκαν από αυτούς που διέπραξαν ή αποπειράθηκα να διαπράξουν παράνομη πράξη για την διάπραξη ή την απόπειρα διάπραξης της παράνομης πράξης ή που εκ πρώτης όψεως υπήρχε πρόθεση να χρησιμοποιηθούν από αυτούς για ένα ή περισσότερους από τους πιο πάνω σκοπούς εάν αυτά-
(i) βρέθηκαν πάνω στο πλοίο μετά το συμβάν από τον εξουσιοδοτημένο λειτουργό κατά την διάρκεια διερεύνησης δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 76 του παρόντος Νόμου· ή
(ii) βρέθηκαν πάνω στο πλοίο μετά το συμβάν από οποιονδήποτε από τους επιβαίνοντας και έχουν περισυλλέγει ή/και φυλαχθεί από τον πλοίαρχο· ή
(iii) βρέθηκαν πάνω στο πλοίο μετά το συμβάν από οποιονδήποτε από τους επιβαίνοντας και έχουν παραληφθεί ή/και κατακρατηθεί από Ένοπλες Δυνάμεις ή Δυνάμεις Ασφάλειας· ή/και
(iv) βρέθηκαν πάνω στο πλοίο μετά το συμβάν και έχουν παραληφθεί ή/και κατακρατηθεί από Ένοπλες Δυνάμεις ή Δυνάμεις Ασφάλειας· ή/και
(v) βρέθηκαν πάνω στο πλοίο ή εκτός του πλοίου μετά το συμβάν από αλλοδαπές Ένοπλες Δυνάμεις ή Δυνάμεις Ασφάλειας που ενεργήσαν στα πλαίσια των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 59 του παρόντος Νόμου και έχουν παραληφθεί ή/και κατακρατηθεί από αυτές· ή/και
(vi) βρέθηκαν εκτός του πλοίου μετά το συμβάν και έχουν παραληφθεί ή/και κατακρατηθεί από Ένοπλες Δυνάμεις ή Δυνάμεις Ασφάλειας.
(4) Εξουσιοδοτημένος λειτουργός σε περίπτωση που προβεί σε δέσμευση ή/και κατάσχεση οποιουδήποτε όπλου, ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας, συσκευής, οργάνου, αντικειμένου ή μέσου-
(α) έχει την υποχρέωση να πληροφορεί γραπτώς ως προς τούτο τον πλοίαρχο και τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου·
(β) έχει την υποχρέωση να πληροφορεί γραπτώς ως προς τούτο την ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων η οποία είχε προβεί στη φόρτωση αυτών πάνω στο πλοίο·
(γ) δύναται και έχει την εξουσία να δίνει στο πλοίαρχο, στον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου και σε κάθε πρόσωπο που εργοδοτείται από αυτόν, στην ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων και σε κάθε πρόσωπο που εργοδοτείται από αυτή καθώς επίσης σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο κριθεί αναγκαίο, οδηγίες αναφορικά με μέτρα ή/και ενέργειες που οι ανωτέρω, υπό τις περιστάσεις, ξεχωριστά ή από κοινού θα πρέπει να προβούν ή να προβαίνουν μέχρι την εκφόρτωση από το πλοίο των δεσμευθέντων ή/και κατασχεθέντων·
(δ) σε περίπτωση που αποφασίζει την εκφόρτωση των δεσμευθέντων ή/και κατασχεθέντων από το πλοίο, δύναται και έχει την υποχρέωση να προβεί στις αναγκαίες διευθετήσεις για την εκφόρτωση αυτών από το πλοίο και για τη μεταφορά και φύλαξη τους στην Κύπρο ή σε άλλο κράτος το οποίο δυνατόν να αποδεχτεί να πράξει τούτο:
Νοείται ότι, ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός προβαίνει στις αναγκαίες διευθετήσεις σε συνεννόηση με τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου και λαμβάνει ως προς τούτο υπόψη τα δρομολόγια του πλοίου καθώς και την πρώτη ευκαιρία κατά την οποία θα είναι δυνατή η εκφόρτωσή τους από το πλοίο· και
(ε) σε περίπτωση που δεσμευθέντα ή/και κατασχεθέντα βρίσκονται εκτός του πλοίου και αποφασίζει την παραλαβή τους, δύναται και έχει την υποχρέωση να προβεί στις αναγκαίες προς τούτο διευθετήσεις καθώς και για τη μεταφορά και φύλαξη τους στην Κύπρο ή σε άλλο κράτος το οποίο δυνατόν να αποδεχτεί να πράξει τούτο.
(5)(α) Η ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων η οποία είχε προβεί στη φόρτωση όπλου, ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας, συσκευής, οργάνου, αντικειμένου ή μέσου που κατασχέθηκε από εξουσιοδοτημένο λειτουργό ή ο αντιπρόσωπος της στη Δημοκρατία, δύνανται, εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία κατάσχεσης τους, να αποταθούν γραπτώς στον Υπουργό με αίτημα την έκδοση οδηγίας από αυτόν για επιστροφή των κατασχεθέντων ή μέρους αυτών στην ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων ή σε άλλο πρόσωπο.
(β) Ο Υπουργός δύναται να προβαίνει στην έκδοση της οδηγίας που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου μόνο εάν ικανοποιηθεί ότι-
(i) διαδικασία σε σχέση με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος αναφορικά με παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου σε σχέση με τα κατασχεθέντα δεν έχει εγερθεί ή, εάν έχει εγερθεί, αυτή έχει περατωθεί χωρίς να καταδικαστεί οποιοδήποτε πρόσωπο·
(ii) διαδικασία για επιβολή διοικητικού προστίμου αναφορικά με παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου σε σχέση με τα κατασχεθέντα δεν έχει εγερθεί ή, εάν έχει εγερθεί, αυτή έχει περατωθεί και το διοικητικό πρόστιμο που επεβλήθη έχει εξοφληθεί·
(iii) διαδικασία για δήμευση των κατασχεθέντων δεν έχει εγερθεί ή, εάν έχει εγερθεί, αυτή έχει περατωθεί χωρίς να διαταχθεί η δήμευση αυτών·
(iv) σε περίπτωση που οι διαδικασίες που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (ι) έως (iii) της παρούσας παραγράφου δεν έχουν εγερθεί, ότι έχει παρέλθει χρονικό διάστημα πέραν των τεσσάρων μηνών αφότου αυτά κατασχέθηκαν·
(v) η ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων ή το πρόσωπο στο οποίο θα επιστραφούν τα κατασχεθέντα έχει προβεί με δικές της/του δαπάνες σε ικανοποιητικές διευθετήσεις για την παραλαβή, τη μετέπειτα μεταφορά και τον τελικό προορισμό αυτών· και
(vi) η ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων ή το πρόσωπο στο οποίο θα επιστραφούν τα κατασχεθέντα έχει αναλάβει γραπτή δέσμευση να αποζημιώσει τη Δημοκρατία σε σχέση με τις δημοσιές δαπάνες που έχουν προκύψει σε συνέπεια των διατάξεων των παραγράφων (δ) ή/και (ε) του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου πριν να επιστραφούν τα ως άνω σε αυτό.
(6) Οι διατάξεις των εδαφίων (4) και (5) του παρόντος άρθρου ισχύουν και εφαρμόζονται και σε σχέση με ειδικό εξοπλισμό ασφαλείας που φορτώθηκε πάνω στο πλοίο από τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου για χρήση από το προσωπικό του πλοίου, στα πλαίσια των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (3) του άρθρου 12 του παρόντος Νόμου.
