11. (1) Ο Πρόεδρος του Διοικητικού Δικαστηρίου και κάθε δικαστής του Διοικητικού Δικαστηρίου ασκεί τις εξουσίες που ανατίθενται στο Διοικητικό Δικαστήριο από το Σύνταγμα, τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου εκάστοτε σε ισχύ Νόμου:
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, για σκοπούς ενάσκησης της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου επί απόφασης ή πράξης αφορώσης σε φορολογική διαφορά, το Διοικητικό Δικαστήριο προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας της εν λόγω απόφασης ή πράξης επικυρώνοντας αυτήν, εν όλω ή εν μέρει, ή ακυρώνοντας και τροποποιώντας αυτήν, εν όλω η εν μέρει.
(3) [Διαγράφηκε].
(4) Προκειμένου περί προσφυγής κατά απόφασης αφορώσης σε φορολογική διαφορά, η δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου ασκείται τηρουμένων, μεταξύ άλλων, των ακολούθων:
(α) Το Διοικητικό Δικαστήριο τροποποιεί την προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση όταν το αρμόδιο διοικητικό όργανο ασκώντας δέσμια αρμοδιότητα προέβη σε λανθασμένη εκτίμηση των σχετικών πραγματικών περιστατικών:
(β) Σε περίπτωση υποβολής προσφυγής για παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, το Διοικητικό Δικαστήριο εάν αποδεχθεί την προσφυγή τότε η υπόθεση εξετάζεται από το αρμόδιο διοικητικό όργανο για εκτέλεση της οφειλόμενης ενέργειας. το Διοικητικό Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να προβεί σε έλεγχο ορθότητας της παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας προτού το αρμόδιο διοικητικό όργανο αποφανθεί επί του αιτήματος του ενδιαφερόμενου διοικουμένου και εκδώσει διοικητική πράξη ή απόφαση.
(γ) Σε περίπτωση ακύρωσης πράξης λόγω αναρμοδιότητας, μη νόμιμης συγκρότησης ή μη νόμιμης σύνθεσης του οργάνου που την εξέδωσε ή λόγω παράβασης ουσιώδους τύπου ή μη άσκησης από το όργανο της διακριτικής του ευχέρειας, το Διοικητικό Δικαστήριο δεν ασκεί έλεγχο ορθότητας. σε τέτοια περίπτωση καλείται η Διοίκηση να θεραπεύσει τους λόγους για τους οποίους ακυρώθηκε η πράξη.