10.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 9 του παρόντος Νόμου, η αρμόδια αρχή εκτέλεσης δύναται να αρνηθεί την αναγνώριση και εκτέλεση απόφασης άλλου κράτους μέλους, εάν το προβλεπόμενο στο άρθρο 6 πιστοποιητικό-
(α) είναι ελλιπές ή προδήλως δεν αντιστοιχεί στην καταδικαστική απόφαση ή δεν συμπληρώθηκε ή δεν διορθώθηκε εντός εύλογης προθεσμίας που τέθηκε από τη Δημοκρατία∙ ή
(β) εγείρει ζήτημα ότι δυνατό να έχουν παραβιασθεί θεμελιώδη δικαιώματα ή θεμελιώδεις νομικές αρχές, όπως αυτά κατοχυρώνονται στο Άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 9 του παρόντος Νόμου και χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, η αρμόδια αρχή εκτέλεσης δύναται επίσης να αρνηθεί την αναγνώριση και εκτέλεση απόφασης άλλου κράτους μέλους, εάν διαπιστωθεί ότι-
(α) δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του εδαφίου (1) του άρθρου 7 του παρόντος Νόμου˙
(β) η εκτέλεση της ποινής θα ήταν αντίθετη προς τη βασική αρχή ότι ουδείς δικάζεται για δεύτερη φορά για το ίδιο αδίκημα˙
(γ) η καταδικαστική απόφαση αφορά πράξεις ή παραλείψεις που δεν συνιστούν αδίκημα σύμφωνα με το δίκαιο που εκάστοτε ισχύει στη Δημοκρατία:
(δ) η καταδικαστική απόφαση αφορά ποινικό αδίκημα, το οποίο, σύμφωνα με το δίκαιο που εκάστοτε ισχύει στη Δημοκρατία, θεωρείται ότι τελέστηκε εν όλω ή εν μέρει εντός της επικράτειας της Δημοκρατίας ή σε εξομοιούμενο προς αυτήν τόπο∙
(ε) σύμφωνα με το δίκαιο που εκάστοτε ισχύει στη Δημοκρατία, υφίσταται ασυλία που καθιστά αδύνατη την εκτέλεση της καταδικαστικής απόφασης∙
(στ) η καταδικαστική απόφαση εκδόθηκε εναντίον φυσικού προσώπου το οποίο, σύμφωνα με το δίκαιο που εκάστοτε ισχύει στη Δημοκρατία, δεν μπορούσε να θεωρηθεί λόγω της ηλικίας του ότι υπείχε ποινική ευθύνη για τις πράξεις για τις οποίες είχε εκδοθεί η καταδικαστική απόφαση∙
(ζ) κατά τη χρονική στιγμή παραλαβής της καταδικαστικής απόφασης από την αρμόδια αρχή εκτέλεσης απομένουν λιγότερο από έξι μήνες έκτισης της ποινής,
(η) σύμφωνα με το πιστοποιητικό που προβλέπεται στο άρθρο 6 του παρόντος Νόμου, ο κατάδικος δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της καταδικαστικής απόφασης, εκτός εάν στο πιστοποιητικό αναφέρεται ότι, στη βάση περαιτέρω δικονομικών απαιτήσεων που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους έκδοσης-
(α) ο κατάδικος εν ευθέτω χρόνω-
(i) είτε είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως και με την κλήτευση είχε ενημερωθεί σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης είτε είχε ενημερωθεί από άλλα μέσα πραγματικά και επισήμως για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης αυτής, κατά τρόπον ώστε να αποδεικνύεται σαφώς ότι τελούσε σε γνώση της προγραμματισμένης δίκης∙ και
(ii) είχε ενημερωθεί ότι δύναται να εκδοθεί απόφαση ερήμην του σε περίπτωση που δεν εμφανιστεί στη δίκη∙ ή
(β) ο κατάδικος γνώριζε για την προγραμματισμένη δίκη, είχε δώσει εντολή σε δικηγόρο τον οποίον διόρισε είτε ο ίδιος είτε το κράτος για να τον εκπροσωπήσει στη δίκη και πράγματι εκπροσωπήθηκε στη δίκη από τον εν λόγω δικηγόρο∙ ή
(γ) αφού του επιδόθηκε η απόφαση και ενημερώθηκε ρητά για το δικαίωμά του να δικαστεί εκ νέου δυνάμει δικαστικού διατάγματος κατόπιν έφεσης ή να ασκήσει ένδικο μέσο, σε διαδικασία όπου θα δικαιούται να παρίσταται και όπου η ουσία της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων, θα επανεξεταστεί και η δίκη δύναται να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής απόφασης:
(i) έχει δηλώσει ρητώς ότι δεν αμφισβητεί την απόφαση∙ ή
(ii) δεν έχει ζητήσει να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο εντός της ταχθείσας προθεσμίας∙ ή
(δ) η απόφαση δεν είχε επιδοθεί στον κατάδικο προσωπικά αλλά-
(i) θα του επιδοθεί προσωπικά και αμελλητί μετά την παράδοσή του και θα ενημερωθεί ρητά για το δικαίωμά του να δικαστεί εκ νέου δυνάμει δικαστικού διατάγματος κατόπιν έφεσης ή να ασκήσει ένδικο μέσο, σε διαδικασία όπου δικαιούται να παρίσταται και όπου η ουσία της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων, θα επανεξεταστεί και η δίκη δύναται να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής απόφασης∙ και
(ii) θα ενημερωθεί σχετικά με την προθεσμία εντός της οποίας δικαιούται να ζητήσει να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, ως προβλέπεται στο σχετικό ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης∙
(θ) προτού ληφθεί απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 14 του παρόντος Νόμου, οι αρμόδιες κυπριακές αρχές υποβάλλουν αίτημα, σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (3) του άρθρου 20 του παρόντος Νόμου και το κράτος έκδοσης δεν δίδει την συγκατάθεσή του προκειμένου το πρόσωπο αυτό να διωχθεί, να καταδικαστεί ή να στερηθεί κατ’ άλλο τρόπο την ελευθερία του στη Δημοκρατία για αδίκημα που διαπράχθηκε πριν από τη μεταφορά του, πλην εκείνου για το οποίο μεταφέρεται∙
(ι) η επιβληθείσα ποινή περιλαμβάνει μέτρο ψυχιατρικής ή ιατρικής φροντίδας ή άλλο μέτρο που συνεπάγεται στέρηση της ελευθερίας το οποίο, παρά τις πρόνοιες του εδαφίου (5) του άρθρου 9 του παρόντος Νόμου, δεν μπορεί να εκτελεστεί στη Δημοκρατία σύμφωνα με το δίκαιο που εκάστοτε ισχύει στη Δημοκρατία ή το σύστημα υγείας.
(3) Απόφαση δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) λαμβάνεται από την αρμόδια αρχή εκτέλεσης, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα περιστατικά της περίπτωσης και, ειδικότερα, το κατά πόσο μείζον ή ουσιώδες μέρος της επίδικης πράξης έλαβε χώρα στο κράτος έκδοσης.
(4) Σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) και στις παραγράφους (α), (β), (δ), (η) και (ι) του εδαφίου (2), η αρμόδια αρχή εκτέλεσης, πριν αποφασίσει τη μη αναγνώριση της καταδικαστικής απόφασης και της εκτέλεσης της ποινής διαβουλεύεται, μέσω της Κεντρικής Αρχής, με την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης και ζητά από αυτήν, όπου κρίνει κατάλληλο, να παράσχει χωρίς καθυστέρηση οποιεσδήποτε αναγκαίες πρόσθετες πληροφορίες.