1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμος του 2013.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«ανώτατη εκτελεστική διεύθυνση» σημαίνει τους διευθυντές ή και εκτελεστικούς συμβούλους, όπως αυτοί ορίζονται στην περί της Ικανότητας και Καταλληλότητας (Κριτήρια Αξιολόγησης) των Συμβούλων και των Διευθυντών Τραπεζών Οδηγία του 2006 και 2007 που εκδόθηκε δυνάμει των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 έως 2013.
«ανώτερα διευθυντικά στελέχη» σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο δίνει απευθείας αναφορά ή λαμβάνει απευθείας οδηγίες από την ανώτατη εκτελεστική διεύθυνση∙
«αρμόδια εποπτική αρχή» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου∙
«Αρχή Εξυγίανσης» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου∙
«εγγυημένη κατάθεση» σημαίνει την κατάθεση που καλύπτεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Σύστασης και Λειτουργίας Σχεδίου Προστασίας Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013 και των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως 2013∙
«Ειδικός Διαχειριστής» σημαίνει τον ειδικό διαχειριστή όπως προβλέπεται στο Μέρος IV∙
«εκκαθάριση» σημαίνει-
(α) σε σχέση με επηρεαζόμενο ίδρυμα που είναι τράπεζα ή συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα, την ειδική εκκαθάρισή του, δυνάμει των διατάξεων του Μέρους ΧΙΙΙ των περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμων του 1997 έως (Αρ. 4) του 2013,
(β) σε σχέση με τον Οργανισμό Χρηματοδότησης Στέγης, την εκκαθάρισή του, σύμφωνα με νόμο που ψηφίζεται για το σκοπό αυτό,
(γ) σε σχέση με εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, την εκκαθάρισή της, δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου∙
«ενδιάμεση τράπεζα» σημαίνει την τράπεζα που ιδρύεται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 10∙
«επηρεαζόμενο ίδρυμα» σημαίνει ίδρυμα, που υπόκειται στις πρόνοιες του παρόντος Νόμου και περιλαμβάνει-
(α) τράπεζα, με την έννοια που αποδίδουν στον όρο αυτό, οι περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμοι του 1997 έως 2013, περιλαμβανομένων και των υποκαταστημάτων τραπεζών που έχουν την έδρα τους σε τρίτες χώρες και λειτουργούν στη Δημοκρατία,
(β) μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Δημοκρατία,
(γ) συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα, με την έννοια που αποδίδουν στον όρο αυτό, οι περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμοι του 1997 έως (Αρ. 4) του 2013·
(δ) τον Οργανισμό Χρηματοδότησης Στέγης∙
«Επιτροπή Εξυγίανσης» σημαίνει την Επιτροπή που προβλέπεται στο άρθρο 2Α ∙
«εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων» σημαίνει την εταιρεία που συστήνεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11∙
«καταθέτης» σημαίνει πρόσωπο, το οποίο κατέχει κατάθεση σε επηρεαζόμενο ίδρυμα, με την έννοια που αποδίδεται στον όρο «κατάθεση», από το άρθρο 2 των περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμων του 1997 έως (Αρ. 4) του 2013∙
«μέτρα εξυγίανσης» σημαίνει τα μέτρα, τα οποία προβλέπονται στο Μέρος ΙΙΙ∙
«ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση» σημαίνει επηρεαζόμενο ίδρυμα, για το οποίο αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης∙
«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου∙
«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλο κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η οποία υπογράφτηκε στο Οπόρτο στις 2 Μαΐου 1992 και προσαρμόστηκε από το Πρωτόκολλο, το οποίο υπογράφτηκε στις Βρυξέλλες την 17η Μαΐου 1993, ως η Συμφωνία αυτή περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται∙
«Μονάδα Εξυγίανσης» σημαίνει τη Μονάδα που προβλέπεται στο άρθρο 5Α·
«μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στη Δημοκρατία» σημαίνει χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, η οποία δεν αποτελεί η ίδια θυγατρική ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στη Δημοκρατία ή άλλης χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών συσταθείσας στη Δημοκρατία∙
«Οδηγία» σημαίνει την κανονιστικού περιεχομένου Οδηγία της Αρχής Εξυγίανσης που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας∙
«συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα» σημαίνει συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα, με την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό, από το άρθρο 2 των περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμων του 1997 έως (Αρ. 4) του 2013∙
«Σχέδιο» σημαίνει το Σχέδιο Προστασίας Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων που συστάθηκε δυνάμει του περί Σύστασης και Λειτουργίας Σχεδίου Προστασίας Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013∙
«Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων» σημαίνει-
(α) σε σχέση με τον Οργανισμό Χρηματοδότησης Στέγης ή επηρεαζόμενο ίδρυμα που είναι τράπεζα, το Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων που προνοείται στους περί Σύστασης και Λειτουργίας Σχεδίου Προστασίας Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμους του 2013∙
(β) σε σχέση με επηρεαζόμενο ίδρυμα που είναι συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα, το Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων ΣΠΙ που προνοείται στους περί Σύστασης και Λειτουργίας Σχεδίου Προστασίας Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμους του 2013∙
«Ταμεία» σημαίνει το Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων και το Ταμείο Εξυγίανσης, ως αυτά ορίζονται στο παρόν άρθρο∙
«Ταμείο Εξυγίανσης» σημαίνει το Ταμείο Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων που συστάθηκε δυνάμει του περί Σύστασης και Λειτουργίας Σχεδίου Προστασίας Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013∙
«τίτλοι» σημαίνει τίτλους ιδιοκτησίας ή χρεωστικούς τίτλους ή δικαιώματα απόκτησης χρεωστικών τίτλων που εκδόθηκαν από επηρεαζόμενο ίδρυμα∙
«τίτλοι ιδιοκτησίας» σημαίνει μετοχές, αξιόγραφα μετατρέψιμα σε μετοχές, δικαιώματα απόκτησης μετοχών και δικαιώματα απόκτησης αξιογράφων μετατρέψιμων σε μετοχές, που εκδόθηκαν από επηρεαζόμενο ίδρυμα∙
«τρίτη χώρα» σημαίνει κράτος, άλλο από το κράτος μέλος.
2Α.(1) Συστήνεται Επιτροπή Εξυγίανσης, υπό την Αρχή Εξυγίανσης, η οποία συγκροτείται από το/τη Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας και τους εκάστοτε διοριζόμενους, δυνάμει του άρθρου 13 των περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμων του 2002 έως 2014, εκτελεστικούς συμβούλους της Κεντρικής Τράπεζας.
(2) Η Επιτροπή Εξυγίανσης είναι το αποφασίζον εκτελεστικό όργανο της Αρχής Εξυγίανσης και έχει ως κύρια αρμοδιότητα την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, τη λήψη αποφάσεων και την έκδοση Διαταγμάτων ή Οδηγιών, ανάλογα με την περίπτωση, κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Νόμο.
(3)(α) Οι αποφάσεις της Επιτροπής Εξυγίανσης λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία.
(β) Σε περίπτωση συνεδριών που συμμετέχουν δύο μέλη, οι αποφάσεις της Επιτροπής Εξυγίανσης λαμβάνονται με τη σύμφωνη γνώμη και των δύο παρόντων μελών.
(4) Πρόεδρος της Επιτροπής Εξυγίανσης είναι ο/η Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας. Σε περίπτωση απουσίας ή άλλου κωλύματος του προέδρου, προεδρεύει το μέλος που επιλέγεται για το σκοπό αυτό από τα παριστάμενα μέλη.
(5) Για την έγκυρη διεξαγωγή των συνεδριών της Επιτροπής Εξυγίανσης, απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον δύο μελών.
(6)(α) Οι συνεδρίες συγκαλούνται από τον Πρόεδρο ή από οποιοδήποτε άλλο μέλος της Επιτροπής Εξυγίανσης.
(β) Οι συνεδρίες της Επιτροπής Εξυγίανσης δύνανται να πραγματοποιούνται με ηλεκτρονικά μέσα, συμπεριλαμβανομένης της τηλεδιάσκεψης ή άλλων οπτικοακουστικών μέσων.
(7) Η πρόσκληση σε συνεδρία είναι γραπτή και απευθύνεται σε όλα τα μέλη της Επιτροπής Εξυγίανσης, μία τουλάχιστο μέρα πριν από την καθορισμένη για τη συνεδρία ημερομηνία:
(8)(α) Τα πρακτικά της συνεδρίας τηρούνται από το Γραμματέα της Επιτροπής Εξυγίανσης, ο οποίος διορίζεται από την ίδια την Επιτροπή. Σε περίπτωση απουσίας του Γραμματέα, πρακτικά τηρούνται από άλλο πρόσωπο που αποφασίζει ειδικά για αυτό το σκοπό η Επιτροπή.
(β) Τα πρακτικά των συνεδριών τηρούνται εμπιστευτικά, εκτός αν αποφασισθεί διαφορετικά από την Επιτροπής Εξυγίανσης.
(9) Η κατάργηση ή η χηρεία της θέσης οποιουδήποτε μέλους της Επιτροπής Εξυγίανσης δεν επηρεάζει την εγκυρότητα οποιουδήποτε διατάγματος, πράξης, απόφασης ή εργασίας της Επιτροπής Εξυγίανσης, εφόσον ο αριθμός των μελών δεν μειωθεί κάτω του απαιτούμενου για την απαρτία αριθμού μελών.
3. (1) Η Επιτροπή Εξυγίανσης, με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, δύναται να αποφασίζει τη λήψη μέτρων εξυγίανσης, με γνώμονα την καλύτερη επίτευξη των πιο κάτω στόχων:
(α) Τη συνέχιση προσφοράς κρίσιμων τραπεζικών ή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών,
(β) την πρόληψη δημιουργίας ή εξάπλωσης κινδύνων που πιθανόν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, εντός ή και εκτός της Δημοκρατίας,
(γ) τη διατήρηση της εμπιστοσύνης του κοινού στο χρηματοοικονομικό σύστημα,
(δ) την προστασία των δημόσιων πόρων αποτρέποντας επηρεαζόμενα ιδρύματα από το να βασίζονται σε δημόσια στήριξη για τη διάσωσή τους,
(ε) την προστασία των καταθετών που καλύπτονται από το Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων,
(στ) την ελαχιστοποίηση του κόστους εξυγίανσης για τους φορολογούμενους,
(ζ) την προαγωγή της δημοσίας ωφέλειας και την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.
(2) Κατά τη λήψη και εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1), εφαρμόζονται οι πιο κάτω γενικές αρχές:
(α) Οι μέτοχοι ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση επωμίζονται πρώτοι τυχόν ζημιές που προκύπτουν από την εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης,
(β) οι πιστωτές ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση επωμίζονται τις ζημιές μετά τους μετόχους, σύμφωνα με τη σειρά προτεραιότητας των απαιτήσεων τους δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 4,
(γ) εκτός όπου προνοείται διαφορετικά στον παρόντα Νόμο, ή εφόσον συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, οι πιστωτές της ίδιας τάξεως τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης,
(δ) οι πιστωτές του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση δεν βρίσκονται σε δυσμενέστερη οικονομική θέση ως αποτέλεσμα της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης συγκριτικά με τη θέση που θα βρίσκονταν εάν το εν λόγω ίδρυμα τίθετο εναλλακτικά σε εκκαθάριση,
(ε) δύναται να αντικαθίσταται η ανώτατη εκτελεστική διεύθυνση του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση,
(στ) τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση επωμίζονται ζημιές ανάλογες, με την ατομική ευθύνη που φέρουν για τους λόγους που έθεσαν το ίδρυμα σε εκκαθάριση, βάσει του αστικού ή ποινικού δικαίου,
(ζ) η επέμβαση επί των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας δεν υπερβαίνει πρόνοιες του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρώπινων Δικαιωμάτων,
(η) δεν δημιουργείται σύγκρουση με το κοινοτικό πλαίσιο για τις δημόσιες ενισχύσεις και τους κανόνες ανταγωνισμού:
4. (1) Στην περίπτωση εκκαθάρισης ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, εφαρμόζεται, κατά προτεραιότητα, το εδάφιο (1) και (2) του άρθρου 300 του περί Εταιρειών Νόμου.
(2) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (1), καταβάλλονται χρέη ή απαιτήσεις εξασφαλισμένες με επιβάρυνση στην περιουσία του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, μέχρι ποσού που προκύπτει από τη ρευστοποίηση της εξασφάλισης ή η εξασφάλιση παραδίδεται στο δικαιούχο πιστωτή.
(3) Λοιπά χρέη ή απαιτήσεις καταβάλλονται από τα έσοδα της εκκαθάρισης, με την ακόλουθη σειρά:
(α) Αναγκαία και εύλογα έξοδα του ειδικού εκκαθαριστή και της Αρχής Εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένων επαγγελματικών εξόδων κατά την εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω εκκαθάρισης,
(β) πιστώσεις που παραχωρήθηκαν στο ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση μετά το διορισμό του ειδικού εκκαθαριστή,
(γ) πιστώσεις που παραχωρήθηκαν στο ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ή τα Ταμεία πριν το διορισμό του ειδικού εκκαθαριστή,
(δ) εγγυημένη κατάθεση, ποσά οφειλόμενα προς το Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων, οποιαδήποτε κρατική στήριξη δόθηκε στο ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση, δυνάμει του περί της Αναδιάρθρωσης Χρηματοοικονομικών Οργανισμών Νόμου του 2013 και κυβερνητικές εγγυήσεις που παραχωρήθηκαν στο ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση δυνάμει του περί της Παραχώρησης Κυβερνητικών Εγγυήσεων για τη Σύναψη Δανείων ή και την Έκδοση Ομολόγων από Πιστωτικά Ιδρύματα Νόμου του 2012,
(ε) άλλα χρέη ή απαιτήσεις που δεν εξασφαλίζονται με επιβάρυνση στην περιουσία του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση,
(στ) χρέη ή απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης (δευτεροβάθμιο κεφάλαιο).
