Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«αντιπρόσωπος» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο παρέχει υπηρεσίες πληρωμών εξ ονόματος ενός ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος·

«Αρμόδια Αρχή» σημαίνει -

(α) την ΥΕΑΣΕ, σε σχέση με νομικό πρόσωπο που συνίσταται δυνάμει των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων και σε σχέση με νομικό πρόσωπο που συνίσταται σε χώρα άλλη από τη Δημοκρατία δυνάμει νομοθεσίας αντίστοιχης των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων, και

(β) την Κεντρική Τράπεζα σε κάθε άλλη περίπτωση, περιλαμβανομένης περίπτωσης νομικού προσώπου που συνίσταται σε χώρα άλλη από τη Δημοκρατία και το οποίο δεν αναφέρεται στην παράγραφο (α)·

«ασφαλιστική επιχείρηση» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων·

«δεσμός ελέγχου» -

(α) σε σχέση με εταιρεία που συνίσταται δυνάμει του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων, έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό η παράγραφος 2 της Κανονιστικής Απόφασης της Επιτροπής της Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών σχετικά με τους διαδικαστικούς κανόνες και τα κριτήρια για την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης, αύξησης και μείωσης συμμετοχής στα Συνεργατικά Πιστωτικά Ιδρύματα·

(β) σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο νομικό πρόσωπο, έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου·

«δικαιούχος» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο είναι ο σκοπούμενος αποδέκτης των τραπεζογραμματίων, των κερμάτων, του λογιστικού χρήματος ή του ηλεκτρονικού χρήματος που αποτελεί αντικείμενο μιας πράξης πληρωμής·

«εκδότης ηλεκτρονικού χρήματος» σημαίνει πρόσωπο που αναφέρεται στο εδάφιο(4) του άρθρου 4·

«ελεγκτής» σημαίνει πρόσωπο το οποίο έχει εξασφαλίσει άδεια δυνάμει του περί Ελεγκτών και Υποχρεωτικών Ελέγχων των Ετήσιων και Ενοποιημένων Λογαριασμών Νόμου·

«έλεγχος»-

(α) σε σχέση με εταιρεία που συνίσταται δυνάμει του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, έχει την έννοια που αποδίδεται στο όρο «ειδική συμμετοχή» από την παράγραφο 2 της Κανονιστικής Απόφασης της Επιτροπής της ΥΕΑΣΕ σχετικά με τους διαδικαστικούς κανόνες και τα κριτήρια για την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης, αύξησης και μείωσης συμμετοχής στα Συνεργατικά Πιστωτικά Ιδρύματα,

(β) σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο νομικό πρόσωπο, έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου·

«εταιρεία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου∙

«ηλεκτρονικό χρήμα» σημαίνει νομισματική αξία αποθηκευμένη σε ηλεκτρονική μορφή, περιλαμβανομένης της μαγνητικής μορφής, όπως αυτή η αξία αντιπροσωπεύεται από μια απαίτηση έναντι του εκδότη ηλεκτρονικού χρήματος, η οποία εκδίδεται επί τη παραλαβή χρηματικού ποσού για το σκοπό πραγματοποίησης πράξεων πληρωμής και γίνεται δεκτή από άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα πέραν του εκδότη·

«θυγατρική» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου και, επιπρόσθετα, εταιρεία θεωρείται ότι είναι θυγατρική άλλης εταιρείας όταν, κατά την κρίση της Αρμόδιας Αρχής, η τελευταία ασκεί ουσιαστικό έλεγχο στην πρώτη.

«ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος» σημαίνει-

(α) νομικό πρόσωπο που απολαύει ισχύουσας άδειας προς έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος σύμφωνα με το Μέρος ΙΙΙ, ή

(β) νομικό πρόσωπο που απολαύει ισχύουσας άδειας προς έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία, εφόσον έχει τηρηθεί σε σχέση με αυτό το νομικό πρόσωπο η διαδικασία του άρθρου 24·

«ίδρυμα πληρωμών» έχει την έννοια που του αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμου·

«καταναλωτής» σημαίνει φυσικό πρόσωπο το οποίο, όσον αφορά κατοχή ηλεκτρονικού χρήματος, ενεργεί για σκοπούς άσχετους με την εμπορική ή επαγγελματική του δραστηριότητα·

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλο κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο·

«κράτος μέλος καταγωγής» σημαίνει το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα του εκδότη ηλεκτρονικού χρήματος ή, εάν σύμφωνα με τη νομοθεσία βάσει της οποίας ιδρύθηκε ο εκδότης ηλεκτρονικού χρήματος δεν έχει καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία του·

«κράτος μέλος υποδοχής» σημαίνει το κράτος μέλος, διαφορετικό από το κράτος μέλος καταγωγής, στο οποίο ένας εκδότης ηλεκτρονικού χρήματος έχει αντιπρόσωπο ή υποκατάστημα, ή διανέμει ή εξαργυρώνει ηλεκτρονικό χρήμα μέσω φυσικών ή νομικών προσώπων, ή εκδίδει ηλεκτρονικό χρήμα ή παρέχει υπηρεσίες πληρωμών·