(7)(α) Η Αρμόδια Αρχή δύναται και έχει την υποχρέωση να υποβάλει αίτημα στο Δικαστήριο για έκδοση διατάγματος δήμευσης των κατασχεθέντων που αναφέρονται-
(i) στις διατάξεις του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου, σε περίπτωση που εγείρει διαδικασία σε σχέση με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος αναφορικά με παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και αυτή περατώνεται με καταδίκη οποιουδήποτε προσώπου·
(ii) στις διατάξεις των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου, σε περίπτωση που δεν εγείρει διαδικασία σε σχέση με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος αναφορικά με παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και η ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων η οποία είχε προβεί στη φόρτωση των κατασχεθέντων στο πλοίο ή ο αντιπρόσωπος της στη Δημοκρατία δεν υποβάλει εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κατάσχεσης αίτηση για επιστροφή των ως ανω δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του παρόντος Νόμου· και
(iii) στις διατάξεις των παραγράφων (γ) και (δ) του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου, σε περίπτωση που δεν εγείρει διαδικασία σε σχέση με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος αναφορικά με παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(β) Σε τέτοια περίπτωση το αρμόδιο Δικαστήριο, εάν ικανοποιηθεί ότι-
(i) η παρουσία των κατασχεθέντων πάνω στο πλοίο συνιστούσε παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου· ή
(ii) αυτά χρησιμοποιήθηκαν από αυτούς που διέπραξαν ή αποπειράθηκαν να διαπράξουν παράνομη πράξη για την διάπραξη ή την απόπειρα διάπραξης της παράνομης πράξης ή εκ πρώτης όψεως υπήρχε πρόθεση να χρησιμοποιηθούν για ένα ή περισσότερους από τους πιο πάνω σκοπούς·
και τηρουμένων των διατάξεων των υποπαραγράφων (i) και (ii) της παραγράφου (β) του εδαφίου (5) του παρόντος άρθρου, δύναται και έχει την εξουσία να προβαίνει σε έκδοση διατάγματος για δήμευση των κατασχεθέντων και να διατάσει την Αρμόδια Αρχή να προβεί-
(αα) στη φύλαξη των κατασχεθέντων για οποιοδήποτε περαιτέρω χρόνο κρίνει αυτό σκόπιμο· ή
(ββ) στην καταστροφή των κατασχεθέντων και στην τεκμηρίωση της καταστροφής τους· ή
(γγ) στην παράδοση των κατασχεθέντων και στην τεκμηρίωση της παράδοσης τους σε αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας ή άλλου κράτους ή σε αλλοδαπές Ένοπλες Δυνάμεις ή Δυνάμεις Ασφαλείας που δυνατόν να αποδεχτούν να πράξουν τούτο.
80.-(1) Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος Νόμου η Αρμόδια Αρχή δύναται και έχει εξουσία να επιβάλει απαγόρευση απόπλου ή/και εκτέλεσης πλόων σε πλοίο.
(2) Η Αρμόδια Αρχή αίρει την απαγόρευση απόπλου ή/και εκτέλεσης πλόων μόνο όταν ικανοποιηθεί πως δεν υφίσταται πλέον η παράβαση.
(3)(α) Η Αρμόδια Αρχή κοινοποιεί τις κατά τα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου αποφάσεις της στον πλοίαρχο και τον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου.
(β) H Αρμόδια Αρχή δύναται και έχει την εξουσία εάν το κρίνει σκόπιμο να κοινοποιεί τις κατά τα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου αποφάσεις της σε άλλες αρμόδιες υπηρεσίες της Δημοκρατίας ή/και σε αρμόδιες υπηρεσίες άλλων κρατών ή/και σε ιδιωτική εταιρεία υπηρεσιών ασφαλείας που δυνατόν να επηρεάζεται.
81.-(1) Η Αρμόδια Αρχή δύναται και έχει εξουσία με εγκύκλιο να εκδίδει οδηγίες αναφορικά με την υλοποίηση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και να καθορίζει τη διαδικασία και τις απαιτήσεις για την επανέκδοση, ανανέωση, ή παράταση της ισχύος των πιστοποιητικών που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή για την τροποποίηση ή προσθήκη πληροφοριών ή στοιχείων που αναφέρονται σε αυτά.
(2) Η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση να κοινοποιεί γραπτώς κάθε απόφαση της δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου σε κάθε επηρεαζόμενο πρόσωπο ή πλοίο και δύναται και έχει εξουσία να πράττει τούτο δια χειρός ή/και ταχυδρομικώς ή/και μέσω τηλεομοιότυπου ή/και ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή/και τηλετύπου.
82. Ο πλοίαρχος, το προσωπικό του πλοίου, οι άλλοι επιβαίνοντες σε αυτό, ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου και κάθε πρόσωπο που εργοδοτείται από αυτόν, η ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων και κάθε πρόσωπο που εργοδοτείται από αυτή καθώς και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο η Αρμόδια Αρχή κρίνει αναγκαίο, έχουν έκαστος την υποχρέωση να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις ή/και τις οδηγίες της Αρμόδιας Αρχής που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους, να συνεργάζονται με, και να παρουσιάζουν ή/και να παρέχουν ή/και να παραδίδουν σε αυτή οποιαδήποτε πληροφορία, στοιχείο ή άλλο τεκμήριο τους ζητηθεί, ή γνωρίζουν ή έχουν στην κατοχή τους.
83.-(1) Πρόσωπο το οποίο ενεργεί κατά παράβαση αποφάσεως ή οδηγίας της Αρμόδιας Αρχής που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους, ή παραλείπει να συμμορφωθεί με αυτά, ή αρνείται να συνεργαστεί με την Αρμόδια Αρχή κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή αρνείται να παράσχει οποιεσδήποτε σχετικές πληροφορίες του ζητηθούν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή παρεμποδίζει την Αρμόδια Αρχή στην εκτέλεση του έργου της κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη ή με χρηματική ποινή μέχρι είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20 000) ή με αμφότερες τις ποινές.
(2)(α) Το κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου ποινικό αδίκημα διαπράττει επίσης πρόσωπο που υποβάλλει στην Αρμόδια Αρχή ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία, αντικείμενο ή τεκμήριο.
(β) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα με βάση τις διατάξεις της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι παρείχε την πληροφορία, το αντικείμενο ή το τεκμήριο με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι η παρεχόμενη πληροφορία, αντικείμενο ή τεκμήριο ήταν ψευδής, ελλιπής, ανακριβής ή παραπλανητική.
84. Ο Διευθυντής δύναται και έχει την υποχρέωση να δημοσιεύει με εγκύκλιο του αποφάσεις του Υπουργού και της Αρμοδίας Αρχής δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
85.-(1) Ο Διευθυντής δύναται και έχει εξουσία να καθορίζει με γνωστοποίηση τις καταχωρήσεις που πρέπει να γίνονται στο επίσημο ημερολόγιο του πλοίου σε σχέση με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Ο πλοίαρχος του πλοίου έχει την υποχρέωση να καταχωρεί στο επίσημο ημερολόγιο του πλοίου τα όσα καθορίζονται κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου.
86.-(1) Ο Διευθυντής δύναται και έχει εξουσία να καθορίζει με γνωστοποίηση τα τέλη που πρέπει να καταβάλλονται-
(α) για την εξέταση ή επανεξέταση αίτησης που υποβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου∙
(β) για την έκδοση, επανέκδοση, ανανέωση, ή παράταση της ισχύος των πιστοποιητικών που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή για την τροποποίηση ή προσθήκη πληροφοριών ή στοιχείων που αναφέρονται σε αυτά∙
(γ) για επιθεωρήσεις και ελέγχους που γίνονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου∙ και
(δ) για οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία παρέχεται από την Αρμόδια Αρχή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Ο Διευθυντής δύναται και έχει εξουσία να καθορίζει, για περίοδο μέχρι και έξι (6) μήνες από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου ή μέχρι τη δημοσίευση της, κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, γνωστοποίησης, οποιοδήποτε από τα δυο είναι ενωρίτερα, τα τέλη που θα πρέπει να καταβάλλονται.
(3) Εξαιρουμένων των τελών που θα πρέπει να καταβάλλονται για την έκδοση των πιστοποιητικών που προβλέπονται από τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (6) και του εδαφίου (7) του άρθρου 53 του παρόντος Νόμου, τα καθοριζόμενα , δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1) ή/και (2) του παρόντος άρθρου, τέλη δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερα από τη σχετική δημόσια δαπάνη για την παροχή της αιτουμένης υπηρεσίας.
(4) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αιτείται υπηρεσία δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου έχει την υποχρέωση να καταβάλει τα σχετικά με αυτή τέλη.