(4) Στην περίπτωση όπου το διαθέσιμο ποσό για πληρωμή οποιωνδήποτε χρεών ή απαιτήσεων ως διαλαμβάνονται στο εδάφιο (3) δεν επαρκεί για την πλήρη εξόφλησή τους, τα εν λόγω χρέη ή απαιτήσεις μειώνονται κατ’ αναλογία. Για οποιαδήποτε πληρωμή χρεών ή απαιτήσεων, τηρείται αυστηρά η σειρά προτεραιότητας, ως αυτή διαλαμβάνεται στο εδάφιο (3).
(5) Χρέη ή απαιτήσεις που έχουν καταχωρηθεί εκτός της προθεσμίας που καθορίζεται σε σχετική νομοθεσία δεν ικανοποιούνται. Τυχόν έσοδα που απομένουν μετά την πλήρη εξόφληση των άλλων πιστωτών κατανέμονται μεταξύ των μετόχων του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, κατ’ αναλογία με τα δικαιώματά τους.
(6) Η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να διαχωρίζει χρέη και υποχρεώσεις της ίδιας τάξης, εάν θεωρείται αναγκαίο για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας εντός και εκτός της Δημοκρατίας ή, όταν αυτό είναι προς όφελος των πιστωτών στο σύνολό τους και για την προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας και την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος
5. (1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, η Αρχή Εξυγίανσης έχει την αποκλειστική εξουσία να λαμβάνει και να εφαρμόζει μέτρα εξυγίανσης σε επηρεαζόμενα ιδρύματα.
(2) Η Αρχή Εξυγίανσης λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για τη δημιουργία πλαισίου συνεργασίας με αρμόδια αρχή κράτους μέλους ή τρίτης χώρας για την προετοιμασία, τον προγραμματισμό και την εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης, σε περίπτωση που οι εργασίες επηρεαζόμενου ιδρύματος στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους ή τρίτης χώρας είναι σημαντικές για τη βιωσιμότητα του εν λόγω ιδρύματος.
(3) Η Αρχή Εξυγίανσης ενημερώνει την αρμόδια αρχή κράτους μέλους ή τρίτης χώρας για την εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1) του άρθρου 7, σε επηρεαζόμενο ίδρυμα, το οποίο διατηρεί υποκατάστημα ή θυγατρική σε άλλο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα ή αποτελεί θυγατρική ή υποκατάστημα τράπεζας με έδρα σε άλλο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα.
(4) Η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να συνεργάζεται με αρμόδια αρχή της χώρας καταγωγής τράπεζας που έχει συσταθεί σε κράτος μέλος ή τρίτη χώρα, το οποίο διατηρεί θυγατρική εταιρεία που κατέχει άδεια διεξαγωγής τραπεζικών εργασιών ή υποκατάστημα στη Δημοκρατία, στο πλαίσιο μιας διασυνοριακής εξυγίανσης της εν λόγω τράπεζας.
(5) Η Αρχή Εξυγίανσης δεν έχει εξουσία να εφαρμόζει μέτρα εξυγίανσης επί υποκαταστημάτων στη Δημοκρατία, των τραπεζών, που είναι εγκατεστημένα σε άλλο κράτος μέλος.
(6) Η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη διασφάλιση-
(i) του αποτελεσματικού διαχωρισμού των αρμοδιοτήτων της εποπτείας, ως προνοούνται στους περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμους του 2002 έως 2014, και της εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης, ως προνοούνται στον παρόντα Νόμο,
(ii) της λειτουργικής ανεξαρτησίας μεταξύ των αρμοδιοτήτων εποπτείας, ως προνοούνται στους περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμους του 2002 έως 2014, και της εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης, ως προνοούνται στον παρόντα Νόμο,
(iii) της επάρκειας της εμπειρογνωμοσύνης, των πόρων και της επιχειρησιακής ικανότητας για την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης και της ικανότητας γρήγορης και ευέλικτης άσκησης των εξουσιών για την επίτευξη των σκοπών της.
(7) Εφόσον ληφθούν μέτρα εξυγίανσης σε επηρεαζόμενο ίδρυμα, όλες οι εξουσίες, καθήκοντα και ευθύνες των μετόχων ή μελών, των συμβούλων ή μελών της επιτροπείας και των διευθυντών του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, δύνανται να ασκούνται από την Αρχή Εξυγίανσης ή και από τον Ειδικό Διαχειριστή, ο οποίος διορίζεται δυνάμει του άρθρου 14 και, σε τέτοια περίπτωση, οποιεσδήποτε ενέργειες ή αποφάσεις λαμβάνονται από το εν λόγω ίδρυμα ή από τρίτο, για λογαριασμό του εν λόγω ιδρύματος, θεωρούνται άκυρες, εκτός αν έχουν ληφθεί από ή με τη συγκατάθεση της Αρχής Εξυγίανσης.
(8) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (7), η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να απαιτεί την απομάκρυνση ή αντικατάσταση σύμβουλου ή μέλους της επιτροπείας ή διευθυντή του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, ανεξάρτητα από τις πρόνοιες οποιουδήποτε σε ισχύ νόμου.
(9) Η Αρχή Εξυγίανσης ή και ο Ειδικός Διαχειριστής λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν το φυσικό έλεγχο και την προστασία των εγκαταστάσεων, της περιουσίας, των λογιστικών βιβλίων και άλλων εγγράφων του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση.
(10) Για την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης, η Αρχή Εξυγίανσης ή και ο Ειδικός Διαχειριστής έχουν δικαίωμα ελεύθερης εισόδου στις εγκαταστάσεις και ελεύθερη πρόσβαση στην περιουσία, στα λογιστικά βιβλία και σε άλλα έγγραφα του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση.
(11) Κατόπιν αιτήματος της Αρχής Εξυγίανσης ή και του Ειδικού Διαχειριστή, οι αστυνομικές αρχές βοηθούν την Αρχή Εξυγίανσης ή και τον Ειδικό Διαχειριστή να αποκτήσουν πρόσβαση σε όλους τους χώρους του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση και να αποκτήσουν τον έλεγχο και να ασφαλίσουν την περιουσία, τα γραφεία, τα περιουσιακά στοιχεία, τα βιβλία, τα αρχεία και άλλα έγγραφα του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση.
(12) (α) Για την επίτευξη των σκοπών του παρόντος Νόμου και για την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων της δυνάμει του παρόντος Νόμου και τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να εκδίδει γενικές ή ειδικές οδηγίες ή διατάγματα, τα οποία γνωστοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο ήθελε ορίσει.
(β) Η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να εκδίδει γενικές ή ειδικές οδηγίες ή εγκυκλίους, τις οποίες γνωστοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο ήθελε ορίσει, σχετικά με τον καταρτισμό σχεδίων εξυγίανσης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 30Β των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 έως 2013 και στο άρθρο 51Δ των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως 2013.
(13) Η Αρχή Εξυγίανσης έχει πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που βρίσκονται στην κατοχή της αρμόδιας εποπτικής αρχής, που θεωρούνται αναγκαίες για την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης και την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, δυνάμει του παρόντος Νόμου:
(14) Η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να αντιπροσωπεύει το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση σε δικαστικές διαδικασίες, στις οποίες το εν λόγω ίδρυμα είναι διάδικος ή ενδιαφερόμενο μέρος και, οι οποίες εκκρεμούν κατά το χρόνο λήψης των μέτρων εξυγίανσης.
5Α.(1)Η Κεντρική Τράπεζα συστήνει Μονάδα Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων, με κύρια αρμοδιότητα την παροχή στήριξης στην Αρχή Εξυγίανσης και στην Επιτροπή Εξυγίανσης, σε σχέση με την εκτέλεση σκοπών, εξουσιών, αρμοδιοτήτων και καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(2) Η δυνάμει του εδαφίου (1) Μονάδα Εξυγίανσης, αναφέρεται απευθείας στην Επιτροπή Εξυγίανσης και στελεχώνεται από προσωπικό της Κεντρικής Τράπεζας.
(3) Μετά τον τερματισμό των μέτρων εξυγίανσης σε πιστωτικό ή άλλο ίδρυμα, η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να αποφασίσει ότι η Μονάδα Εξυγίανσης συνεχίζει τη λειτουργία της, για αναγκαίους υπό τις περιστάσεις της εξυγίανσης, λόγους:
(4)(α) Η Μονάδα Εξυγίανσης έχει ως πρωταρχικό καθήκον την παρακολούθηση της εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης και την αντιμετώπιση θεμάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή αυτή.
(β) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας της παραγράφου (α), τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες της Μονάδας Εξυγίανσης είναι μεταξύ άλλων-
(i) η παροχή στήριξης στην Αρχή Εξυγίανσης και στην Επιτροπή Εξυγίανσης προς εκτέλεση των σκοπών και εξουσιών τους, κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Νόμο·
(ii) η δημιουργία και παρακολούθηση των σχεδίων εξυγίανσης·
(iii) η προκαταρκτική αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων υπό εξυγίανση πιστωτικού ή άλλου ιδρύματος, δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 22·
(iv) η αξιολόγηση των εναλλακτικών μέτρων εξυγίανσης που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν επί επηρεαζόμενου ιδρύματος, λαμβάνοντας υπόψη τις γενικές αρχές εξυγίανσης, δυνάμει του άρθρου 3·
(v) η συμμετοχή σε ομάδες εργασίας, επιτροπές και συμβούλια που συστήνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο και αφορούν θέματα σχετικά με την εξυγίανση πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων· και
(vi) η εκτέλεση οποιωνδήποτε άλλων καθηκόντων ανατεθούν στη Μονάδα Εξυγίανσης από την Επιτροπή Εξυγίανσης.
6. (1) Η Αρχή Εξυγίανσης λαμβάνει μέτρα εξυγίανσης σε επηρεαζόμενο ίδρυμα, μόνο εάν ισχύουν όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Η αρμόδια εποπτική αρχή αφού διαβουλευθεί με την Επιτροπή Εξυγίανσης αποφασίζει ότι το επηρεαζόμενο ίδρυμα δεν είναι βιώσιμο ή πιθανόν να καταστεί μη βιώσιμο και διαφαίνεται εύλογος κίνδυνος ότι το επηρεαζόμενο ίδρυμα δυνατό να μην είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του ή και να συνεχίσει να λειτουργεί ως δρώσα οικονομική μονάδα,
(β) χωρίς τη λήψη μέτρων εξυγίανσης, άλλες ενέργειες που δυνατό να ληφθούν σε εύλογο χρόνο από το επηρεαζόμενο ίδρυμα ή από την αρμόδια εποπτική αρχή, σύμφωνα με την αξιολόγηση της αρμόδιας εποπτικής αρχής, δεν επαρκούν ούτως ώστε το ίδρυμα να μπορεί να τηρεί τις απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας ή και ρευστότητας, και
(γ) το μέτρο εξυγίανσης είναι αναγκαίο για την προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας και την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.
(2) Για σκοπούς αξιολόγησης, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1), η αρμόδια εποπτική αρχή δύναται να λαμβάνει υπόψη μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες περιστάσεις, χωρίς ο κατάλογος αυτός να είναι εξαντλητικός:
(α) Το επηρεαζόμενο ίδρυμα αδυνατεί ή ενδέχεται να αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του όταν καθίστανται απαιτητές∙
(β) τα περιουσιακά στοιχεία του επηρεαζόμενου ιδρύματος υπολείπονται ή ενδέχεται να υπολείπονται των υποχρεώσεών του∙
(γ) το επηρεαζόμενο ίδρυμα αδυνατεί ή ενδέχεται να αδυνατεί να τηρεί τις απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας ή και ρευστότητας∙
(δ) έχει μειωθεί σημαντικά η πρόσβαση του επηρεαζόμενου ιδρύματος σε πηγές χρηματοδότησης∙
(ε) η διατήρηση της λειτουργίας του επηρεαζόμενου ιδρύματος εξαρτάται από δημόσια χρηματοδοτική στήριξη ή θα υπήρχε τέτοια εξάρτηση ελλείψει εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης, εκτός από την περίπτωση που, προκειμένου να διατηρηθεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα, το ίδρυμα ζητεί ένα από τα εξής:
(i) κρατική εγγύηση για την άντληση ταμειακών διευκολύνσεων∙ ή
(ii) κρατική εγγύηση για την ανάληψη νέων υποχρεώσεων προκειμένου να αντιμετωπιστεί σοβαρή διαταραχή στην οικονομία της Δημοκρατίας∙
(στ) υπάρχει σημαντική απομείωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων του επηρεαζόμενου ιδρύματος∙
(ζ) έχει χαθεί η εμπιστοσύνη του κοινού προς το επηρεαζόμενο ίδρυμα∙
(η) υπάρχουν θεμελιώδεις ελλείψεις στο επιχειρησιακό σχέδιο του επηρεαζόμενου ιδρύματος ή το επηρεαζόμενο ίδρυμα έχει παραβιάσει ή ενδέχεται να παραβιάσει τους όρους, βάσει των οποίων του χορηγήθηκε άδεια άσκησης εργασιών∙
(θ) είναι ορατός ο κίνδυνος έναρξης διαδικασίας εκκαθάρισης∙
(ι) το επηρεαζόμενο ίδρυμα λειτουργεί σε μη συνετή και ορθή βάση.
(3) Για τους σκοπούς της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), η λήψη και εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης σε επηρεαζόμενο ίδρυμα θεωρείται απαραίτητη, εφόσον οι ανάγκες για την προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας και την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος δεν καλύπτονται εξίσου από ενδεχόμενη εκκαθάριση.
