6. (1) Η Αρχή Εξυγίανσης λαμβάνει μέτρα εξυγίανσης σε επηρεαζόμενο ίδρυμα, μόνο εάν ισχύουν όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Το επηρεαζόμενο ίδρυμα δεν είναι βιώσιμο ή πιθανόν να καταστεί μη βιώσιμο, σύμφωνα με την αξιολόγηση της Αρχής Εξυγίανσης, βάση της οποίας διαφαίνεται εύλογος κίνδυνος ότι το επηρεαζόμενο ίδρυμα δυνατό να μην είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του ή και να συνεχίσει να λειτουργεί ως δρώσα οικονομική μονάδα,
(β) χωρίς τη λήψη μέτρων εξυγίανσης, άλλες ενέργειες που δυνατό να ληφθούν σε εύλογο χρόνο από το επηρεαζόμενο ίδρυμα ή από την αρμόδια εποπτική αρχή, σύμφωνα με την αξιολόγηση της Αρχής Εξυγίανσης, δεν επαρκούν ούτως ώστε το ίδρυμα να μπορεί να τηρεί τις απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας ή και ρευστότητας, και
(γ) το μέτρο εξυγίανσης είναι αναγκαίο για την προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας και την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.
(2) Για σκοπούς αξιολόγησης, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1), η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να λαμβάνει υπόψη μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες περιστάσεις, χωρίς ο κατάλογος αυτός να είναι εξαντλητικός:
(α) Το επηρεαζόμενο ίδρυμα αδυνατεί ή ενδέχεται να αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του όταν καθίστανται απαιτητές∙
(β) τα περιουσιακά στοιχεία του επηρεαζόμενου ιδρύματος υπολείπονται ή ενδέχεται να υπολείπονται των υποχρεώσεών του∙
(γ) το επηρεαζόμενο ίδρυμα αδυνατεί ή ενδέχεται να αδυνατεί να τηρεί τις απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας ή και ρευστότητας∙
(δ) έχει μειωθεί σημαντικά η πρόσβαση του επηρεαζόμενου ιδρύματος σε πηγές χρηματοδότησης∙
(ε) η διατήρηση της λειτουργίας του επηρεαζόμενου ιδρύματος εξαρτάται από δημόσια χρηματοδοτική στήριξη ή θα υπήρχε τέτοια εξάρτηση ελλείψει εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης, εκτός από την περίπτωση που, προκειμένου να διατηρηθεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα, το ίδρυμα ζητεί ένα από τα εξής:
(i) κρατική εγγύηση για την άντληση ταμειακών διευκολύνσεων∙ ή
(ii) κρατική εγγύηση για την ανάληψη νέων υποχρεώσεων προκειμένου να αντιμετωπιστεί σοβαρή διαταραχή στην οικονομία της Δημοκρατίας∙
(στ) υπάρχει σημαντική απομείωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων του επηρεαζόμενου ιδρύματος∙
(ζ) έχει χαθεί η εμπιστοσύνη του κοινού προς το επηρεαζόμενο ίδρυμα∙
(η) υπάρχουν θεμελιώδεις ελλείψεις στο επιχειρησιακό σχέδιο του επηρεαζόμενου ιδρύματος ή το επηρεαζόμενο ίδρυμα έχει παραβιάσει ή ενδέχεται να παραβιάσει τους όρους, βάσει των οποίων του χορηγήθηκε άδεια άσκησης εργασιών∙
(θ) είναι ορατός ο κίνδυνος έναρξης διαδικασίας εκκαθάρισης∙
(ι) το επηρεαζόμενο ίδρυμα λειτουργεί σε μη συνετή και ορθή βάση.
(3) Για τους σκοπούς της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), η λήψη και εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης σε επηρεαζόμενο ίδρυμα θεωρείται απαραίτητη, εφόσον οι ανάγκες για την προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας και την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος δεν καλύπτονται εξίσου από ενδεχόμενη εκκαθάριση.
(4) Η εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης δεν ενεργοποιεί-
(α) τη διαδικασία αποζημίωσης καταθετών, δυνάμει του περί Σύστασης και Λειτουργίας Σχεδίου Προστασίας Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013 και των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων του 1985 έως 2013 και τη διαδικασία αποζημίωσης επενδυτών πελατών, δυνάμει των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Ταμείου Αποζημίωσης Επενδυτών Πελατών Τραπεζών Κανονισμών του 2004 έως 2007∙
(β) συμβατική ρήτρα που ενεργοποιείται, σε περίπτωση εκκαθάρισης ή αφερεγγυότητας ή επέλευσης άλλου γεγονότος που δύναται να χαρακτηρίζεται ως πιστωτικό γεγονός ή ισοδύναμο αφερεγγυότητας:
Νοείται ότι, το άρθρο 9 των περί Συμφωνιών Παροχής Χρηματοοικονομικής Εξασφάλισης Νόμων του 2004 και 2011 δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης, κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Nόμο∙
(γ) τα δικαιώματα ασφαλισμένων πιστωτών του επηρεαζόμενου ιδρύματος επί των περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων που εξασφαλίζουν τις απαιτήσεις τους κατά του επηρεαζόμενου ιδρύματος.