2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια:
«Ανεξάρτητη Υπηρεσία» σημαίνει κάθε ανεξάρτητη, δυνάμει του Συντάγματος ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, υπηρεσία της Δημοκρατίας και περιλαμβάνει οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία της Δημοκρατίας που δεν υπάγεται σε υπουργείο·
«Αξιωματούχος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Έκτακτης Εισφοράς Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«Άρθρο» σημαίνει την πρόνοια του Προϋπολογισμού που αφορά δαπάνη ή έσοδο που προορίζεται για συγκεκριμένο σκοπό·
«Γενική Κυβέρνηση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμο˙
«Γενικός Ελεγκτής» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας·
«Γενικός Λογιστής» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας·
«δαπάνες» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στον περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμο·
«Δημόσια Σύμβαση» ή «Σύμβαση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών στους Τομείς του Ύδατος, της Ενέργειας, των Μεταφορών και των Ταχυδρομικών Υπηρεσιών και για Συναφή Θέματα Νόμο, από τον περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών και για Συναφή Θέματα Νόμο, από τον περί των Διαδικασιών Προσφυγής στον Τομέα της Σύναψης των Δημοσίων Συμβάσεων Νόμο και τον περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Ορισμένων Συμβάσεων Έργων, Προμηθειών και Παροχής Υπηρεσιών που Συνάπτονται από Αναθέτουσες Αρχές ή Αναθέτοντες Φορείς στους Τομείς της Άμυνας και της Ασφάλειας και για Συναφή Θέματα Νόμο, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται και οποιοδήποτε άλλο σχετικό με τις δημόσιες συμβάσεις νόμο˙
«Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα» σημαίνει τους κανόνες που εκδίδονται από το Διεθνές Σώμα Λογιστικών Προτύπων Δημοσίου Τομέα με σκοπό τη ρύθμιση των λογιστικών μεθόδων που πρέπει να ακολουθούνται στους οργανισμούς δημόσιου τομέα·
«ειδικό ταμείο» σημαίνει ταμείο, άλλο από το Πάγιο Ταμείο, που ιδρύεται με νόμο για συγκεκριμένο σκοπό και περιλαμβάνεται στην οντότητα Γενικής Κυβέρνησης·
«ελέγχων λειτουργός» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμο·
«έσοδα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμο·
«Κανονισμοί» σημαίνει τους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου·
«κρατική επιχείρηση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμο·
«κρατικός οργανισμός» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμο·
«Λογιστικές Αρχές» σημαίνει τη λογιστική πρακτική που είναι βασισμένη στα πρότυπα και στις οδηγίες που εκδίδονται από το Διεθνές Συμβούλιο Λογιστικών Προτύπων Δημόσιου Τομέα, ή οποιεσδήποτε άλλες λογιστικές αρχές που ο Γενικός Λογιστής κρίνει κατάλληλες·
«νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμο·
«οικονομικό έτος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 6 του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου·
«οικονομικός φορέας» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμο·
«οντότητα Γενικής Κυβέρνησης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμο·
«οφειλόμενα ποσά» σημαίνει τα ποσά που οφείλονται προς οποιοδήποτε οικονομικό φορέα ή οντότητα Γενικής Κυβέρνησης, τα οποία θεωρούνται τα τελικά ή βεβαιωμένα ποσά, αναφορικά με τα οποία έχουν εξαντληθεί όλες οι διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες για τον καθορισμό τους ·
«Πάγιο Ταμείο» σημαίνει το ταμείο στο οποίο κατατίθεται οποιοδήποτε έσοδο και χρηματικό ποσό που συλλέγεται ή εισπράττεται με οποιοδήποτε τρόπο από τη Δημοκρατία, που κατατίθεται σε πίστη του λογαριασμού του Πάγιου Ταμείου της Δημοκρατίας, καθώς επίσης και κάθε δαπάνη που χρεώνεται σε ή πληρώνεται από αυτόν, είτε με απευθείας χρέωση, είτε μετά τη ψήφιση του εκάστοτε περί Προϋπολογισμού Νόμου, η οποία προβλέπεται στα Άρθρα 166 και 167 του Συντάγματος, αντίστοιχα·
«Προϋπολογισμός» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το εδάφιο (5) του άρθρου 2 του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου·
«Σύνταγμα» σημαίνει το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας·
«τμήμα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμο·
«υπάλληλος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, περιλαμβανομένων υπαλλήλων οντότητας Γενικής Κυβέρνησης, κρατικού οργανισμού και αρχής τοπικής αυτοδιοίκησης·
«Υπουργικό Συμβούλιο» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Οικονομικών.