10. (1) Η Αρχή Εξυγίανσης , με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, δύναται να απαιτεί, μέσω της έκδοσης διατάγματος, τη μεταβίβαση όλων ή ορισμένων περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, σε ενδιάμεση τράπεζα, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2), ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεση του Διοικητικού Συμβουλίου ή των μετόχων ή μελών του εν λόγω ιδρύματος.
(2) Η ενδιάμεση τράπεζα συστήνεται ως εταιρεία, από την Αρχή Εξυγίανσης και λειτουργεί ως τράπεζα, δυνάμει άδειας, που χορηγείται σε αυτήν από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, δυνάμει του εδαφίου (4), με σκοπό –
(α) τη συνέχιση των απαραίτητων, για σκοπούς δημόσιου συμφέροντος, τραπεζικών εργασιών και υπηρεσιών πληρωμών του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση,
(β) τη διαφύλαξη της αξίας της μεταβιβαζόμενης περιουσίας, και
(γ) την ομαλή λειτουργία της προς μεγιστοποίηση της αξίας των μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων, μέχρι την πώληση όλων ή μέρους των εργασιών της ενδιάμεσης τράπεζας, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (8) ή την εκκαθάρισή της δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (12):
Νοείται ότι, η ενδιάμεση τράπεζα θεωρείται ότι αποτελεί συνέχεια του ιδρύματος υπό εξυγίανση, και συνεχίζει να ασκεί κάθε τέτοιο δικαίωμα, το οποίο ασκούσε το ίδρυμα υπό εξυγίανση, όσον αφορά τα προς αυτή μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων συμμετοχής και πρόσβασης σε συστήματα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού:
Νοείται περαιτέρω ότι, οι μέτοχοι ή οι πιστωτές του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση και άλλα τρίτα μέρη, των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις δεν μεταβιβάζονται, δεν έχουν δικαιώματα, άμεσα ή έμμεσα, επί των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που έχουν μεταβιβαστεί στην ενδιάμεση τράπεζα.
(3) Η Αρχή Εξυγίανσης μεριμνά για τη λειτουργία της ενδιάμεσης τράπεζας, περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των ακόλουθων -
(α) Το ύψος και τον τρόπο καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου:
Νοείται ότι, το μετοχικό κεφάλαιο της ενδιάμεσης τράπεζας, καταβάλλεται από το Ταμείο Εξυγίανσης και κατέχεται από το Σχέδιο.
(β) την ετοιμασία των ιδρυτικών εγγράφων,
(γ) το διορισμό διοικητικών συμβούλων και, το διορισμό διευθυντών και τον καθορισμό των ευθυνών και των απολαβών τους.
(4) Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου χορηγεί άδεια σε ενδιάμεση τράπεζα:
Νοείται ότι, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, κατά την κρίση της, θέτει ρητή προθεσμία στην ενδιάμεση τράπεζα, προς συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις αδειοδότησης της και τις απαιτήσεις, κατά τα οριζόμενα στους περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμους του 1997 έως 2013.
(5) Η αρμόδια εποπτική αρχή δεν ανακαλεί την άδεια εργασιών ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση πριν τη σύσταση της ενδιάμεσης τράπεζας. Η άδεια εργασιών ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση ανακαλείται, το αργότερο, όταν ολοκληρωθεί η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων στην ενδιάμεση τράπεζα. Η άδεια εργασιών ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση αναστέλλεται με την έναρξη των εργασιών της ενδιάμεσης τράπεζας. Η αναστολή αυτή παραμένει σε ισχύ μέχρι την ολοκλήρωση της μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων.
(6) Η Αρχή Εξυγίανσης δύναται , μέσω της έκδοσης Διατάγματος, με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, οποτεδήποτε κρίνει σκόπιμο, να απαιτεί, μία ή περισσότερες φορές, διαδοχικά ή παράλληλα, τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων από το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση, στην ενδιάμεση τράπεζα.
(7) Σε περίπτωση που η αξία των μεταβιβαζόμενων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων υπερβαίνει την αξία των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με την αποτίμηση που διενεργείται, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 22, η Αρχή Εξυγίανσης καθορίζει τη διαφορά, η οποία καλύπτεται από το Ταμείο Εξυγίανσης, αφού πρώτα το Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων καταβάλει ποσό, ίσο με την αξία των εγγυημένων καταθέσεων, αφαιρούμενης της αξίας των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων.
(8) Οι σύμβουλοι και διευθυντές της ενδιάμεσης τράπεζας διαχειρίζονται την τράπεζα αυτή ως επιχείρηση, με σκοπό την πώληση της ή την πώληση όλων ή μέρους των εργασιών της, σύμφωνα με τα κριτήρια που τίθενται στο εδάφιο (8) του άρθρου 9, σε ένα ή περισσότερους αγοραστές, εντός τριών (3) ετών από τη σύστασή της, όταν οι συνθήκες είναι, κατά την κρίση της Αρχής Εξυγίανσης, οι κατάλληλες.
(9) Η ενδιάμεση τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, εκπονεί επιχειρησιακό σχέδιο σε προθεσμία που θέτει η αρμόδια εποπτική αρχή, στο οποίο περιγράφει τη στρατηγική της για τη βιώσιμη λειτουργία, τη διασφάλιση και ενίσχυση της φερεγγυότητάς της και την εν γένει εκπλήρωση των σκοπών της, το οποίο εγκρίνεται από την Αρχή Εξυγίανσης, αφού λάβει υπόψη τη γνώμη της αρμόδιας εποπτικής αρχής.
(10) Η Αρχή Εξυγίανσης, με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, δύναται να απαιτεί, μέσω της έκδοσης Διατάγματος,οποτεδήποτε κρίνει σκόπιμο, μία ή περισσότερες φορές, διαδοχικά ή παράλληλα, τη μεταβίβαση, με εμπορικούς όρους,περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων από την ενδιάμεση τράπεζα, στο ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση.
(11) Σε περίπτωση που η Αρχή Εξυγίανσης κρίνει αναγκαία τη συνέχιση των εργασιών της ενδιάμεσης τράπεζας, πέραν των τριών (3) ετών για σκοπούς εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος, η περίοδος που αναφέρεται στο εδάφιο (8), δύναται να παραταθεί για επιπλέον δύο (2) χρονικές περιόδους ενός έτους έκαστη.
(12) Σε περίπτωση που η ενδιάμεση τράπεζα δεν πωληθεί εντός των περιόδων που προνοούνται στα εδάφια (8) ή (11), η ενδιάμεση τράπεζα τίθεται σε εκκαθάριση.
(13) Οποιοδήποτε πλεόνασμα από τυχόν εκκαθάριση ή πώληση της ενδιάμεσης τράπεζας, μετά την ικανοποίηση στο ακέραιο όλων των νόμιμων απαιτήσεων των πιστωτών της ενδιάμεσης τράπεζας, περιλαμβανομένων και των απαιτήσεων και τυχόν εξόδων της Αρχής Εξυγίανσης, καταβάλλεται στο ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση.
(14) Οι σύμβουλοι, διευθυντές και υπάλληλοι της ενδιάμεσης τράπεζας, δεν υπέχουν οποιαδήποτε ευθύνη σε περίπτωση αγωγής, αίτησης ή άλλης νομικής διαδικασίας, σε σχέση με αποζημιώσεις, αναφορικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εκτός αν αποδειχθεί ότι η πράξη ή παράλειψη δεν έγινε καλή τη πίστη ή είναι αποτέλεσμα δόλου ή βαριάς αμέλειας.