12.- (1)(α) Πρόσωπο το οποίο υποκινεί άλλο πρόσωπο να συμμετέχει στη διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 4, 6 και 9 είναι ένοχο ποινικού αδικήματος του ίδιου είδους, υπόκειται στην ίδια ποινή και δύναται να διωχτεί, ως εάν είχε διενεργήσει ο ίδιος τέτοια πράξη.
(β) Σε περίπτωση που δύο ή περισσότερα πρόσωπα διαμορφώσουν κοινή πρόθεση για την από κοινού επιδίωξη παράνομου σκοπού και κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού διαπραχτούν τα αδικήματα που προβλέπονται στα άρθρα 4, 6 και 9, το κάθε πρόσωπο θεωρείται ένοχο ποινικού αδικήματος του ίδιου είδους και υπόκειται στην ίδια ποινή, ως εάν είχε διενεργήσει ο ίδιος τέτοια πράξη.
(2)(α) Πρόσωπο το οποίο αποπειράται να διαπράξει τα αδικήματα που προβλέπονται στα άρθρα 4, 6 και 9, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€ 350.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(β) Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου πρόσωπο το οποίο προτίθεται να διαπράξει ποινικό αδίκημα, αρχίζει να θέτει την πρόθεση του σε εφαρμογή με μέσα που είναι πρόσφορα για την πραγμάτωση της και έκδηλα φανερώνει τέτοια πρόθεση, αλλά τελικώς δεν πραγματώνει την πρόθεση του σε τέτοιο βαθμό ώστε να διαπράξει το ποινικό αδίκημα, θεωρείται ότι αποπειράται να το διαπράξει.
(3) Το εδάφιο (8) του άρθρου 4 εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών.