Δικαιοδοσία

11. (1) Ο Πρόεδρος του Διοικητικού Δικαστηρίου και κάθε δικαστής του Διοικητικού Δικαστηρίου ασκεί τις εξουσίες που ανατίθενται στο Διοικητικό Δικαστήριο από το Σύνταγμα, τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου εκάστοτε σε ισχύ Νόμου:

Νοείται ότι, μετά από εισήγηση η οποία υποβάλλεται είτε από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Δικαστηρίου είτε από δικαστή του Διοικητικού Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί συγκεκριμένη υπόθεση, το Διοικητικό Δικαστήριο δύναται να αποφασίσει ότι η εκδίκαση της υπόθεσης αυτής θα γίνει από την ολομέλεια αυτού.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, για σκοπούς ενάσκησης της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου επί απόφασης αφορώσης σε διαδικασίες διεθνούς προστασίας ή επί απόφασης ή πράξης αφορώσης σε φορολογική διαφορά, το Διοικητικό Δικαστήριο προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας της εν λόγω απόφασης ή πράξης επικυρώνοντας αυτήν, εν όλω ή εν μέρει, ή ακυρώνοντας και τροποποιώντας αυτήν, εν όλω η εν μέρει:

Νοείται ότι, η ως άνω δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου προκειμένου για απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) ή (β) του ορισμού του όρου “απόφαση αφορώσα σε διαδικασίες διεθνούς προστασίας”, δύναται να ασκηθεί μόνο στην περίπτωση κατά την οποία τέτοια απόφαση εκδόθηκε -

(α)κατόπιν αίτησης η οποία υποβλήθηκε στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20η Ιουλίου 2015, ή

(β)με πρωτοβουλία της αρμόδιας διοικητικής αρχής, μετά την 20η Ιουλίου 2015.

(3) Προκειμένου περί προσφυγής κατά απόφασης αφορώσης σε διαδικασίες διεθνούς προστασίας, το Διοικητικό Δικαστήριο -

(α)λαμβάνει υπόψη και γεγονότα σχετικά, τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και τα οποία είχαν επισυμβεί σε χρόνο προγενέστερο ή μεταγενέστερο αυτής, και

(β)δύναται να διατάξει διοικητική αρχή όπως απαντήσει σε υποβαλλόμενο από το δικαστήριο ερώτημα σχετικό προς το εξεταζόμενο επίδικο θέμα εντός ταχθείσας προθεσμίας.

(4) Προκειμένου περί προσφυγής κατά απόφασης αφορώσης σε φορολογική διαφορά, η δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου ασκείται τηρουμένων, μεταξύ άλλων, των ακολούθων:

(α)Το Διοικητικό Δικαστήριο τροποποιεί την προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση όταν το αρμόδιο διοικητικό όργανο ασκώντας δέσμια αρμοδιότητα προέβη σε λανθασμένη εκτίμηση των σχετικών πραγματικών περιστατικών:

Νοείται ότι, η τροποποίηση της προσβαλλόμενης πράξης και/ή απόφασης από το Διοικητικό Δικαστήριο δεν δύναται να εκφεύγει των ορίων των αιτημάτων που υποβάλλονται με την προσφυγή:

Νοείται περαιτέρω ότι, το Διοικητικό Δικαστήριο δεν δύναται να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση εις βάρος του προσφεύγοντος.

(β)Σε περίπτωση υποβολής προσφυγής για παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, το Διοικητικό Δικαστήριο εάν αποδεχθεί την προσφυγή τότε η υπόθεση εξετάζεται από το αρμόδιο διοικητικό όργανο για εκτέλεση της οφειλόμενης ενέργειας. το Διοικητικό Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να προβεί σε έλεγχο ορθότητας της παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας προτού το αρμόδιο διοικητικό όργανο αποφανθεί επί του αιτήματος του ενδιαφερόμενου διοικουμένου και εκδώσει διοικητική πράξη ή απόφαση.

(γ)Σε περίπτωση ακύρωσης πράξης λόγω αναρμοδιότητας, μη νόμιμης συγκρότησης ή μη νόμιμης σύνθεσης του οργάνου που την εξέδωσε ή λόγω παράβασης ουσιώδους τύπου ή μη άσκησης από το όργανο της διακριτικής του ευχέρειας, το Διοικητικό Δικαστήριο δεν ασκεί έλεγχο ορθότητας. σε τέτοια περίπτωση καλείται η Διοίκηση να θεραπεύσει τους λόγους για τους οποίους ακυρώθηκε η πράξη.