1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Λογιστικής και Δημοσιονομικής Διαχείρισης και Χρηματοοικονομικού Ελέγχου της Δημοκρατίας Νόμος του 2014.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια:
«Ανεξάρτητη Υπηρεσία» σημαίνει κάθε ανεξάρτητη, δυνάμει του Συντάγματος ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, υπηρεσία της Δημοκρατίας και περιλαμβάνει οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία της Δημοκρατίας που δεν υπάγεται σε υπουργείο·
«Αξιωματούχος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Έκτακτης Εισφοράς Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«Άρθρο» σημαίνει την πρόνοια του Προϋπολογισμού που αφορά δαπάνη ή έσοδο που προορίζεται για συγκεκριμένο σκοπό·
«Γενική Κυβέρνηση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμο˙
«Γενικός Ελεγκτής» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας·
«Γενικός Λογιστής» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας·
«δαπάνες» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στον περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμο·
«Δημόσια Σύμβαση» ή «Σύμβαση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών στους Τομείς του Ύδατος, της Ενέργειας, των Μεταφορών και των Ταχυδρομικών Υπηρεσιών και για Συναφή Θέματα Νόμο, από τον περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών και για Συναφή Θέματα Νόμο, από τον περί των Διαδικασιών Προσφυγής στον Τομέα της Σύναψης των Δημοσίων Συμβάσεων Νόμο και τον περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Ορισμένων Συμβάσεων Έργων, Προμηθειών και Παροχής Υπηρεσιών που Συνάπτονται από Αναθέτουσες Αρχές ή Αναθέτοντες Φορείς στους Τομείς της Άμυνας και της Ασφάλειας και για Συναφή Θέματα Νόμο, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται και οποιοδήποτε άλλο σχετικό με τις δημόσιες συμβάσεις νόμο˙
«Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα» σημαίνει τους κανόνες που εκδίδονται από το Διεθνές Σώμα Λογιστικών Προτύπων Δημοσίου Τομέα με σκοπό τη ρύθμιση των λογιστικών μεθόδων που πρέπει να ακολουθούνται στους οργανισμούς δημόσιου τομέα·
«ειδικό ταμείο» σημαίνει ταμείο, άλλο από το Πάγιο Ταμείο, που ιδρύεται με νόμο για συγκεκριμένο σκοπό και περιλαμβάνεται στην οντότητα Γενικής Κυβέρνησης·
«ελέγχων λειτουργός» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμο·
«έσοδα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμο·
«Κανονισμοί» σημαίνει τους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου·
«κρατική επιχείρηση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμο·
«κρατικός οργανισμός» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμο·
«Λογιστικές Αρχές» σημαίνει τη λογιστική πρακτική που είναι βασισμένη στα πρότυπα και στις οδηγίες που εκδίδονται από το Διεθνές Συμβούλιο Λογιστικών Προτύπων Δημόσιου Τομέα, ή οποιεσδήποτε άλλες λογιστικές αρχές που ο Γενικός Λογιστής κρίνει κατάλληλες·
«νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμο·
«οικονομικό έτος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 6 του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου·
«οικονομικός φορέας» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμο·
«οντότητα Γενικής Κυβέρνησης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμο·
«οφειλόμενα ποσά» σημαίνει τα ποσά που οφείλονται προς οποιοδήποτε οικονομικό φορέα ή οντότητα Γενικής Κυβέρνησης, τα οποία θεωρούνται τα τελικά ή βεβαιωμένα ποσά, αναφορικά με τα οποία έχουν εξαντληθεί όλες οι διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες για τον καθορισμό τους ·
«Πάγιο Ταμείο» σημαίνει το ταμείο στο οποίο κατατίθεται οποιοδήποτε έσοδο και χρηματικό ποσό που συλλέγεται ή εισπράττεται με οποιοδήποτε τρόπο από τη Δημοκρατία, που κατατίθεται σε πίστη του λογαριασμού του Πάγιου Ταμείου της Δημοκρατίας, καθώς επίσης και κάθε δαπάνη που χρεώνεται σε ή πληρώνεται από αυτόν, είτε με απευθείας χρέωση, είτε μετά τη ψήφιση του εκάστοτε περί Προϋπολογισμού Νόμου, η οποία προβλέπεται στα Άρθρα 166 και 167 του Συντάγματος, αντίστοιχα·
«Προϋπολογισμός» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το εδάφιο (5) του άρθρου 2 του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου·
«Σύνταγμα» σημαίνει το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας·
«τμήμα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμο·
«υπάλληλος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, περιλαμβανομένων υπαλλήλων οντότητας Γενικής Κυβέρνησης, κρατικού οργανισμού και αρχής τοπικής αυτοδιοίκησης·
«Υπουργικό Συμβούλιο» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Οικονομικών.