(5) Η Αρμόδια Αρχή δύναται και έχει εξουσία να αρνείται την παροχή της αιτουμένης υπηρεσίας ή την εκτέλεση ή διεκπεραίωση της σχετικής με αυτή εργασία χωρίς την εκ των προτέρων καταβολή του σχετικού με αυτή τέλους.
87.-(1) Ο Διευθυντής δύναται και έχει εξουσία να εκδίδει οδηγίες αναφορικά με την υλοποίηση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και τηρουμένων των διατάξεων του να καθορίζει με εγκύκλιο του τη μορφή, τη διάταξη και το περιεχόμενο των-
(α) αιτήσεων που αναφέρονται στις διατάξεις παρόντος Νόμου∙
(β) δηλώσεων που απαιτούνται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου∙
(γ) των πιστοποιητικών που δύνανται να εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου∙
(δ) αναφορών που απαιτούνται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου∙ και
(ε) οποιωνδήποτε άλλων εγγράφων κρίνει αναγκαία για υλοποίηση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή/και για τεκμηρίωση συμμόρφωσης με τις διατάξεις του.
88. Κάθε φυσικό και νομικό πρόσωπο για το οποίο ισχύουν ή εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος Μέρους έχει την υποχρέωση να συμμορφώνεται και να υλοποιεί αυτές.
89.-(1) Πρόσωπο το οποίο ενεργεί κατά παράβαση οδηγίας του Διευθυντή που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους ή κατά παράβαση οδηγίας της Αρμόδιας Αρχής που εκδίδεται δυνάμει αυτών, ή παραλείπει να συμμορφωθεί με αυτές, ή αρνείται να συνεργαστεί με το Διευθυντή κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή αρνείται να παράσχει οποιεσδήποτε σχετικές πληροφορίες του ζητηθούν από το Διευθυντή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή παρεμποδίζει το Διευθυντή στην εκτέλεση του έργου του κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη ή με χρηματική ποινή μέχρι είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20 000) ή με αμφότερες τις ποινές.
(2)(α) Το κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου ποινικό αδίκημα διαπράττει επίσης πρόσωπο που υποβάλλει στο Διευθυντή ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία, αντικείμενο ή τεκμήριο.
(β) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα με βάση τις διατάξεις της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι παρείχε την πληροφορία, το αντικείμενο ή το τεκμήριο με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι η παρεχόμενη πληροφορία, αντικείμενο ή τεκμήριο ήταν ψευδής, ελλιπής, ανακριβής ή παραπλανητική.
90.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 69 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και Νόμοι του 1962 έως 2011 πρόσωπο το οποίο-
(α) διαπράττει ή αποπειράται τη διάπραξη παράνομης πράξης εναντίον πλοίου ή/και των επιβαινόντων σε αυτό ή/και του φορτίου που αυτό μεταφέρει· ή
(β) υποκινεί ή/και διευκολύνει τη διάπραξη ή/και την απόκρυψη της διάπραξης οποιασδήποτε από τις πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου· ή/και
(γ) συνωμοτεί ή/και συνεργάζεται ή/και συνδράμει με σκοπό τη διάπραξη ή/και την απόκρυψη της διάπραξης οποιασδήποτε από τις πράξεις που αναφέρονται στις παραγράφους (α) ή/και (β) του παρόντος εδαφίου του παρόντος εδαφίου·
διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με δια βίου φυλάκιση.
(2) Πρόσωπο το οποίο παραλείπει να συμμορφωθεί με υποχρέωση που του επιβάλλει ο παρών Νόμος ή εκδιδόμενες δυνάμει των διατάξεων αυτού κανονιστικές ή διοικητικές πράξεις για την οποία δεν δημιουργείται άλλο ποινικό αδίκημα, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης μέχρι δώδεκα (12) μήνες ή με χρηματική ποινή μέχρι δέκα χιλιάδες ευρώ (€10 000) ή με αμφότερες τις ποινές.
(3)(α) Πρόσωπο στο οποίο ο παρών Νόμος ή εκδιδόμενες δυνάμει των διατάξεων αυτού κανονιστικές ή διοικητικές πράξεις επιβάλλει υποχρέωση παροχής ή διαβίβασης πληροφορίας για την οποία υποχρέωση ο παρών Νόμος ή εκδιδόμενες δυνάμει των διατάξεων αυτού κανονιστικές ή διοικητικές πράξεις δεν δημιουργούν άλλο ποινικό αδίκημα, το οποίο-
(i) αποκρύπτει, καταστρέφει ή παραποιεί τέτοια πληροφορία· ή/και
(ii) διαβιβάζει ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία· ή/και
(iii) υποκινεί ή/και διευκολύνει τη διάπραξη ή/και την απόκρυψη της διάπραξης οποιασδήποτε από τις πράξεις που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) ή/και (ii) της παρούσης παραγράφου· ή/και
(iv) συνωμοτεί ή/και συνεργάζεται ή/και συνδράμει με σκοπό τη διάπραξη ή/και την απόκρυψη της διάπραξης οποιασδήποτε από τις πράξεις που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) ή/και (ii) ή/και (iii) της παρούσης παραγράφου·
διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη ή με χρηματική ποινή μέχρι είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20 000) ή με αμφότερες τις ποινές.
(β) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα με βάση τις διατάξεις της υποπαραγράφου (ii) της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι παρείχε την πληροφορία με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι η παρεχόμενη πληροφορία ήταν ψευδής, ελλιπής, ανακριβής ή παραπλανητική.
91.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 20 των περί Δικαστηρίων Νόμων και με επιφύλαξη του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, τα Δικαστήρια της Δημοκρατίας κέκτηνται δικαιοδοσίας εκδίκασης όλων των ποινικών αδικημάτων που διαπράττονται κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των εκδιδόμενων δυνάμει των διατάξεων αυτού κανονιστικών ή διοικητικών πράξεων.
(2) Σε σχέση με ποινικά αδικήματα κατά το εδάφιο (1) του άρθρου 90 του παρόντος Νόμου εναντίον πλοίων, τα Δικαστήρια της Δημοκρατίας, κέκτηνται δικαιοδοσίας στις ακόλουθες περιπτώσεις σε σχέση με τέτοια αδικήματα που διαπράττονται στα χωρικά ύδατα άλλου κράτους-
(α) όταν το εν λόγω κράτος, στα χωρικά ύδατα του οποίου διαπράττεται το αδίκημα, αδυνατεί να εκδικάσει το αδίκημα λόγω ελλιπούς ή απουσίας σχετικής νομοθεσίας·
(β) όταν το εν λόγω κράτος, στα χωρικά ύδατα του οποίου διαπράττεται το αδίκημα, εκχωρήσει στη Δημοκρατία τη δικαιοδοσία εκδίκασης του αδικήματος·
(γ) όταν η νομοθεσία του κράτους, στα χωρικά ύδατα του οποίου διαπράττεται το αδίκημα, συγκρούεται σε θέματα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τη νομοθεσία της Δημοκρατίας.
92.-(1) Οι δηλώσεις που απαιτούνται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, γίνονται ενώπιον της Αρμόδιας Αρχής ή ενώπιον δικαστή, ή άλλου προσώπου το οποίο είναι αρμόδιο να δέχεται όρκους ή ενώπιον προξενικού υπαλλήλου της Δημοκρατίας.
(2) Οι δηλώσεις νομικού προσώπου που απαιτούνται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, δύνανται να γίνονται εκ μέρους του από τον γραμματέα, ή άλλο εξουσιοδοτημένο προς τούτο αξιωματούχο του.
93.-(1) Σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή διαπιστώσει ότι πρόσωπο διαπράττει πράξη ή τελεί σε παράλειψη, κατά παράβαση διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των εκδιδόμενων δυνάμει των διατάξεων αυτού κανονιστικών ή διοικητικών πράξεων, η Αρμόδια Αρχή δύναται να επιβάλει σε τέτοιο πρόσωπο διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50 000), ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, ανεξάρτητα από το αν συντρέχει περίπτωση ποινικής ευθύνης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή άλλου νόμου ή κανονιστικής ή διοικητικής πράξης.