(4) Η εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης δεν ενεργοποιεί-
(α) τη διαδικασία αποζημίωσης καταθετών, δυνάμει του περί Σύστασης και Λειτουργίας Σχεδίου Προστασίας Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013 και των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως 2013 και τη διαδικασία αποζημίωσης επενδυτών πελατών, δυνάμει των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Ταμείου Αποζημίωσης Επενδυτών Πελατών Τραπεζών Κανονισμών του 2004 έως 2007∙
(β) συμβατική ρήτρα που ενεργοποιείται, σε περίπτωση εκκαθάρισης ή αφερεγγυότητας ή επέλευσης άλλου γεγονότος που δύναται να χαρακτηρίζεται ως πιστωτικό γεγονός ή ισοδύναμο αφερεγγυότητας:
Νοείται ότι, το άρθρο 9 των περί Συμφωνιών Παροχής Χρηματοοικονομικής Εξασφάλισης Νόμων του 2004 και 2011 δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης, κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Nόμο∙
(γ) τα δικαιώματα ασφαλισμένων πιστωτών του επηρεαζόμενου ιδρύματος επί των περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων που εξασφαλίζουν τις απαιτήσεις τους κατά του επηρεαζόμενου ιδρύματος.
7. (1) Με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, η Επιτροπή Εξυγίανσης, αφού λάβει υπόψη της την έκθεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση και βιωσιμότητα του επηρεαζόμενου ιδρύματος και το σχέδιο εξυγίανσης που ετοιμάζεται από την ίδια, σε συνεργασία με την αρμόδια εποπτική αρχή βάσει του άρθρου 30Β των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 έως 2013 και του άρθρου 12Γ των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως 2013, ανάλογα με την περίπτωση, έχει την εξουσία να απαιτήσει από το εν λόγω ίδρυμα να εφαρμόσει τα ακόλουθα μέτρα εξυγίανσης, είτε μεμονωμένα, είτε σε συνδυασμό:
(α) Αύξηση κεφαλαίου, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8,
(β) πώληση εργασιών, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9,
(γ) μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε ενδιάμεση τράπεζα, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 10,
(δ) μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 11,
(ε) διάσωση με ίδια μέσα, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 12:
(2) Σε περίπτωση που η Αρχή Εξυγίανσης αποφασίσει, στη βάση των πληροφοριών που υποβλήθηκαν δυνάμει του εδαφίου (1), ότι κανένα από τα μέτρα εξυγίανσης δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τις γενικές αρχές εξυγίανσης που καθορίζονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 3, δύναται να εισηγηθεί στην αρμόδια εποπτική αρχή την ανάκληση της άδειας του επηρεαζόμενου ιδρύματος.
(3) Στην περίπτωση εφαρμογής του μέτρου εξυγίανσης της πώλησης εργασιών, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 9, η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να αναστείλει την απόφαση για την εφαρμογή του μέτρου αυτού, σε περίπτωση όπου οι προσφορές που έχουν ληφθεί κρίνονται από την Αρχή Εξυγίανσης ως μη συμφέρουσες. Σε τέτοια περίπτωση, η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να αποφασίσει την εφαρμογή άλλων μέτρων εξυγίανσης ή να εισηγηθεί στην αρμόδια εποπτική αρχή την ανάκληση της άδειας του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση.
(4) Σε περίπτωση που, κατά την κρίση της Αρχής Εξυγίανσης, ισχύουν οι προϋποθέσεις λήψης μέτρων εξυγίανσης που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 6, η Αρχή Εξυγίανσης γνωστοποιεί το γεγονός αυτό στη Διαχειριστική Επιτροπή του Σχεδίου.
(5) Η εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης δυνάμει του εδαφίου (1), κοινοποιείται αυθημερόν στο ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση, στην αρμόδια εποπτική αρχή και στη Διαχειριστική Επιτροπή του Σχεδίου και δημοσιεύεται αυθημερόν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και στον ιστότοπο της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου. Η κοινοποίηση περιλαμβάνει αντίγραφο του διατάγματος, δυνάμει του οποίου ασκούνται οι σχετικές εξουσίες και αναφέρει την ημερομηνία, που τίθενται σε εφαρμογή, τα μέτρα εξυγίανσης.
8. (1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου, των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως 2013, των περί Δημοσίων Προτάσεων Εξαγοράς Νόμων του 2007 και 2009 και, ανεξαρτήτως των όρων του καταστατικού ή των ειδικών κανονισμών του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση που ρυθμίζουν την αύξηση κεφαλαίου και, εκτός εάν προνοείται διαφορετικά στο παρόν άρθρο, η Αρχή Εξυγίανσης δύναται, μέσω της έκδοσης διατάγματος, να απαιτήσει από ίδρυμα και/ή θυγατρική εταιρεία αυτού, που υπόκειται σε εξυγίανση την αύξηση κεφαλαίου του μέσω-
(α) της έκδοσης νέων μετοχών στους υφιστάμενους μετόχους, εκτός εάν έχει ήδη επιτυχώς ενεργοποιηθεί το άρθρο 30Α των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 έως 2013 ή το άρθρο 12Γ των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως 2013:
(β) της έκδοσης των νέων μετοχών σε άλλα πρόσωπα χωρίς την προηγούμενη προσφορά τους στους υφιστάμενους μετόχους, σε περίπτωση που η Αρχή Εξυγίανσης αποφασίσει ότι-
(i) οι υφιστάμενοι μέτοχοι απέτυχαν να συμμορφωθούν με τις διατάξεις της παραγράφου (α)·
(ii) οι υφιστάμενοι μέτοχοι δεν είναι πλέον κατάλληλοι να κατέχουν σημαντικό μερίδιο του μετοχικού κεφαλαίου του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση· ή
(iii) απαιτείται η εσπευσμένη αύξηση κεφαλαίου για σκοπούς διατήρησης της χρηματοοικονομικής σταθερότητας ή για λόγους προαγωγής της δημόσιας ωφέλειας ή εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος.
(2) Οι υφιστάμενοι μέτοχοι του ιδρύματος και/ή θυγατρικής εταιρείας αυτού, που υπόκειται σε εξυγίανση δεν έχουν δικαίωμα προτίμησης για αγορά των νέων μετοχών, εκτός όπως προνοείται στο παρόν άρθρο.
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις άλλης νομοθεσίας, η αρμόδια αρχή, σύμφωνα με τους εν λόγω νόμους, λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να επιτρέπει την έκδοση μετοχών, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο, εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών, ανεξάρτητα από το εάν η νομοθεσία που ρυθμίζει την κεφαλαιαγορά επιτρέπει την έκδοση μετοχών εντός της προαναφερόμενης προθεσμίας:
Νοείται ότι, σε περίπτωση συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος, εφαρμόζονται τα άρθρα 8 και 12Α των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1987 έως 2013.
9. (1) Η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να απαιτεί, μέσω της έκδοσης διατάγματος, την πώληση εργασιών ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση σε ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα ή άλλα πρόσωπα, τα οποία διαθέτουν την κατάλληλη άδεια διεξαγωγής τέτοιων εργασιών, προκειμένου να συνεχίσουν τις εργασίες αυτές, μη περιλαμβανομένης ενδιάμεσης τράπεζας, με εμπορικούς όρους, σύμφωνα με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με κρατικές ενισχύσεις και τηρουμένης της διαδικασίας του εδαφίου (4), ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεση του Διοικητικού Συμβουλίου ή των μετόχων ή μελών του εν λόγω ιδρύματος:
(2) Για την πώληση εργασιών, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1), η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να απαιτεί, μία ή περισσότερες φορές, διαδοχικά ή παράλληλα, την σε ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα ή άλλα πρόσωπα-
(α) μεταβίβαση τίτλων ιδιοκτησίας του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση·
(β) μεταβίβαση μερικών ή όλων των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του εν λόγω ιδρύματος.
(3) (α) Η μεταβίβαση τίτλων ιδιοκτησίας του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση δύναται-
(i) να αναφέρεται σε μεταβίβαση συγκεκριμένων τίτλων ή τίτλων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά,
(ii) να καθορίζει πρόνοιες για, ή σε σχέση με, τη μεταβίβαση των εν λόγω τίτλων.
(β) Η μεταβίβαση τίτλων ιδιοκτησίας θεωρείται καθ’ όλα έγκυρη πράξη και ισχύει έναντι τρίτων, ανεξάρτητα από την ισχύ οποιουδήποτε περιορισμού που επιβάλλεται δυνάμει διατάξεων νόμου ή ορών σύμβασης ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, περιλαμβανομένης της συμμόρφωσης με νομικές διαδικασίες που διαφορετικά θα εφαρμόζονταν δυνάμει, μεταξύ άλλων, του άρθρου 17 των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 έως 2013 ή του περί Εταιρειών Νόμου ή των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως 2013 ή των περί Δημοσίων Προτάσεων Εξαγοράς Νόμων του 2007 έως 2009:
(4) (α) Η Αρχή Εξυγίανσης καλεί όλα τα πιστωτικά ιδρύματα ή άλλα πρόσωπα, τα οποία, κατά την κρίση της, και σύμφωνα με τις διαθέσιμες σε αυτήν πληροφορίες, είναι κατάλληλα για την κτήση τίτλων ιδιοκτησίας, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων από πώληση εργασιών του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, σε άτυπη και εμπιστευτική διαδικασία υποβολής προσφορών για την απόκτησή τους.
(β) Τα πιστωτικά ιδρύματα ή άλλα πρόσωπα που καλούνται για υποβολή προσφορών, καθώς και οι διευθυντές, υπάλληλοι και συνεργάτες τους, τηρούν απόρρητο, ως προς τη διαδικασία υποβολής πληροφοριών και τυχόν πληροφορίες που έχουν αποκτήσει μέσω αυτής.
(γ) Πρόσωπο, που παραβαίνει τις διατάξεις της παραγράφου (β), υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες ευρώ (€300.000).
(5) Η Αρχή Εξυγίανσης καθορίζει το αντάλλαγμα της πώλησης στη βάση των προσφορών που έχουν ληφθεί, λαμβάνοντας υπόψη τη διαδικασία αποτίμησης των μεταβιβαζόμενων τίτλων ιδιοκτησίας, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22.
(6) Σε περίπτωση που η αξία των μεταβιβαζόμενων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων υπερβαίνει την αξία των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με τη διαδικασία αποτίμησης που διενεργείται, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 22, το ποσό της διαφοράς καλύπτεται από το Ταμείο Εξυγίανσης, αφού πρώτα καταβάλει το Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων, ποσό ίσο με την αξία των εγγυημένων καταθέσεων, αφαιρούμενης της αξίας των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων.
(7) Η Αρχή Εξυγίανσης προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες διαδικασίες για να τεθούν σε πώληση τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που η Αρχή Εξυγίανσης σκοπεύει να μεταφέρει.
(8) Η διαδικασία που προνοείται στο εδάφιο (7) πραγματοποιείται σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:
(α) Είναι όσο το δυνατόν διαφανέστερη, έχοντας υπόψη τις περιστάσεις, και, ιδίως, την ανάγκη να διατηρηθεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα·
(β) δεν ευνοεί κάποιους δυνητικούς αγοραστές, ούτε δημιουργεί διακρίσεις μεταξύ τους·
(γ) δεν επηρεάζεται από συγκρούσεις συμφερόντων·
(δ) δεν προσφέρει τυχόν αθέμιτο πλεονέκτημα σε δυνητικό αγοραστή·
(ε) λαμβάνει υπόψη την ανάγκη να πραγματοποιηθεί ταχέως η δράση εξυγίανσης·
(στ) στοχεύει στη μεγιστοποίηση, κατά το δυνατόν, της τιμής πώλησης των σχετικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων:
(9) Η Αρχή Εξυγίανσης , με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, δύναται να εφαρμόζει το μέτρο πώλησης εργασιών, χωρίς να συμμορφώνεται με τις διαδικασίες, που καθορίζονται στο εδάφιο (8), όταν διαπιστώνει ότι η συμμόρφωση με τις εν λόγω διαδικασίες ενδέχεται να υπονομεύσει έναν ή περισσότερους από τους στόχους εξυγίανσης, και, ιδίως, εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Η Αρχή Εξυγίανσης θεωρεί ότι υπάρχει ουσιαστική απειλή για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα, προερχόμενη ή επιδεινούμενη από την ενδεχόμενη εκκαθάριση του ιδρύματος υπό εξυγίανση· και
(β) η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις αυτές ενδέχεται να υπονομεύσει την αποτελεσματικότητα του μέτρου πώλησης δραστηριοτήτων ως προς την αντιμετώπιση της απειλής αυτής ή την επίτευξη του στόχου της εξυγίανσης, που καθορίζεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 3.
10. (1) Η Αρχή Εξυγίανσης , με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, δύναται να απαιτεί, μέσω της έκδοσης διατάγματος, τη μεταβίβαση όλων ή ορισμένων περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, σε ενδιάμεση τράπεζα, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2), ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεση του Διοικητικού Συμβουλίου ή των μετόχων ή μελών του εν λόγω ιδρύματος.
(2) Η ενδιάμεση τράπεζα συστήνεται ως εταιρεία, από την Αρχή Εξυγίανσης και λειτουργεί ως τράπεζα, δυνάμει άδειας, που χορηγείται σε αυτήν από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, δυνάμει του εδαφίου (4), με σκοπό –
(α) τη συνέχιση των απαραίτητων, για σκοπούς δημόσιου συμφέροντος, τραπεζικών εργασιών και υπηρεσιών πληρωμών του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση,
(β) τη διαφύλαξη της αξίας της μεταβιβαζόμενης περιουσίας, και
(γ) την ομαλή λειτουργία της προς μεγιστοποίηση της αξίας των μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων, μέχρι την πώληση όλων ή μέρους των εργασιών της ενδιάμεσης τράπεζας, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (8) ή την εκκαθάρισή της δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (12):
Νοείται ότι, η ενδιάμεση τράπεζα θεωρείται ότι αποτελεί συνέχεια του ιδρύματος υπό εξυγίανση, και συνεχίζει να ασκεί κάθε τέτοιο δικαίωμα, το οποίο ασκούσε το ίδρυμα υπό εξυγίανση, όσον αφορά τα προς αυτή μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων συμμετοχής και πρόσβασης σε συστήματα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού:
Νοείται περαιτέρω ότι, οι μέτοχοι ή οι πιστωτές του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση και άλλα τρίτα μέρη, των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις δεν μεταβιβάζονται, δεν έχουν δικαιώματα, άμεσα ή έμμεσα, επί των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που έχουν μεταβιβαστεί στην ενδιάμεση τράπεζα.
