28.-(1) Η Επιτροπή, υπό την ιδιότητα της ως ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη θυγατρική που εκδίδει κεφαλαιακά μέσα τα οποία αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική και ενοποιημένη βάση, προτού προβεί στη διαπίστωση που προβλέπεται στις παραγράφους (β), (γ), (δ) ή (ε) του εδαφίου (2) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου, όσον αφορά τη θυγατρική, διασφαλίζει ότι συμμορφώνεται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:
(α) Εφόσον προτίθεται να προβεί στην εν λόγω διαπίστωση, αποστέλλει αμελλητί κοινοποίηση στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας και, αν πρόκειται για διαφορετική αρχή, στην ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η αρχή ενοποιημένης εποπτείας·
(β) εφόσον προτίθεται να προβεί σε διαπίστωση που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 26, αποστέλλει αμελλητί κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για κάθε επιχείρηση επενδύσεων ή σχετική οντότητα που έχει εκδώσει τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα ως προς τα οποία πρόκειται να ασκηθεί η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής, εάν πραγματοποιηθεί η διαπίστωση και, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή, στην ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η αρχή ενοποιημένης εποπτείας.
(2) Σε περίπτωση που προβαίνει σε διαπίστωση που προβλέπεται στις παραγράφους (γ), (δ) ή (ε) του εδαφίου (2) του άρθρου 26, όσον αφορά την εξυγίανση ΚΕΠΕΥ ή ομίλου με διασυνοριακή δραστηριότητα, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της εξυγίανσης σε όλα τα κράτη μέλη στα οποία η ΚΕΠΕΥ ή ο όμιλος ασκεί δραστηριότητα.
(3) Η Επιτροπή συνοδεύει την κοινοποίηση που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) με την επεξήγηση των λόγων για τους οποίους προτίθεται να προβεί στην εν λόγω διαπίστωση.
(4) Αφού προβεί στην κοινοποίηση που προβλέπεται στο εδάφιο (1), η Επιτροπή εξετάζει τα ακόλουθα ζητήματα, μετά από διαβούλευση με τις άλλες αρχές στις οποίες απεστάλη η κοινοποίηση:
(α) Εάν υπάρχει διαθέσιμο εναλλακτικό μέτρο, αντί της άσκησης της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 26·
(β) εάν όντως υπάρχει διαθέσιμο εναλλακτικό μέτρο, κατά πόσον είναι εφικτή η εφαρμογή του·
(γ) εάν το εν λόγω εναλλακτικό μέτρο είναι εφικτό να εφαρμοστεί, και κατά πόσον υπάρχει ρεαλιστική προοπτική να μπορέσει να αντιμετωπίσει, σε κατάλληλο χρονικό διάστημα, τις περιστάσεις για τις οποίες ειδάλλως θα ήταν επιβεβλημένη μια διαπίστωση που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 26:
(5) Εάν, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) μετά από διαβούλευση με τις αρχές στις οποίες απεστάλη η κοινοποίηση, η Επιτροπή κρίνει ότι υπάρχει διαθέσιμο ένα ή περισσότερα εναλλακτικά μέτρα, ότι είναι εφικτή η εφαρμογή τους και ότι θα μπορούσαν να επιφέρουν το αποτέλεσμα που προβλέπεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (4), εξασφαλίζει την εφαρμογή των μέτρων αυτών.
(6) Εάν, στην περίπτωση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) και κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του εδαφίου (4), μετά από διαβούλευση με τις αρχές στις οποίες απεστάλη η κοινοποίηση, η Επιτροπή κρίνει ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα εναλλακτικά μέτρα που θα μπορούσαν να επιφέρουν το αποτέλεσμα που προβλέπεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (4), αποφασίζει αν είναι σκόπιμο να προβεί στη διαπίστωση που προβλέπεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 26, η οποία είναι υπό εξέταση.
(7) Σε περίπτωση που η Επιτροπή αποφασίσει να προβεί στη διαπίστωση σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 26, αποστέλλει αμελλητί κοινοποίηση στις ενδεδειγμένες αρχές των κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένες οι επηρεαζόμενες θυγατρικές και η διαπίστωση λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης όπως ορίζεται στα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 94 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου. Ελλείψει κοινής απόφασης, δεν πραγματοποιείται διαπίστωση δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 26.