4. (1) Ο Γενικός Λογιστής, τηρουμένων των διατάξεων των Άρθρων 126 και 127 του Συντάγματος, υποστηριζόμενος από το Βοηθό Γενικό Λογιστή, τηρουμένων των διατάξεων του Άρθρου 128 του Συντάγματος, και χωρίς επηρεασμό των πιο πάνω διατάξεων του Συντάγματος, έχει ειδικότερα τις ακόλουθες αρμοδιότητες και εξουσίες-
(α) διευθύνει και επιβλέπει τη λογιστική εργασία των οικονομικών φορέων και των ειδικών ταμείων·
(β) τηρεί και ενημερώνει σε έγγραφη ή ηλεκτρονική μορφή όλους τους λογαριασμούς, βιβλία και άλλα έγγραφα και δελτία που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τα οικονομικά και λογιστικά θέματα των οικονομικών φορέων και των ειδικών ταμείων·
(γ) προωθεί τη χρηστή χρηματοοικονομική διαχείριση των οικονομικών φορέων και των ειδικών ταμείων που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων, τον προγραμματισμό, την οργάνωση, την καθοδήγηση και τον έλεγχο των οικονομικών δραστηριοτήτων και των πόρων τους·
(δ) προωθεί την ορθολογιστική διαχείριση για αξιοποίηση των στοιχείων ενεργητικού των οικονομικών φορέων και των ειδικών ταμείων·
(ε) διενεργεί όλες τις πληρωμές των οικονομικών φορέων και των ειδικών ταμείων·
(στ) ετοιμάζει –
(i) τις οικονομικές καταστάσεις που περιλαμβάνουν όλους τους οικονομικούς φορείς·
(ii) τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της Γενικής Κυβέρνησης·
(iii) τις οικονομικές καταστάσεις των ειδικών ταμείων·
(ζ) ελέγχει και εγκρίνει την εισαγωγή μηχανογραφημένων λογιστικών συστημάτων των οικονομικών φορέων και των ειδικών ταμείων πριν την εφαρμογή τους και επαναξιολογεί τη λειτουργία τους σε τακτά χρονικά διαστήματα κατά την κρίση του·
(η) ασκεί οποιεσδήποτε άλλες εξουσίες και εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα ή υπηρεσίες, που καθορίζονται ή ανατίθενται σε αυτόν με νόμους ή/ και Κανονισμούς.
(2) Ο Γενικός Λογιστής διευθύνει και επιβλέπει, όπως ήθελε κρίνει κατάλληλα, οποιουσδήποτε άλλους λογαριασμούς αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης, οντότητας Γενικής Κυβέρνησης, Νομικών Προσώπων Δημόσιου Δικαίου, Κρατικού Οργανισμού, οποιαδήποτε Κρατική Εταιρεία Ιδιωτικού Δικαίου ή κρατικό οργανισμό που δραστηριοποιείται στον τομέα των υδρογονανθράκων σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (6) του άρθρου 73 του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου, καθώς και άλλων οργανισμών, ιδρυμάτων και ταμείων για την τήρηση των οποίων γίνεται ειδική πρόνοια με νόμο.
(3) Οι οριζόμενες στο Κεφάλαιο ΙΙ του Μέρους VII του Συντάγματος εξουσίες, καθήκοντα και καθοριζόμενες υπηρεσίες του Γενικού Λογιστή, δύνανται να εκτελεστούν είτε από τον ίδιο προσωπικά, είτε από υπαλλήλους που υπάγονται σε αυτόν και οι οποίοι ενεργούν σύμφωνα με τις οδηγίες του.
(4) Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, ο Γενικός Λογιστής δύναται να-
(α) απαιτεί από οποιοδήποτε υπάλληλο ή Αξιωματούχο πληροφορίες σχετικά με τη χρηματοοικονομική διαχείριση, τις οποίες ο Γενικός Λογιστής κρίνει αναγκαίες για την άσκηση των εξουσιών και των καθηκόντων του και ο υπάλληλος ή ο Αξιωματούχος οφείλει να συμμορφώνεται με τέτοια απαίτηση·
(β) διεξάγει ειδικές έρευνες σε θέματα της αρμοδιότητάς του·
(γ) απαιτεί και λαμβάνει οποιοδήποτε βιβλίο, στοιχείο, κατάσταση, μητρώο ή άλλο έγγραφο θεωρεί σκόπιμο.
5. (1) Ο Γενικός Λογιστής δύναται να ζητά από κάθε νομικό ή/και φυσικό πρόσωπο που λαμβάνει κρατική χορηγία, δάνειο ή εγγύηση, να υποβάλει-
(α) ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις·
(β) έκθεση στην οποία να παρουσιάζεται ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε η χορηγία, το δάνειο ή η εγγύηση·
(γ) οποιαδήποτε άλλα σχετικά στοιχεία κριθούν απαραίτητα από το Γενικό Λογιστή.
(2) Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν τα στοιχεία που αναφέρονται στο εδάφιο (1), εντός εύλογου χρονοδιαγράμματος, το οποίο ο Γενικός Λογιστής θέτει σε κάθε περίπτωση.
6. Οποιοδήποτε πρόσωπο παρεμποδίζει με οποιοδήποτε τρόπο την άσκηση των εξουσιών και την εκτέλεση των καθηκόντων του Γενικού Λογιστή ή αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε παράκληση ή αίτηση ή απαίτηση που έχει διατυπωθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4, διαπράττει αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τον ένα (1) χρόνο ή και στις δύο αυτές ποινές.
7. (1) Οι ελέγχοντες λειτουργοί και/ή οι εξουσιοδοτούμενοι από αυτούς υπάλληλοι, μεταξύ άλλων-
(α) έχουν την ευθύνη υλοποίησης του οικείου προϋπολογισμού στη βάση των αρχών της χρηστής χρηματοοικονομικής διαχείρισης, η οποία περιλαμβάνει την -
(i) Αρχή της Οικονομίας·
(ii) Αρχή της Αποδοτικότητας·
(iii) Αρχή της Αποτελεσματικότητας·
(β) ενεργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προϋπολογισμού Νόμου και δυνάμει γενικών και ειδικών Κανονισμών, Διατάξεων και Οδηγιών που εκδίδει εκάστοτε ο Υπουργός·
(γ) έχουν την ευθύνη της είσπραξης των εσόδων του οικονομικού φορέα στον οποίο ορίζονται ως ελέγχοντες λειτουργοί και λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για την έγκαιρη είσπραξη τους·
(δ) λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διασφαλίζεται η άμεση τιμολόγηση και είσπραξη των παρεχόμενων υπηρεσιών και καθορισμένων τελών και φορολογιών·
(ε) λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διασφαλίζεται η είσπραξη των καθυστερημένων εσόδων του οικονομικού φορέα στον οποίο ορίζονται ως ελέγχοντες λειτουργοί·
(στ) εξουσιοδοτούν τη διενέργεια δαπανών μόνο όταν υπάρχουν ανάλογες πιστώσεις και μόνο μέσα στα όρια των προβλεπόμενων κονδυλίων του οικείου προϋπολογισμού ή του ποσού που έχει εκχωρηθεί με τμηματική πίστωση·
(ζ) αναπτύσσουν και εφαρμόζουν κατάλληλες δομές ώστε να εφαρμόζονται διαδικασίες ελέγχου που να διασφαλίζουν την ορθότητα και άμεση είσπραξη των εσόδων και την πληρωμή των δαπανών.
(2) (α) Ελέγχων λειτουργός και/ή κατάλληλα εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος του και/ή οποιοσδήποτε άλλος λειτουργός, ο οποίος ασκεί έλεγχο επί των δαπανών, εξουσιοδοτεί γραπτώς τη διενέργεια δαπάνης κατά παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (1) και ο αρμόδιος για την πληρωμή υπάλληλος διαπράττουν ποινικό αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης τους, υπόκεινται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000) ή σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή και στις δύο αυτές ποινές.
(β) Ο ελέγχων λειτουργός και/ή ο κατάλληλα εξουσιοδοτημένος από αυτόν εκπρόσωπος του και/ή οποιοσδήποτε άλλος λειτουργός και ο αρμόδιος για την πληρωμή υπάλληλος ευθύνονται αστικά για κάθε πληρωμή, η οποία διενεργείται κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των σχετικών Κανονισμών.
(γ) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου σε ισχύ, κάθε έλλειμμα δημόσιων χρημάτων, αξιών ή υλικού που διαπιστώνεται με την καθορισμένη διαδικασία, όπως αυτή προβλέπεται σε Κανονισμούς ή σε εγκύκλιους, αναπληρώνεται από τον ελέγχοντα λειτουργό και/ή τον κατάλληλα εξουσιοδοτημένο από αυτόν εκπρόσωπό του ως αποτέλεσμα των οδηγιών ή ενεργειών του οποίου προέκυψε το έλλειμμα αυτό.
(δ) Κάθε έλλειμμα υλικού καταλογίζεται στον ελέγχοντα λειτουργό και/ή στον κατάλληλα εξουσιοδοτημένο από αυτόν εκπρόσωπό του σε χρήμα με βάση την τρέχουσα τιμή κατά τον καταλογισμό˙ η τιμή αυτή προσδιορίζεται από τον οικείο υπουργό ή προϊστάμενο της Ανεξάρτητης Υπηρεσίας σε συνεννόηση με το Γενικό Λογιστή.
(ε) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ως έλλειμμα λογίζεται και κάθε πληρωμή που δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του ελέγχοντα λειτουργού, η οποία διενεργείται καθ’ υπέρβαση της εξουσίας που του χορηγήθηκε.
8. (1) Ο Προϋπολογισμός υλοποιείται με την παράλληλη εφαρμογή αποτελεσματικού και αποδοτικού συστήματος εσωτερικού ελέγχου, υπό την ευθύνη του ελέγχοντα λειτουργού.
(2) Το σύστημα εσωτερικού ελέγχου αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην επίτευξη των ακόλουθων στόχων-
(α) αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα και οικονομία της υλοποίησης·
(β) αξιοπιστία και εχεμύθεια στην παρεχόμενη πληροφόρηση·
(γ) διαφύλαξη των περιουσιακών στοιχείων·
(δ) πρόληψη, εντοπισμό και επίλυση φαινομένων απάτης και παρατυπιών·
(ε) επάρκεια στη διαχείριση κινδύνων σχετικά με τη νομιμότητα των συναλλαγών και
(στ) διασφάλιση ότι τα προτεινόμενα ποσά στον Προϋπολογισμό χρησιμοποιούνται για το σκοπό για τον οποίο έχουν προβλεφθεί.
9. (1) Σύγκρουση συμφερόντων υπάρχει όταν το επίπεδο της αμερόληπτης και αντικειμενικής άσκησης των καθηκόντων του υπαλλήλου επηρεάζεται από οικογενειακούς, συναισθηματικούς, πολιτικούς, οικονομικούς ή εθνικούς λόγους.