(2) Προτού επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, η Αρμόδια Αρχή ειδοποιεί το επηρεαζόμενο πρόσωπο για την πρόθεσή της να επιβάλει το διοικητικό πρόστιμο, ενημερώνοντάς το για τους λόγους για τους οποίους προτίθεται να ενεργήσει τοιουτοτρόπως και παρέχοντας σε αυτό το δικαίωμα υποβολής παραστάσεων, μέσα σε προθεσμία πέντε εργάσιμων ημερών από την ημέρα της ειδοποίησης.
(3) Η Αρμόδια Αρχή επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου με γραπτή και αιτιολογημένη απόφασή της την οποία διαβιβάζει στο επηρεαζόμενο πρόσωπο και-
(α) η οποία καθορίζει την παράβαση· και
(β) δια της οποίας πληροφορεί το επηρεαζόμενο πρόσωπο-
(i) περί του δικαιώματός του να προσβάλει την απόφαση με προσφυγή στον Υπουργό, και με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος· και
(ii) περί των προθεσμιών εντός των οποίων δύνανται να ασκηθούν τα προαναφερόμενα δικαιώματα· και
(γ) η οποία καθίσταται εκτελεστή με την εν λόγω διαβίβασή της.
(4) O Υπουργός έχει εξουσία να καθορίζει με οδηγίες του τα ενδεικτικά κριτήρια υπολογισμού του ύψους του επιβαλλόμενου δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου διοικητικού προστίμου, χωρίς τούτο να περιορίζει τη διακριτική ευχέρεια της Αρμόδιας Αρχής να αποφασίζει ελεύθερα περί του ύψους του επιβαλλομένου διοικητικού προστίμου, με βάση τα κατά περίπτωση πραγματικά περιστατικά.
(5)(α) Το επηρεαζόμενο πρόσωπο προσωπικά ή διά του αντιπροσώπου του στη Δημοκρατία δικαιούται να προσβάλει, με προσφυγή ενώπιον του Υπουργού, την απόφαση της Αρμόδιας Αρχής δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου περί επιβολής διοικητικού προστίμου, η οποία απόφαση αφορά στο εν λόγω πλοίο.
(β) Η προσφυγή ενώπιον του Υπουργού ασκείται εγγράφως μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία τριάντα (30) ημερών από τη διαβίβαση της προσβαλλόμενης απόφασης στο επηρεαζόμενο πρόσωπο.
ΠΡΩΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Περιοχές Κινδύνου και Υψηλού Κινδύνου
Μέρος Ι
Περιοχές Κινδύνου - Περιοχές Υψηλού Κίνδυνου
(Άρθρο 2)
(A) Περιοχές Κινδύνου-
Καμία.
(Β) Περιοχές Υψηλού Κίνδυνου-
(1) Ανατολική Αφρική και Βορειοδυτικός Ινδικός Ωκεανός-
Η θαλάσσια περιοχή της Ανατολικής Αφρικής, του Βορειοδυτικού Ινδικού Ωκεανού, της Αραβικής Θάλασσας, του Κόλπου του Ομάν, του Κόλπου του Άντεν και της Νότιου Ερυθράς Θάλασσας μεταξύ των ακολούθων γραμμών-
(α) του 15Ο Βόρειου παράλληλου στην Ερυθρά Θάλασσα∙
(β) του 56Ο 30’ Ανατολικού μεσημβρινού στα στενά του Χορμούζ∙
(γ) τον 78Ο Ανατολικού μεσημβρινού∙ και
(δ) τον 10Ο Νοτίου παράλληλου.
(2) Δυτική Αφρική και Κόλπος της Γουϊνέας-
Η θαλάσσια περιοχή της Δυτικής Αφρικής και Κόλπος της Γουϊνέας μεταξύ των ακολούθων γραμμών-
(α) στα δυτικά από γραμμή που αρχίζει από το γεωγραφικό σημείο της τομής των ακτών της Ακτής του Ελεφαντοστού με το 7Ο 30’ Δυτικό μεσημβρινό μέχρι το γεωγραφικό σημείο (σημείο Α) 200 ναυτικά μίλια από τις ακτές της Ακτής του Ελεφαντοστού μετρούμενα κατά μήκος του 7Ο 30’ Δυτικού μεσημβρινού∙
(β) στα νότια από γραμμή που αρχίζει από το γεωγραφικό σημείο της τομής των ακτών της Αγκόλας με το τον 5Ο 76’ Νότιο παράλληλο μέχρι το γεωγραφικό σημείο (σημείο Β) 200 ναυτικά μίλια από τις ακτές της Αγκόλας μετρούμενα κατά μήκος του 5Ο 76’ Νοτίου παράλληλου∙ και
(γ) λοξοδρομική γραμμή που συνδέει το σημείο Α με το σημείο Β.
Μέρος ΙΙ
Γεωγραφικές περιοχές εντός περιοχών υψηλού κίνδυνου
(παράγραφος (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 47 του παρόντος Νόμου)
(1) Εντός της περιοχής υψηλού κινδύνου της Ανατολικής Αφρικής και του Βορειοδυτικού Ινδικού Ωκεανού-
Η θαλάσσια περιοχή μεταξύ των ακολούθων γραμμών-
(α) στα βόρεια και δυτικά από τη γραμμή που αρχίζει από το γεωγραφικό σημείο των συνόρων του Τζιμπουτί με τη Σομαλία στις ακτές της Αφρικής μέχρι το γεωγραφικό σημείο με γεωγραφικό πλάτος 11Ο 48’ Βόρειο και γεωγραφικό μήκος 45Ο Ανατολικό και από εκεί μέχρι το γεωγραφικό σημείο με γεωγραφικό πλάτος 12Ο 00’ Βόρειο και γεωγραφικό μήκος 45Ο Ανατολικό και από εκεί μέχρι την νήσο Mayyun στα Στενά του Bab el Mandeb∙
(β) στα βόρεια και ανατολικά από τη γραμμή που αρχίζει από το Rhiy di lrisal στη νήσο Suqutra (σημείο Α) μέχρι το γεωγραφικό σημείο με γεωγραφικό πλάτος 14Ο 18’ Βόρειο και γεωγραφικό μήκος 53Ο Ανατολικό και από εκεί μέχρι το γεωγραφικό σημείο με γεωγραφικό πλάτος 14Ο 30’ Βόρειο και γεωγραφικό μήκος 53Ο Ανατολικό και από εκεί μέχρι το γεωγραφικό σημείο των συνόρων της Υεμένης με το Ομάν στις ακτές της χερσονήσου της Αραβίας∙
(γ) στα βόρεια από τον παράλληλο που διέρχεται από το σημείο Α μέχρι το γεωγραφικό σημείο (σημείο Β) 400 ναυτικά μίλια από τις ακτές της Σομαλίας μετρούμενα κατά μήκος του παραλλήλου που διέρχεται από το σημείο Α∙
(δ) στα νότια από τη γραμμή που αρχίζει από το γεωγραφικό σημείο (σημείο Γ) των συνόρων της Κένυας με τη Σομαλία στις ακτές της Αφρικής μέχρι το γεωγραφικό σημείο (σημείο Δ) 400 ναυτικά μίλια από το σημείο Α μετρούμενα κατά μήκος του παραλλήλου που διέρχεται από το σημείο Δ∙ και
(ε) στα ανατολικά από τη γραμμή που αρχίζει από το σημείο Β μέχρι και καταλήγει στο σημείο Δ η οποία ορίζεται από γεωγραφικά σημεία 400 ναυτικά μίλια από τις ακτές της Σομαλίας μετρούμενα κατά μήκος των παράλληλων μεταξύ των σημείων Α και Γ∙
αλλά εξαιρουμένης της θαλάσσιας περιοχής του Διεθνώς Συνιστώμενου Διαδρόμου Διέλευσης (Internationally Recommended Transit Corridor (IRTC)) μεταξύ του γεωγραφικού σημείου με γεωγραφικό πλάτος 11Ο 48’ Βόρειο και γεωγραφικό μήκος 045Ο 00’ Ανατολικό και από εκεί μέχρι το γεωγραφικό σημείο με γεωγραφικό πλάτος 14Ο 18’ Βόρειο και γεωγραφικό μήκος 053Ο 00’ Ανατολικό και από εκεί μέχρι το γεωγραφικό σημείο με γεωγραφικό πλάτος 14Ο 30’ Βόρειο και γεωγραφικό μήκος 053Ο 00’ Ανατολικό και από εκεί μέχρι το γεωγραφικό σημείο με γεωγραφικό πλάτος 12Ο 00’ Βόρειο και γεωγραφικό μήκος 045Ο 00’ Ανατολικό και από εκεί μέχρι το γεωγραφικό σημείο με γεωγραφικό πλάτος 11Ο 48’ Βόρειο και γεωγραφικό μήκος 045Ο 00’ Ανατολικό.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Όπλο ή όπλα
(Άρθρο 2)
Μέρος Ι
Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, “όπλο” ή “όπλα” σημαίνει όλα τα αντικείμενα που υπάγονται σε μια από τις ακόλουθες κατηγορίες, εκτός από εκείνα που αντιστοιχούν στον ορισμό αλλά έχουν εξαιρεθεί από αυτόν για τους λόγους που αναφέρονται στο Μέρος II-
Κατηγορία Α
Απαγορευμένα όπλα και πυρομαχικά
(1) Εκρηκτικοί στρατιωτικοί μηχανισμοί και εκτοξευτές·
(2) Τα πυροβόλα όπλα που έχουν τη μορφή άλλου αντικειμένου·
(3) Τα πυρομαχικά με εκρηκτικές ή εμπρηστικές σφαίρες καθώς και τα βλήματα γι' αυτά τα πυρομαχικά· και
(4) Τα πυρομαχικά με διαστελλόμενα βλήματα καθώς και τα βλήματα αυτά, εκτός από τα κυνηγετικά όπλα και τα όπλα σκοποβολής.