(3) Η Αρχή Εξυγίανσης μεριμνά για τη λειτουργία της ενδιάμεσης τράπεζας, περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των ακόλουθων -
(α) Το ύψος και τον τρόπο καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου:
Νοείται ότι, το μετοχικό κεφάλαιο της ενδιάμεσης τράπεζας, καταβάλλεται από το Ταμείο Εξυγίανσης και κατέχεται από το Σχέδιο.
(β) την ετοιμασία των ιδρυτικών εγγράφων,
(γ) το διορισμό διοικητικών συμβούλων και, το διορισμό διευθυντών και τον καθορισμό των ευθυνών και των απολαβών τους.
(4) Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου χορηγεί άδεια σε ενδιάμεση τράπεζα:
Νοείται ότι, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, κατά την κρίση της, θέτει ρητή προθεσμία στην ενδιάμεση τράπεζα, προς συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις αδειοδότησης της και τις απαιτήσεις, κατά τα οριζόμενα στους περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμους του 1997 έως 2013.
(5) Η αρμόδια εποπτική αρχή δεν ανακαλεί την άδεια εργασιών ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση πριν τη σύσταση της ενδιάμεσης τράπεζας. Η άδεια εργασιών ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση ανακαλείται, το αργότερο, όταν ολοκληρωθεί η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων στην ενδιάμεση τράπεζα. Η άδεια εργασιών ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση αναστέλλεται με την έναρξη των εργασιών της ενδιάμεσης τράπεζας. Η αναστολή αυτή παραμένει σε ισχύ μέχρι την ολοκλήρωση της μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων.
(6) Η Αρχή Εξυγίανσης δύναται , μέσω της έκδοσης Διατάγματος, με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, οποτεδήποτε κρίνει σκόπιμο, να απαιτεί, μία ή περισσότερες φορές, διαδοχικά ή παράλληλα, τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων από το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση, στην ενδιάμεση τράπεζα.
(7) Σε περίπτωση που η αξία των μεταβιβαζόμενων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων υπερβαίνει την αξία των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με την αποτίμηση που διενεργείται, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 22, η Αρχή Εξυγίανσης καθορίζει τη διαφορά, η οποία καλύπτεται από το Ταμείο Εξυγίανσης, αφού πρώτα το Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων καταβάλει ποσό, ίσο με την αξία των εγγυημένων καταθέσεων, αφαιρούμενης της αξίας των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων.
(8) Οι σύμβουλοι και διευθυντές της ενδιάμεσης τράπεζας διαχειρίζονται την τράπεζα αυτή ως επιχείρηση, με σκοπό την πώληση της ή την πώληση όλων ή μέρους των εργασιών της, σύμφωνα με τα κριτήρια που τίθενται στο εδάφιο (8) του άρθρου 9, σε ένα ή περισσότερους αγοραστές, εντός τριών (3) ετών από τη σύστασή της, όταν οι συνθήκες είναι, κατά την κρίση της Αρχής Εξυγίανσης, οι κατάλληλες.
(9) Η ενδιάμεση τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, εκπονεί επιχειρησιακό σχέδιο σε προθεσμία που θέτει η αρμόδια εποπτική αρχή, στο οποίο περιγράφει τη στρατηγική της για τη βιώσιμη λειτουργία, τη διασφάλιση και ενίσχυση της φερεγγυότητάς της και την εν γένει εκπλήρωση των σκοπών της, το οποίο εγκρίνεται από την Αρχή Εξυγίανσης, αφού λάβει υπόψη τη γνώμη της αρμόδιας εποπτικής αρχής.
(10) Η Αρχή Εξυγίανσης, με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, δύναται να απαιτεί, μέσω της έκδοσης Διατάγματος,οποτεδήποτε κρίνει σκόπιμο, μία ή περισσότερες φορές, διαδοχικά ή παράλληλα, τη μεταβίβαση, με εμπορικούς όρους,περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων από την ενδιάμεση τράπεζα, στο ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση.
(11) Σε περίπτωση που η Αρχή Εξυγίανσης κρίνει αναγκαία τη συνέχιση των εργασιών της ενδιάμεσης τράπεζας, πέραν των τριών (3) ετών για σκοπούς εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος, η περίοδος που αναφέρεται στο εδάφιο (8), δύναται να παραταθεί για επιπλέον δύο (2) χρονικές περιόδους ενός έτους έκαστη.
(12) Σε περίπτωση που η ενδιάμεση τράπεζα δεν πωληθεί εντός των περιόδων που προνοούνται στα εδάφια (8) ή (11), η ενδιάμεση τράπεζα τίθεται σε εκκαθάριση.
(13) Οποιοδήποτε πλεόνασμα από τυχόν εκκαθάριση ή πώληση της ενδιάμεσης τράπεζας, μετά την ικανοποίηση στο ακέραιο όλων των νόμιμων απαιτήσεων των πιστωτών της ενδιάμεσης τράπεζας, περιλαμβανομένων και των απαιτήσεων και τυχόν εξόδων της Αρχής Εξυγίανσης, καταβάλλεται στο ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση.
(14) Οι σύμβουλοι, διευθυντές και υπάλληλοι της ενδιάμεσης τράπεζας, δεν υπέχουν οποιαδήποτε ευθύνη σε περίπτωση αγωγής, αίτησης ή άλλης νομικής διαδικασίας, σε σχέση με αποζημιώσεις, αναφορικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εκτός αν αποδειχθεί ότι η πράξη ή παράλειψη δεν έγινε καλή τη πίστη ή είναι αποτέλεσμα δόλου ή βαριάς αμέλειας.
11. (1) Η Αρχή Εξυγίανσης, με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, δύναται να απαιτεί, μέσω της έκδοσης διατάγματος, τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων που συστήνεται από την Αρχή Εξυγίανσης, ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεση του Διοικητικού Συμβουλίου ή των μετόχων ή μελών του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, σε περίπτωση που –
(α) η κατάσταση της αγοράς σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία και δικαιώματα που μεταβιβάζονται είναι τέτοια που τυχόν ρευστοποίησή τους ως μέρος της εκκαθάρισης του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση δεν θα εξυπηρετούσε την προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας ή το δημόσιο συμφέρον· και
(β) η μεταβίβασή τους έχει σκοπό τη μεγιστοποίηση της αξίας τους από μεταγενέστερη πώλησή τους σε ένα ή περισσότερους αγοραστές.
(2) Η Αρχή Εξυγίανσης μεριμνά για τη λειτουργία της εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των ακόλουθων στοιχείων:
(α) Το ύψος και τον τρόπο καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου:
Νοείται ότι, το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, καταβάλλεται από το Ταμείο Εξυγίανσης και κατέχεται από το Σχέδιο,
(β) την ετοιμασία των ιδρυτικών εγγράφων,
(γ) το διορισμό των διοικητικών συμβούλων και των διαχειριστών περιουσιακών στοιχείων και τον καθορισμό των ευθυνών και των απολαβών τους.
(3) Η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων διενεργείται στην αξία που καθορίζεται, σύμφωνα με την αποτίμηση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 22.
(4) Η Αρχή Εξυγίανσης, με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, δύναται να απαιτεί, μέσω της έκδοσης Διατάγματος, οποτεδήποτε κρίνει σκόπιμο, μία ή περισσότερες φορές, διαδοχικά ή παράλληλα, τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων από το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση ή από ενδιάμεση τράπεζα, σε περίπτωση που έχει ήδη εφαρμοστεί το μέτρο εξυγίανσης που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 7, στην εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.
(5) Η Αρχή Εξυγίανσης, με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, δύναται να απαιτεί, μέσω της έκδοσης Διατάγματος, τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων μία ή περισσότερες φορές, διαδοχικά ή παράλληλα, από την εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, στο ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση ή στην ενδιάμεση τράπεζα, σε περίπτωση που έχει ήδη εφαρμοστεί το μέτρο εξυγίανσης, που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 7, μόνο σε μια από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Η δυνατότητα να μπορούν να μεταβιβάζονται τα συγκεκριμένα δικαιώματα και περιουσιακά στοιχεία πίσω στο ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση δηλώνεται ρητώς στο διάταγμα, με το οποίο πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση σύμφωνα με το εδάφιο (1)∙
(β) τα συγκεκριμένα δικαιώματα και περιουσιακά στοιχεία δεν εμπίπτουν, ούτε πληρούν τις προϋποθέσεις για να εμπίπτουν, στις κατηγορίες δικαιωμάτων και περιουσιακών στοιχείων, που καθορίζονται στο διάταγμα, με το οποίο πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση σύμφωνα με το εδάφιο (1).
(6) Οποιοδήποτε πλεόνασμα από την πώληση περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων από την εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σε ένα ή περισσότερους αγοραστές, μετά την ικανοποίηση στο ακέραιο όλων των νόμιμων απαιτήσεων των πιστωτών της εν λόγω εταιρείας, περιλαμβανομένων και των απαιτήσεων και τυχόν εξόδων της Αρχής Εξυγίανσης, επανέρχεται στην περιουσία του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση ή στην ενδιάμεση τράπεζα, σε περίπτωση που έχει ήδη εφαρμοστεί το μέτρο εξυγίανσης, που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 7.
(7) Ο διαχειριστής περιουσιακών στοιχείων, αξιωματούχος, εργοδοτούμενος ή αντιπρόσωπος της εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, δεν υπέχει οποιαδήποτε ευθύνη σε περίπτωση αγωγής, αίτησης, ή άλλης νομικής διαδικασίας, σε σχέση με αποζημιώσεις, αναφορικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, εκτός αν αποδειχθεί ότι η πράξη ή παράλειψη δεν έγινε καλή τη πίστη ή είναι αποτέλεσμα δόλου ή βαριάς αμέλειας.
12. (1) Η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να απαιτεί, όποτε η ίδια κρίνει αναγκαίο, εφόσον εξασφαλίσει τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών, μέσω της έκδοσης διατάγματος, την αναδιάρθρωση των χρεών και υποχρεώσεων, υφιστάμενων ή μελλοντικών, οποιουδήποτε τύπου, του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης, τροποποίησης, διευθέτησης ή αντικατάστασης του αρχικού κεφαλαίου ή του υπολειπόμενου ποσού, ή την ολική ή μερική μετατροπή χρεωστικών τίτλων ή υποχρεώσεων σε μετοχικό κεφάλαιο:
Νοείται ότι οι εγγυημένες καταθέσεις εξαιρούνται του παρόντος μέτρου εξυγίανσης.
(2) Η Αρχή Εξυγίανσης, κατά τη λήψη της απόφασης άσκησης των εξουσιών της δυνάμει του εδαφίου (1), διασφαλίζει την εφαρμογή των γενικών αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 3.
(3) H Αρχή Εξυγίανσης, κατά την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, έχει, πέραν των εξουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 5, τις ακόλουθες εξουσίες:
(α) Να απομειώνει ή να μετατρέπει τα χρέη και υποχρεώσεις του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση σε μετοχές ή άλλους τίτλους ιδιοκτησίας του ιδρύματος,
(β) να μειώνει, συμπεριλαμβανομένου του μηδενισμού, την αξία ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο των χρεών και υποχρεώσεων του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση,
(γ) να ακυρώνει τίτλους που εκδίδονται από το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση,
(δ) να απαιτεί τη μετατροπή των χρεωστικών τίτλων ή άλλων αξιών που περιέχουν συμβατική ρήτρα μετατροπής, ανεξαρτήτως των προνοιών βάσει των οποίων οι συμβατικές ρήτρες ενεργοποιούνται,
(ε) να απαιτεί από το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση να εκδώσει νέες μετοχές ή άλλους τίτλους, συμπεριλαμβανομένων προνομιούχων μετοχών και μετατρέψιμων χρεωστικών τίτλων, τα οποία θα διατεθούν στα θιγόμενα από την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, μέρη,
(ζ) να τροποποιεί ή να μεταβάλλει τη διάρκεια των χρεωστικών τίτλων που εκδίδονται από το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση ή να τροποποιεί το ύψος των πληρωτέων τόκων βάσει των εν λόγω τίτλων, καθώς επίσης την αναστολή της πληρωμής τους για ένα προσωρινό χρονικό διάστημα.
(4) Η Αρχή Εξυγίανσης, κατά την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, δεν υπόκειται σε καμία απαίτηση ή υποχρέωση, οι οποίες διαφορετικά θα εφαρμόζονταν δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου, των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως 2013, των περί Δημοσίων Προτάσεων Εξαγοράς Νόμων του 2007 και 2009, των όρων του καταστατικού ή ειδικών κανονισμών ή άλλων νόμων ή συμβατικών υποχρεώσεων του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση.
(5) Το διάταγμα της Αρχής Εξυγίανσης για εφαρμογή μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, είναι αμέσως δεσμευτικό για το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση και τα θιγόμενα από το εν λόγω διάταγμα μέρη, και εκτελέσιμο στο χρόνο που καθορίζει η Αρχή Εξυγίανσης.
(6) Όταν η Αρχή Εξυγίανσης μηδενίζει την αξία ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο ενός χρέους ή μιας υποχρέωσης, το εν λόγω χρέος ή η υποχρέωση και οι όποιοι μη δεδουλευμένοι, μέχρι τη στιγμή που εφαρμόζεται το μέτρο, τόκοι, ή άλλες συσσωρευμένες οφειλές που προκύπτουν από αυτά, θεωρούνται ότι έχουν εξοφληθεί για κάθε σκοπό, και δεν είναι αποδείξιμα σε τυχόν μεταγενέστερες διαδικασίες που αφορούν το ίδρυμα, που υπόκειται σε εξυγίανση ή κάθε διάδοχο ίδρυμα, σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη εκκαθάριση, δυνάμει οποιουδήποτε νόμου.
