35.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα και η ΥΕΑΣΕ δύνανται να ανταλλάσσουν μεταξύ τους τις πληροφορίες που λαμβάνουν κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους δυνάμει του εδαφίου (8) ή (9), του άρθρου 4, του Μέρους ΙΙΙ, του Μέρους V, του άρθρου 31 ή του άρθρου 32. Έκαστη από την Κεντρική Τράπεζα και την ΥΕΑΣΕ δύναται να παρέχει τις πληροφορίες που λαμβάνει κατά την άσκηση των πιο πάνω αρμοδιοτήτων της -
(α) στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σε κεντρική τράπεζα κράτους μέλους ή τρίτης χώρας, σε οργανισμό με παρόμοια αποστολή και σε δημόσια αρχή επιφορτισμένη με την επίβλεψη συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού συναλλαγών∙ η Κεντρική Τράπεζα ή η ΥΕΑΣΕ, αντίστοιχα, παρέχει πληροφορίες στους πιο πάνω φορείς στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων της∙
(β) σε αρχή επιφορτισμένη -
(i) με την αδειοδότηση ή εποπτεία ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος,
(ii) με την αδειοδότηση ή εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων,
(iii) με την αδειοδότηση ή εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων,
(iv) με την αδειοδότηση ή εποπτεία εταιρειών παροχής επενδυτικών υπηρεσιών,
(v) με την αδειοδότηση ή εποπτεία χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο «χρηματοδοτικό ίδρυμα» στο άρθρο 2 των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων,
(vi) με την αδειοδότηση ή εποπτεία κεφαλαιαγορών, είτε σε κράτος μέλος είτε σε χώρα που δεν είναι κράτος μέλος,
(vii) με αρμοδιότητες σε σχέση με διατάξεις του κοινοτικού δικαίου ή δικαίου κράτους μέλους οι οποίες εφαρμόζονται σε παρόχους υπηρεσιών πληρωμών,
για να βοηθήσει η Κεντρική Τράπεζα ή η ΥΕΑΣΕ την αρχή αυτή κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της ή για να καταστήσει η Κεντρική Τράπεζα ή η ΥΕΑΣΕ δυνατή την αποτελεσματική άσκηση των δικών της αρμοδιοτήτων∙
(γ) στον Επίτροπο Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα που διορίζεται δυνάμει των περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου, σε αντίστοιχη αρχή κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία και σε αντίστοιχη αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό την προϋπόθεση ότι οι παρεχόμενες πληροφορίες προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής αυτών των αρχών∙
(δ) στη Μονάδα Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης η οποία εγκαθιδρύεται δυνάμει των περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, σε αντίστοιχη αρχή κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία και σε αντίστοιχη αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό την προϋπόθεση ότι οι παρεχόμενες πληροφορίες προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής αυτών των αρχών∙
(ε) σε όργανο κράτους μέλους που συμμετέχει στην εκκαθάριση ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος ή σε άλλη παρεμφερή διαδικασία και σε ελεγκτή που είναι επιφορτισμένος με τον έλεγχο των λογαριασμών ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, για να καταστήσει η Κεντρική Τράπεζα ή η ΥΕΑΣΕ δυνατή την αποτελεσματική άσκηση των δικών της αρμοδιοτήτων∙
(στ) σε αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του οργάνου ή του ελεγκτή που αναφέρεται στην παράγραφο (ε), υπό την προϋπόθεση ότι οι παρεχόμενες πληροφορίες προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής αυτής της αρχής∙
(ζ) σε αρχή που είναι αρμόδια για τον εντοπισμό των παραβάσεων του δικαίου των εταιρειών και για τη διερεύνηση των παραβάσεων αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι οι παρεχόμενες πληροφορίες προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής αυτής της αρχής∙
(η) σε πρόσωπα που λόγω ειδικών προσόντων είναι εντεταλμένα από την αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο (ζ) για τον εντοπισμό των παραβάσεων του δικαίου των εταιρειών και για τη διερεύνηση των παραβάσεων αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι οι παρεχόμενες πληροφορίες προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής της αρχής που αναφέρεται στην παράγραφο (ζ) και ότι η αρχή αυτή ανακοινώνει την ταυτότητα και το ακριβές περιεχόμενο της εντολής των προσώπων στα οποία θα διαβιβαστούν οι εν λόγω πληροφορίες.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα και η ΥΕΑΣΕ δύνανται να παρέχουν πληροφορίες σε οίκο εκκαθάρισης και σε οίκο διακανονισμού πράξεων πληρωμής εάν θεωρούν την παροχή αυτή αναγκαία για τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του οργανισμού αυτού σε σχέση με δυνητική αθέτηση υποχρέωσης εκ μέρους ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος.
(3) Οποιαδήποτε παροχή πληροφοριών από την Κεντρική Τράπεζα ή την ΥΕΑΣΕ, ανάλογα με την περίπτωση, γίνεται μόνον όταν αυτή ικανοποιηθεί ότι οι παρεχόμενες πληροφορίες υπόκεινται στους ίδιους κανόνες εμπιστευτικότητας από την αρχή ή το πρόσωπο που πρόκειται να τις λάβει όπως εφαρμόζονται για την Κεντρική Τράπεζα ή την ΥΕΑΣΕ, αντίστοιχα.
(4) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα ή η ΥΕΑΣΕ, ανάλογα με την περίπτωση, έλαβε την προς παροχή πληροφορία από άλλη αρχή, η παροχή επιτρέπεται μόνο μετά από ρητή έγκριση της αρχής που διαβίβασε την πληροφορία και, όπου η έγκριση δόθηκε για συγκεκριμένο σκοπό, μόνο για το σκοπό αυτόν.
(5) Οποιαδήποτε αρχή και πρόσωπο από τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1) είναι αρχές της Δημοκρατίας ή ασκούν καθήκοντα δυνάμει του κυπριακού δικαίου υποχρεούνται, χωρίς επηρεασμό άλλων διατάξεων που τους επιβάλλουν υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών, να παρέχουν στην Κεντρική Τράπεζα ή την ΥΕΑΣΕ, ανάλογα με την περίπτωση, πληροφορίες τις οποίες κατέχουν και οι οποίες είναι κατά την κρίση της Κεντρικής Τράπεζας ή της ΥΕΑΣΕ χρήσιμες για την άσκηση των δυνάμει του παρόντος Νόμου αρμοδιοτήτων της.