Κατηγορία Β-1
Όπλα για τα οποία απαιτείται αιτιολόγηση της επιλογής
(1) Στρατιωτικά όπλα με λεία κάννη, διαμετρήματος κάτω των 20 mm, άλλα στρατιωτικά όπλα και αυτόματα όπλα διαμετρήματος 12,7 mm (μισής ίντσας) και κάτω, και τα παρελκόμενά τους, ως ακολούθως, και ειδικά σχεδιασμένα συστατικά μέρη αυτών-
(α) Τυφέκια, καραμπίνες, περίστροφα, πιστόλια, αυτόματα πιστόλια και πολυβόλα·
(β) Λειόκαννα όπλα, ως ακολούθως-
(i) Λειόκαννα όπλα ειδικά σχεδιασμένα για στρατιωτική χρήση·
(ii) Άλλα λειόκαννα όπλα, ως ακολούθως-
(αα) πλήρως αυτομάτου τύπου·
(ββ) ημιαυτόματα ή τύπου "χράπα-χρούπα"·
(γ) Όπλα που χρησιμοποιούν πυρομαχικά χωρίς κάλυκες·
(δ) Σιγαστήρες, ειδικές βάσεις πυροβόλων, γεμιστήρες, στόχαστρα και σκοπευτικά συστήματα και φλογοκρύπτες για τα όπλα που προσδιορίζονται στα σημεία (α), (β) ή (γ).
Κατηγορία Β-2
Όπλα για τα οποία απαιτείται αιτιολόγηση της επιλογής
(1) Τα βραχέα ημιαυτόματα ή επαναληπτικά πυροβόλα όπλα·
(2) Τα βραχέα πυροβόλα όπλα μιας βολής, με κεντρική επίκρουση·
(3) Τα βραχέα πυροβόλα όπλα μιας βολής, με περιφερειακή επίκρουση, συνολικού μήκους μικρότερου από 28 cm·
(4) Τα μακρύκαννα ημιαυτόματα όπλα των οποίων η αποθήκη φυσιγγίων και η θαλάμη μπορούν να φέρουν πάνω από τρία φυσίγγια·
(5) Τα μακρύκαννα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα των οποίων η αποθήκη φυσιγγίων και η θαλάμη μπορούν να περιέχουν περισσότερα από τρία φυσίγγια, τα οποία φέρουν κινητό γεμιστήρα, ή για τα οποία δε μπορεί να υπάρξει εγγύηση ότι αποκλείεται να μετατραπούν, με συνήθη εργαλεία, σε όπλα των οποίων η αποθήκη φυσιγγίων και η θαλάμη δε μπορούν να περιέχουν περισσότερα από τρία φυσίγγια·
(6) Τα μακρύκαννα επαναληπτικά και ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα με λεία κάννη ή οποία δεν υπερβαίνει τα 60 cm· και
(7) Τα ημιαυτόματα μη στρατιωτικά πυροβόλα όπλα που έχουν τη μορφή αυτόματου πυροβόλου όπλου.
Κατηγορία Γ
Όπλα για τα οποία απαιτείται δήλωση της επιλογής
(1) Τα μακρύκαννα επαναληπτικά πυροβόλα όπλα εκτός από εκείνα που αναφέρονται στην κατηγορία Β-2 σημείο 6·
(2) Τα μακρύκαννα πυροβόλα όπλα μιας βολής ανά αυλακωτή κάννη·
(3) Τα μακρύκαννα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα εκτός από εκείνα που περιλαμβάνονται στην κατηγορία Β-2 σημεία 4 έως 7· και
(4) Τα βραχέα πυροβόλα όπλα μιας βολής, με περιφερειακή επίκρουση, συνολικού μήκους μεγαλύτερου ή ίσου προς 28 cm·
Κατηγορία Δ
Όπλα για τα οποία απαιτείται δήλωση της επιλογής
Τα μακρύκαννα πυροβόλα όπλα μιας βολής ανά λεία κάννη.
Μέρος ΙΙ
Για τους σκοπούς του παρόντος Παραρτήματος, δεν περιλαμβάνονται στον ορισμό των πυροβόλων όπλων, τα αντικείμενα που ανταποκρίνονται στον ορισμό αυτόν αλλά τα οποία-
(α) έχουν καταστεί οριστικά ακατάλληλα προς χρήση μέσω απενεργοποίησης, ώστε να εξασφαλίζεται ότι όλα τα ουσιώδη μέρη του πυροβόλου όπλου κατέστησαν οριστικά ακατάλληλα προς χρήση και μη δυνάμενα να αφαιρεθούν, να αντικατασταθούν ή να τροποποιηθούν κατά τρόπο που να καθιστά δυνατή οποιαδήποτε ενδεχόμενη επαναενεργοποίηση·
(β) έχουν σχεδιαστεί για να δίνουν σήμα συναγερμού, για σηματοδοσία, για διάσωση, για σφαγή, για αλιεία με καμάκι ή προορίζονται για βιομηχανικούς ή τεχνικούς σκοπούς υπό τον όρο ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο γι αυτή τη συγκεκριμένη χρήση·
(γ) θεωρούνται παλαιά όπλα ή σύγχρονα αντίγραφα τους, εφόσον δεν έχουν περιληφθεί στις προηγούμενες κατηγορίες ή είναι-.
(i) μουσκέτα, τυφέκια και αραβίδες που έχουν κατασκευαστεί πριν από το 1938·
(ii) απομιμήσεις μουσκέτων, τυφεκίων και αραβίδων, τα πρωτότυπα των οποίων έχουν κατασκευαστεί πριν από το 1890·
(iii) περίστροφα, πιστόλια, και αυτόματα όπλα που έχουν κατασκευαστεί πριν από το 1890, και οι απομιμήσεις τους.