«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου∙

«λογαριασμός πληρωμών» σημαίνει λογαριασμό ο οποίος τηρείται στο όνομα ενός ή περισσότερων χρηστών υπηρεσιών πληρωμών και χρησιμοποιείται για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής·

«μέσος όρος ηλεκτρονικού χρήματος σε κυκλοφορία» σημαίνει το μέσο όρο, κατά τους προηγούμενους έξι (6) ημερολογιακούς μήνες, του συνολικού ύψους των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων, οι οποίες είναι συναφείς με το ηλεκτρονικό χρήμα το οποίο εκδίδεται στο τέλος κάθε ηλεκτρονικής ημέρας, ο οποίος μέσος όρος υπολογίζεται την πρώτη ημερολογιακή ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα και εφαρμόζεται για τον εν λόγω ημερολογιακό μήνα∙

«οδηγία», αναφορικά με οδηγία που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος Νόμου, σημαίνει οδηγία που συνιστά κανονιστική διοικητική πράξη και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας∙

«Οδηγία 2007/64/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 2007 για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ, και την κατάργηση της οδηγίας 97/5/ΕΚ», όπως έχει έκτοτε διορθωθεί και όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«Οδηγία 2009/110/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, την τροποποίηση των οδηγιών 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 2000/46/ΕΚ», όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«πάροχος υπηρεσιών πληρωμών» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμο·

«πιστωτικό ίδρυμα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου·

«πληρωτής» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο διατηρεί λογαριασμό πληρωμών και επιτρέπει μεταφορά από αυτόν το λογαριασμό ή, εάν δεν υπάρχει λογαριασμός πληρωμών, φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο δίνει οδηγία προς τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών με την οποία του ζητείται να εκτελέσει μια πράξη πληρωμής·

«πράξη πληρωμής» σημαίνει ενέργεια στην οποία προβαίνει ο πληρωτής ή ο δικαιούχος και η οποία συνίσταται στην καταβολή, μεταφορά ή ανάληψη τραπεζογραμματίων, κερμάτων, λογιστικού χρήματος ή ηλεκτρονικού χρήματος, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε υποκείμενη υποχρέωση μεταξύ πληρωτή και δικαιούχου·

«στενοί δεσμοί» -

(α) σε σχέση με εταιρεία που συνίσταται δυνάμει του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό η παράγραφος 2 της Κανονιστικής Απόφασης της Επιτροπής της ΥΕΑΣΕ σχετικά με τους διαδικαστικούς κανόνες και τα κριτήρια για την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης, αύξησης και μείωσης συμμετοχής στα Συνεργατικά Πιστωτικά Ιδρύματα·

(β) σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο νομικό πρόσωπο έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου·

«Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο» σημαίνει τη Συμφωνία η οποία υπογράφηκε στο Οπόρτο τη 2α Μαΐου 1992 και προσαρμόστηκε από το Πρωτόκολλο το οποίο υπογράφηκε στις Βρυξέλλες τη 17η Μαρτίου 1993, όπως η Συμφωνία αυτή περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«συνεργατική εταιρεία» σημαίνει εταιρεία εγγεγραμμένη με βάση τον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο·

«συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου·

«σύστημα πληρωμών» σημαίνει σύστημα μεταφοράς ηλεκτρονικού χρήματος, λογιστικού χρήματος, τραπεζογραμματίων ή κερμάτων, το οποίο διέπεται από τυποποιημένες διαδικασίες για την επεξεργασία, την εκκαθάριση ή/και το διακανονισμό πράξεων πληρωμής·

«τράπεζα» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου και, επιπρόσθετα, περιλαμβάνει τη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ και τον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Στέγης·

«τρίτη χώρα» σημαίνει χώρα ή κράτος, άλλο από κράτος μέλος∙

«Υπηρεσία Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών» ή «ΥΕΑΣΕ» σημαίνει -

(α) την Επιτροπή της Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών σε ό,τι αφορά αρμοδιότητες έκδοσης οδηγιών δυνάμει του παρόντος Νόμου, και

(β) τον Έφορο της εν λόγω Υπηρεσίας σε ό,τι αφορά οποιαδήποτε άλλη αρμοδιότητα δυνάμει του παρόντος Νόμου·

«υπηρεσίες πληρωμών» σημαίνει οποιαδήποτε από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που αναφέρονται στο Παράρτημα των περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμων·

«υποκατάστημα» σημαίνει, σε σχέση με νομικό πρόσωπο, τόπο διεξαγωγής επιχειρηματικής δραστηριότητας, πλην των κεντρικών γραφείων, ο οποίος αποτελεί τμήμα του νομικού προσώπου, στερείται νομικής προσωπικότητας και στον οποίο διενεργούνται απευθείας, εν όλω ή εν μέρει, οι πράξεις που συνιστούν την επιχειρηματική δραστηριότητά του· όλοι οι τόποι από τους οποίους ένα ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος διεξάγει επιχειρηματικές δραστηριότητες σε ένα κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία του, θεωρούνται ως ένα και μόνο υποκατάστημα·

«χρήστης υπηρεσιών πληρωμών» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο χρησιμοποιεί μια υπηρεσία πληρωμών ως πληρωτής ή δικαιούχος ή και με τις δύο ιδιότητες.