(7) Όταν η Αρχή Εξυγίανσης μειώνει εν μέρει, αλλά όχι εξ ολοκλήρου, την αξία ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο ενός χρέους ή μιας υποχρέωσης-
(α) το χρέος ή η υποχρέωση εξοφλείται κατ’ αναλογία του ποσού της μείωσης και το ποσό της μείωσης δεν είναι αποδείξιμο σε τυχόν μεταγενέστερες διαδικασίες που αφορούν το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση ή κάθε διάδοχο ίδρυμα, σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη εκκαθάριση, δυνάμει οποιουδήποτε νόμου,
(β) το σχετικό μέσο ή η συμφωνία που δημιούργησε το αρχικό χρέος ή η υποχρέωση εξακολουθεί να ισχύει ως προς την εναπομένουσα αξία ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο του χρέους ή της υποχρέωσης, υπό την επιφύλαξη ενδεχόμενης τροποποίησης του ύψους των πληρωτέων τόκων, προκειμένου να αντικατοπτρίζεται η μείωση της αξίας και οποιασδήποτε περαιτέρω τροποποίησης των όρων, την οποία δύναται να καθορίσει η Αρχή Εξυγίανσης.
(8) Όταν εφαρμόζεται μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα, η Αρχή Εξυγίανσης ασκεί τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής, τηρώντας πιστά την ακόλουθη σειρά:
(α) Απομειώνει πρώτα το μετοχικό κεφάλαιο και δικαιώματα απόκτησης μετοχών κατ’ αναλογία προς τις ζημίες και μέχρι τη μέγιστη του αξία, εάν οι ζημίες υπερβαίνουν τη συνολική αξία του εν λόγω στοιχείου, οπόταν και ακυρώνεται,
(β) σε περίπτωση όπου η απομείωση δυνάμει της παραγράφου (α) δεν επαρκεί για την κάλυψη των ζημιών, η Αρχή Εξυγίανσης απομειώνει την αξία των αξιογράφων μετατρέψιμων σε μετοχές και των δικαιωμάτων απόκτησης αξιογράφων μετατρέψιμων σε μετοχές,
(γ) η Αρχή Εξυγίανσης απομειώνει τους χρεωστικούς τίτλους και τα δικαιώματα απόκτησης χρεωστικών τίτλων,
(δ) εάν, και μόνον εάν, η συνολική μείωση των στοιχείων των παραγράφων (α), (β) και (γ) είναι μικρότερη από το συνολικό ποσό των ζημιών, η Αρχή Εξυγίανσης, δύναται να επέμβει στις άλλες υποχρεώσεις του εν λόγω ιδρύματος.
(9) Σε περίπτωση ολικής απομείωσης της αξίας τίτλων, ο μηδενισμός είναι μόνιμος.
(10) Η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να εφαρμόσει τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής σε υπολειμματική αξία τίτλων, οι οποίοι έχουν υποστεί μείωση, αλλά δεν έχουν μηδενιστεί.
(11) Η Αρχή Εξυγίανσης και ο Υπουργός Οικονομικών δεν έχουν καμία υποχρέωση έναντι των θιγόμενων μερών, των οποίων οι αξίες των χρεών και υποχρεώσεών τους απομειώθηκαν ή μετατράπηκαν ένεκα της εφαρμογής του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, εκτός των ήδη δεδουλευμένων που υφίστανται πριν από την εφαρμογή του μέτρου.
(12) Η αποτίμηση για σκοπούς υπολογισμού του συνολικού ποσού, κατά το οποίο πρέπει να απομειωθούν ή να μετατραπούν χρέη και υποχρεώσεις, διενεργείται σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο Μέρος V.
(13) Κατά τη μετατροπή των χρεωστικών τίτλων σε μετοχές του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, η Αρχή Εξυγίανσης εφαρμόζει διαφορετικούς συντελεστές μετατροπής, σύμφωνα με την κατηγορία των χρεωστικών τίτλων υπό μετατροπή:
Νοείται ότι, ο συντελεστής μετατροπής που εφαρμόζεται στους χρεωστικούς τίτλους υψηλής εξασφάλισης είναι υψηλότερος από το συντελεστή μετατροπής που εφαρμόζεται στις υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης.
(14) Σε περίπτωση εφαρμογής από την Αρχή Εξυγίανσης του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, τα θιγόμενα μέρη λαμβάνουν, κατά την εξόφληση των απαιτήσεών τους, τουλάχιστον όσα θα είχαν λάβει εάν το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση είχε εκκαθαριστεί σύμφωνα με τον περί Εταιρειών Νόμο ή τους περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμους του 1985 έως 2013, ανάλογα με την περίπτωση, αμέσως πριν από την εφαρμογή του εν λόγω μέτρου.
(15) Τα θιγόμενα μέρη δεν δύνανται να ξεκινήσουν οποιαδήποτε διαδικασία απαιτώντας την πληρωμή των χρεών και υποχρεώσεων που επηρεάστηκαν από την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, στη βάση μη εκπλήρωσης των όρων και προϋποθέσεων του μέσου, βάσει του οποίου έχουν εκδοθεί ή συνομολογηθεί, αν οι πιο πάνω όροι και προϋποθέσεις έχουν επηρεαστεί από την εφαρμογή του εν λόγω μέτρου.
(16) Τα θιγόμενα μέρη δεν δύνανται να απαιτήσουν, είτε από το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση, είτε από τη Δημοκρατία, οποιαδήποτε χρηματική αποζημίωση για ζημιές που δυνατόν να έχουν υποστεί ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα.
(17) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και σε περίπτωση μεταβίβασης xρεών και υποχρεώσεων που έχουν μεταβιβαστεί από το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση σε ενδιάμεση τράπεζα.
13. (1) Το διάταγμα που εκδίδεται από την Αρχή Εξυγίανσης για σκοπούς μεταβίβασης τίτλων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 9, 10 και 11 δύναται –
(α) να περιλαμβάνει τη μεταβίβαση –
(i) όλων των τίτλων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων,
(ii) όλων των τίτλων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, εξαιρουμένων συγκεκριμένων τίτλων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων,
(iii) συγκεκριμένων τίτλων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, ή
(iv) τίτλων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων με καθορισμένα χαρακτηριστικά,
(β) να διαλαμβάνει πρόνοιες για, ή σε σχέση με, τη μεταβίβαση των εν λόγω τίτλων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων.
(2) Η μεταβίβαση τίτλων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, δυνάμει του εδαφίου (1), θεωρείται καθ’ όλα έγκυρη πράξη και ισχύει έναντι τρίτων, ανεξάρτητα από την ισχύ οποιουδήποτε περιορισμού που επιβάλλεται δυνάμει διατάξεων νόμου ή ορών σύμβασης ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, –
(α) Οποιασδήποτε αναγγελίας, έγκρισης ή συναίνεσης προσώπων που είναι υποκείμενα δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή συμβατικών σχέσεων που μεταβιβάζονται,
(β) της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 301 του περί Εταιρειών Νόμου ή των διατάξεων των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως 2013 σε σχέση με τους τίτλους, περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που μεταβιβάζονται:
Νοείται ότι, για τη μεταβίβαση τίτλων ιδιοκτησίας συνεργατικών εταιρειών, εφαρμόζονται τα άρθρα 8 και 12Α των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως 2013,
(γ) κάθε άλλου περιορισμού που επηρεάζει το αντικείμενο εκχώρησης ή μεταβίβασης, γενικά ή από τρίτο πρόσωπο.
(3) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), στο διάταγμα που εκδίδει η Αρχή Εξυγίανσης δυνάμει των άρθρων 9, 10, και 11, δύνανται να καθορίζονται, μεταξύ άλλων, πρόνοιες αναφορικά με-
(α) το χρόνο υλοποίησης της διαδικασίας μεταβίβασης,
(β) την άσκηση των δικαιωμάτων των κατόχων τίτλων, συμπεριλαμβανομένων των ακολούθων:
(i) Της ισχύος της μεταβίβασης τίτλων ελεύθερης από κάθε υποχρέωση ή άλλη επιβάρυνση,
(ii) της ακύρωσης δικαιωμάτων απόκτησης τίτλων,
(iii) της διακοπής της διαπραγμάτευσης των τίτλων,
(iv) της μη ενεργοποίησης συμβατικής ρήτρας που ενεργοποιείται, σε περίπτωση εκκαθάρισης ή αφερεγγυότητας ή επέλευσης άλλου γεγονότος, που δύναται να χαρακτηρίζεται ως πιστωτικό γεγονός ή ισοδύναμο αφερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένης ρήτρας συμψηφισμού, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 9 των περί Συμφωνιών Παροχής Χρηματοοικονομικής Εξασφάλισης Νόμων του 2004 και 2011, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 24,
(γ) την αντιμετώπιση του αποκτώντος προσώπου ως να είναι το ίδιο πρόσωπο με το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση, σε σχέση με τίτλους, περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που μεταβιβάζονται,
(δ) την αντιμετώπιση συμφωνιών που έχουν συναφθεί με ή σε σχέση με το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση, ως να έχουν συναφθεί με ή η σχέση με το αποκτών πρόσωπο,
(ε) τη συνέχιση διαδικασίας που σχετίζεται με τίτλους, περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που μεταβιβάζονται, συμπεριλαμβανομένων νομικών διαδικασιών, από ή σε σχέση, με το αποκτών πρόσωπο,
(στ) τη μεταβίβαση συμβάσεων εργασίας υπαλλήλων του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, στο αποκτών πρόσωπο,
(ζ) την τροποποίηση διατάξεων πράξης ή εγγράφου του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση,
(η) την παροχή υποστήριξης ή πληροφοριών από το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση,
(θ) την παροχή υποστήριξης ή πληροφοριών από το αποκτών πρόσωπο.
(4) Η μεταβίβαση τίτλων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων δυνάμει του εδαφίου (2) –
(α) διασφαλίζει τη μεταβίβαση τίτλων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που διέπονται από συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής εξασφάλισης ή υπόκεινται σε συμψηφισμό δυνάμει σύμβασης ή διατάξεων νόμου στο σύνολό τους,
(β) διασφαλίζει τη μεταβίβαση τίτλων, περιουσιακών στοιχείων που εξασφαλίζουν υποχρέωση έναντι ασφαλισμένου πιστωτή, μόνον εφόσον μεταβιβάζεται η εν λόγω υποχρέωση και η αξίωση της εξασφάλισης,
(γ) δεν επηρεάζει το δικαίωμα υπαλλήλου να τερματίσει την εργοδότησή του στο αποκτών πρόσωπο,
(δ) δεν επηρεάζει την άσκηση δικαιωμάτων των αντισυμβαλλομένων του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση σε μια συμφωνία, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος τερματισμού της συμφωνίας ή του συμψηφισμού της απαίτησής τους, κατά του αποκτώντος προσώπου, με υποχρέωσή τους που μεταβιβάστηκε στο εν λόγω πρόσωπο, εφόσον οι προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματός τους συνέτρεξαν πριν από το χρόνο μεταβίβασης, σε σχέση με το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση ή μετά από το χρόνο μεταβίβασης, σε σχέση με το αποκτών πρόσωπο.
(5) Στην περίπτωση όπου τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις διέπονται από νόμους άλλου κράτους μέλους ή τρίτης χώρας-
(α) εάν οι νόμοι αυτοί επιτρέπουν τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, τότε το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση και το αποκτών πρόσωπο, προβαίνουν σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες για να γίνει η εν λόγω μεταβίβαση, και
(β) εάν οι νόμοι αυτοί δεν επιτρέπουν τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, το αποκτών πρόσωπο είναι υπεύθυνο για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση για τα συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις.
(6) Για σκοπούς μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 9, 10 και 11, χρέη ή υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης (δευτεροβάθμιο κεφάλαιο) και μετοχικό κεφάλαιο εξαιρούνται, και παραμένουν στην ιδιοκτησία του ιδρύματος που τίθεται σε εκκαθάριση.
13Α.(1) Με την ολοκλήρωση της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης σε πιστωτικό ή άλλο ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση, η Αρχή Εξυγίανσης δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ότι τα μέτρα εξυγίανσης στο εν λόγω πιστωτικό ή άλλο ίδρυμα έχουν ολοκληρωθεί, την ημερομηνία ολοκλήρωσής τους και ότι το εν λόγω ίδρυμα, από την ημερομηνία ολοκλήρωσής των μέτρων εξυγίανσης, δεν υπόκειται στις εξουσίες της Αρχής Εξυγίανσης, κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Νόμο.
(2) Ο τερματισμός των μέτρων εξυγίανσης σε πιστωτικό ή άλλο ίδρυμα, κοινοποιείται, την ίδια ημέρα, στη Διαχειριστική Επιτροπή του Σχεδίου, στο ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1), και στην αρμόδια εποπτική αρχή.
14. (1) Η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να διορίσει Ειδικό Διαχειριστή, ο οποίος αναλαμβάνει τη διοίκηση του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, σύμφωνα με τους όρους της πράξης διορισμού του και τηρουμένου του σκοπού διορισμού του, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 15 και των εξουσιών του, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 16:
Νοείται ότι, η Αρχή Εξυγίανσης δύναται, κατά την κρίση της, να διορίσει ένα ή περισσότερα πρόσωπα ως Ειδικούς Διαχειριστές:
Νοείται περαιτέρω ότι, η πράξη διορισμού του Ειδικού Διαχειριστή δύναται να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ρητώς για ποια θέματα απαιτείται απόφαση της ίδιας της Αρχής Εξυγίανσης ή έγκρισή της ή προηγούμενη ενημέρωσή της.
(2) Ο διορισμός του Ειδικού Διαχειριστή γίνεται με βάση αυστηρά επαγγελματικά κριτήρια, ήτοι επαγγελματικής εμπειρίας και κατάρτισης σε τραπεζικά ή συναφή θέματα, και βάσει κριτηρίων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία καθορίζει η Αρχή Εξυγίανσης, και τα οποία διασφαλίζουν την καταλληλότητα του επιλεγέντος προσώπου.
