Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, την τροποποίηση των οδηγιών 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 2000/46/ΕΚ»,
Για σκοπούς, μεταξύ άλλων, εναρμόνισης με το Άρθρο 111 της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2015 σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ, και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ»,
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«αντιπρόσωπος» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο παρέχει υπηρεσίες πληρωμών εξ ονόματος ενός ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος·
«Αρμόδια Αρχή» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα∙
«ασφαλιστική επιχείρηση» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων·
«δεσμός ελέγχου» -
(α) σε σχέση με εταιρεία που συνίσταται δυνάμει του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων, έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό η παράγραφος 2 της Κανονιστικής Απόφασης της Επιτροπής της Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών σχετικά με τους διαδικαστικούς κανόνες και τα κριτήρια για την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης, αύξησης και μείωσης συμμετοχής στα Συνεργατικά Πιστωτικά Ιδρύματα·
(β) σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο νομικό πρόσωπο, έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου·
«δικαιούχος» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο είναι ο σκοπούμενος αποδέκτης των τραπεζογραμματίων, των κερμάτων, του λογιστικού χρήματος ή του ηλεκτρονικού χρήματος που αποτελεί αντικείμενο μιας πράξης πληρωμής·
«εκδότης ηλεκτρονικού χρήματος» σημαίνει πρόσωπο που αναφέρεται στο εδάφιο(4) του άρθρου 4·
«ελεγκτής» σημαίνει πρόσωπο το οποίο έχει εξασφαλίσει άδεια δυνάμει του περί Ελεγκτών και Υποχρεωτικών Ελέγχων των Ετήσιων και Ενοποιημένων Λογαριασμών Νόμου·
«έλεγχος»-
(α) σε σχέση με εταιρεία που συνίσταται δυνάμει του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, έχει την έννοια που αποδίδεται στο όρο «ειδική συμμετοχή» από την παράγραφο 2 της Κανονιστικής Απόφασης της Επιτροπής της ΥΕΑΣΕ σχετικά με τους διαδικαστικούς κανόνες και τα κριτήρια για την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης, αύξησης και μείωσης συμμετοχής στα Συνεργατικά Πιστωτικά Ιδρύματα,
(β) σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο νομικό πρόσωπο, έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου·
«εταιρεία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου∙
«ηλεκτρονικό χρήμα» σημαίνει νομισματική αξία αποθηκευμένη σε ηλεκτρονική μορφή, περιλαμβανομένης της μαγνητικής μορφής, όπως αυτή η αξία αντιπροσωπεύεται από μια απαίτηση έναντι του εκδότη ηλεκτρονικού χρήματος, η οποία εκδίδεται επί τη παραλαβή χρηματικού ποσού για το σκοπό πραγματοποίησης πράξεων πληρωμής και γίνεται δεκτή από άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα πέραν του εκδότη·
«θυγατρική» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου και, επιπρόσθετα, εταιρεία θεωρείται ότι είναι θυγατρική άλλης εταιρείας όταν, κατά την κρίση της Αρμόδιας Αρχής, η τελευταία ασκεί ουσιαστικό έλεγχο στην πρώτη.
«ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος» σημαίνει-
(α) νομικό πρόσωπο που απολαύει ισχύουσας άδειας προς έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος σύμφωνα με το Μέρος ΙΙΙ, ή
(β) νομικό πρόσωπο που απολαύει ισχύουσας άδειας προς έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία, εφόσον έχει τηρηθεί σε σχέση με αυτό το νομικό πρόσωπο η διαδικασία του άρθρου 24·
«ίδρυμα πληρωμών» έχει την έννοια που του αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμου·
«καταναλωτής» σημαίνει φυσικό πρόσωπο το οποίο, όσον αφορά κατοχή ηλεκτρονικού χρήματος, ενεργεί για σκοπούς άσχετους με την εμπορική ή επαγγελματική του δραστηριότητα·
«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλο κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο·
«κράτος μέλος καταγωγής» σημαίνει το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα του εκδότη ηλεκτρονικού χρήματος ή, εάν σύμφωνα με τη νομοθεσία βάσει της οποίας ιδρύθηκε ο εκδότης ηλεκτρονικού χρήματος δεν έχει καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία του·
«κράτος μέλος υποδοχής» σημαίνει το κράτος μέλος, διαφορετικό από το κράτος μέλος καταγωγής, στο οποίο ένας εκδότης ηλεκτρονικού χρήματος έχει αντιπρόσωπο ή υποκατάστημα, ή διανέμει ή εξαργυρώνει ηλεκτρονικό χρήμα μέσω φυσικών ή νομικών προσώπων, ή εκδίδει ηλεκτρονικό χρήμα ή παρέχει υπηρεσίες πληρωμών·
«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου∙
«λογαριασμός πληρωμών» σημαίνει λογαριασμό ο οποίος τηρείται στο όνομα ενός ή περισσότερων χρηστών υπηρεσιών πληρωμών και χρησιμοποιείται για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής·
«μέσος όρος ηλεκτρονικού χρήματος σε κυκλοφορία» σημαίνει το μέσο όρο, κατά τους προηγούμενους έξι (6) ημερολογιακούς μήνες, του συνολικού ύψους των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων, οι οποίες είναι συναφείς με το ηλεκτρονικό χρήμα το οποίο εκδίδεται στο τέλος κάθε ηλεκτρονικής ημέρας, ο οποίος μέσος όρος υπολογίζεται την πρώτη ημερολογιακή ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα και εφαρμόζεται για τον εν λόγω ημερολογιακό μήνα∙
«οδηγία», αναφορικά με οδηγία που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος Νόμου, σημαίνει οδηγία που συνιστά κανονιστική διοικητική πράξη και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας∙
«Οδηγία 2007/64/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 2007 για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ, και την κατάργηση της οδηγίας 97/5/ΕΚ», όπως έχει έκτοτε διορθωθεί και όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«Οδηγία 2009/110/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, την τροποποίηση των οδηγιών 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 2000/46/ΕΚ», όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2015 σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ, και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ»∙ και
«πάροχος υπηρεσιών πληρωμών» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμο·
«πιστωτικό ίδρυμα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου·
«πληρωτής» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο διατηρεί λογαριασμό πληρωμών και επιτρέπει μεταφορά από αυτόν το λογαριασμό ή, εάν δεν υπάρχει λογαριασμός πληρωμών, φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο δίνει οδηγία προς τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών με την οποία του ζητείται να εκτελέσει μια πράξη πληρωμής·
«πράξη πληρωμής» σημαίνει ενέργεια στην οποία προβαίνει ο πληρωτής ή ο δικαιούχος και η οποία συνίσταται στην καταβολή, μεταφορά ή ανάληψη τραπεζογραμματίων, κερμάτων, λογιστικού χρήματος ή ηλεκτρονικού χρήματος, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε υποκείμενη υποχρέωση μεταξύ πληρωτή και δικαιούχου·
«στενοί δεσμοί» -
(α) σε σχέση με εταιρεία που συνίσταται δυνάμει του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό η παράγραφος 2 της Κανονιστικής Απόφασης της Επιτροπής της ΥΕΑΣΕ σχετικά με τους διαδικαστικούς κανόνες και τα κριτήρια για την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης, αύξησης και μείωσης συμμετοχής στα Συνεργατικά Πιστωτικά Ιδρύματα·
(β) σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο νομικό πρόσωπο έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου·
«Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο» σημαίνει τη Συμφωνία η οποία υπογράφηκε στο Οπόρτο τη 2α Μαΐου 1992 και προσαρμόστηκε από το Πρωτόκολλο το οποίο υπογράφηκε στις Βρυξέλλες τη 17η Μαρτίου 1993, όπως η Συμφωνία αυτή περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«συνεργατική εταιρεία» σημαίνει εταιρεία εγγεγραμμένη με βάση τον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο·
«συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου·
«σύστημα πληρωμών» σημαίνει σύστημα μεταφοράς ηλεκτρονικού χρήματος, λογιστικού χρήματος, τραπεζογραμματίων ή κερμάτων, το οποίο διέπεται από τυποποιημένες διαδικασίες για την επεξεργασία, την εκκαθάριση ή/και το διακανονισμό πράξεων πληρωμής·
«τράπεζα» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου και, επιπρόσθετα, περιλαμβάνει τη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ και τον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Στέγης·
«τρίτη χώρα» σημαίνει χώρα ή κράτος, άλλο από κράτος μέλος∙
«Υπηρεσία Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών» ή «ΥΕΑΣΕ» σημαίνει -
(α) την Επιτροπή της Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών σε ό,τι αφορά αρμοδιότητες έκδοσης οδηγιών δυνάμει του παρόντος Νόμου, και
(β) τον Έφορο της εν λόγω Υπηρεσίας σε ό,τι αφορά οποιαδήποτε άλλη αρμοδιότητα δυνάμει του παρόντος Νόμου·
«υπηρεσίες πληρωμών» σημαίνει οποιαδήποτε από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που αναφέρονται στο Παράρτημα των περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμων·
«υποκατάστημα» σημαίνει, σε σχέση με νομικό πρόσωπο, τόπο διεξαγωγής επιχειρηματικής δραστηριότητας, πλην των κεντρικών γραφείων, ο οποίος αποτελεί τμήμα του νομικού προσώπου, στερείται νομικής προσωπικότητας και στον οποίο διενεργούνται απευθείας, εν όλω ή εν μέρει, οι πράξεις που συνιστούν την επιχειρηματική δραστηριότητά του· όλοι οι τόποι από τους οποίους ένα ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος διεξάγει επιχειρηματικές δραστηριότητες σε ένα κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία του, θεωρούνται ως ένα και μόνο υποκατάστημα·
«χρήστης υπηρεσιών πληρωμών» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο χρησιμοποιεί μια υπηρεσία πληρωμών ως πληρωτής ή δικαιούχος ή και με τις δύο ιδιότητες.
3.-(1) Ο παρών Νόμος ρυθμίζει -
(α) την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος στη Δημοκρατία·
(β) την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος σε κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία ή σε χώρα που δεν είναι κράτος μέλος, από πρόσωπο που βρίσκεται, κατοικεί ή διαμένει στη Δημοκρατία ή, αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, έχει συσταθεί στη Δημοκρατία ή έχει εγκατασταθεί στη Δημοκρατία, και
(γ) την αδειοδότηση και προληπτική εποπτεία των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος από την Αρμόδια Αρχή.
(2) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (4), εξαιρούνται του πεδίου εφαρμογής του παρόντος Νόμου-
(α) νομισματική αξία αποθηκευμένη σε μέσο το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την απόκτηση αγαθών ή υπηρεσιών αποκλειστικά-
(i) εντός της επαγγελματικής στέγης του εκδότη του μέσου, ή
(ii) κατόπιν εμπορικής συμφωνίας με τον εκδότη, εντός περιορισμένου δικτύου παρόχων υπηρεσιών ή για περιορισμένο φάσμα αγαθών ή υπηρεσιών·
(β) νομισματική αξία που χρησιμοποιείται για τη διενέργεια πράξεων πληρωμής οι οποίες εκτελούνται μέσω τηλεπικοινωνιακής ή ψηφιακής συσκευής ή συσκευής πληροφορικής, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(i) τα πωλούμενα αγαθά ή οι παρεχόμενες υπηρεσίες παραδίδονται και πρόκειται να χρησιμοποιηθούν μέσω τηλεπικοινωνιακής ή ψηφιακής συσκευής ή συσκευής πληροφορικής, και
(ii) ο παρέχων τη σύνδεση δεν ενεργεί ως απλός μεσάζων μεταξύ του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και του πωλητή των αγαθών ή του παρόχου των υπηρεσιών.
(3) Κατά την εφαρμογή του εδαφίου (2), λαμβάνονται υπόψη τυχόν οδηγίες που εκδίδονται δυνάμει της παραγράφου (β) ή (γ) του εδαφίου (6) του άρθρου 3 των περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμων.
(4) Η ΥΕΑΣΕ και η Κεντρική Τράπεζα δύνανται ξεχωριστά ή από κοινού να καθορίζουν με οδηγία ότι μπορούν να προβαίνουν σε έκδοση νομισματικής αξίας που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) μόνο νομικά πρόσωπα εφόσον λάβουν προηγουμένως άδεια από την Αρμόδια Αρχή. Για το σκοπό αυτό, στη σχετική οδηγία δύναται να ορίζεται ότι το σύνολο ή μέρος των διατάξεων του παρόντος Νόμου εφαρμόζεται στα πρόσωπα που εκδίδουν νομισματική αξία που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).
4.-(1) Μόνο τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (4) επιτρέπεται να ασκούν ή να παρουσιάζονται ότι ασκούν τη δραστηριότητα έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος στη Δημοκρατία.
(2) Χωρίς επηρεασμό του εδαφίου (1), μόνο τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (4) και, με την επιφύλαξη των άρθρων 19 έως και 24, τα πρόσωπα που ενεργούν εξ ονόματος αυτών, επιτρέπεται να ασκούν ή να παρουσιάζονται ότι ασκούν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες δραστηριότητες στη Δημοκρατία ως τακτική απασχόληση ή επιχειρηματική δραστηριότητα-
(α) να διατηρούν σε ετοιμότητα ηλεκτρονικό υπόθεμα, στο οποίο μπορεί να αποθηκευτεί νομισματική αξία, με σκοπό να θέσουν ηλεκτρονικό χρήμα σε κυκλοφορία∙
(β) να διατηρούν σε ετοιμότητα ένα μέσο διανομής ηλεκτρονικού χρήματος με σκοπό να θέσουν ηλεκτρονικό χρήμα σε κυκλοφορία∙
(γ) να παραλαμβάνουν χρηματικό ποσό προκειμένου να παραδώσουν ηλεκτρονικό χρήμα∙
(δ) να διανέμουν ηλεκτρονικό χρήμα∙
(ε) να θέτουν ηλεκτρονικό χρήμα σε κυκλοφορία∙
(στ) να πωλούν ή να μεταπωλούν προϊόν ηλεκτρονικού χρήματος∙
(ζ) να ανανεώνουν την αξία προϊόντος ηλεκτρονικού χρήματος που κατέχει κάτοχος ηλεκτρονικού χρήματος∙
(η) να παραδίδουν ηλεκτρονικό χρήμα, μη ενεργώντας ως πληρωτές, σε πρόσωπο που ενεργεί ή προτίθεται να ενεργήσει ως κάτοχος ηλεκτρονικού χρήματος∙
(θ) να εξαργυρώνουν ηλεκτρονικό χρήμα που κατέχει κάτοχος ηλεκτρονικού χρήματος∙
(ι) να προσεγγίζουν πρόσωπα ως κατόχους ή πιθανούς κατόχους ηλεκτρονικού χρήματος, ενεργώντας υπό υπαλληλική ή άλλη ιδιότητα εκ μέρους τρίτου προσώπου.
(3) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου, ηλεκτρονικό χρήμα εκδίδεται στη Δημοκρατία ή δραστηριότητα εμπίπτουσα στο εδάφιο (2) ασκείται στη Δημοκρατία -
(α) όταν πρόσωπο το οποίο ούτε βρίσκεται, ούτε κατοικεί, ούτε διαμένει στη Δημοκρατία, και στην περίπτωση που πρόκειται για νομικό πρόσωπο, έχει συσταθεί στη Δημοκρατία, ούτε έχει εγκατασταθεί στη Δημοκρατία, εκδίδει ηλεκτρονικό χρήμα ή ασκεί δραστηριότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (2), ανάλογα με την περίπτωση, και απευθύνεται σε πρόσωπα, ως κατόχους ή πιθανούς κατόχους ηλεκτρονικού χρήματος, τα οποία βρίσκονται, κατοικούν ή διαμένουν στη Δημοκρατία ή, αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, έχουν συσταθεί ή έχουν εγκατασταθεί στη Δημοκρατία, εφόσον το πρόσωπο που εκδίδει ηλεκτρονικό χρήμα ή ασκεί δραστηριότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (2) απευθύνεται στους κατόχους ή πιθανούς κατόχους ηλεκτρονικού χρήματος κατά το χρόνο που αυτοί βρίσκονται ή είναι εγκατεστημένοι στη Δημοκρατία ή εφόσον η σχετική σύμβαση καταρτίζεται στη Δημοκρατία, ή
(β) όταν πρόσωπο που βρίσκεται, κατοικεί ή διαμένει στη Δημοκρατία ή, αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, έχει συσταθεί στη Δημοκρατία ή έχει εγκατασταθεί στη Δημοκρατία, εκδίδει ηλεκτρονικό χρήμα ή ασκεί δραστηριότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (2), ανάλογα με την περίπτωση, και απευθύνεται σε πρόσωπα, ως κατόχους ή πιθανούς κατόχους του ηλεκτρονικού χρήματος, τα οποία βρίσκονται, κατοικούν ή διαμένουν εντός ή εκτός της Δημοκρατίας ή, αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, έχουν συσταθεί στη Δημοκρατία ή σε άλλη χώρα ή είναι εγκατεστημένα εντός ή εκτός της Δημοκρατίας ·
(4) Πρόσωπα που εμπίπτουν σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες κατηγορίες επιτρέπεται να εκδίδουν ηλεκτρονικό χρήμα στη Δημοκρατία:
(α) τράπεζες·
(β) τράπεζες οι οποίες έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών·
(γ) συνεργατικά πιστωτικά ιδρύματα·
(δ) ιδρύματα τα οποία παρέχουν ταχυδρομικές υπηρεσίες πληρωμών και τα οποία εκδίδουν ηλεκτρονικό χρήμα βάσει σχετικής νομοθεσίας·
(ε) η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, όταν δεν ενεργούν υπό την ιδιότητά τους ως νομισματικές ή άλλες δημόσιες αρχές·
(στ) τα κράτη μέλη ή οι περιφερειακές ή τοπικές αρχές τους, όταν ενεργούν υπό την ιδιότητά τους ως δημόσιες αρχές, και
(ζ) ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος.
