25B.-(1) Η κατά το άρθρο 25(1) απαίτηση καθορίζεται από την αρχή εξυγίανσης, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, τουλάχιστον βάσει των ακόλουθων κριτηρίων:
(α) Την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι ο όμιλος εξυγίανσης μπορεί να εξυγιανθεί μέσω της εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένου, ενδεχομένως, του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στους στόχους εξυγίανσης·
(β) την ανάγκη να διασφαλιστεί, σε ενδεδειγμένες περιπτώσεις, ότι η οντότητα εξυγίανσης και οι θυγατρικές της που είναι ιδρύματα ή σχετικά πρόσωπα, ή ιδρύματα κράτους μέλους ή οντότητες που αναφέρονται στο Άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία β), γ) και δ) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, αλλά όχι οντότητες εξυγίανσης, διαθέτουν επαρκείς επιλέξιμες υποχρεώσεις ώστε να διασφαλίζεται ότι, σε περίπτωση εφαρμογής σε αυτές του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα ή εξουσίες απομείωσης και μετατροπής, αντιστοίχως, οι ζημίες μπορούν να απορροφηθούν και ο συνολικός, δείκτης κεφαλαίου και, κατά περίπτωση, ο δείκτης μόχλευσης των σχετικών οντοτήτων μπορεί να αποκατασταθεί στα αναγκαία επίπεδα προκειμένου να είναι σε θέση να εξακολουθήσουν να πληρούν τις προϋποθέσεις απόκτησης της άδειας λειτουργίας και να συνεχίσουν να ασκούν τις δραστηριότητες για τις οποίες έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου ή, κατά περίπτωση, βάσει της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή ισοδύναμης νομοθετικής πράξης της ΕΕ·
(γ) την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι, εάν το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει τη δυνατότητα εξαίρεσης ορισμένων κατηγοριών επιλέξιμων υποχρεώσεων από τη διάσωση με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 54(6) του παρόντος Νόμου, ή τη δυνατότητα πλήρους μεταβίβασης ορισμένων κατηγοριών επιλέξιμων υποχρεώσεων σε αποδέκτη στο πλαίσιο μερικής μεταβίβασης, η οντότητα εξυγίανσης διαθέτει επαρκή ίδια κεφάλαια και άλλες επιλέξιμες υποχρεώσεις ώστε να διασφαλίζεται ότι οι ζημίες θα μπορούσαν να απορροφηθούν και ο συνολικός δείκτης κεφαλαίου και, κατά περίπτωση, ο δείκτης μόχλευσης της οντότητας εξυγίανσης μπορεί να αποκατασταθεί στα αναγκαία επίπεδα προκειμένου να είναι σε θέση να εξακολουθήσει να πληροί τις προϋποθέσεις απόκτησης της άδειας λειτουργίας και να συνεχίσει να ασκεί τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια λειτουργίας βάσει του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου ή, κατά περίπτωση, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ ή ισοδύναμης νομοθετικής πράξης της ΕΕ·
(δ) το μέγεθος, το επιχειρηματικό μοντέλο, το μοντέλο χρηματοδότησης και το προφίλ κινδύνου της οντότητας εξυγίανσης·
(ε) τον βαθμό στον οποίο η αφερεγγυότητα της οντότητας εξυγίανσης θα μπορούσε να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, μεταξύ άλλων, μέσω της μετάδοσης σε άλλα ιδρύματα ή οντότητες, λόγω της διασύνδεσής της οντότητας με άλλα ιδρύματα ή οντότητες ή με το υπόλοιπο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
(2)(α) Σε περίπτωση που το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει ότι η δράση εξυγίανσης πρέπει να αναλαμβάνεται ή η εξουσία απομείωσης και μετατροπής των οικείων κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α) να ασκείται σύμφωνα με το σχετικό σενάριο εξυγίανσης που αναφέρεται στο άρθρο 10(3), η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) ισούται με ποσό ικανό να διασφαλίσει ότι-
(i) οι ζημίες που αναμένεται να υποστεί η οντότητα απορροφώνται πλήρως (εφεξής, στο παρόν άρθρο, “η απορρόφηση ζημιών”)·
(ii) η οντότητα εξυγίανσης και οι θυγατρικές της που είναι ιδρύματα ή σχετικά πρόσωπα ή ιδρύματα κράτους μέλους ή οντότητες που αναφέρονται στο Άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία β), γ) και δ) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, αλλά όχι οντότητες εξυγίανσης, ανακεφαλαιοποιούνται στο αναγκαίο επίπεδο ώστε να είναι σε θέση να εξακολουθήσουν να πληρούν τις προϋποθέσεις απόκτησης άδειας λειτουργίας και να ασκούν τις δραστηριότητες για τις οποίες έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου ή, κατά περίπτωση, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή ισοδύναμης νομοθετικής πράξης της ΕΕ για χρονικό διάστημα το οποίο δεν υπερβαίνει το ένα έτος (“ανακεφαλαιοποίηση”).
