20.–(1) Η Επιτροπή συνεργάζεται, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, με άλλα ουσιαστικώς ενδιαφερόμενα κράτη για τη διερεύνηση.
(2) Επιτρέπεται σε ουσιαστικώς ενδιαφερόμενα κράτη, κατόπιν κοινής συμφωνίας, να συμμετέχουν σε οποιοδήποτε στάδιο της διερεύνησης που διενεργείται από την Επιτροπή ως κύριο κράτος μέλος διερεύνησης, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο.
(3) Η συνεργασία που παρέχει η Επιτροπή σε διερεύνηση διεξαγόμενη από ουσιαστικώς ενδιαφερόμενο κράτος δεν θίγει τις απαιτήσεις για τη διερεύνηση και τις σχετικές απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο. Εάν ένα ουσιαστικώς ενδιαφερόμενο κράτος διεξάγει, ως κύριο κράτος, διερεύνηση στην οποία εμπλέκεται η Δημοκρατία, τότε η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει ότι δεν θα διεξαγάγει παράλληλη διερεύνηση, υπό τον όρο ότι η εν λόγω διερεύνηση διενεργείται από το ουσιαστικώς ενδιαφερόμενο κράτος, σύμφωνα με τον Κώδικα.