(2) Όσοι υπάλληλοι εμπλέκονται στην υλοποίηση του Προϋπολογισμού, στη διοίκηση καθώς και στη διεξαγωγή του λογιστικού ή άλλου ελέγχου, έχουν υποχρέωση να απέχουν από οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία δύναται να θέσει σε σύγκρουση τα προσωπικά τους συμφέροντα με αυτά του οικονομικού φορέα και των ειδικών ταμείων˙ σε περίπτωση που συντρέχουν τέτοιοι λόγοι, οι υπάλληλοι πρέπει να απέχουν, όπου είναι δυνατόν, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 60 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται και σε κάθε περίπτωση να ενημερώνουν άμεσα τον ελέγχοντα λειτουργό, με κοινοποίηση στο Γενικό Λογιστή, για λήψη απόφασης.
12. (1) Για τη διενέργεια οποιασδήποτε δαπάνης, εν ονόματι της Δημοκρατίας, απαιτείται γραπτή εξουσιοδότηση από τον ελέγχοντα λειτουργό ή από κατάλληλα εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπό του ή οποιοδήποτε άλλο λειτουργό, ο οποίος ασκεί έλεγχο επί των δαπανών.
(2) Οι δαπάνες των οικονομικών φορέων και των ειδικών ταμείων χρεώνονται σε κατάλληλα Άρθρα.
13. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου και τηρουμένων των διατάξεων του εκάστοτε ισχύοντος περί Προϋπολογισμού Νόμου, ο Γενικός Λογιστής δύναται, κατά την κρίση του, κατά τη διενέργεια οποιασδήποτε πληρωμής προς φυσικό ή νομικό πρόσωπο να αποκόπτει οφειλόμενα ποσά προς οποιοδήποτε οικονομικό φορέα ή προς άλλο ειδικό ταμείο:
Νοείται ότι, ο Γενικός Λογιστής, ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, δύναται να ζητά και να λαμβάνει από οποιοδήποτε οικονομικό φορέα ή ειδικό ταμείο πληροφορίες και στοιχεία για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου.
14. Οι μισθοί, τα ωρομίσθια και οι συντάξεις καταβάλλονται την τελευταία εργάσιμη ημέρα κάθε μήνα, εκτός από τις περιπτώσεις για τις οποίες αποφασίζει διαφορετικά ο Υπουργός.
15. (1) Ο Υπουργός έχει εξουσία, για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος να εξουσιοδοτεί την έκδοση προκαταβολών προκαθορισμένης χρονικής διάρκειας, κάτω από τέτοιους όρους και προϋποθέσεις όπως ήθελε καθοριστεί με Κανονισμούς, σε οντότητες Γενικής Κυβέρνησης, κρατικές επιχειρήσεις, κρατικούς οργανισμούς και άλλους οργανισμούς, τα ποσά των οποίων ανακτώνται με τη συνήθη διαδικασία της δημόσιας χρηματοοικονομικής διαχείρισης.
(2) Πριν από την έκδοση οποιασδήποτε προκαταβολής, ο Υπουργός δύναται να ζητά τέτοια στοιχεία ή και να επιβάλει τέτοιους όρους που ο ίδιος κρίνει σκόπιμο αναφορικά με τα οικονομικά του φορέα, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (1), στον οποίο πρόκειται να εκδοθεί η προκαταβολή και ειδικότερα ως προς τη χρήση για την οποία η προκαταβολή προορίζεται.
(3) Για οποιαδήποτε προκαταβολή, το ύψος της οποίας υπερβαίνει το ποσό των πεντακόσιων χιλιάδων ευρώ (€500.000) συνολικά, μέσα σε διάστημα ενός οικονομικού έτους, για τον ίδιο σκοπό, δεν παρέχεται εξουσιοδότηση, εκτός αν αυτή τύχει προηγουμένως της έγκρισης του Υπουργικού Συμβουλίου.
16. (1) Προκαταβολές σε υπαλλήλους, οι οποίες προβλέπονται σε σχετικούς νόμους και Κανονισμούς καταβάλλονται μόνο εφόσον το επιτρέπει ο Προϋπολογισμός.
(2) Προσωρινές χρεώσεις σε λογαριασμό προκαταβολών για διευκόλυνση των λογιστικών διαδικασιών των οικονομικών φορέων και των ειδικών ταμείων, εξουσιοδοτούνται από το Γενικό Λογιστή μέχρι την τελική εκκαθάρισή τους, κατόπιν εκχωρήσεως της αρμοδιότητας αυτής από τον Υπουργό.
17. (1) Ο Γενικός Λογιστής μεριμνά για τη συμμόρφωση προς τους όρους έκδοσης των προκαταβολών, η οποία περιλαμβάνει και την είσπραξή τους.
(2) Οι προκαταβολές δεν πρέπει να συγκρούονται με τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου ή με τις σχετικές Αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου.
18. (1) Εισπράξεις χρημάτων που γίνονται σε πίστη των οικονομικών φορέων και των ειδικών ταμείων από τρίτους για ειδικούς σκοπούς ή προσωρινές καταθέσεις που γίνονται με σκοπό τη διευκόλυνση των λογιστικών διαδικασιών των οικονομικών φορέων και των ειδικών ταμείων, καθώς και αμφισβητήσιμες πιστώσεις εσόδων, κατατίθενται σε λογαριασμούς καταθέσεων μέχρι την τελική εκκαθάρισή τους.