Μέρος ΙΙΙ
Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος-
“πυροβόλο όπλο” σημαίνει οποιοδήποτε φορητό όπλο με κάννη το οποίο εξακοντίζει, είναι σχεδιασμένο να εξακοντίζει ή μπορεί να μετατραπεί ώστε να εξακοντίζει σφαίρα, βολίδα ή βλήμα μέσω της ενέργειας εκρηκτικής ύλης, εκτός εάν εξαιρείται για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο Μέρος ΙΙ του παρόντος Παραρτήματος. Τα πυροβόλα όπλα κατατάσσονται σε κατηγορίες στο Μέρος I του παρόντος Παραρτήματος:
Νοείται ότι, ένα αντικείμενο θεωρείται ότι μπορεί να μετατραπεί ώστε να εξακοντίζει σφαίρα, βολίδα ή βλήμα μέσω της ενέργειας εκρηκτικής ύλης, εάν έχει τη μορφή πυροβόλου όπλου και λόγω της κατασκευής του ή του υλικού από το οποίο είναι κατασκευασμένο, μπορεί να υποστεί τη μετατροπή αυτή:
Νοείται περαιτέρω ότι, για τους σκοπούς αναγνώρισης και ιχνηλάτησης κάθε όπλο θα πρέπει να φέρει σήμανση στην όποια περιλαμβάνεται το όνομα του κατασκευαστή, η χώρα ή ο τόπος κατασκευής, ο αριθμός σειράς και το έτος κατασκευής (εάν δεν αποτελεί μέρος του αριθμού σειράς) ή αριθμητικό ή αλφαριθμητικό κωδικό και παρέχει τη δυνατότητα εύκολης αναγνώρισης. Η πιο πάνω απαίτηση δεν αποκλείει την ενδεχόμενη προσθήκη σφραγίδων γνησιότητας ή/και του εμπορικού σήματος του κατασκευαστή. Η σήμανση πρέπει να εμφανίζεται σε ουσιώδες τμήμα του όπλου και η καταστροφή της να καθιστά το όπλο άχρηστο·
“βραχύ πυροβόλο όπλο” σημαίνει το πυροβόλο όπλο η κάννη του οποίου δεν υπερβαίνει τα 30 cm ή το συνολικό μήκος του οποίου δεν υπερβαίνει τα 60 cm·
“μακρύκανο πυροβόλο όπλο” σημαίνει το κάθε πυροβόλο όπλο εκτός από τα βραχέα·
“αυτόματο όπλο” σημαίνει το πυροβόλο όπλο, το οποίο, μετά από κάθε βολή, οπλίζεται εκ νέου μόνο του και μπορεί να βάλει με ριπές κάθε φορά που πιέζεται η σκανδάλη·
“ημιαυτόματο όπλο” σημαίνει το πυροβόλο όπλο το οποίο, μετά από κάθε βολή, οπλίζεται εκ νέου αυτόματα και δε μπορεί κάθε φορά που πιέζεται η σκανδάλη, να βάλει περισσότερες από μία φορά·
“επαναληπτικό όπλο” σημαίνει το πυροβόλο όπλο το οποίο, μετά από κάθε βολή, οπλίζεται εκ νέου με χειρισμό που συνίσταται στην εισαγωγή μέσα στην κάννη φυσιγγίου που λαμβάνεται από αποθήκη και μεταφέρεται με τη βοήθεια μηχανισμού·
“όπλο μιας βολής” σημαίνει το όπλο χωρίς αποθήκη φυσιγγίων, το οποίο οπλίζεται πριν από κάθε βολή με εισαγωγή του φυσιγγίου με το χέρι στη θαλάμη ή σε χώρο που έχει προβλεφθεί σχετικά στην είσοδο της κάννης·
“μέρος” σημαίνει οποιοδήποτε στοιχείο ή ανταλλακτικό που είναι ειδικά σχεδιασμένο για πυροβόλα όπλα και είναι απαραίτητο για τη λειτουργία τους, μεταξύ των οποίων κάννη, σκελετός ή δοχείο, ολκός ή κύλινδρος, περόνη ή κλείστρο, καθώς και οποιαδήποτε διάταξη είναι σχεδιασμένη ή προσαρμοσμένη ώστε να μειώνει το θόρυβο που προκαλείται από τον πυροβολισμό με πυροβόλο όπλο·
“ουσιώδη συστατικά μέρη” σημαίνει τον μηχανισμό κλείστρου, την θαλάμη και την κάννη των πυροβόλων όπλων, ως μεμονωμένα αντικείμενα και αυτά περιλαμβάνονται στην ίδια κατηγορία με το πυροβόλο όπλο στο οποίο είναι ενσωματωμένα ή` προορίζονται να ενσωματωθούν·
“πυρομαχικά” σημαίνει τα πλήρη φυσίγγια ή τα συστατικά μέρη τους, συμπεριλαμβανομένων του κάλυκα, του εμπυρεύματος, της προωθητικής πυρίτιδας, των σφαιρών, βολίδων ή βλημάτων που χρησιμοποιούνται σε ένα πυροβόλο όπλο·
“πυρομαχικά διατρητικών σφαιρών” σημαίνει τα πυρομαχικά για στρατιωτική χρήση που αποτελούνται από σφαίρες με μεταλλικό περίβλημα και σκληρό διατρητικό πυρήνα·
“πυρομαχικά εκρηκτικών σφαιρών” σημαίνει τα πυρομαχικά για στρατιωτική χρήση που αποτελούνται από σφαίρες που περιέχουν κρουσιφλεγή γόμωση·
“πυρομαχικά εμπρηστικών σφαιρών” σημαίνει τα πυρομαχικά για στρατιωτική χρήση που αποτελούνται από σφαίρες που περιέχουν χημικό μείγμα το οποίο αναφλέγεται κατά την επαφή με τον αέρα ή κατά την πρόσκρουση.
ΤΡΙΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Απαιτούμενες πληροφορίες
{Άρθρα 6(1)(α), 8(1)(α), 11(3)(α) και 19(1)}
Μέρος Ι
Οι πληροφορίες που απαιτούνται για τους σκοπούς των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 6, της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 8, της παραγράφου (α) του εδαφίου (3) του άρθρου 11 και του εδαφίου (1) του άρθρου 19 του παρόντος Νόμου είναι-
(1) το όνομα και τα διακριτικά στοιχεία του πλοίου∙
(2) η ώρα και ημερομηνία του συμβάντος και η γεωγραφική θέση, η πορεία, η ταχύτητα και ο προορισμός του πλοίου κατά το χρόνο αυτού∙
(3) το όνομα, το επώνυμο, η υπηκοότητα και ο αριθμός της ταυτότητος ή του διαβατηρίου ή του ταξιδιωτικού εγγράφου του κάθε ενός από τους επιβαίνοντες∙
(4) τα γεγονότα και οι συνέπειες του συμβάντος και η κατάσταση οποιουδήποτε προσώπου έχει επηρεαστεί∙
(5) το όνομα, το επώνυμο, η υπηκοότητα και ο αριθμό της ταυτότητος ή του διαβατηρίου ή του ταξιδιωτικού εγγράφου του κάθε ενός από τους επιβαίνοντες που έχουν επηρεαστεί και η κατάσταση αυτών∙
(6) οι διαθέσιμες πληροφορίες σε σχέση με άλλα πρόσωπα που έχουν επηρεαστεί∙
(7) οι διαθέσιμες πληροφορίες σε σχέση με πρόσωπα ή μέσα, στην υπηρεσία Ενόπλων Δυνάμεων ή Δυνάμεων Ασφαλείας που έχουν εμπλακεί ή εμπλέκονται∙ και
(8) η γεωγραφική θέση, η πορεία, η ταχύτητα και ο προορισμός του πλοίου κατά το χρόνο της υποβολής των πληροφοριών αναφορικά με το συμβάν:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που επέβαιναν του πλοίου πρόσωπα που είχαν συλληφθεί ή φυλακισθεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η πιο πάνω αναφορά σε επιβαίνοντες και πρόσωπα που έχουν επηρεαστεί περιλαμβάνουν και τα πρόσωπα που είχαν συλληφθεί ή/και φυλακισθεί.
Μέρος ΙΙ
Οι επιπρόσθετες πληροφορίες, από αυτές που αναφέρονται στο Μέρος Ι του παρόντος Παραρτήματος, που απαιτούνται για τους σκοπούς των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 8 και της παραγράφου (α) του εδαφίου (3) του άρθρου 11 του παρόντος Νόμου είναι-
(1) η περιγραφή του κάθε ενός από τα πρόσωπα που έχουν συλληφθεί ή/και φυλακισθεί ή/και οποιαδήποτε διαθέσιμα στοιχεία αναφορικά με την ταυτότητα αυτών ή το όνομα, το επώνυμο, η υπηκοότητα και ο αριθμός της ταυτότητος ή του διαβατηρίου ή του ταξιδιωτικού εγγράφου του κάθε ενός από αυτά∙
(2) η περιγραφή των αντικειμένων που έχουν προκύψει από την έρευνα των προσώπων που έχουν συλληφθεί ή/και φυλακισθεί με αναφορά στο πρόσωπο στην κατοχή του οποίου αυτά βρέθηκαν∙ και
(3) η περιγραφή των όπλων, συσκευών, οργάνων, εξοπλισμού, μέσων ή αντικειμένων που έχουν κατασχεθεί με αναφορά στο πρόσωπο στην κατοχή του οποίου αυτά βρίσκονταν.