(3) Κατά τη διάρκεια του διορισμού του, όπως καθορίζεται στο άρθρο 21 ή και εκτέλεσης συγκεκριμένων εργασιών, ο Ειδικός Διαχειριστής δεν έχει άλλη ενασχόληση ή εργασία, εκτός αν έχει προηγουμένως δοθεί η σχετική έγκριση της Αρχής Εξυγίανσης.
(4) Κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, ο Ειδικός Διαχειριστής εφαρμόζει όλους τους ισχύοντες νόμους, κανονισμούς, και οδηγίες της Αρχής Εξυγίανσης, και διαχειρίζεται τις υποθέσεις που του έχουν ανατεθεί, με κάθε επιμέλεια, ήθος, ακεραιότητα, εχεμύθεια και εμπιστευτικότητα.
(5) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, οι οποίες προβλέπουν το διορισμό προσώπου με τις ίδιες ή παρόμοιες εξουσίες και αρμοδιότητες ως ο Ειδικός Διαχειριστής, αυτές εφαρμόζονται μόνο κατόπιν σύμφωνης γνώμης της Αρχής Εξυγίανσης ή αν έχουν εφαρμοστεί, καθίστανται εξ’ αρχής άκυρες, εφόσον η Αρχή Εξυγίανσης αποφασίσει ότι το επηρεαζόμενο ίδρυμα έχει ή πρόκειται να τεθεί υπό καθεστώς εξυγίανσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(6) Η αμοιβή και το εν γένει κόστος που συνεπάγεται ο διορισμός του Ειδικού Διαχειριστή και οποιουδήποτε άλλου προσώπου που διορίζεται ή προσλαμβάνεται δυνάμει του παρόντος Μέρους, επιβαρύνουν το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση:
Νοείται ότι, σε περίπτωση αδυναμίας του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση να καταβάλει το σύνολο ή μέρος του εν λόγω κόστους, το Ταμείο Εξυγίανσης δύναται να αναλαμβάνει τη σχετική υποχρέωση.
(7) Ο διορισμός του Ειδικού Διαχειριστή γίνεται εγγράφως και κοινοποιείται προς το διοικητικό συμβούλιο ή την επιτροπεία του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, τη Διαχειριστική Επιτροπή του Σχεδίου και την αρμόδια εποπτική αρχή.
(8) Οι διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 6 ισχύουν και στην περίπτωση διορισμού Ειδικού Διαχειριστή.
15. Ο Ειδικός Διαχειριστής διορίζεται με σκοπό την αποτελεσματικότερη εκτέλεση των μέτρων εξυγίανσης, ήτοι την παροχή οποιασδήποτε υπηρεσίας, διευκόλυνσης ή εκτέλεσης εργασίας, μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης, σε ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση ή και την επίβλεψη της διαδικασίας εκκαθάρισης του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση.
16. (1) Για την επίτευξη του σκοπού διορισμού του, ο Ειδικός Διαχειριστής έχει άμεση πρόσβαση σε οποιαδήποτε στοιχεία ή πληροφορίες του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση και δύναται, σύμφωνα με τους όρους εντολής του, να απαιτεί ή να επιβάλλει όρους για-
(α) τον περιορισμό του πεδίου εργασιών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση καθ' οιονδήποτε τρόπο,
(β) την αναθεώρηση ή κατάργηση πολιτικών και στρατηγικών αποφάσεων που επηρεάζουν την οργανική ή λειτουργική δομή του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση,
(γ) την αναθεώρηση επιχειρηματικών υπηρεσιών και πολιτικών, που αφορούν την παροχή χορηγήσεων ή και αποδοχή και προσέλκυση καταθέσεων,
(δ) τον περιορισμό ή και την απαγόρευση μεμονωμένης συναλλαγής, τάξης συναλλαγών ή συγκεκριμένων επενδύσεων,
(ε) την απομάκρυνση ή αντικατάσταση οποιουδήποτε συμβούλου, μέλους της επιτροπείας, πρώτου εκτελεστικού διευθυντή ή μέλους της ανώτατης διεύθυνσης του επηρεαζόμενου ιδρύματος,
(στ) τη διατήρηση συγκεκριμένων επιπέδων προληπτικής ρευστότητας και ιδίων κεφαλαίων,
(ζ) τη λήψη οποιουδήποτε άλλου μέτρου ή ενέργειας ή την αποφυγή συγκεκριμένων ενεργειών.
(2) Ο Ειδικός Διαχειριστής, κατόπιν σχετικής έγκρισης από την Αρχή Εξυγίανσης, δύναται να-
(α) διορίσει ή τοποθετήσει προσωπικό σε οποιαδήποτε οργανική ή διοικητική θέση στο ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση,
(β) προσλάβει εξωτερικούς νομικούς ή οικονομικούς ή άλλης επαγγελματικής ιδιότητας ή κατάρτισης συμβούλους.
17. Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 14, από την κοινοποίηση στο ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση του διορισμού του Ειδικού Διαχειριστή, αποφάσεις ή πράξεις σχετικά με τη διοίκηση ή λειτουργία του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, οι οποίες παρεμποδίζουν ή δυσχεραίνουν την εφαρμογή ή δυνητική εφαρμογή, καθώς και την αποτελεσματικότητα των ληφθέντων ή επικείμενων μέτρων εξυγίανσης ή θέτουν σε περαιτέρω κίνδυνο τη χρηματοοικονομική κατάσταση του εν λόγω ιδρύματος, καθίστανται άκυρες και ανίσχυρες, εάν δεν έχουν ληφθεί από ή με τη συγκατάθεση του Ειδικού Διαχειριστή.
18. (1) Εντός τριάντα (30) ημερών από το διορισμό του ή εντός χρονικού πλαισίου που καθορίζει η Αρχή Εξυγίανσης, ο Ειδικός Διαχειριστής , τηρουμένων των όρων της πράξης διορισμού του, ετοιμάζει και υποβάλλει στην Αρχή Εξυγίανσης, έκθεση, στην οποία περιλαμβάνονται κατ’ ελάχιστον τα ακόλουθα:
(α) Ενήμερο ισολογισμό, περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων αποτιμημένων σε εύλογη αξία,
(β) προβλεπόμενο ισολογισμό για συγκεκριμένη μελλοντική χρονική περίοδο, λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις των μέτρων εξυγίανσης,
(γ) εκτίμηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων εξυγίανσης,
(δ) κατάλογο περιουσιακών στοιχείων σε κατηγορίες ανάλογα με το βαθμό κινδύνου,
(ε) αν ενδείκνυται, εισηγήσεις για τυχόν ανάγκες εφαρμογής πρόσθετων μέτρων εξυγίανσης ή αναθεώρησης ή ανάκλησης εφαρμοζομένων μέτρων εξυγίανσης:
Νοείται ότι, η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να λάβει οποιοδήποτε μέτρο εξυγίανσης, ανεξάρτητα από την ολοκλήρωση και υποβολή των εκθέσεων που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο.
(2) Ανεξάρτητα από τις άμεσες ενέργειες που πηγάζουν από τους όρους εντολής του, ο Ειδικός Διαχειριστής ενημερώνει την Αρχή Εξυγίανσης με τακτικές και έκτακτες εκθέσεις προόδου και εισηγήσεων, ενώ, σε περίπτωση που τούτο κρίνεται επιβαλλόμενο από τις τρέχουσες εξελίξεις σχετικά με το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση, προβαίνει σε άμεση ενημέρωση της Αρχής Εξυγίανσης:
Νοείται ότι, ο Ειδικός Διαχειριστής παρέχει οποιοδήποτε στοιχείο, πληροφορία ή ετοιμάζει οποιαδήποτε έκθεση του ζητηθεί από την Αρχή Εξυγίανσης, εντός του χρονικού πλαισίου που αυτή ήθελε καθορίσει.
(3) Σε περίπτωση μεταβίβασης του συνόλου ή μέρους των τίτλων ιδιοκτησίας περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, ο Ειδικός Διαχειριστής διασφαλίζει ότι αυτή πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
19. Σε περίπτωση αγωγής, αίτησης ή άλλης νομικής διαδικασίας για αποζημιώσεις σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών του Ειδικού Διαχειριστή, δυνάμει του παρόντος Νόμου, η Αρχή Εξυγίανσης, τα μέλη της Επιτροπής Εξυγίανσης, ο Υπουργός Οικονομικών, ο Ειδικός Διαχειριστής και τυχόν πρόσωπα, τα οποία έχουν διοριστεί σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 16 ή ενεργούν υπό τις οδηγίες του Ειδικού Διαχειριστή ή της Αρχής Εξυγίανσης για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, δεν υπέχουν οποιαδήποτε ευθύνη, εκτός εάν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη δεν έγινε καλή τη πίστη ή είναι αποτέλεσμα δόλου ή βαριάς αμέλειας εκ μέρους τους.
20. Ο Ειδικός Διαχειριστής υπόκειται στους κανόνες περί απορρήτου και εχεμύθειας σύμφωνα με τις πρόνοιες του Μέρους ΧΙ των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 έως 2013 και των άρθρων 41Η και 41Θ των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως 2013, εκτός αν η Αρχή Εξυγίανσης έχει συγκατατεθεί για το αντίθετο:
Νοείται ότι, ο Ειδικός Διαχειριστής συνεχίζει να φέρει υποχρέωση τήρησης απορρήτου και εχεμύθειας και μετά την αποχώρηση, ολοκλήρωση ή παύση των εργασιών που του ανατέθηκαν.
21. (1) Ο διορισμός του Ειδικού Διαχειριστή γίνεται για διάστημα που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες, το οποίο δύναται να ανανεώνεται με απόφαση της Αρχή Εξυγίανσης, κάθε φορά, για περιόδους έξι (6) μηνών.
(2) Η επακριβής διάρκεια και οι ενδεχόμενοι λόγοι τερματισμού του διορισμού του Ειδικού Διαχειριστή καθορίζονται από την Αρχή Εξυγίανσης.
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (2), κατά την κρίση της, η Αρχή Εξυγίανσης διατηρεί το δικαίωμα άμεσου τερματισμού του διορισμού του Ειδικού Διαχειριστή για οποιοδήποτε λόγο και σε οποιοδήποτε χρόνο, καθώς και το δικαίωμα άμεσης αντικατάστασής του.
(4) Ο διορισμός του Ειδικού Διαχειριστή παύει να ισχύει με την ολοκλήρωση του σκοπού διορισμού του ή, σε περίπτωση που ο σκοπός διορισμού του δεν υφίσταται πλέον.
22. (1) Για σκοπούς εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης (β), (γ), (δ) και (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 7, η Αρχή Εξυγίανσης διενεργεί προκαταρκτική αποτίμηση των τίτλων ιδιοκτησίας, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, με συντηρητικές εκτιμήσεις στη βάση της εύλογης αξίας τους.
(2) Μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής αποτίμησης, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1), η Αρχή Εξυγίανσης, διορίζει ανεξάρτητο εκτιμητή ή εκτιμητές, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23, με σκοπό την αποτίμηση των τίτλων ιδιοκτησίας, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση και τη σύνταξη σχετικής έκθεσης αποτίμησης.
(3) Σε κάθε περίπτωση, η Αρχή Εξυγίανσης αξιολογεί το αποτέλεσμα της έκθεσης αποτίμησης του ανεξάρτητου εκτιμητή ή εκτιμητών σε συνάρτηση με το αποτέλεσμα της προκαταρκτικής αποτίμησης, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1) και τις επικρατούσες συνθήκες στις αγορές και το χρηματοοικονομικό σύστημα και καθορίζει, κατά την εύλογη κρίση της, την τελική αξία των μεταβιβαζόμενων τίτλων ιδιοκτησίας, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων:
Νοείται ότι, για τον καθορισμό της τελικής αξίας, τυχόν θετικές ανατιμήσεις στοιχείων απόρροια δοθείσας ή επικείμενης στήριξης, προσμετρούνται αφαιρετικά.
(4) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2), η Αρχή Εξυγίανσης διατηρεί το δικαίωμα υιοθέτησης οποιασδήποτε άλλης διαδικασίας ή μηχανισμού αποτίμησης, οι οποίοι, κατά την κρίση της, επιτυγχάνουν καλύτερα τον υποκείμενο σκοπό.
(5) Η αποτίμηση που διεξάγεται σύμφωνα με τα εδάφια (1) και (2) βασίζεται σε συνετές και ρεαλιστικές παραδοχές και έχει ως στόχο την εκτίμηση της εύλογης αξίας των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση.
(6) Η αποτίμηση συμπληρώνεται από τις ακόλουθες πληροφορίες, όπως εμφανίζονται στα λογιστικά βιβλία του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση:
(α) Ενήμερο ισολογισμό και έκθεση σχετικά με την οικονομική και χρηματοοικονομική κατάσταση του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση,
(β) σημείωμα, στο οποίο παρουσιάζεται ανάλυση και εκτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων,
(γ) κατάλογο με τις υποχρεώσεις που εκκρεμούν, με ένδειξη των αντίστοιχων πιστώσεων και του επιπέδου προτεραιότητας, βάσει του ισχύοντος πτωχευτικού δικαίου,
(δ) κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων, τα οποία κατέχει το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση, για λογαριασμό τρίτων μερών, που έχουν δικαιώματα κυριότητας επί αυτών των περιουσιακών στοιχείων:
Νοείται ότι, όπου λόγω του επείγοντος των περιστάσεων, δεν είναι δυνατόν να τηρηθούν οι πιο πάνω απαιτήσεις, η αποτίμηση, είτε από ανεξάρτητο εκτιμητή, είτε από την Αρχή Εξυγίανσης, διενεργείται σύμφωνα με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο εδάφιο (5). Η εν λόγω αποτίμηση θεωρείται προσωρινή μέχρις ότου η Αρχή Εξυγίανσης διενεργήσει αποτίμηση που να πληροί όλες τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου.