(2) Η δημιουργία λογαριασμών καταθέσεων υπόκειται στην έγκριση του Γενικού Λογιστή.
19. Η δημιουργία και ο τερματισμός τραπεζικών λογαριασμών των οικονομικών φορέων και των ειδικών ταμείων σε οποιοδήποτε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, καθώς και ο τρόπος πληρωμής ποσών από αυτούς, γίνεται με έγκριση του Γενικού Λογιστή.
20. Τηρουμένων των διατάξεων του Άρθρου 81 του Συντάγματος, ο Γενικός Λογιστής καταρτίζει εντός τριών (3) μηνών από τη λήξη του οικονομικού έτους, το οποίο αφορά τον τελικό απολογισμό του Προϋπολογισμού του συμπληρωθέντος προηγούμενου οικονομικού έτους για σκοπούς κατάθεσής του στη Βουλή των Αντιπροσώπων από τον Υπουργό και έγκριση από αυτή.
22. Ο Υπουργός έχει εξουσία, μετά από ενημέρωση του Υπουργικού Συμβουλίου, να παρέχει εγγυήσεις από μέρους της Δημοκρατίας με σκοπό την αποπληρωμή δανείων ή πιστώσεων που έχουν συναφθεί ή χορηγηθεί ανάλογα με την περίπτωση, σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή άλλους οργανισμούς στους οποίους η Δημοκρατία έχει συμφέρον είτε ως μέτοχος είτε ως εγγυητής των κεφαλαίων του νομικού αυτού προσώπου ή οργανισμού ή ασκεί έλεγχο στη διοίκηση τους καθώς και σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στο οποίο η παροχή της εγγύησης κατά την κρίση του Υπουργού, προάγει την οικονομία της Δημοκρατίας ή το δημόσιο συμφέρον, γενικά:
Νοείται ότι όταν οι εγγυήσεις υπερβαίνουν το ποσό του ενός εκατομμυρίου ευρώ (€1.000.000) αυτές πρέπει να τυγχάνουν της έγκρισης της Βουλής των Αντιπροσώπων.
23. Ο δικαιούχος δανειακής εγγύησης καταβάλλει στη Δημοκρατία το τέλος εγγυήσεων που καθορίζει ο Υπουργός και επιστρέφει ή πληρώνει στη Δημοκρατία, ανάλογα με την περίπτωση, σύμφωνα με τον τρόπο που θα υποδείξει ο Υπουργός-
α) όλα τα χρηματικά ποσά που κατέβαλε η Δημοκρατία για την κάλυψη της εγγύησης·
β) όλα τα έξοδα που κατέβαλε η Δημοκρατία σε σχέση με την εγγύηση· και
γ) τόκο επί όλων των χρηματικών ποσών που κατέβαλε η Δημοκρατία για κάλυψη της εγγύησης.
24. (1) Οι χορηγίες είναι κρατικές παροχές, οι οποίες εκταμιεύονται από τον Προϋπολογισμό για τη χρηματοδότηση δράσεων νομικών ή/και φυσικών προσώπων που αποσκοπούν-
(α) στην προώθηση επίτευξης συγκεκριμένου στόχου ή επιχειρηματικής δραστηριότητας· ή/και
(β) στη χρηματοοικονομική ενίσχυση νομικών ή/και φυσικών προσώπων όσον αφορά τις λειτουργικές τους δαπάνες.
(2) Κατά χάριν δωρεές είναι τα χρηματικά ποσά που παραχωρούνται από τον Προϋπολογισμό ως εισφορές προς νομικά ή/και φυσικά πρόσωπα για την κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών:
Νοείται ότι, κατά χάριν δωρεές δύνανται να παραχωρούνται μόνο όπου δεν βρίσκεται σε ισχύ οποιαδήποτε νομοθεσία που να διέπει το θέμα και η κάθε περίπτωση, λόγω των δικών της περιστατικών, κρίνεται ως επιβάλλουσα ηθική υποχρέωση στη Δημοκρατία να καταβάλει τέτοια δωρεά και κάθε δωρεά αιτιολογείται γραπτώς και με επάρκεια.
25. Οι χορηγίες και οι κατά χάριν δωρεές-
(α) διέπονται από τις αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης·
(β) περιορίζονται στο συνολικό ανώτατο όριο των επιλέξιμων δαπανών, στο πλαίσιο της δραστηριότητας ή του προγράμματος για το οποίο δόθηκαν· και
(γ) δημοσιεύονται από το Γενικό Λογιστή, εντός τριών (3) μηνών από τη λήξη του οικονομικού έτους κατά το οποίο παραχωρήθηκαν.
26. (1) Τα νομικά ή/και φυσικά πρόσωπα που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 24 του, ανεξάρτητα από το ύψος του ποσού της χορηγίας που λαμβάνουν, πρέπει-
(α) να συμμορφώνονται με τις αρχές της χρηστής χρηματοοικονομικής διαχείρισης κατ’ αναλογίαν των ισχυόντων στο άρθρο 7 του παρόντος Νόμου·
(β) να λειτουργούν με διαφάνεια και στη βάση της αρχής της ίσης μεταχείρισης˙ και
(γ) να διασφαλίζουν και να αποδεικνύουν ότι η χορηγία αξιοποιείται προς το σκοπό για τον οποίο αυτή παρέχεται.