(5) Κανένα πρόσωπο δε δύναται να εισπράττει οποιαδήποτε αμοιβή-
(α) για υπηρεσίες που προσέφερε κατά παράβαση του εδαφίου (2), ή
(β) για υπηρεσίες που προσέφερε και έχουν σχέση με ηλεκτρονικό χρήμα που εξέδωσε κατά παράβαση του εδαφίου (1).
(6) Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται ποινικό αδίκημα για παράβαση του εδαφίου (1) ή του εδαφίου (2) δύναται να διατάζει την αναστολή της άσκησης της επίδικης δραστηριότητας από τον κατηγορούμενο, για τέτοια χρονική περίοδο ως το δικαστήριο ήθελε κρίνει εύλογη, μέχρι την τελική εκδίκαση της υπόθεσης αναφορικά με την οποία έχει ασκηθεί ποινική δίωξη.
(7) Επιπρόσθετα με την επιβολή της ποινής η οποία προβλέπεται στο άρθρο 41, το δικαστήριο το οποίο καταδικάζει πρόσωπο για ποινικό αδίκημα παράβασης των διατάξεων του εδαφίου (1) ή του εδαφίου (2) δύναται να απαγορεύει τη χορήγηση άδειας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος στο καταδικαζόμενο πρόσωπο, για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη.
(8) Σε περίπτωση που η ΥΕΑΣΕ έχει εύλογες υπόνοιες ότι συνεργατική εταιρεία εκδίδει ή παρουσιάζεται ότι εκδίδει ηλεκτρονικό χρήμα κατά παράβαση του εδαφίου (1) ή ότι ασκεί ή παρουσιάζεται ότι ασκεί δραστηριότητα εμπίπτουσα στο εδάφιο (2) κατά παράβαση του εδαφίου (2), καλεί με γραπτή ειδοποίηση τη συνεργατική εταιρεία αυτή να παρουσιάσει σε αρμόδιο λειτουργό της ΥΕΑΣΕ, εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην ειδοποίηση, οποιαδήποτε βιβλία ή έγγραφα ορίζονται στην ειδοποίηση.
(9) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα έχει εύλογες υπόνοιες ότι πρόσωπο άλλο από συνεργατική εταιρεία εκδίδει ή παρουσιάζεται ότι εκδίδει ηλεκτρονικό χρήμα κατά παράβαση του εδαφίου (1) ή ότι ασκεί ή παρουσιάζεται ότι ασκεί δραστηριότητα εμπίπτουσα στο εδάφιο (2) κατά παράβαση του εδαφίου (2), καλεί με γραπτή ειδοποίηση το πρόσωπο αυτό να παρουσιάσει σε αρμόδιο λειτουργό της, εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην ειδοποίηση, οποιαδήποτε βιβλία ή έγγραφα ορίζονται στην ειδοποίηση.
4Α. Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του παρόντος Νόμου, τα εδάφια (3) έως (8) του άρθρου 5, η παράγραφος (β) του εδαφίου (5) του άρθρου 6, τα άρθρα 11 έως 17, τα εδάφια (5) έως (9) του άρθρου 19, τα άρθρα 20, 21 και 22, τα εδάφια (1) έως (4) του άρθρου 23, το άρθρο 24, τα εδάφια (1) έως (3) του άρθρου 25 και τα άρθρα 27, 28, 29, 30, 31, 32 και 33 του περί της Παροχής και Χρήσης Υπηρεσιών Πληρωμών και Πρόσβασης στα Συστήματα Πληρωμών Νόμου εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, περιλαμβανομένων των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που εκδίδονται σύμφωνα με το Άρθρο 28, παράγραφος 5 και το Άρθρο 29, παράγραφος 7 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366:
5.-(1) [Καταργήθηκε με το Ν. 30(Ι)/2018].
(2) (α) Η Αρμόδια Αρχή μεριμνά ώστε πρόσωπα που έχουν συσταθεί εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχουν λάβει άδεια έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος από τρίτη χώρα να μην τυγχάνουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης σε σύγκριση με τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος που έχουν την έδρα τους σε κράτος μέλος. Σε περίπτωση που συναφθεί συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τρίτης χώρας κατά την έννοια του Άρθρου 8, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ, η Αρμόδια Αρχή χορηγεί άδεια λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος σε νομικά πρόσωπα που έχουν συσταθεί στην εν λόγω τρίτη χώρα, έχουν λάβει άδεια έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος από τις αρμόδιες αρχές της χώρας εκείνης και προτίθενται να διατηρούν υποκατάστημα στη Δημοκρατία.
(β) Για σκοπούς του παρόντος εδαφίου, η Κεντρική Τράπεζα και η ΥΕΑΣΕ δύνανται μεμονωμένα ή από κοινού να καθορίζουν με οδηγία, καθεμία ως προς τα πρόσωπα σε σχέση με τα οποία η καθεμιά αποτελεί την Αρμόδια Αρχή, τις προϋποθέσεις και τους όρους χορήγησης άδειας λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος και επιπρόσθετα δύνανται να επιβάλλουν καθώς και να επιβάλλουν υποχρεώσεις στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος που προβλέπονται στο παρόν εδάφιο και στα αρμόδια πρόσωπα αυτών των ιδρυμάτων.
(γ) Κατά την έκδοση οδηγίας δυνάμει του παρόντος εδαφίου, η Κεντρική Τράπεζα και η ΥΕΑΣΕ ενεργούν εντός του πλαισίου που καθορίζει η σχετική συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της τρίτης χώρας.
(δ) Τα άρθρα 6 έως 23 δεν εφαρμόζονται επί των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο, με εξαίρεση τις διατάξεις του άρθρου 8, των εδαφίων (2) έως (4) του άρθρου 14, του εδαφίου (3) του άρθρου 15 και του άρθρου 21.
(3)(α) Η Κεντρική Τράπεζα και η ΥΕΑΣΕ δύνανται μεμονωμένα ή από κοινού να καθορίζουν με οδηγία, καθεμία ως προς τα πρόσωπα σε σχέση με τα οποία η καθεμιά αποτελεί την Αρμόδια Αρχή, τις περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται η έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος από νομικό πρόσωπο που δεν πληροί τις προϋποθέσεις του παρόντος Μέρους εφόσον ο μέσος όρος ηλεκτρονικού χρήματος σε κυκλοφορία που προκύπτει από το σύνολο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του δεν υπερβαίνει το όριο που ήθελε καθορίσουν τα νομικά αυτά πρόσωπα εγγράφονται στο μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο που προβλέπεται εάν πληρούν τις προϋποθέσεις που ήθελε οριστούν με τη σχετική οδηγία.
(β) Κατά την έκδοση οδηγίας δυνάμει του παρόντος άρθρου, η Κεντρική Τράπεζα και η ΥΕΑΣΕ ενεργούν εντός του πλαισίου που καθορίζει το Άρθρο 9 της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ.
(4) Η Αρμόδια Αρχή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή -
(α) σε σχέση με την τυχόν εφαρμογή στη Δημοκρατία συμφωνίας κατά την έννοια του Άρθρου 8, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ, και
(β) όπως απαιτείται σύμφωνα με το Άρθρο 9, παράγραφος 9, της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ, σε περίπτωση εφαρμογής του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου.
6.-(1) [Καταργήθηκε με το Ν. 30(Ι)/2018].
(2) [Καταργήθηκε με το Ν. 30(Ι)/2018].
(3) [Καταργήθηκε με το Ν. 30(Ι)/2018].
(4) [Καταργήθηκε με το Ν. 30(Ι)/2018].
(5) [Καταργήθηκε με το Ν. 30(Ι)/2018].
(6) [Καταργήθηκε με το Ν. 30(Ι)/2018].
(7) Η Αρμόδια Αρχή δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος εάν δεν έχει πεισθεί πλήρως ότι όλα τα πρόσωπα που πρόκειται να ενεργούν ως σύμβουλοι ή διευθυντές του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος είναι ικανά και κατάλληλα για να κατέχουν τις εν λόγω θέσεις σύμφωνα με κριτήρια που η Αρμόδια Αρχή καθορίζει με οδηγία της.
(8) Στην άδεια λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος αναγράφονται το όνομα του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, ο αριθμός και η ημερομηνία έκδοσης της άδειας, οι υπηρεσίες πληρωμών για τις οποίες του έχει επιτραπεί παροχή η οποία δεν έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο που η Αρμόδια Αρχή κρίνει απαραίτητο.
(9) Η Αρμόδια Αρχή δε λαμβάνει υπόψη το κριτήριο της οικονομικής ανάγκης για σκοπούς χορήγησης άδειας λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος.
(10) Η πολιτική χορήγησης άδειας λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος καθορίζεται από την Αρμόδια Αρχή με απόφασή της.
