13.-(1) Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος υποχρεούνται να διασφαλίζουν-
(α) τα χρηματικά ποσά που λαμβάνουν σε αντάλλαγμα για την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, και
(β) σε περίπτωση παροχής υπηρεσιών πληρωμών που δεν έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, τα χρηματικά ποσά που λαμβάνουν από τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών ή μέσω άλλου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής.
(2) Όταν ένα τμήμα των χρηματικών ποσών που λαμβάνει το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για μελλοντικές πράξεις πληρωμής και το υπόλοιπο ποσό πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για υπηρεσίες άλλες εκτός της έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος και της παροχής υπηρεσιών πληρωμών, το τμήμα των χρηματικών ποσών που προορίζεται για μελλοντικές πράξεις πληρωμής υπόκειται στις απαιτήσεις διασφάλισης του παρόντος άρθρου.
(3) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (2), αν το τμήμα χρηματικών ποσών που προορίζεται για μελλοντικές πράξεις πληρωμής, κατά τα προβλεπόμενα στο εν λόγω εδάφιο, κυμαίνεται ή δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων, οδηγία της Αρμόδιας Αρχής δύναται να προβλέπει ότι -
(α) το σχετικό ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος δύναται να αιτείται την έγκριση της Αρμόδιας Αρχής ώστε οι απαιτήσεις διασφάλισης να αφορούν ένα αντιπροσωπευτικό τμήμα των χρηματικών ποσών που λαμβάνει το οποίο θεωρείται ότι χρησιμοποιείται ως ηλεκτρονικό χρήμα και για άλλες ενδεχομένως υπηρεσίες πληρωμών, και
(β) η Αρμόδια Αρχή χορηγεί τέτοιαν έγκριση εφόσον ικανοποιείται ότι το αντιπροσωπευτικό αυτό τμήμα μπορεί να εκτιμηθεί εύλογα βάσει ιστορικών δεδομένων.
(4) Η Αρμόδια Αρχή με οδηγίες-
(α) δύναται να καθορίζει τη μέθοδο υπολογισμού των διασφαλιστέων χρηματικών ποσών∙
(β) δύναται να περιορίζει ή να επεκτείνει την υποχρέωση διασφάλισης καθορίζοντας τα χρονικά όρια εντός των οποίων υφίσταται η υποχρέωση διασφάλισης∙
(γ) καθορίζει τους τρόπους διασφάλισης, περιλαμβανομένων των στοιχείων ενεργητικού στα οποία επιτρέπεται να επενδύονται τα διασφαλιστέα χρηματικά ποσά∙ η Αρμόδια Αρχή καθορίζει τα στοιχεία ενεργητικού στα οποία επιτρέπεται να επενδύονται τα διασφαλιστέα χρηματικά ποσά εντός του πλαισίου του άρθρου 7, παράγραφος 2, της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ∙
(δ) δύναται να ορίζει ότι, σε περίπτωση που το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος διαλύεται ή τίθεται υπό εκκαθάριση, τα διασφαλιστέα χρηματικά ποσά παραδίδονται στους δικαιούχους τους κατά προτεραιότητα έναντι αξιώσεων άλλων πιστωτών του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος∙
(ε) δύναται να περιορίζει την υποχρέωση διασφάλισης για παροχή υπηρεσιών πληρωμών που δεν έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος θέτοντας, κατά χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, ανώτατο όριο μη διασφαλιστέων χρηματικών ποσών∙ και
(στ) δύναται να εξαιρεί από την υποχρέωση διασφάλισης για παροχή υπηρεσιών πληρωμών που δεν έχει σχέση με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος τα οποία δεν ασκούν άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες εκτός από την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος και την παροχή υπηρεσιών πληρωμών.
(5) Με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που η Αρμόδια Αρχή ήθελε ορίσει με οδηγία της, η Αρμόδια Αρχή δύναται να επιβάλλει περιορισμούς σε ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος σε σχέση με τα στοιχεία ενεργητικού στα οποία επιτρέπεται να επενδύονται τα διασφαλιστέα χρηματικά ποσά.
(6) Για έκαστο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, η Αρμόδια Αρχή καθορίζει με οδηγία της, η οποία συνιστά ατομική διοικητική πράξη και την οποία διαβιβάζει στο σχετικό ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, τον τρόπο ή τους τρόπους διασφάλισης των διασφαλιστέων ποσών.
(7) Η Αρμόδια Αρχή δύναται να τροποποιεί ή να αντικαθιστά οδηγία της που αναφέρεται στο εδάφιο (6) με άλλην οδηγία που συνιστά ατομική διοικητική πράξη και την οποία διαβιβάζει στο σχετικό ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος με σκοπό να καθορίζει άλλον τρόπο ή τρόπους διασφάλισης των διασφαλιστέων ποσών.
(8) Έκαστο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, στο οποίο απευθύνεται οδηγία που αναφέρεται στο εδάφιο (6) ή/και (7) οφείλει να συμμορφώνεται με αυτήν.