(2) Τα νομικά ή/και φυσικά πρόσωπα που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 24, σε συνάρτηση με το ύψος του ποσού της χορηγίας που λαμβάνουν, πρέπει-
(α) να διασφαλίζουν την εφαρμογή αποδοτικού και αποτελεσματικού συστήματος εσωτερικού ελέγχου·
(β) να χρησιμοποιούν λογιστικό σύστημα, το οποίο να δίνει ακριβή, ολοκληρωμένη και αξιόπιστη πληροφόρηση ανά πάσα στιγμή·
(γ) να υπόκεινται σε ανεξάρτητο έλεγχο, ο οποίος διενεργείται σύμφωνα με τα Διεθνή Πρότυπα Ελέγχου και ο οποίος περιλαμβάνει τις οικονομικές καταστάσεις·
(δ) να εφαρμόζουν κατάλληλους κανόνες και διαδικασίες, ώστε να διασφαλίζεται και να αποδεικνύεται η ορθολογιστική διαχείριση της κρατικής χορηγίας.
27. (1) Τα νομικά ή/και φυσικά πρόσωπα δύναται να λαμβάνουν χορηγία από οικονομικούς φορείς, ειδικά ταμεία ή άλλο φορέα περιλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των οργάνων αυτής μέχρι του ποσού κάλυψης των εξόδων της συγκεκριμένης δραστηριότητας.
(2) Σε περίπτωση που διαπιστωθεί πολλαπλή χρηματοδότηση για συγκεκριμένη δραστηριότητα, το ποσό καθίσταται ανακτήσιμο από οικονομικούς φορείς και ειδικά ταμεία.
28. (1) Ο ελέγχων λειτουργός στις περιπτώσεις όπου εντοπίζονται προβλήματα που επηρεάζουν την αξιοπιστία του συστήματος εσωτερικού ελέγχου του λήπτη της χορηγίας ή τη νομιμότητα των συναλλαγών που διενεργούνται με τα χρηματικά διαθέσιμα της κρατικής χορηγίας, οφείλει να μην εξουσιοδοτεί την περαιτέρω καταβολή της χορηγίας στα νομικά ή/και φυσικά πρόσωπα σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 24 και -
(α) να προχωρεί σε διερεύνηση των προβλημάτων που εντοπίστηκαν· και
(β) να θέτει όρους προς εξάλειψη των προβλημάτων στα συστήματα εσωτερικού ελέγχου.
(2) Ο Υπουργός ή/και ο Γενικός Λογιστής δύνανται να ζητούν από τον ελέγχοντα λειτουργό την αναστολή ή τη διακοπή ή την επιστροφή πληρωμών στις περιπτώσεις όπου εντοπίζονται προβλήματα σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1).
(3) Εφόσον το νομικό ή/και φυσικό πρόσωπο ικανοποιήσει τους τεθέντες, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), όρους, ο ελέγχων λειτουργός δύναται να εξουσιοδοτήσει την πληρωμή της χορηγίας.
29. (1) Ο Γενικός Λογιστής οφείλει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, να παρακολουθεί και να επιβλέπει ότι η διαδικασία ανάθεσης για την αγορά προμηθειών, την παροχή υπηρεσιών και την εκτέλεση έργων διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Δημόσιων Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών και για Συναφή Θέματα Νόμου, του περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών και για Συναφή Θέματα Νόμου, του περί των Διαδικασιών Προσφυγής στον Τομέα της Σύναψης των Δημοσίων Συμβάσεων Νόμου, του περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Ορισμένων Συμβάσεων Έργων, Προμηθειών και Παροχής Υπηρεσιών που Συνάπτονται από Αναθέτουσες Αρχές ή Αναθέτοντες Φορείς στους Τομείς της Άμυνας και της Ασφάλειας και για Συναφή Θέματα Νόμου και των δυνάμει αυτών εκδιδομένων Κανονισμών, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται και συνάδουν με τις αρχές της διαφάνειας, της αναλογικότητας, της αμοιβαίας αναγνώρισης, της ίσης μεταχείρισης, της αποφυγής διακρίσεων και με το κοινοτικό κεκτημένο.
(2) Ο Γενικός Λογιστής οφείλει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του να ρυθμίζει με Κανονισμούς, οι οποίοι εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, τον τρόπο και τη διαδικασία εκτέλεσης των συμβάσεων, τη διάθεση και χρήση των αγαθών, έργων και υπηρεσιών και την πώληση ή εκμίσθωση αγαθών.
30. Ο Γενικός Λογιστής δύναται, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, να προβαίνει σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για να διαπιστώνει κατά πόσο η αγορά ή ενοικίαση κτιρίων, η παραχώρηση υπηρεσιών, δικαιωμάτων, η αποδοχή χορηγών, η πώληση υπηρεσιών, έργων ή οποιοσδήποτε άλλος πλειοδοτικός ή μειοδοτικός διαγωνισμός και δημόσιες συμβάσεις, οι οποίες εξαιρούνται από τους νόμους και Κανονισμούς που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 29, εκτελέστηκε σύμφωνα με τις αρχές της διαφάνειας, της αναλογικότητας, της αμοιβαίας αναγνώρισης, της ίσης μεταχείρισης και της αποφυγής διακρίσεων.
31. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 74 του περί Συμβάσεων Νόμου και τηρουμένων των πιο κάτω επιφυλάξεων, σε δημόσια σύμβαση, η οποία συνομολογήθηκε κατόπιν διαδικασίας βάσει των διατάξεων του περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Δημόσιων Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών και για Συναφή θέματα Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή οποιουδήποτε άλλου νόμου τους τροποποιεί ή τους αντικαθιστά και στην οποία διαλαμβάνεται όρος ως προς το ποσό το οποίο πρέπει να καταβληθεί σε περίπτωση παράβασης αυτής ή οποιασδήποτε άλλης ρήτρας υπό μορφή ποινής σε περίπτωση παράβασής της από οποιοδήποτε από τους συμβαλλόμενους, ο όρος αυτός ή ανάλογα με την περίπτωση η ποινική ρήτρα, είναι νομικά ισχυρή και πλήρως εξαναγκαστή, μη εφαρμοζόμενου του περιορισμού που προβλέπεται στο εν λόγω εδάφιο ως προς το μέγιστο του ποσού της καταβλητέας αποζημίωσης:
Νοείται ότι, οποιαδήποτε ποινική ρήτρα, εκτός από την καταβολή αυξημένου τόκου, η οποία διαλαμβάνεται σε δημόσια σύμβαση για την περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής χρηματικής οφειλής είναι άκυρη και μη εξαναγκαστή.
32. (1) Ανεξάρτητα από τις πρόνοιες οποιουδήποτε άλλου νόμου ή Κανονισμού, ο Γενικός Λογιστής δημοσιεύει οποιαδήποτε στοιχεία έχουν σχέση με τις οικονομικές συναλλαγές των οικονομικών φορέων και των ειδικών ταμείων, τηρώντας τις αρχές της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των πολιτών, εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η μη δημοσιοποίησή τους είναι προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος και την αρχή της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης.
(2) Η δημοσιοποίηση γίνεται για συναλλαγές πέραν ενός ποσού, το οποίο εισηγείται ο Γενικός Λογιστής και εγκρίνει ο Υπουργός.
33. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή Κανονισμού, ο Γενικός Λογιστής δύναται να δημοσιεύει στοιχεία αναφορικά με τους χρεώστες των οικονομικών φορέων και των ειδικών ταμείων των οποίων οι μη διευθετημένες οφειλές εκκρεμούν για περίοδο πέραν των δώδεκα (12) μηνών.
34. Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου που αναφέρονται σε οικονομικούς φορείς, ισχύουν κατ’ αναλογίαν όσον αφορά τις οντότητες Γενικής Κυβέρνησης, τις κρατικές επιχειρήσεις και τους κρατικούς οργανισμούς.
35. (1) Τεχνική Επιτροπή απαρτιζόμενη από το Γενικό Λογιστή ή εκπρόσωπό του ως πρόεδρο, το γενικό διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών και το γενικό διευθυντή ο οποίος διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, ή εκπροσώπους τους, ως μέλη, έχει εξουσία όπως-
(α) διαγράφει απώλειες ή ελλείμματα δημόσιων χρημάτων, αξιών και υλικών των οικονομικών φορέων και των ειδικών ταμείων που απωλέσθηκαν ή ελλείπουν·
(β) προβαίνει, τηρουμένων των διατάξεων του περί Ελέγχου των Κρατικών Ενισχύσεων Νόμου, σε μερική ή ολική διαγραφή οφειλόμενων ποσών προς τους οικονομικούς φορείς και/ή τα ειδικά ταμεία, κατόπιν υποβολής τεκμηριωμένης έκθεσης, με συγκεκριμένη εισήγηση, από τον επηρεαζόμενο οικονομικό φορέα και/ή το ειδικό ταμείο στην οποία καταγράφονται τα αποτελέσματα της έρευνας σε σχέση με την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη·
(γ) διαγράφει, τηρουμένων των διατάξεων του περί Ελέγχου των Κρατικών Ενισχύσεων Νόμου, υπόλοιπα δανείων που παραχωρήθηκαν δυνάμει Νόμου ή των περί Ισότιμης Κατανομής Βαρών (Σχέδιο Αποκατάστασης Προπολεμικής Φερεγγυότητας) Κανονισμών του 1995 έως (Αρ. 2) του 2014 από το Διοικητικό Συμβούλιο του Κεντρικού Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών ή/και δυνάμει σχεδίων δανειοδότησης που εγκρίνονται με αποφάσεις Υπουργικού Συμβουλίου, μέσω αδειοδοτημένου πιστωτικού ιδρύματος, όπως ο όρος αυτός ερμηνεύεται στον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο, τα οποία μετά τη λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων, όπως αυτά περιγράφονται στην περί της Διαχείρισης Καθυστερήσεων Οδηγία του 2015 που εκδόθηκε από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, εξακολουθούν να είναι οφειλόμενα.
(2) Ο Γενικός Ελεγκτής ή εκπρόσωπός του δύναται να παρίσταται ως παρατηρητής στις συνεδρίες της Τεχνικής Επιτροπής, με δικαίωμα να εκφράζει τις απόψεις του επί των συζητούμενων θεμάτων και να ζητά όπως αυτές καταγράφονται στα τηρούμενα πρακτικά.