(11) Η Αρμόδια Αρχή δύναται να καθορίζει πρόσθετες προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, να καθορίζει, να εξειδικεύει ή να διευκρινίζει τις υποχρεώσεις του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος και των αρμόδιων προσώπων του καθώς και οποιοδήποτε θέμα χρήζει χειρισμού δυνάμει του παρόντος Μέρους.
9.-(1) [Καταργήθηκε με το Ν. 30(Ι)/2018].
(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου και των εδαφίων (6) έως (8) του άρθρου 13, καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του, το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος οφείλει να γνωστοποιεί εκ των προτέρων στην Αρμόδια Αρχή οποιαδήποτε ουσιαστική μεταβολή επηρεάζει τα μέτρα που το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος λαμβάνει προς συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 13. Η Αρμόδια Αρχή δύναται με οδηγία της να εξειδικεύει το παρόν εδάφιο και ιδίως την έννοια της ουσιαστικής μεταβολής.
10. Σε περίπτωση που ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος επιθυμεί την επέκταση της άδειας λειτουργίας του σε πρόσθετες υπηρεσίες πληρωμών, η παροχή των οποίων δεν έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, υποβάλλει σχετική αίτηση στην Αρμόδια Αρχή συνοδευόμενη από πληροφορίες, στοιχεία και έντυπα που η Αρμόδια Αρχή καθορίζει με οδηγία της. Η Αρμόδια Αρχή αποφασίζει επί της αίτησης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους.
11.-(1) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει αποφασίσει-
(α) να αποκτήσει ή να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, έλεγχο σε ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, ή
(β) να αυξήσει περαιτέρω ή να μειώσει, άμεσα ή έμμεσα, τέτοιον έλεγχο ούτως ώστε-
(i) η αναλογία των μεριδίων κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του είκοσι τοις εκατό (20%), του τριάντα τοις εκατό (30%) ή του πενήντα τοις εκατό (50%), ή
(ii) η αναλογία των μεριδίων κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει να μειώνεται σε λιγότερο από το είκοσι τοις εκατό (20%), το τριάντα τοις εκατό (30%) ή το πενήντα τοις εκατό (50%), ή
(iii) το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος να καθίσταται θυγατρική του, ή
(iv) το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος να παύει να είναι θυγατρική του,
γνωστοποιεί την πρόθεσή του στην Αρμόδια Αρχή πριν προβεί στην απόκτηση, την παύση της κατοχής, την αύξηση ή τη μείωση, αντίστοιχα.
(2) Ο υποψήφιος αγοραστής παρέχει στην Αρμόδια Αρχή πληροφορίες που προσδιορίζουν το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής και, τηρουμένων των αναλογιών, τις πληροφορίες που ορίζονται δυνάμει -
(α) της υποπαραγράφου (4) της παραγράφου 8 της Κανονιστικής Απόφασης της Επιτροπής της ΥΕΑΣΕ σχετικά με τους διαδικαστικούς κανόνες και τα κριτήρια για την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης, αύξησης και μείωσης συμμετοχής στα Συνεργατικά Πιστωτικά Ιδρύματα, όταν πρόκειται για απόκτηση ή αύξηση ελέγχου επί ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος που έχει συσταθεί δυνάμει των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων·
(β) του εδαφίου (4) του άρθρου 17Α των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου, όταν πρόκειται για απόκτηση ή αύξηση ελέγχου επί οποιουδήποτε άλλου ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος.
(3) Σε περίπτωση που η επιρροή προσώπου το οποίο αναφέρεται στο εδάφιο (2) είναι δυνατόν να αποβεί σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, η Αρμόδια Αρχή εκφράζει την αντίθεσή της και, επιπρόσθετα, δύναται να λαμβάνει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:
(α) αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές ή δικαιώματα ψήφου που κατέχει το εν λόγω πρόσωπο∙
(β) έκδοση διαταγής δυνάμει της οποίας η διάθεση, η υπογραφή συμφωνίας διάθεσης, η πώληση, η ανταλλαγή, η μίσθωση, η μεταβίβαση, η δωρεά και εν γένει η αποξένωση των μετοχών που κατέχει είναι άκυρη∙
(γ) απαγόρευση απόκτησης, περιλαμβανομένης απόκτησης δια δωρεάς ή μέσω άσκησης δικαιωμάτων αγοράς, μετοχών του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος∙ και
(δ) απαγόρευση διενέργειας οποιωνδήποτε πληρωμών από το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που απορρέουν από τις μετοχές, εξαιρουμένης της περίπτωσης διάλυσης του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος.
(4)(α) Σε περίπτωση φυσικών ή νομικών προσώπων που παραβαίνουν την κατά το παρόν άρθρο υποχρέωση εκ των προτέρων γνωστοποίησης, η Αρμόδια Αρχή δύναται να λαμβάνει οποιοδήποτε από τα μέτρα που αναφέρονται στο εδάφιο (3), ορίζοντας τη χρονική διάρκεια ισχύος του μέτρου ή ότι το μέτρο ισχύει μέχρι την ανάκλησή του από την Αρμόδια Αρχή.
(β) Το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος υποχρεούται να γνωστοποιεί σύμφωνα με το άρθρο 9 οποιαδήποτε μεταβολή επηρεάζει την ακρίβεια των στοιχείων που έχει υποβάλει στην Αρμόδια Αρχή σχετικά με την ταυτότητα των προσώπων που έχουν άμεσα ή έμμεσα έλεγχο σε αυτό
(γ) Η λήψη μέτρων σύμφωνα με το παρόν εδάφιο δεν απαλλάσσει το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος από τις συνέπειες τυχόν παράβασης του άρθρου 9.
(5) Σε περίπτωση απόκτησης συμμετοχής παρά την αντίθεση της Αρμόδιας Αρχής, είτε η Αρμόδια Αρχή εξέφρασε την αντίθεσή της πριν από την απόκτηση συμμετοχής είτε μετά από αυτή, η Αρμόδια Αρχή αναστέλλει την άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές ή δικαιώματα ψήφου που κατέχει ο αποκτήσας τη συμμετοχή και δύναται επιπρόσθετα να λάβει οποιοδήποτε από τα μέτρα που αναφέρεται στις παραγράφους (β) και (δ) του εδαφίου (3).
(6) Η αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου σύμφωνα με το εδάφιο (5), καθιστά άκυρη τυχόν άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που πραγματοποιήθηκε αφότου η Αρμόδια Αρχή εξέφρασε την αντίθεσή της.
(7) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των εδαφίων (4) έως και (6), η Αρμόδια Αρχή δύναται να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 42 ή 43, επί προσώπου το οποίο παραβαίνει την κατά το παρόν άρθρο υποχρέωση εκ των προτέρων γνωστοποίησης, καθώς επίσης επί προσώπου το οποίο αποκτά συμμετοχή παρά την αντίθεση της Αρμόδιας Αρχής∙ σε περίπτωση νομικού προσώπου, το εδάφιο (2) του άρθρου 42 και το εδάφιο (2) του άρθρου 43 εφαρμόζονται επί των συμβούλων, διευθυντών, γραμματέων, μελών επιτροπείας, αξιωματούχων και υπαλλήλων, αντίστοιχα, αυτού του προσώπου.
(8) Η Αρμόδια Αρχή δύναται με οδηγίες της να ορίζει ότι το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται, εν όλω ή εν μέρει, στην περίπτωση ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος που ασκεί μια ή περισσότερες δραστηριότητες που εμπίπτουν στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 15.
12.-(1) Το νομικό πρόσωπο που ζητεί άδεια λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος οφείλει να έχει κατά το χρόνο αδειοδότησης αρχικό κεφάλαιο τουλάχιστον τριακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (€350.000)(2) Η Αρμόδια Αρχή καθορίζει με οδηγία της τη σύνθεση του αρχικού κεφαλαίου.
(3) Το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος υποχρεούται να διαθέτει καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του ίδια κεφάλαια, τη σύνθεση των οποίων καθορίζει με οδηγία της η Αρμόδια Αρχή, ελάχιστου ύψους ίσου με το άθροισμα των ποσών που προκύπτουν από τους κατά τα εδάφια (4) έως (6) υπολογισμούς και τους κατά τα εδάφια (7) έως (9) υπολογισμούς.
(4) Για έκαστο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, η Αρμόδια Αρχή καθορίζει με οδηγία της, η οποία συνιστά ατομική διοικητική πράξη και την οποία διαβιβάζει στο σχετικό ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, τις μεθόδους για τον υπολογισμό του ελάχιστου ύψους των ιδίων κεφαλαίων για τις περιπτώσεις όπου παρέχονται υπηρεσίες πληρωμών και η παροχή αυτή δεν έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος.