(7) Η αποτίμηση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης για την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης. Η αποτίμηση δεν υπόκειται σε ξεχωριστό δικαστικό έλεγχο και αποτελεί αντικείμενο δικαστικού ελέγχου μόνον μαζί με την απόφαση, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
23. (1) Η Αρχή Εξυγίανσης διασφαλίζει ότι οι διοριζόμενοι ως ανεξάρτητοι εκτιμητές-
(α) έχουν τα απαιτούμενα προσόντα, ικανότητα και σχετική επαγγελματική εμπειρία στην αποτίμηση τίτλων ιδιοκτησίας, περιουσιακών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή άλλων αξιών και δικαιωμάτων·
(β) δεν έχουν καμία εξάρτηση ή οποιουδήποτε είδους σχέση, επαγγελματική ή προσωπική, η οποία θα μπορούσε δυνητικά να θεωρηθεί ως σύγκρουση συμφερόντων ή να υποβαθμίσει ή να επηρεάσει με οποιοδήποτε τρόπο την ανεξαρτησία και ελεύθερη βούλησή τους, κατά την εκτέλεση της εργασίας τους.
(2) Η Αρχή Εξυγίανσης διασφαλίζει ότι η αποτίμηση από το διοριζόμενο ανεξάρτητο εκτιμητή ή εκτιμητές διενεργείται βάσει γενικά αποδεκτών μεθόδων και κριτηρίων αποτίμησης:
Νοείται ότι, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο, η Αρχή Εξυγίανσης εξουσιοδοτεί την πρόσβαση του ανεξάρτητου εκτιμητή ή εκτιμητών σε οποιαδήποτε πληροφόρηση ή στοιχεία κρίνονται απαραίτητα για την εκπλήρωση του σκοπού διορισμού του ή μεριμνά για την παροχή της πληροφόρησης αυτής.
(3) Η ολοκλήρωση του έργου του ανεξάρτητου εκτιμητή ή εκτιμητών γίνεται εντός προθεσμίας που θέτει εκ των προτέρων η Αρχή Εξυγίανσης.
24. (1) Οι διασφαλίσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο εφαρμόζονται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Η Αρχή Εξυγίανσης μεταβιβάζει ορισμένα αλλά όχι όλα τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση κατά την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης ως προνοούνται στα άρθρα 9, 10, και 11∙
(β) η Αρχή Εξυγίανσης ασκεί τις εξουσίες που προβλέπονται στα άρθρα 12 και 13.
(2) Διασφαλίζεται η κατάλληλη προστασία των ακόλουθων συμφωνιών και των αντισυμβαλλομένων:
(α) Συμφωνίες εγγυοδοσίας, βάσει των οποίων ένα πρόσωπο έχει, λόγω εγγύησης, υπάρχον ή ενδεχόμενο συμφέρον στα περιουσιακά στοιχεία ή δικαιώματα που αποτελούν αντικείμενο μεταβίβασης, ανεξαρτήτως του αν το εν λόγω συμφέρον εξασφαλίζεται με συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία ή δικαιώματα ή με κυμαινόμενες επιβαρύνσεις ή παρεμφερή ρύθμιση,
(β) συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, με μεταβίβαση τίτλων, βάσει των οποίων παρέχονται εξασφαλίσεις για την εξασφάλιση ή την κάλυψη της εκτέλεσης συγκεκριμένων υποχρεώσεων, με τη μεταβίβαση της πλήρους κυριότητας των περιουσιακών στοιχείων από τον ασφαλειοδότη στον ασφαλειολήπτη, υπό όρους που προβλέπουν τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων από τον ασφαλειολήπτη, εάν εκτελεστούν αυτές οι συγκεκριμένες υποχρεώσεις,
(γ) συμφωνίες αλληλοσυμψηφισμού (set-off), βάσει των οποίων δύο ή περισσότερες απαιτήσεις ή υποχρεώσεις που οφείλονται μεταξύ της τράπεζας και ενός αντισυμβαλλομένου συμψηφίζονται εκατέρωθεν η μία με την άλλη,
(δ) συμφωνίες (καθαρού) συμψηφισμού (netting), βάσει των οποίων ένας αριθμός απαιτήσεων ή υποχρεώσεων μπορεί να μετατραπεί σε μια ενιαία καθαρή απαίτηση, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών εκκαθαριστικού συμψηφισμού (close-out netting), βάσει των οποίων, σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση (όπως και όπου ορίζεται), επισπεύδεται η λήξη των υποχρεώσεων των μερών, ούτως ώστε να καθίστανται αμέσως απαιτητές, ή οι υποχρεώσεις λήγουν και μετατρέπονται σε μια ενιαία καθαρή απαίτηση ή αντικαθίστανται από αυτήν και στις δύο περιπτώσεις,
(ε) συμβάσεις εκχώρησης (assignment) και κάλυψης (indemnity),
(στ) συμφωνίες δομημένης χρηματοδότησης, συμπεριλαμ-βανομένων των τιτλοποιήσεων και των καλυμμένων ομολόγων, που συνεπάγονται την παροχή ενός τίτλου από ένα μέρος της συμφωνίας ή ένα θεματοφύλακα, αντιπρόσωπο ή πληρεξούσιο και την κατοχή του από αυτό:
Νοείται ότι, η μορφή προστασίας που είναι κατάλληλη, για τις κατηγορίες συμφωνιών που αναφέρονται στις πάνω παραγράφους, υπόκειται στους περιορισμούς που εξειδικεύονται στο άρθρο 6 σχετικά με την αναστολή των υποχρεώσεων του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, και στις διατάξεις του άρθρου 13.
(3) Η απαίτηση του εδαφίου (2) εφαρμόζεται ανεξάρτητα από τον αριθμό των μερών που συμμετέχουν στις συμφωνίες και από το αν οι συμφωνίες δημιουργούνται από σύμβαση, καταπιστεύματα ή άλλα μέσα, ή, απορρέουν αυτομάτως από την εφαρμογή του νόμου, ή, απορρέουν ή διέπονται, εν όλω ή εν μέρει, από άλλη έννομη τάξη.
(4) Διασφαλίζεται ότι η μεταβίβαση ή ακύρωση ή η τροποποίηση δεν επηρεάζει τη λειτουργία και τους κανόνες των συστημάτων που καλύπτονται από τους περί του Αμετακλήτου του Διακανονισμού στα Συστήματα Πληρωμών και στα Συστήματα Διακανονισμού Αξιογράφων Νόμους του 2003 έως 2011, όπου η Αρχή Εξυγίανσης-
(α) μεταβιβάζει ορισμένα αλλά όχι όλα τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις ενός ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, σε άλλη οντότητα·
(β) κάνει χρήση των εξουσιών της για να ακυρώσει ή να τροποποιήσει τις ρήτρες μιας σύμβασης, στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση ή για να το υποκαταστήσει με τον αποδέκτη ως συμβαλλόμενο μέρος.
25. Σε περίπτωση που το εφαρμοζόμενο μέτρο εξυγίανσης επηρεάζει δικαιώματα ιδιοκτησίας μετόχου, πιστωτή ή άλλου αντισυμβαλλόμενου του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, η Αρχή Εξυγίανσης διασφαλίζει ότι τυχόν απώλεια που υφίσταται το θιγόμενο μέρος δεν είναι μεγαλύτερη από εκείνη που θα είχε υποστεί εάν το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση ετίθετο, στο σύνολό του, απευθείας σε εκκαθάριση:
Νοείται ότι, σε κάθε περίπτωση, υπερισχύει η ανάγκη εύρυθμης λειτουργίας του χρηματοοικονομικού συστήματος και η διασφάλιση της προαγωγής της δημόσιας ωφέλειας και της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, ως τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 3.
26. (1) Tο δικαίωμα δικαστικής αμφισβήτησης της ληφθείσας από την Αρχή Εξυγίανσης απόφασης σχετικά με το προσδιοριζόμενο αντάλλαγμα για το θιγόμενο δικαίωμα ιδιοκτησίας και το δικαίωμα αναζήτησης οικονομικής επανόρθωσης του θιγόμενου προσώπου από τη λήψη μέτρων εξυγίανσης δεν επηρεάζονται.
(2) Σε περίπτωση που μέτοχος, πιστωτής ή αντισυμβαλλόμενος του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, θεωρεί ότι η οικονομική του θέση έχει επιδεινωθεί σημαντικά σε σχέση με αυτή, στην οποία θα βρισκόταν εάν δεν είχαν ληφθεί μέτρα εξυγίανσης και το επηρεαζόμενο ίδρυμα τίθετο απευθείας σε εκκαθάριση, η απαίτηση του οικονομικά θιγόμενου πρόσωπου περιορίζεται στην απαίτηση για καταβολή αποζημιώσεων για ζημία, την οποία έχει υποστεί δυνάμει της εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης.
(3) Οι απαιτήσεις του εδαφίου (2) δεν δύνανται να στραφούν κατά -
(α) της Αρχής Εξυγίανσης, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 29,
(β) του προσώπου, προς το οποίο γίνεται η μεταβίβαση, προκειμένου περί απαιτήσεων που απορρέουν από τη λήψη των διαλαμβανόμενων στα άρθρα 9, 10, 11 και 13 μέτρων εξυγίανσης.
27. (1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου ή των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως 2013, κανένα πρόσωπο, εκτός της Αρχής Εξυγίανσης, δεν καταχωρεί αίτηση για έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση.
(2) Σε περίπτωση, κατά την οποία καταχωρείται αίτηση ως το εδάφιο (1), ή σε περίπτωση που αυτή έχει καταχωρηθεί πριν τη λήψη και εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης, η καταχώρηση της αίτησης κοινοποιείται από τον αιτητή στην αρμόδια εποπτική αρχή και στην Αρχή Εξυγίανσης και η διαδικασία αναστέλλεται μέχρι η Αρχή Εξυγίανσης να ειδοποιήσει το δικαστήριο ότι δεν πρόκειται να λάβει οποιαδήποτε μέτρα εξυγίανσης σε σχέση με το εν λόγω ίδρυμα.
28.(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 13, οποιαδήποτε αγωγή, διαιτησία ή άλλη διαδικασία και οποιοδήποτε αγώγιμο δικαίωμα που κατά το χρόνο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων εκκρεμεί ή υφίσταται από ή εναντίον ή προς όφελος του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, δεν τερματίζεται, ούτε διακόπτεται, ούτε επηρεάζεται με οποιοδήποτε τρόπο ένεκα της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, αλλά μπορεί να καταχωρείται ή να συνεχίζεται ή να εκτελείται από ή εναντίον του αποκτώντος προσώπου ή της ενδιάμεσης τράπεζας ή της εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, ανάλογα με την περίπτωση:
(2) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δεν επηρεάζονται οφειλές του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση που προκύπτουν από δικαστικές αποφάσεις και δικαστικά διατάγματα, που αφορούν περιουσιακά στοιχεία του εν λόγω ιδρύματος, που έχουν εκδοθεί, πριν από τη λήψη μέτρων εξυγίανσης.
28Α.(1) Η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να ζητεί και συλλέγει πληροφορίες απαραίτητες ή χρήσιμες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, καθώς και να απαιτεί μέσα σε ταχθείσα προθεσμία, με γραπτό αίτημά της και χωρίς προειδοποίηση, την παροχή πληροφοριών από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που η Αρχή Εξυγίανσης, κατά την απόλυτή της κρίση, θεωρεί ότι είναι σε θέση να δώσει τις αιτούμενες πληροφορίες.
(2) Η Αρχή Εξυγίανσης, με γραπτό αίτημά της και χωρίς προειδοποίηση, καθορίζει το σκοπό της έρευνας, τη διάταξη, στην οποία βασίζεται η εξουσία της, τη τασσόμενη, προς παροχή των πληροφοριών, προθεσμία και τις ενδεχόμενες κυρώσεις, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την προβλεπόμενη στο εδάφιο (1), υποχρέωση παροχής πληροφοριών.
(3) Οποιοδήποτε πρόσωπο, στο οποίο απευθύνεται το αίτημα της Αρχής Εξυγίανσης για συλλογή πληροφοριών, έχει υποχρέωση προς έγκαιρη, πλήρη και ακριβή παροχή των ζητούμενων πληροφοριών.
(4) Αναφορικά με το τραπεζικό απόρρητο, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 29 των περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμων του 1997 ως (Αρ. 4) του 2013, η Αρχή Εξυγίανσης ή η Μονάδα Εξυγίανσης ή άλλο πρόσωπο που είναι εντεταλμένο ύστερα από ρητή απόφαση της Αρχής Εξυγίανσης προς λήψη πληροφοριών, δυνάμει του παρόντος Νόμου, λογίζεται ως δημόσιος λειτουργός, κατά την έννοια της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 29 των προαναφερόμενων Νόμων για την εξασφάλιση οποιασδήποτε πληροφορίας:
(5)Σε περίπτωση άρνησης οποιουδήποτε προσώπου να συμμορφωθεί με αίτημά της Αρχής Εξυγίανσης για συλλογή πληροφοριών μέσα στην ταχθείσα προθεσμία ή, σε περίπτωση που αυτό αρνείται να δώσει οποιεσδήποτε πληροφορίες ή επιδεικνύει ή προσκομίζει ελλιπείς ή ψευδείς ή παραποιημένες πληροφορίες, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο, η Αρχή Εξυγίανσης έχει εξουσία να του επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28Γ.
(6) Οι πληροφορίες που παρέχονται στην Αρχή Εξυγίανσης κατά την άσκηση της εξουσίας της είναι εμπιστευτικής φύσεως και δύναται να χρησιμοποιηθούν μόνο για τους σκοπούς άσκησης των αρμοδιοτήτων της.
(7) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «υποχρέωση παροχής πληροφοριών» περιλαμβάνει την υποχρέωση προς προσκόμιση, παράθεση και κατάθεση –
(α) κάθε είδους γραπτών στοιχείων και πληροφοριών, περιλαμβανομένων των πρακτικών των συνεδριάσεων οποιουδήποτε νομικού προσώπου και πληροφοριών εναποθηκευμένων σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές,
(β)ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου Νόμου, οποιωνδήποτε στοιχείων, τα οποία πρόσωπο κατέχει υπό την ιδιότητά του ως καταπιστευματοδόχος, συμπεριλαμβανομένης και της πραγματικής ταυτότητας των πραγματικών δικαιούχων των χρηματοοικονομικών μέσων σε σχέση με τα οποία, άμεσα ή έμμεσα, είναι καταπιστευματοδόχος.