(3) Ο Γενικός Λογιστής ενημερώνει το Υπουργικό Συμβούλιο για κάθε διαγραφή ποσού, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1), που υπερβαίνει τα χίλια ευρώ (€1.000).
(4) Ο Γενικός Λογιστής δημοσιεύει κατάλογο των διαγραφών με τη λήξη του οικονομικού έτους που αυτός αφορά, αφού πρώτα υποβληθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο.
36. Δωρεές προς τη Δημοκρατία μπορούν να γίνουν αποδεκτές από τον Υπουργό νοουμένου ότι εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον.
37. Για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις του περί Ελέγχου των Κρατικών Ενισχύσεων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
38. Ο Γενικός Λογιστής δύναται να απαιτεί κατά την κρίση του από τα υπουργεία ή τμήματα ή ανεξάρτητες υπηρεσίες τη διασύνδεση των μηχανογραφημένων τους συστημάτων για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου.
39. Τα τέλη και δικαιώματα που καταβάλλονται για υπηρεσίες που παρέχουν οι οικονομικοί φορείς και τα ειδικά ταμεία σε φυσικά και/ή νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, καθορίζονται και αναθεωρούνται, σε τακτά χρονικά διαστήματα, από Τεχνική Επιτροπή, αποτελούμενη από το Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας και το γενικό διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών ή εκπροσώπους τους, η οποία λαμβάνει και τις απόψεις του εκάστοτε αρμόδιου οικονομικού φορέα ή αρμόδιου ειδικού ταμείου:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που απαιτείται νομοθετική ρύθμιση για τον καθορισμό ή την αναθεώρηση των τελών, αυτά θα προωθούνται για έγκριση από τον αρμόδιο οικονομικό φορέα.
40. (1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και ειδικότερα-
(α) για τον καθορισμό οποιουδήποτε ζητήματος, το οποίο χρήζει ή είναι επιδεκτικό καθορισμού·
(β) για τη ρύθμιση του λογιστικού συστήματος των οικονομικών φορέων και των ειδικών ταμείων και ειδικότερα για τη ρύθμιση της τήρησης των λογιστικών βιβλίων, λογαριασμών δημόσιας διαχείρισης και γενικά των εγγράφων που αφορούν τη διαχείριση των δημόσιων εσόδων και δαπανών, των δημόσιων χρημάτων, υλικών και οποιουδήποτε άλλου είδους περιουσίας των οικονομικών φορέων και των ειδικών ταμείων οποιασδήποτε φύσης·
(γ) για τη ρύθμιση των εκθέσεων που υποβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή στην εκτέλεση τους·
(δ) για τη ρύθμιση της άσκησης εποπτείας και ελέγχου των ελεγχόντων λειτουργών·
(ε) για τις απαραίτητες διαδικασίες που αποσκοπούν στη διασφάλιση της κατάλληλης παραλαβής, αποθήκευσης και χορήγησης υλικών και άλλου είδους περιουσίας των οικονομικών φορέων και των ειδικών ταμείων, οποιασδήποτε φύσεως·
(στ) για τη ρύθμιση οποιουδήποτε θέματος σχετικού με την εκτέλεση δημόσιων συμβάσεων, περιλαμβανομένων των ακόλουθων-
(i) τη διαδικασία, από το στάδιο της υπογραφής της δημόσιας σύμβασης μέχρι την ολοκλήρωση και/ή πλήρη εκτέλεσή της και στην περίπτωση σύμβασης υπηρεσιών για τη μελέτη έργου, μέχρι την ολοκλήρωση και/ή πλήρη εκτέλεση της σύμβασης έργου σε σχέση με το οποίο έγινε η μελέτη·
(ii) τον καθορισμό των αλλαγών και απαιτήσεων σε σχέση με δημόσιες συμβάσεις·
(iii) τη σύσταση και λειτουργία αρμόδιων οργάνων χειρισμού αλλαγών και απαιτήσεων σε δημόσιες συμβάσεις·
(iv) τη διαδικασία πραγματοποίησης αλλαγών και εξέτασης απαιτήσεων σε δημόσιες συμβάσεις·
(v) την απαγόρευση μεταβίβασης της έννομης σχέσης της σύμβασης και τις εξαιρέσεις κατά τις οποίες δύναται να μεταβιβασθεί η σχέση αυτή·
(vi) την παραλαβή έργων, προμηθειών και υπηρεσιών δυνάμει δημόσιας σύμβασης·
(vii) την ετοιμασία εκθέσεων αξιολόγησης απόδοσης των αναδόχων δημόσιων συμβάσεων·και
(viii) την κατάσχεση της εγγύησης πιστής εκτέλεσης και την αποκατάσταση ζημιάς.
(2) Μέχρι την έκδοση Κανονισμών σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, οι υφιστάμενες Δημοσιονομικές οδηγίες, οι Κανονισμοί Αποθηκών και οι περί της Εκτέλεσης Συμβάσεων (Προμήθειες, Έργα και Υπηρεσίες) Κανονισμοί του 2004 που ισχύουν κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, θα εξακολουθήσουν να ισχύουν και να εφαρμόζονται στο μέτρο που δεν είναι αντίθετοι με τις διατάξεις του Νόμου αυτού.
41. Ο Γενικός Λογιστής δύναται να εκδίδει εγκύκλιες οδηγίες προς τη Δημοκρατία με σκοπό την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.