(5) Η Αρμόδια Αρχή δύναται να τροποποιεί ή να αντικαθιστά οδηγία της που αναφέρεται στο εδάφιο (4) με άλλη οδηγία που συνιστά ατομική διοικητική πράξη και την οποία διαβιβάζει στο σχετικό ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος με σκοπό έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους:
(α) να καθορίζει άλλη μέθοδο για τον υπολογισμό του ελάχιστου ύψους ιδίων κεφαλαίων,
(β) να υποδεικνύει τον τρόπο εφαρμογής της εκάστοτε καθορισμένης μεθόδου υπολογισμού,
(γ) αφού αξιολογήσει τις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου, τις βάσεις δεδομένων σχετικά με τον κίνδυνο ζημίας και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, να αυξάνει έως και 20% ή να μειώνει έως και 20% το ελάχιστο ύψος ιδίων κεφαλαίων που προκύπτει από την εκάστοτε καθορισμένη μέθοδο.
(6) Έκαστο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, στο οποίο απευθύνεται οδηγία που αναφέρεται στο εδάφιο (4) ή/και (5) οφείλει να συμμορφώνεται με αυτήν.
(7) Η Αρμόδια Αρχή καθορίζει με οδηγία της μέθοδο για τον υπολογισμό του ελάχιστου ύψους των ιδίων κεφαλαίων για την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος∙ η μέθοδος αυτή στηρίζεται, με την επιφύλαξη του εδαφίου (8), στο ποσό του ηλεκτρονικού χρήματος σε κυκλοφορία.
(8)(α) Σε περίπτωση που ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος παρέχει μία ή περισσότερες υπηρεσίες πληρωμών χωρίς η παροχή αυτή να έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος ή ασκεί μια ή περισσότερες από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 15(1)(β) έως και (δ) και (2), και το ποσό του ηλεκτρονικού χρήματος σε κυκλοφορία δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων-
(i) το σχετικό ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος δύναται να αιτείται την έγκριση της Αρμόδιας Αρχής ώστε ο υπολογισμός του ελάχιστου ύψους των ιδίων κεφαλαίων για την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος να στηρίζεται σε ένα αντιπροσωπευτικό τμήμα που θεωρείται ότι θα χρησιμοποιηθεί για την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, και
(ii) η Αρμόδια Αρχή χορηγεί τέτοιαν έγκριση εφόσον ικανοποιείται ότι το αντιπροσωπευτικό αυτό τμήμα εκτιμάται εύλογα βάσει ιστορικών δεδομένων.
(β) Σε περίπτωση που το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος δεν έχει ασκήσει δραστηριότητα για επαρκές χρονικό διάστημα, το ελάχιστο ύψος των ιδίων κεφαλαίων υπολογίζεται πάνω στη βάση του προβλεπόμενου ηλεκτρονικού χρήματος σε κυκλοφορία που τεκμηριώνεται μέσω του επιχειρησιακού σχεδίου, με την επιφύλαξη τυχόν αναπροσαρμογής του σχεδίου αυτού κατ’ απαίτηση της Αρμόδιας Αρχής.
(9) Με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που η Αρμόδια Αρχή ήθελε ορίσει με οδηγία της, η Αρμόδια Αρχή δύναται, κατά παρέκκλιση από τα εδάφια (3), (4) και (7), να εξαιρεί από την υποχρέωση εφαρμογής μεθόδου για τον υπολογισμό ελάχιστου ύψους ιδίων κεφαλαίων, ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος που περιλαμβάνονται στην πραγματοποιούμενη σε ενοποιημένη βάση εποπτεία των μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με τις κατά περίπτωση διατάξεις των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων ή των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων. Η Αρμόδια Αρχή χορηγεί την εν λόγω εξαίρεση με οδηγία της η οποία συνιστά ατομική διοικητική πράξη και την οποία διαβιβάζει στο σχετικό ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος.
(10) Τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να μειωθούν κάτω από το επίπεδο του αρχικού κεφαλαίου κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1).
13.-(1) Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος υποχρεούνται να διασφαλίζουν-
(α) τα χρηματικά ποσά που λαμβάνουν σε αντάλλαγμα για την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, και
(β) σε περίπτωση παροχής υπηρεσιών πληρωμών που δεν έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, τα χρηματικά ποσά που λαμβάνουν από τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών ή μέσω άλλου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής.
(2) Όταν ένα τμήμα των χρηματικών ποσών που λαμβάνει το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για μελλοντικές πράξεις πληρωμής και το υπόλοιπο ποσό πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για υπηρεσίες άλλες εκτός της έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος και της παροχής υπηρεσιών πληρωμών, το τμήμα των χρηματικών ποσών που προορίζεται για μελλοντικές πράξεις πληρωμής υπόκειται στις απαιτήσεις διασφάλισης του παρόντος άρθρου.
(3) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (2), αν το τμήμα χρηματικών ποσών που προορίζεται για μελλοντικές πράξεις πληρωμής, κατά τα προβλεπόμενα στο εν λόγω εδάφιο, κυμαίνεται ή δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων, οδηγία της Αρμόδιας Αρχής δύναται να προβλέπει ότι -
(α) το σχετικό ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος δύναται να αιτείται την έγκριση της Αρμόδιας Αρχής ώστε οι απαιτήσεις διασφάλισης να αφορούν ένα αντιπροσωπευτικό τμήμα των χρηματικών ποσών που λαμβάνει το οποίο θεωρείται ότι χρησιμοποιείται ως ηλεκτρονικό χρήμα και για άλλες ενδεχομένως υπηρεσίες πληρωμών, και
(β) η Αρμόδια Αρχή χορηγεί τέτοιαν έγκριση εφόσον ικανοποιείται ότι το αντιπροσωπευτικό αυτό τμήμα μπορεί να εκτιμηθεί εύλογα βάσει ιστορικών δεδομένων.
(4) Η Αρμόδια Αρχή με οδηγίες-
(α) δύναται να καθορίζει τη μέθοδο υπολογισμού των διασφαλιστέων χρηματικών ποσών∙
(β) δύναται να περιορίζει ή να επεκτείνει την υποχρέωση διασφάλισης καθορίζοντας τα χρονικά όρια εντός των οποίων υφίσταται η υποχρέωση διασφάλισης∙
(γ) καθορίζει τους τρόπους διασφάλισης, περιλαμβανομένων των στοιχείων ενεργητικού στα οποία επιτρέπεται να επενδύονται τα διασφαλιστέα χρηματικά ποσά∙ η Αρμόδια Αρχή καθορίζει τα στοιχεία ενεργητικού στα οποία επιτρέπεται να επενδύονται τα διασφαλιστέα χρηματικά ποσά εντός του πλαισίου του άρθρου 7, παράγραφος 2, της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ∙
(δ) δύναται να ορίζει ότι, σε περίπτωση που το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος διαλύεται ή τίθεται υπό εκκαθάριση, τα διασφαλιστέα χρηματικά ποσά παραδίδονται στους δικαιούχους τους κατά προτεραιότητα έναντι αξιώσεων άλλων πιστωτών του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος∙
(ε) δύναται να περιορίζει την υποχρέωση διασφάλισης για παροχή υπηρεσιών πληρωμών που δεν έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος θέτοντας, κατά χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, ανώτατο όριο μη διασφαλιστέων χρηματικών ποσών∙ και
(στ) δύναται να εξαιρεί από την υποχρέωση διασφάλισης για παροχή υπηρεσιών πληρωμών που δεν έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος τα οποία δεν ασκούν άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες εκτός από την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος και την παροχή υπηρεσιών πληρωμών.
(5) Με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που η Αρμόδια Αρχή ήθελε ορίσει με οδηγία της, η Αρμόδια Αρχή δύναται να επιβάλλει περιορισμούς σε ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος σε σχέση με τα στοιχεία ενεργητικού στα οποία επιτρέπεται να επενδύονται τα διασφαλιστέα χρηματικά ποσά.
(6) Για έκαστο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, η Αρμόδια Αρχή καθορίζει με οδηγία της, η οποία συνιστά ατομική διοικητική πράξη και την οποία διαβιβάζει στο σχετικό ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, τον τρόπο ή τους τρόπους διασφάλισης των διασφαλιστέων ποσών.
(7) Η Αρμόδια Αρχή δύναται να τροποποιεί ή να αντικαθιστά οδηγία της που αναφέρεται στο εδάφιο (6) με άλλην οδηγία που συνιστά ατομική διοικητική πράξη και την οποία διαβιβάζει στο σχετικό ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος με σκοπό να καθορίζει άλλον τρόπο ή τρόπους διασφάλισης των διασφαλιστέων ποσών.
(8) Έκαστο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, στο οποίο απευθύνεται οδηγία που αναφέρεται στο εδάφιο (6) ή/και (7) οφείλει να συμμορφώνεται με αυτήν.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 81(I)/2012
- 30(I)/2018
15.-(1) Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος επιτρέπεται, πέραν της έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος, να ασκούν μια ή περισσότερες από τις ακόλουθες δραστηριότητες:
(α) να παρέχουν τις υπηρεσίες πληρωμών που καλύπτει η άδεια λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος ∙
(β) να χορηγούν πίστωση σε σχέση με τις υπηρεσίες πληρωμών των σημείων 4, 5 ή 7 του Παραρτήματος των περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμων τις οποίες καλύπτει η άδεια λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, εφόσον τηρούν όρους που η Αρμόδια Αρχή ήθελε ορίσει με οδηγίες της:
Νοείται ότι η παρούσα διάταξη δε θίγει την εφαρμογή του περί των Συμβάσεων Καταναλωτικής Πίστης Νόμου, τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου και τις συμβατές με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διατάξεις του κυπριακού δικαίου, οι οποίες σχετίζονται με τη χορήγηση πιστώσεων στους καταναλωτές∙
(γ) υπό την επιφύλαξη του ισχύοντος δικαίου, να λειτουργούν συστήματα πληρωμών, νοουμένου ότι συμμορφώνονται με την οδηγία που η Κεντρική Τράπεζα εκδίδει δυνάμει του άρθρου 5 του περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμου με σκοπό την εναρμόνιση με το Άρθρο 28 της Οδηγίας 2007/64/ΕΚ∙
(δ) με την επιφύλαξη του ισχύοντος δικαίου, να ασκούν εμπορική δραστηριότητα ή επιχείρηση.
(2) Παρά την ύπαρξη προηγούμενης αδειοδότησης για την άσκηση δεδομένης δραστηριότητας, τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος επιτρέπεται να παρέχουν λειτουργικές και στενά συνδεόμενες επικουρικές υπηρεσίες, οι οποίες έχουν σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος ή την παροχή υπηρεσιών πληρωμών. Η Αρμόδια Αρχή δύναται να εξειδικεύει με οδηγία της την έννοια των λειτουργικών και στενά συνδεόμενων επικουρικών υπηρεσιών, οι οποίες έχουν σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος ή την παροχή υπηρεσιών πληρωμών.
(3) Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος απαγορεύεται να διεξάγουν εργασίες αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων κατά την έννοια των άρθρων 2 και του εδαφίου (1) του άρθρου 3 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου ή του άρθρου 2 και του εδαφίου (1) του άρθρου 41Α του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου:
Νοείται ότι, εφόσον το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος ανταλλάσσει χωρίς καθυστέρηση με ηλεκτρονικό χρήμα τα χρηματικά ποσά που λαμβάνει, αυτή η παραλαβή χρηματικών ποσών δεν συνιστά αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό.
(4) Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, κατά την παροχή υπηρεσιών πληρωμών που δεν έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, απαγορεύεται να τηρούν λογαριασμούς στο όνομα ενός ή περισσοτέρων χρηστών υπηρεσιών πληρωμών που δεν χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για εκτέλεση πράξεων πληρωμής:
Νοείται ότι, κατά την παροχή υπηρεσιών πληρωμών που δεν έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, η παραλαβή από το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος χρηματικών ποσών των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών για την εκτέλεση πράξης πληρωμής, δεν συνιστά ούτε αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων, κατά την έννοια του άρθρου 2 και του εδαφίου (1) του άρθρου 3 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου ή του άρθρου 2 και του εδαφίου (1) του άρθρου 41Α του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, ούτε ηλεκτρονικό χρήμα.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 81(I)/2012
- 30(I)/2018
19.-(1) Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος επιτρέπεται να διαμένουν και εξαργυρώνουν ηλεκτρονικό χρήμα μέσω φυσικών ή νομικών προσώπων που ενεργούν εξ ονόματός τους.
(2) Στην περίπτωση που ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος διανέμει ηλεκτρονικό χρήμα σε άλλο κράτος μέλος με πρόσληψη φυσικού ή νομικού προσώπου, εφαρμόζονται στα εν λόγω ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος κατ’ αναλογίαν τα άρθρα 28, 29, 30, 31 και 32, με εξαίρεση το εδάφιο (8) του άρθρου 30, του περί της Παροχής και Χρήσης Υπηρεσιών Πληρωμών και Πρόσβασης στα Συστήματα Πληρωμών Νόμου, περιλαμβανομένων των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που εκδίδονται σύμφωνα με το Άρθρο 28, παράγραφος 5 και με το Άρθρο 29, παράγραφος 7 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366.
(3) Ανεξαρτήτως των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2), τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος απαγορεύεται να εκδίδουν ηλεκτρονικό χρήμα μέσω αντιπροσώπων· επιτρέπεται να παρέχουν τις υπηρεσίες πληρωμών που προβλέπονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 15 μέσω αντιπροσώπων που υπόκεινται στις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 19 του περί της Παροχής και Χρήσης Υπηρεσιών Πληρωμών και Πρόσβασης στα Συστήματα Πληρωμών Νόμου του 2018.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 81(I)/2012
- 30(I)/2018
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 81(I)/2012
- 30(I)/2018
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 81(I)/2012
- 30(I)/2018
25. Κάθε όρος σύμβασης μεταξύ εκδότη ηλεκτρονικού χρήματος και κατόχου ηλεκτρονικού χρήματος που αντιβαίνει σε διάταξη του παρόντος Μέρους θεωρείται άκυρος.
26. Ο εκδότης ηλεκτρονικού χρήματος εκδίδει, επί τη παραλαβή χρηματικού ποσού, ηλεκτρονικό χρήμα ίσης ονομαστικής αξίας.
27.-(1) Κατόπιν σχετικού αιτήματος του κατόχου ηλεκτρονικού χρήματος, ο εκδότης ηλεκτρονικού χρήματος εξαργυρώνει, ανά πάσα στιγμή και στην ονομαστική αξία, τη νομισματική αξία του ηλεκτρονικού χρήματος που βρίσκεται στην κατοχή του κατόχου ηλεκτρονικού χρήματος.
(2) Απαγορεύεται η επιβολή χρέωσης για την εξαργύρωση ηλεκτρονικού χρήματος εκτός εάν προβλέπεται στη σύμβαση μεταξύ του εκδότη ηλεκτρονικού χρήματος και του κατόχου ηλεκτρονικού χρήματος σύμφωνα με το εδάφιο (7) και συντρέχει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) η εξαργύρωση ζητείται πριν από τον τερματισμό ή τη λήξη της σύμβασης∙
(β) η σύμβαση προβλέπει ημερομηνία λήξης και ο κάτοχος ηλεκτρονικού χρήματος τερμάτισε τη σύμβαση πριν από την ημερομηνία αυτή∙
(γ) η εξαργύρωση ζητείται ένα έτος και πλέον από τον τερματισμό ή τη λήξη της σύμβασης.
(3) Για σκοπούς του εδαφίου (2), η χρέωση που επιβάλλεται για την εξαργύρωση ηλεκτρονικού χρήματος πρέπει να είναι ανάλογη και να αντιστοιχεί στο πραγματικό κόστος που συνεπάγεται η εξαργύρωση για τον εκδότη ηλεκτρονικού χρήματος.
(4) Σε περίπτωση που η εξαργύρωση ζητείται πριν από τον τερματισμό ή τη λήξη της σύμβασης μεταξύ του εκδότη ηλεκτρονικού χρήματος και του κατόχου ηλεκτρονικού χρήματος, ο κάτοχος ηλεκτρονικού χρήματος μπορεί να ζητήσει εξαργύρωση του ηλεκτρονικού χρήματος εν όλω ή εν μέρει.
(5) Σε περίπτωση που η εξαργύρωση ζητείται από τον κάτοχο ηλεκτρονικού χρήματος την ημέρα κατά την οποία λήγει ή τερματίζεται η σύμβασή του με τον εκδότη ηλεκτρονικού χρήματος ή έως και ένα (1) έτος από την ημερομηνία αυτή, τότε -
(α) εξαργυρώνεται η συνολική νομισματική αξία του ηλεκτρονικού χρήματος που βρίσκεται στην κατοχή του κατόχου ηλεκτρονικού χρήματος∙ ή
(β) σε περίπτωση που το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος ασκεί μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες που προβλέπονται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 15 και δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων το μέρος του χρηματικού ποσού πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ως ηλεκτρονικό χρήμα, εξαργυρώνεται όλο το χρηματικό ποσό που ζητεί ο κάτοχος ηλεκτρονικού χρήματος.
(6) Ανεξάρτητα από τα εδάφια (2) έως και (5), το δικαίωμα προσώπου που αποδέχεται ηλεκτρονικό χρήμα και δεν είναι καταναλωτής να ζητεί εξαργύρωση ηλεκτρονικού χρήματος, υπόκειται στη σύμβασή του με τον εκδότη ηλεκτρονικού χρήματος.
(7) Με την επιφύλαξη των λοιπών εδαφίων του παρόντος άρθρου, η σύμβαση μεταξύ του εκδότη ηλεκτρονικού χρήματος και του κατόχου ηλεκτρονικού χρήματος αναφέρει εμφανώς και σαφώς τους όρους εξαργύρωσης, περιλαμβανομένων των χρεώσεων για την εξαργύρωση. Ο εκδότης ηλεκτρονικού χρήματος ενημερώνει τον κάτοχο και τον πιθανό κάτοχο ηλεκτρονικού χρήματος για τους όρους αυτούς προτού ο κάτοχος ή πιθανός κάτοχος ηλεκτρονικού χρήματος δεσμευτεί από προσφορά ή σύμβαση.