Μέρος ΙΙΙ
Οι επιπρόσθετες πληροφορίες, από αυτές που αναφέρονται στο Μέρος Ι του παρόντος Παραρτήματος, που απαιτούνται για τους σκοπούς των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 19 του παρόντος Νόμου είναι-
(1) το όνομα, το επώνυμο, η υπηκοότητα και ο αριθμός της ταυτότητος ή του διαβατηρίου ή του ταξιδιωτικού εγγράφου του κάθε ενός από τους ιδιωτικούς φρουρούς πλοίων ή τους επιβαίνοντες που προέβηκαν στη χρήση των όπλων.
ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Αίτηση για την έκδοση πιστοποιητικού
χρήσης υπηρεσιών ιδιωτικής εταιρείας προστασίας πλοίων
{Άρθρο 13(2)}
Οι πληροφορίες που απαιτείται να περιέχονται στην αίτηση και τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία που πρέπει να τη συνοδεύουν είναι-
(1) το όνομα και τα διακριτικά στοιχεία του πλοίου∙
(2) το όνομα και η διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου της ιδιωτικής εταιρείας προστασίας πλοίων∙
(3) η μελέτη αξιολόγησης των κινδύνων και η περιγραφή των μέτρων ασφαλείας η υλοποίηση των οποίων πρόκειται να γίνει από την ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων∙
(4) η περιγραφή των όπλων ή/και του ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας που θα χρησιμοποιηθεί∙
(5) ο τόπος, ο λιμένας ή η λιμενική εγκατάσταση ή η θαλάσσια περιοχή, όπου αναμένεται να γίνει η επιβίβαση και η αποβίβαση των ιδιωτικών φρουρών πλοίων και οι αναμενόμενες σχετικές με αυτά ημερομηνίες∙
(6) ο τόπος, ο λιμένας ή η λιμενική εγκατάσταση ή η θαλάσσια περιοχή, όπου αναμένεται να γίνει η φόρτωση και εκφόρτωση των όπλων ή/και του ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας και οι αναμενόμενες σχετικές με αυτά ημερομηνίες∙
(7) η περιγραφή των ταξιδιών ή των δρομολογίων του πλοίου∙ και
(8) αντίγραφο της γραπτής σύμβασης που ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου έχει ή προτίθεται να συνάψει:
Νοείται ότι, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου η γραπτή σύμβαση δύναται να χρησιμοποίει το Πρότυπο της Συμφωνίας για Απασχόληση Φρουρών Ασφαλείας πάνω σε πλοία του Βαλτικού και Διεθνούς Ναυτιλιακού Συμβουλίου (BIMCO), όπως αυτό το πρότυπο εκάστοτε τροποποιείται, και να περιλαμβάνει οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα που ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου, προτίθεται να αναθέσει στην ιδιωτική εταιρεία προστασίας πλοίων.
ΠΕΜΠΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Αδικήματα που απαγορεύουν την έκδοση πιστοποιητικού για παροχή
υπηρεσιών ιδιωτικής εταιρείας προστασίας πλοίων
{Άρθρο 20(3)(α)(iii)(iv)}
(1) Έχει καταδικαστεί στη Κύπρο ή στο εξωτερικό για οποιοδήποτε από τα πιο κάτω αδικήματα και δεν έχει αποκατασταθεί δυνάμει των διατάξεων των περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμων του 1981 έως 2004-
(α) ανθρωποκτονία, βιασμό, φόνο εκ προμελέτης ή απόπειρα φόνου∙
(β) εμπρησμό, απόπειρα καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες∙
(γ) εισαγωγή, κατοχή, κατασκευή, αποθήκευση ή μεταφορά εκρηκτικών υλών, κατά παράβαση των διατάξεων του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, Κεφ.54 και Νόμοι του 1970 έως 2010 εξαιρουμένης της κατοχής φυσιγγίων πυροβόλου όπλου της Κατηγορίας Δ όπως αυτή ορίζεται από τις διατάξεις του περί Πυροβόλων και Μη Πυροβόλων Όπλων Νόμου∙
(δ) παράνομη εισαγωγή, απόκτηση, κατοχή ή χρήση πυροβόλου όπλου της Κατηγορίας Α, Β ή Γ όπως αυτή ορίζεται από τις διατάξεις του περί Πυροβόλων και Μη Πυροβόλων Όπλων Νόμου∙
(ε) επίθεση με πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης ή πραγματικής σωματικής βίας∙
(στ) παράνομη κατοχή ή κατοχή με σκοπό την προμήθεια ελεγχόμενων φαρμάκων ή ψυχοτρόπων ουσιών, κατά παράβαση των διατάξεων των περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμων του 1977 έως 2010∙
(ζ) ληστεία, διάρρηξη, κλοπή, απαίτηση περιουσίας με απειλές, απαγωγή, κακόβουλη ζημιά ή αιμομιξία∙
(η) εμπορία ενηλίκων προσώπων, εμπορία παιδιών, εμπορία και εκμετάλλευση ανθρωπίνων οργάνων, εκμετάλλευση στην εργασία, σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων προσώπων, σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών, παιδική πορνογραφία και διατήρηση οίκου ανοχής, κατά παράβαση των διατάξεων των περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμων του 2007 και 2012∙
(θ) παιδική πορνογραφία κατά παράβαση των διατάξεων του περί της Σύμβασης κατά του Εγκλήματος μέσω του Διαδικτύου (Κυρωτικού) Νόμου του 2004 και 2010∙
(ι) διατήρηση ή χρησιμοποίηση ή φροντίδα ή διεύθυνση ή ενασχόληση με τη διεύθυνση οποιουδήποτε τόπου ως οίκου στοιχημάτων ή οίκου κυβείας ή για παίξιμο οποιουδήποτε παιγνιδιού, κατοχή οποιωνδήποτε οργάνων ή συσκευών που έχουν χρησιμοποιηθεί ή χρησιμοποιούνται ή προτίθενται να χρησιμοποιηθούν για το παίξιμο τέτοιων παιγνιδιών, κατά παράβαση των διατάξεων των περί Οίκων Στοιχημάτων, Οίκων Κυβείας και Παρεμπόδισης της Κυβείας Νόμων Κεφ. 151 και Νόμοι του 1965 έως 2006∙
(ια) κατοχή ή έλεγχο μηχανής τυχερού παιγνιδιού ή εισαγωγή ή κατασκευή μηχανής τυχερού παιχνιδιού, κατά παράβαση των διατάξεων των περί Μηχανών Παιγνιδιού και Μηχανών Ψυχαγωγίας Νόμων του 1996 έως 1999∙
(ιβ) μη απαγόρευση της εισόδου ανηλίκων προσώπων σε αδειούχο υποστατικό όπου διεξάγεται εργασία αποδοχής συλλογικών στοιχημάτων χωρίς άδεια ή κατά παράβαση των όρων της άδειας κατά παράβαση των περί Συλλογικών Στοιχημάτων (Ρύθμιση και Φόρος) Νόμων του 1997 έως 2007 και
(ιγ) αδίκημα το οποίο ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα.
(2) Αναφορικά με πρόσωπα που δεν διαμένουν στην Κύπρο, οι διατάξεις των υποπαραγράφων (iii) και (iv) της παραγράφου (α) του εδαφίου (3) του άρθρου 20 του παρόντος Νόμου και της παραγράφου (1) του Παραρτήματος τούτου, εφαρμόζονται σε σχέση με τις αντίστοιχες ή ανάλογες διατάξεις της νομοθεσίας του κράτους μόνιμης και προσωρινής, όχι μικρότερης από ένα μήνα, διαμονής του εν λόγω προσώπου.
ΕΚΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Αίτηση για την έκδοση πιστοποιητικού
παροχής υπηρεσιών ιδιωτικής εταιρείας προστασίας πλοίων
{Άρθρο 21(2)}
Οι πληροφορίες που απαιτείται να περιέχονται στην αίτηση και τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία που πρέπει να τη συνοδεύουν είναι-
(1) το όνομα και η διεύθυνση του αιτητή∙
(2) πιστοποιητικό σύστασης ή εγγραφής του νομικού προσώπου για το οποίο υποβάλλεται η αίτηση ως εταιρεία ή συνεταιρισμό∙
(3) πιστοποιητικό διεύθυνσης εγγεγραμμένου γραφείου του νομικού προσώπου∙
(4) πιστοποιητικό μετόχων ή συνεταίρων του νομικού προσώπου∙
(5) πιστοποιητικό διοικητικών συμβούλων, διευθυντών και γραμματέα του νομικού προσώπου∙
(6) το όνομα, το επώνυμο, η υπηκοότητα, ο αριθμός της ταυτότητος ή του διαβατηρίου ή του ταξιδιωτικού εγγράφου, τον αριθμό τηλεφώνου εργασίας και η διεύθυνση συνήθους διαμονής, τα ακαδημαϊκά ή/και άλλα προσόντα, οι προηγούμενες ασχολίες ή/και δραστηριότητες και η σχετική πείρα των διοικητικών συμβούλων ή των συνεταίρων, των διευθυντών και του γραμματέα του νομικού προσώπου∙
(7) το όνομα, το επώνυμο, η υπηκοότητα, ο αριθμός της ταυτότητος ή του διαβατηρίου ή του ταξιδιωτικού εγγράφου, ο αριθμός τηλεφώνου εργασίας και η διεύθυνση συνήθους διαμονής, τα ακαδημαϊκά ή/και άλλα προσόντα, οι προηγούμενες ασχολίες ή/και δραστηριότητες και η σχετική πείρα του προσώπου που είναι υπεύθυνο για το νομικό πρόσωπο για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου∙
(8) η διεύθυνση του γραφείου από το οποίο διεξάγει τις δραστηριότητες ή εργασίες του το νομικό πρόσωπο, οι ώρες συνήθους λειτουργίας του, οι αριθμοί τηλεφώνου και τηλεομοιοτυπικού και η ηλεκτρονική διεύθυνση, περιλαμβανομένων αυτών που ισχύουν για ώρες εκτός των ωρών συνήθους λειτουργίας∙
(9) το όνομα, το επώνυμο, η υπηκοότητα, ο αριθμός της ταυτότητος ή του διαβατηρίου ή του ταξιδιωτικού εγγράφου και ο τίτλος της θέσης όλων των προσώπων που εργάζονται για ή εργοδοτούνται από το νομικό πρόσωπο∙
(10) το όνομα, το επώνυμο, η υπηκοότητα, ο αριθμός της ταυτότητος ή του διαβατηρίου ή του ταξιδιωτικού εγγράφου, η διεύθυνση συνήθους διαμονής, τα ακαδημαϊκά ή/και άλλα προσόντα, οι προηγούμενες ασχολίες ή/και δραστηριότητες και η σχετική πείρα των προσώπων που εργοδοτούνται ή εργάζονται για το νομικό πρόσωπο ως ιδιωτικοί φρουροί πλοίων και στους οποίους δυνατό να ανατεθεί η εκτέλεση εργασίας πάνω σε πλοίο στα πλαίσια υλοποίησης γραπτής σύμβασης∙
(11) η περιγραφή των δραστηριοτήτων και υπηρεσιών που το νομικό πρόσωπο προσφέρει καθώς και της οργανωτικής δομής, διοικητικής και εποπτικής διάθρωσης και της διαχείρισης των εργασιών που εκτελεί∙
(12) η περιγραφή των υπηρεσιών που το νομικό πρόσωπο προσφέρει ή προτίθεται να προσφέρει σε σχέση με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και για τις οποίες υποβάλλεται η αίτηση και τους σχετικούς με τις προσφερόμενες υπηρεσίες τύπους των πλοίων∙
(13) η περιγραφή των όπλων ή/και του ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας που θα χρησιμοποιούνται και τα στοιχεία αναγνώρισης και ιχνηλάτησης αυτών∙
(14) η δήλωση του αιτητή ή του νομικού προσώπου ότι το νομικό πρόσωπο αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεριμνά και να βεβαιώνεται ότι οι μέτοχοι ή συνεταίροι, διοικητικοί σύμβουλοι, διευθυντές, γραμματέας, το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για το νομικό πρόσωπο για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, οι ιδιωτικοί φρουροί πλοίων που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (10) του παρόντος Παραρτήματος, και όλα τα άλλα πρόσωπα που εργοδοτούνται από ή εργάζονται για το νομικό πρόσωπο δεν εμπίπτουν στις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (3) του άρθρου 20 του παρόντος Νόμου∙
(15) η δήλωση του αιτητή ή του νομικού προσώπου ότι το νομικό πρόσωπο έχει αποκτήσει και κατέχει νόμιμα τα όπλα ή/και τον ειδικό εξοπλισμό ασφαλείας που θα χρησιμοποιούνται και ότι αυτά θα παραμείνουν στην κατοχή του και δε θα πωληθούν ή δοθούν για χρήση από άλλο κράτος ή άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο μετά το πέρας της παροχής υπηρεσιών σε πλοίο∙
(16) η δήλωση του αιτητή ή του νομικού προσώπου ότι το νομικό πρόσωπο αναλαμβάνει την ευθύνη για καταβολή αποζημιώσεων για ζημιά στους επιβαίνοντες και στον έχοντα την εκμετάλλευση του πλοίου για ζημιά που υφίστανται εξ’ υπαιτιότητας ή αμέλειας του ή εξ’ υπαιτιότητας ή αμέλειας των ιδιωτικών φρουρών πλοίων ή άλλων πρόσωπων που εργοδοτεί ή που εργάζονται για αυτό∙
(17) η δήλωση του αιτητή ότι ή του νομικού προσώπου οι ιδιωτικοί φρουροί πλοίων που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (10) του παρόντος Παραρτήματος έχουν σε ισχύ συμβάσεις εργασίας με το νομικό πρόσωπο και ότι αυτοί είναι εκπαιδευμένοι, σε βαθμό που ικανοποιεί το νομικό πρόσωπο, στη μεταφορά, αποθήκευση, φύλαξη και χρήση των όπλων ή/και του ειδικού εξοπλισμού ασφαλείας που θα χρησιμοποιούν και στην παροχή υπηρεσιών που προσφέρει∙
(18) η δήλωση του αιτητή ή του νομικού προσώπου ότι το νομικό πρόσωπο συμφωνεί, δεσμεύεται και αναλαμβάνει, αμετάκλητα, την υποχρέωση για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και των επαναπατρισμό των ιδιωτικών φρουρών πλοίων στους οποίους θα ανατίθεται η υλοποίηση γραπτής συμφωνίας καθώς και άλλων προσώπων που εργοδοτεί ή που εργάζονται για αυτό τα οποία επιβιβάζονται μετά από οδηγίες του σε πλοίο∙
(19) η δήλωση του αιτητή ή του νομικού προσώπου ότι το νομικό πρόσωπο συμφωνεί, δεσμεύεται και αναλαμβάνει, αμετάκλητα, την υποχρέωση να συμμορφώνεται και να υλοποιεί τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και να συνεργάζεται, υπακούει και υλοποιεί τις αποφάσεις και οδηγίες της Αρμόδιας Αρχής∙
(20) η δήλωση από έκαστο από τους διοικητικούς συμβούλους, διευθυντές, γραμματέα, το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για το νομικό πρόσωπο για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, τους ιδιωτικούς φρουρούς πλοίων που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (10) του παρόντος Παραρτήματος, και από όλα τα άλλα πρόσωπα που εργάζονται για ή εργοδοτούνται από το νομικό πρόσωπο ότι δεν εμπίπτουν στις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (3) του άρθρου 20 του παρόντος Νόμου και ότι συμφωνούν, δεσμεύονται και αναλαμβάνουν, αμετάκλητα, την υποχρέωση να συμμορφώνονται και να υλοποιούν τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και να συνεργάζονται, υπακούουν και υλοποιούν τις αποφάσεις και οδηγίες της Αρμόδιας Αρχής∙ και
(21) στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 20 του παρόντος Νόμου, η δήλωση διορισμού εξουσιοδοτημένου αντιπρόσωπου καθώς και η δήλωση αυτού ότι δεν εμπίπτει στις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (3) του άρθρου 20 του παρόντος Νόμου.