(8) Οποιοδήποτε πρόσωπο λαμβάνει αίτημα της Αρχής Εξυγίανσης για παροχή πληροφοριών δυνάμει του παρόντος άρθρου, δεν το κοινοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο και το χειρίζεται με πλήρη εμπιστευτικότητα.
28Β.(1)(α) Η Αρχή Εξυγίανσης ή εντεταλμένο από αυτήν πρόσωπο, δύναται να διενεργεί έρευνες, απαραίτητες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της ή για τη διερεύνηση ενδεχόμενης παράβασης των δυνάμει του παρόντος Νόμου επιβαλλόμενων υποχρεώσεων και, προς τούτο, δύναται να ζητεί και να συλλέγει πληροφορίες, να εισέρχεται σε γραφεία και επαγγελματικούς χώρους και να ελέγχει αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς, άλλα έγγραφα και στοιχεία εναποθηκευμένα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές και να λαμβάνει αντίγραφα ή αποσπάσματά τους:
(β) Σε περίπτωση άρνησης πρόσβασης σε πληροφορίες, αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς, καθώς και σε άλλα έγγραφα και στοιχεία εναποθηκευμένα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να προβαίνει σε άμεση κατάσχεση των σχετικών πληροφοριών, αρχείων, βιβλίων, λογαριασμών και άλλων εγγράφων και στοιχείων και των ηλεκτρονικών μέσων αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων:
(2) H Αρχή Εξυγίανσης δύναται να διενεργεί έρευνες σε υποστατικό κάθε φυσικού ή νομικού πρόσωπου που εμπίπτει εντός των αρμοδιοτήτων της Αρχής Εξυγίανσης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και, σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, που η Αρχή Εξυγίανσης, κατά την απόλυτη της κρίση της, θεωρεί ότι είναι σε θέση να δώσει τις απαιτούμενες πληροφορίες και στοιχεία.
(3) Η έρευνα διενεργείται ύστερα από ειδοποίηση της Αρχής Εξυγίανσης, η οποία αποστέλλεται από προηγουμένως ή επιδίδεται στο πρόσωπο που αφορά η ειδοποίηση, κατά την ημερομηνία και ώρα έναρξης της έρευνας.
(4) Η ειδοποίηση της Αρχής Εξυγίανσης είναι γραπτή, ορίζει την ημερομηνία και ώρα έναρξη της έρευνας, το σκοπό της, τη διάταξη, στην οποία βασίζεται η εξουσία της Αρχής Εξυγίανσης και τις ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση άρνησης του προσώπου, στο οποίο η ειδοποίηση αφορά, να συμμορφωθεί προς την ειδοποίηση.
(5) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δεν επιτρέπεται η είσοδος σε κατοικία ή η διεξαγωγή έρευνας σε κατοικία για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, παρά μόνο δυνάμει δικαστικού εντάλματος.
(6) Η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να καλεί σε κατάθεση πρόσωπα που δυνατό να έχουν στοιχεία ή να γνωρίζουν οτιδήποτε σχετικά με την υπό διενέργεια έρευνα και να ορίζει οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο για να ακούσει μαρτυρία και να πάρει, εκ μέρους της, γραπτή ή ηχογραφημένη κατάθεση από τα πρόσωπα αυτά, τα οποία προσέρχονται ενώπιον του εντεταλμένου προσώπου και παρέχουν τις πληροφορίες που κατέχουν.
(7) Οποιοδήποτε πρόσωπο, στο οποίο απευθύνεται αίτημα της Αρχής Εξυγίανσης έχει υποχρέωση προς έγκαιρη, πλήρη και ακριβή συμμόρφωση.
(8) Σε περίπτωση άρνησης οποιουδήποτε προσώπου να συμμορφωθεί με ειδοποίησή της Αρχής Εξυγίανσης για έρευνα ή στην κλήση για κατάθεση δυνάμει του παρόντος άρθρου ή, σε περίπτωση που αυτό δεν προσκομίζει ή προσκομίζει ή επιδεικνύει ελλιπή ή ψευδή ή παραποιημένα τα αιτηθέντα αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς ή άλλα έγγραφα ή στοιχεία ή πληροφορίες, η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να του επιβάλει, χωρίς επηρεασμό της εξουσίας της για κατάσχεση κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1), διοικητικό πρόστιμο, σύμφωνα με το άρθρο 28Γ.
(9) Οι πληροφορίες που περιέρχονται στην κατοχή της Αρχής Εξυγίανσης κατά την άσκηση της εξουσίας της είναι εμπιστευτικής φύσης και δύναται να χρησιμοποιηθούν μόνο για τους σκοπούς άσκησης των αρμοδιοτήτων της.
(10) Οποιοδήποτε πρόσωπο λαμβάνει αίτημα της Αρχής Εξυγίανσης, δυνάμει του παρόντος άρθρου, δεν το κοινοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο και το χειρίζεται με πλήρη εμπιστευτικότητα.
(11) Η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να ζητεί τη συνδρομή της Αστυνομίας, προκειμένου να καταστεί ικανή να ασκήσει τις εξουσίες της, κατά τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο.
28Γ.(1) Σε περίπτωση, κατά την οποία η Αρχή Εξυγίανσης, κατά την άσκηση των εξουσιών ή αρμοδιοτήτων της δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού Διαταγμάτων ή Οδηγιών, διαπιστώνει ότι πρόσωπο προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη κατά παράβαση οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Διαταγμάτων ή Οδηγιών, η Αρχή Εξυγίανσης, αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία το πρόσωπο αυτό, έχει εξουσία να επιβάλει για κάθε παράβαση, διοικητικό πρόστιμο από χίλιες (€1.000) μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000), ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, και, σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, η Αρχή Εξυγίανσης έχει επιπρόσθετα την εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, από εκατό (€100) μέχρι πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000), για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.
(2) Η Αρχή Εξυγίανσης, σε περίπτωση που αποδεικνύεται ότι ο υπαίτιος της παράβασης προσπορίστηκε όφελος, το οποίο υπερβαίνει το ύψος των διοικητικών προστίμων, τα οποία καθορίζονται στο εδάφιο (1), ανάλογα με την περίπτωση, δύναται να επιβάλλει στον υπαίτιο, διοικητικό πρόστιμο, ύψους μέχρι του διπλασίου του οφέλους που ο υπαίτιος αποδεδειγμένα προσπορίστηκε.
(3) Σε περίπτωση παράβασης διάταξης του παρόντος Νόμου, η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο-
(α)σε νομικό πρόσωπο·
(β)σε σύμβουλο, διευθυντή, ή αξιωματούχο ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η παράβαση οφειλόταν σε δική του υπαιτιότητα, εσκεμμένη παράλειψη ή αμέλεια.
28Δ.(1) Διοικητικό πρόστιμο που επιβάλλεται από την Αρχή Εξυγίανσης, κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, λογίζεται έναντι των εσόδων του Πάγιου Ταμείου της Δημοκρατίας.
(2)Σε περίπτωση παράλειψης καταβολής διοικητικού προστίμου ή χρηματικής πληρωμής που καθορίζεται στα πλαίσια συμβιβασμού, η Αρχή Εξυγίανσης δύναται-
(α)να λαμβάνει δικαστικά μέτρα προς είσπραξή του, οπότε το οφειλόμενο ποσό εισπράττεται ως αστικό χρέος·
(β)να λαμβάνει οποιαδήποτε άλλα μέτρα, τα οποία δύναται να καθορίζει με Οδηγία της.
29. Η Αρχή Εξυγίανσης και ο Υπουργός Οικονομικών δεν υπέχουν οποιαδήποτε ευθύνη, σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών τους, που προβλέπονται από τον παρόντα Νόμο, εκτός εάν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη δεν έγινε καλή τη πίστη ή είναι αποτέλεσμα δόλου ή βαριάς αμέλειας εκ μέρους των.
30. Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 19, ο Ειδικός Διαχειριστής , τα πρόσωπα που απαρτίζουν τη Μονάδα Εξυγίανσης και τυχόν άλλα πρόσωπα, νομικά ή φυσικά, τα οποία έχουν διοριστεί ή εξουσιοδοτηθεί από την Αρχή Εξυγίανσης για την πραγμάτωση ενεργειών, δυνάμει του παρόντος Νόμου, δεν υπέχουν οποιαδήποτε ευθύνη σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών τους, εκτός εάν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη δεν έγινε καλή τη πίστη ή είναι αποτέλεσμα δόλου ή βαριάς αμέλειας εκ μέρους τους:
31. Οι διατάξεις του παρόντος Nόμου εφαρμόζονται ανεξάρτητα από τις διατάξεις των περί της Μεταβίβασης Τραπεζικών Εργασιών και Εξασφαλίσεων Νόμων του 1997 έως 2011, των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 έως 2013, καθώς και οποιουδήποτε άλλου νόμου που έρχεται σε αντίθεση με τον παρόντα Νόμο.
32.(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί της Αναδιάρθρωσης Χρηματοοικονομικών Οργανισμών Νόμου του 2013, η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να αποφασίζει τον τερματισμό των μέτρων στήριξης που έχουν ήδη ληφθεί, στην περίπτωση που θα εφαρμοστούν μέτρα εξυγίανσης σε επηρεαζόμενο ίδρυμα.
(2) Η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου αποκλείει τη μετέπειτα λήψη μέτρων στήριξης δυνάμει του περί της Αναδιάρθρωσης Χρηματοοικονομικών Οργανισμών Νόμου του 2013.
33. Περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις που μεταβιβάζονται, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, προς οποιοδήποτε πρόσωπο, είτε αυτό βρίσκεται στη Δημοκρατία, είτε σε άλλο κράτος μέλος, δεν δημιουργούν κέρδη υποκείμενα σε φορολογία στο επηρεαζόμενο ίδρυμα:
Νοείται ότι, η εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης, κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Νόμο, εξαιρείται από την πληρωμή οποιουδήποτε φόρου ή τέλους.
34. Η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και η λήψη μέτρων εξυγίανσης δεν επηρεάζει την ισχύ των διατάξεων των άρθρων 4 και 5 των περί της Διατήρησης και Διασφάλισης των Δικαιωμάτων των Εργοδοτουμένων κατά τη Μεταβίβαση Επιχειρήσεων, Εγκαταστάσεων ή Τμημάτων Επιχειρήσεων ή Εγκαταστάσεων Νόμων του 2000 και 2003 και δεν αποτελεί διαδικασία αφερεγγυότητας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 6 αυτού.
35. Πρόσωπο, το οποίο κατά την παροχή πληροφορίας προς την Αρχή Εξυγίανσης για οποιοδήποτε από τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, προβαίνει σε δήλωση ψευδή, παραπλανητική ή απατηλή ως προς οποιοδήποτε στοιχείο της ή αποκρύπτει στοιχείο ή παραλείπει την υποβολή στοιχείων, διαπράττει ποινικό αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη ή σε χρηματική ποινή μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000) ή σε αμφότερες τις ποινές:
36.(1) Το νομικό πρόσωπο και οποιοδήποτε από τα μέλη του διοικητικού του συμβουλίου, ο γενικός διευθυντής, ο γραμματέας ή άλλος αξιωματούχος ή άλλο όργανο διοικήσεως του νομικού αυτού προσώπου, που αποδεικνύεται ότι συναίνεσε ή συνέπραξε στην τέλεση του αδικήματος, υπέχει ποινικής ευθύνης σε σχέση με το προβλεπόμενο στο άρθρο 35 ποινικό αδίκημα.
(2) Πρόσωπο, που σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), υπέχει ποινικής ευθύνης για τελούμενο από νομικό πρόσωπο αδίκημα, ευθύνεται αλληλεγγύως με το νομικό πρόσωπο ή κεχωρισμένως για κάθε ζημία που προσγίνεται σε τρίτους ένεκα της πράξεως ή παραλείψεως που στοιχειοθετεί το αδίκημα.
(1) Οποιεσδήποτε αποφάσεις ή πράξεις ή ενέργειες έχουν ληφθεί ή διενεργηθεί αντίστοιχα, βάσει των διατάξεων των περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμων, θεωρούνται ως έγκυρες και νόμιμες.
(2) Οποιεσδήποτε πράξεις ή ενέργειες έχουν αρχίσει και συνεχίζονται αναφορικά με το ίδρυμα, το οποίο υπόκειται ήδη σε εξυγίανση βάσει των διατάξεων του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου, διεκπεραιώνονται βάσει των διατάξεων του βασικού νόμου όπως αυτός τροποποιείται με τον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων (Τροποποιητικό) (Αρ. 2) Νόμο του 2013.
(3) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 28 του βασικού νόμου, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί από τον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων (Τροποποιητικό) Νόμο του 2013 και ανεξαρτήτως των εκάστοτε εν ισχύι Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στις περιπτώσεις εκκρεμούσας ενώπιον δικαστηρίου ή διοικητικής αρχής αγωγής ή διαδικασίας, αντίστοιχα, η αναφορά σε "Αρχή Εξυγίανσης" θεωρείται ότι έχει υποκατασταθεί από την "Αρχή Εξυγίανσης", όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2013.
115.-(1) Όλα τα μέτρα εξυγίανσης που λήφθηκαν δυνάμει του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου και είναι σε ισχύ κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 22(Ι)/2016], θεωρούνται ότι είναι μέτρα που λήφθηκαν δυνάμει του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 22(Ι)/2016] και θα συνεχίσουν να ισχύουν μέχρις ότου ολοκληρωθούν ή ανακληθούν ή ακυρωθούν.
(2) Οποιαδήποτε μέτρα έχουν επιβληθεί σε τραπεζική άδεια που αναφέρεται στο εδάφιο (1) θεωρούνται όροι που έχουν επιβληθεί δυνάμει του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 22(Ι)/2016].
Με την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 22(Ι)/2016], οι περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμοι του 2013 έως 2014 καταργούνται.