29.-(1) Η κατά το άρθρο 37 αρμόδια εποπτική αρχή διερευνά καταγγελίες που υποβάλλουν οι κάτοχοι ηλεκτρονικού χρήματος και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, περιλαμβανομένων των ενώσεων καταναλωτών, σχετικά με εικαζόμενες παραβάσεις του Μέρους IV.
(2) Η εποπτική αρχή δύναται να ρυθμίζει με οδηγία της τη διαδικασία υποβολής και διερεύνησης καταγγελιών. Η εποπτική αρχή υποδεικνύει στον καταγγέλλοντα την ύπαρξη του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσης που συνιστάται δυνάμει του περί της Σύστασης και Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως Νόμου ή τον ενημερώνει για την ύπαρξη διαδικασίας εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών σύμφωνα με το άρθρο 30, ανάλογα με την περίπτωση.
(3) Κάθε εποπτική αρχή υποχρεούται να παραλαμβάνει καταγγελίες που υποβάλλουν οι κάτοχοι ηλεκτρονικού χρήματος και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, περιλαμβανομένων των ενώσεων καταναλωτών, σχετικά με εικαζόμενες παραβάσεις του Μέρους IV από εκδότες ηλεκτρονικού χρήματος που εκδίδουν ηλεκτρονικό χρήμα στη Δημοκρατία υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, και να τις προωθεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.
30.-(1) Η κατά το άρθρο 37 αρμόδια εποπτική αρχή οργανώνει διαδικασία εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών, οι οποίες αφορούν τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που προβλέπονται στο Μέρος IV και των οποίων δεν επιλαμβάνεται ο Ενιαίος Φορέας Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσης:
Νοείται ότι κάθε αρμόδια εποπτική αρχή επιλαμβάνεται οποιασδήποτε διαφοράς προκύπτει από έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος σε σχέση με την οποία είναι αρμόδια δυνάμει του άρθρου 37.
(2) Κάθε αρμόδια εποπτική αρχή συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών σε περίπτωση διασυνοριακών διαφορών.
(3) Καθόσον αφορά εκδότες ηλεκτρονικού χρήματος που είναι συνεργατικές εταιρείες, το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του άρθρου 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου.
31.-(1) Η Αρμόδια Αρχή είναι υπεύθυνη για την εφαρμογή των διατάξεων του Μέρους III του παρόντος Νόμου και των μέτρων εφαρμογής που θεσπίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βάσει του Άρθρου 14 της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ, σε όση έκταση αφορούν πρόσωπα για τα οποία είναι αρμόδια.
(2) Η Αρμόδια Αρχή είναι υπεύθυνη για την εφαρμογή στη Δημοκρατία συμφωνιών κατά την έννοια του Άρθρου 8, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων μέτρων εφαρμογής που θεσπίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βάσει του άρθρου 14 της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ, σε όση έκταση αφορούν πρόσωπα για τα οποία είναι αρμόδια.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 81(I)/2012
- 30(I)/2018
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 81(I)/2012
- 30(I)/2018
37.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα είναι η εποπτική αρχή για την εφαρμογή των διατάξεων του Μέρους IV, συμπεριλαμβανομένων μέτρων εφαρμογής που θεσπίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βάσει του Άρθρου 14 της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ, σε σχέση με-
(α) έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος στη Δημοκρατία ή σε χώρα που δεν είναι κράτος μέλος, από τράπεζα∙
(β) έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος στη Δημοκρατία ή σε χώρα που δεν είναι κράτος μέλος, από ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα∙
(γ) έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος στη Δημοκρατία μέσω υποκαταστήματος από τράπεζα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος∙
(δ) διανομή και εξαργύρωση ηλεκτρονικού χρήματος στη Δημοκρατία μέσω φυσικών ή νομικών προσώπων από τράπεζα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος∙
(ε) έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος στη Δημοκρατία, μέσω υποκαταστήματος, από ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος για το οποίο η Κεντρική Τράπεζα είναι αρμόδια σύμφωνα με το άρθρο 24∙
(στ) διανομή και εξαργύρωση ηλεκτρονικού χρήματος στη Δημοκρατία μέσω φυσικών ή νομικών προσώπων από ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος για το οποίο η Κεντρική Τράπεζα είναι αρμόδια σύμφωνα με το άρθρο 24∙
(ζ) έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος σε άλλο κράτος μέλος υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από τράπεζα∙ και
(η) έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος σε άλλο κράτος μέλος υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα.
(2) Η ΥΕΑΣΕ είναι η εποπτική αρχή για την εφαρμογή των διατάξεων του Μέρους IV, συμπεριλαμβανομένων μέτρων εφαρμογής που θεσπίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βάσει του Άρθρου 14 της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ, σε σχέση με -
(α) έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος στη Δημοκρατία ή σε χώρα που δεν είναι κράτος μέλος, από συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από τον Έφορο της ΥΕΑΣΕ∙
(β) έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος στη Δημοκρατία ή σε χώρα που δεν είναι κράτος μέλος, από ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από τον Έφορο της ΥΕΑΣΕ∙
(γ) έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος στη Δημοκρατία μέσω υποκαταστήματος από συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος∙
(δ) διανομή και εξαργύρωση ηλεκτρονικού χρήματος στη Δημοκρατία μέσω φυσικών ή νομικών προσώπων από συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος∙
(ε) έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος στη Δημοκρατία μέσω υποκαταστήματος από ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος για το οποίο η ΥΕΑΣΕ είναι αρμόδια σύμφωνα με το άρθρο 24∙
(στ) διανομή και εξαργύρωση ηλεκτρονικού χρήματος στη Δημοκρατία μέσω φυσικών ή νομικών προσώπων από ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος για το οποίο η ΥΕΑΣΕ είναι αρμόδια σύμφωνα με το άρθρο 24∙
(ζ) έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος σε άλλο κράτος μέλος υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από τον Έφορο της ΥΕΑΣΕ∙ και
(η) έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος σε άλλο κράτος μέλος υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από τον Έφορο της ΥΕΑΣΕ.
38.-(1) Κάθε εκδότης ηλεκτρονικού χρήματος οφείλει, όταν κληθεί από την κατ’ άρθρο 37 αρμόδια εποπτική αρχή, να θέσει στη διάθεσή της για εξέταση τα ρευστά διαθέσιμα και άλλα στοιχεία ενεργητικού, βιβλία, αρχεία και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα.
(2) Η κατ’ άρθρο 37 εποπτική αρχή δύναται να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους σε εκδότη ηλεκτρονικού χρήματος που βρίσκεται υπό την εποπτεία της, καθώς και σε κάθε:
(α) αντιπρόσωπο, υποκατάστημα και φυσικό ή νομικό πρόσωπο μέσω του οποίου ο εκδότης ηλεκτρονικού χρήματος ασκεί δραστηριότητες∙
(β) εξωτερική οντότητα στην οποία ο εκδότης ηλεκτρονικού χρήματος αναθέτει λειτουργικές δραστηριότητες.
39.-(1) Η Αρμόδια Αρχή δύναται να απαιτεί όπως τα νομικά πρόσωπα που αιτούνται άδειας λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος καταβάλλουν σε αυτή όλα τα έξοδα που σχετίζονται με την εξέταση της αίτησής τους.
(2) Η Αρμόδια Αρχή δύναται να απαιτεί όπως τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος καταβάλλουν σε αυτή όλα τα έξοδα που σχετίζονται με την εποπτεία τους και εφαρμογή του Μέρους III του παρόντος Νόμου και με την εποπτεία τους και εφαρμογή στη Δημοκρατία συμφωνιών κατά την έννοια του Άρθρου 8, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ.
(3) Η εποπτική αρχή που προβλέπεται στο άρθρο 37 δύναται να απαιτεί όπως τα πρόσωπα τα οποία βρίσκονται υπό την εποπτεία της καταβάλλουν σε αυτή όλα τα έξοδα που σχετίζονται με την εποπτεία τους και εφαρμογή των Μερών IV και V.
40. Οποιαδήποτε εποπτική αρχή και οποιοσδήποτε σύμβουλος ή λειτουργός ή υπάλληλός της ή μέλος της Επιτροπής της ΥΕΑΣΕ δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε ευθύνη σε περίπτωση αγωγής, αίτησης ή άλλης νομικής διαδικασίας για αποζημιώσεις σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των δυνάμει του παρόντος Νόμου καθηκόντων, εκτός αν αποδειχθεί ότι η πράξη ή παράλειψη δεν είναι καλή τη πίστει ή είναι αποτέλεσμα σοβαρής αμέλειας.
41.-(1) Η παράβαση των διατάξεων των εδαφίων (1) ή (2) του άρθρου 4 συνιστά αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις ογδόντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€85.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(2) Η παράβαση του μέτρου που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (3) του άρθρου 11, το οποίο η Αρμόδια Αρχή λαμβάνει δυνάμει του εδαφίου (3), (4) ή (5) του άρθρου 11, συνιστά αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις ογδόντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€85.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία διαπράττεται οποιοδήποτε από τα αδικήματα των πιο πάνω εδαφίων από νομικό πρόσωπο, οποιοδήποτε μέλος των διοικητικών, διευθυντικών, εποπτικών ή ελεγκτικών του οργάνων το οποίο εξουσιοδότησε ή εν γνώσει του επέτρεψε τη διάπραξή του, είναι ένοχο του αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται στο εδάφιο (1) ή (2), ανάλογα με την περίπτωση.
(4) Πρόσωπα που, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (3), υπέχουν ποινική ευθύνη για τα τελούμενα από νομικό πρόσωπο αδικήματα, ευθύνονται αλληλεγγύως με το νομικό πρόσωπο για κάθε ζημία που προξενείται σε τρίτους ένεκα της πράξης ή παράλειψης που στοιχειοθετεί το αδίκημα.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 81(I)/2012
- 30(I)/2018
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 81(I)/2012
- 30(I)/2018
44.-(1) [Καταργήθηκε με το Ν. 30(Ι)/2018].
(2) Ο παρών Νόμος δε θίγει την εξουσία της Κεντρικής Τράπεζας προς έκδοση οδηγιών δυνάμει άλλων διατάξεων, ιδίως του εδαφίου (3) του άρθρου 41 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου.
(3) Ο παρών Νόμος δε θίγει την εξουσία της ΥΕΑΣΕ προς έκδοση αποφάσεων και οδηγιών δυνάμει του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου ή άλλου νόμου.
45. Χωρίς επηρεασμό των λοιπών διατάξεων του παρόντος Νόμου που προβλέπουν την έκδοση οδηγιών, η Κεντρική Τράπεζα και η ΥΕΑΣΕ δύνανται να εκδίδουν μεμονωμένα ή από κοινού γενικές ή ειδικές οδηγίες για τη ρύθμιση οποιουδήποτε άλλου θέματος στον παρόντα Νόμο, το οποίο χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού, καθεμία ως προς πρόσωπα για τα οποία είναι αρμόδια, τις οποίες γνωστοποιούν με οποιοδήποτε τρόπο ήθελε ορίσουν.
Νοείται ότι κατά την έκδοση κάθε οδηγίας δυνάμει του παρόντος Νόμου, η Κεντρική Τράπεζα και η ΥΕΑΣΕ ενεργούν εντός του πλαισίου που καθορίζουν οι ισχύουσες στη Δημοκρατία πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
46.-(1) Η Αρμόδια Αρχή δύναται να χορηγεί άδεια λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, χωρίς προηγούμενη αίτηση, στα πρόσωπα τα οποία χορήγησε άδεια έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος σύμφωνα με τον περί Ιδρυμάτων Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμο και τα οποία άρχισαν να ασκούν δραστηριότητες πριν από την 30η Απριλίου 2011, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) η άδεια για την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος δεν έχει ανακληθεί και δεν συντρέχει λόγος ανάκλησής της, και
(β) η Αρμόδια Αρχή διαθέτει ήδη αποδείξεις ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο.
(2) Η Αρμόδια Αρχή δύναται να τάσσει προθεσμία στα πρόσωπα που προβλέπονται στο εδάφιο (1) προς συμπλήρωση των προϋποθέσεων χορήγησης άδειας λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος επί ποινή ανάκλησης της χορηγηθείσας άδειας για έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος.
(3) Η Αρμόδια Αρχή ενημερώνει τα πρόσωπα που προβλέπονται στο εδαφίου (1) πριν από τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος.
(4) Πρόσωπα στα οποία χορηγήθηκε εξαίρεση δυνάμει εδαφίου (1) του άρθρου 23 του περί Ιδρυμάτων Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμου και τα οποία άρχισαν να ασκούν δραστηριότητες έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος πριν από την 30η Απριλίου 2011, δικαιούνται να συνεχίσουν να ασκούν τις δραστηριότητες αυτές εφόσον, έως και την 30η Απριλίου 2012-
(α) λάβουν άδεια λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος από την Αρμόδια Αρχή, εάν εμπίπτουν στο άρθρο 5 και εφόσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις του παρόντος Νόμου, ή
(β) λάβουν άδεια λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος από αρμόδια αρχή κράτους μέλους και ακολουθηθεί η διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 24.
(5) Τα πρόσωπα που προβλέπονται στα εδάφια (1) έως (4), για όσο χρόνο συνεχίζουν να ασκούν νομίμως δραστηριότητες χωρίς άδεια λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, εξακολουθούν να υπόκεινται στις προϋποθέσεις αδειοδότησης και τις διατάξεις προληπτικής εποπτείας που ίσχυαν στη Δημοκρατία πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου.
(6) Τα πρόσωπα που προβλέπονται στα εδάφια (1) έως (4) υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις διατάξεις των Μερών IV και V από την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου. Για σκοπούς εφαρμογής των Μερών IV και V, τα πρόσωπα αυτά θεωρούνται ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος και υπόκεινται στην εποπτεία της κατά το άρθρο 37 αρμόδιας εποπτικής αρχής, εφαρμοζομένων των άρθρων 38, 39, 40 και, ανάλογα με την περίπτωση, του άρθρου 42 ή 43.
(7)(α) Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, των οποίων η Δημοκρατία συνιστά κράτος μέλος καταγωγής και τα οποία έχουν ξεκινήσει πριν την 13η Ιανουαρίου 2018 δραστηριότητες στη Δημοκρατία, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και του περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμου, επιτρέπεται να τις συνεχίσουν στη Δημοκρατία έως την 13η Ιουλίου 2018, χωρίς να απαιτείται η εξασφάλιση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το Κεφάλαιο Α του Μέρους ΙΙΙ, και χωρίς να απαιτείται να συμμορφωθούν με άλλες απαιτήσεις που αναγράφονται ή αναφέρονται στις εναρμονιστικές διατάξεις.
(β) Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, των οποίων το κράτος μέλος καταγωγής είναι άλλο από τη Δημοκρατία και τα οποία έχουν ξεκινήσει δραστηριότητες πριν από την 13η Ιανουαρίου 2018 στο κράτος μέλος καταγωγής τους σύμφωνα με την Οδηγία 2009/110/ΕΚ και την Οδηγία 2007/64/ΕΚ, επιτρέπεται να τις συνεχίσουν στη Δημοκρατία έως την 13η Ιουλίου 2018, χωρίς να απαιτείται η εξασφάλιση άδειας σύμφωνα με το Άρθρο 3 της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ και χωρίς να απαιτείται να συμμορφωθούν με άλλες απαιτήσεις που αναγράφονται ή αναφέρονται στον Τίτλο ΙΙ της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ.
(8) Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδάφιου (7) υποβάλλουν όλες τις συναφείς πληροφορίες στην Κεντρική Τράπεζα προκειμένου αυτή να μπορέσει να εκτιμήσει, έως την 13η Ιουλίου 2018, κατά πόσο τα εν λόγω ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις των εναρμονιστικών διατάξεων και, σε αντίθετη περίπτωση, να καθορίσει τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωσή τους ή κατά πόσο πρέπει να ανακληθεί η άδεια λειτουργίας.
(9) Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδάφιου (7), τα οποία, κατόπιν ελέγχου της Κεντρικής Τράπεζας, συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στις εναρμονιστικές διατάξεις, λαμβάνουν άδεια λειτουργίας και καταχωρίζονται στο μητρώο:
(10) Για τους σκοπούς των εδαφίων (7), (8) και (9), «εναρμονιστικές διατάξεις» σημαίνει τις ακόλουθες διατάξεις του κυπριακού δικαίου που αντιστοιχούν στις διατάξεις του Τίτλου ΙΙ της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ:
(α) τα άρθρα 5(2), 9(2), 11(1) έως (6), 12, 13, 15 και 19 του παρόντος Νόμου∙
(β) οι παραγράφοι 6, 7, 8, 9. 10, 11, 12 και 14 της περί Ηλεκτρονικού Χρήματος Οδηγίας του 2012.
47.-(1) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται και σε κάθε σύμβαση που συνάφθηκε ανάμεσα σε εκδότη ηλεκτρονικού χρήματος και κάτοχο ηλεκτρονικού χρήματος πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου. Κάθε όρος της σύμβασης που αντιβαίνει σε διάταξη του παρόντος Νόμου θεωρείται άκυρος.
(2) Εξαργύρωση ηλεκτρονικού χρήματος η οποία πραγματοποιήθηκε πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου δεν επηρεάζεται από το εδάφιο (1) και εξακολουθεί να διέπεται από τις διατάξεις του περί Ιδρυμάτων Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμου του 2004.
7. Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 30(Ι)/2018] τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί της Παροχής και Χρήσης Υπηρεσιών Πληρωμών και Πρόσβασης στα Συστήματα Πληρωμών Νόμου του 2018 [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 31(Ι)/2018].