(β) Σε περίπτωση που το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει ότι η οντότητα εξυγίανσης εκκαθαρίζεται σύμφωνα με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας ή στο πλαίσιο άλλων ισοδύναμων εθνικών διαδικασιών, η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί κατά πόσο δικαιολογείται να περιοριστεί η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1), για την εν λόγω οντότητα, ώστε να μην υπερβαίνει ένα ποσό το οποίο επαρκεί για την απορρόφηση των ζημιών σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου.
(γ) Η αξιολόγηση της αρχής εξυγίανσης περιλαμβάνει, ειδικότερα, αξιολόγηση του ορίου που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του παρόντος εδαφίου από την άποψη τυχόν αντικτύπου στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και στον κίνδυνο μετάδοσης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
(3)(α) Για τις οντότητες εξυγίανσης, το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) έχει ως εξής:
(i) Για τους σκοπούς του υπολογισμού της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 25(1), σύμφωνα με το άρθρο 25(2)(α), το άθροισμα-
(Α) LAA(RW): του ποσού των ζημιών που θα απορροφηθούν κατά την εξυγίανση, το οποίο αντιστοιχεί στις απαιτήσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο άρθρο 30δις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 62 του περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου σχετικά με την οντότητα εξυγίανσης σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης· και
(Β) RCA(RW): ενός ποσού ανακεφαλαιοποίησης που επιτρέπει στον όμιλο εξυγίανσης που προκύπτει από την εξυγίανση να αποκαταστήσει τη συμμόρφωσή του με την απαίτηση ως προς τον συνολικό δείκτη κεφαλαίου που αναφέρεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και με την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 30δις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 62 του περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης μετά την εφαρμογή της προκρινόμενης στρατηγικής εξυγίανσης· και
(ii) για τους σκοπούς του υπολογισμού της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 25(1), σύμφωνα με το άρθρο 25(2)(β), το άθροισμα-
(Α) LAA(LR): του ποσού των ζημιών που θα απορροφηθούν κατά την εξυγίανση, το οποίο αντιστοιχεί στην απαίτηση του δείκτη μόχλευσης της οντότητας εξυγίανσης που αναφέρεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης· και
(Β) RCA(LR): ενός ποσού ανακεφαλαιοποίησης που επιτρέπει στον όμιλο εξυγίανσης που προκύπτει από την εξυγίανση να αποκαταστήσει τη συμμόρφωσή του με την απαίτηση ως προς τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης μετά την εφαρμογή της προκρινόμενης στρατηγικής εξυγίανσης.
(β) Για τους σκοπούς του άρθρου 25(2)(α), η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατό, διαιρώντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α), διά του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο.
(γ) Για τους σκοπούς του άρθρου 25(2)(β), η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατόν, διαιρώντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με την υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, διά του μέτρου συνολικού ανοίγματος.
(δ) Κατά τον καθορισμό της συγκεκριμένης απαίτησης που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη της τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 103(4), (5) και (6).
(ε) Κατά τον καθορισμό των ποσών ανακεφαλαιοποίησης που αναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (δ), η αρχή εξυγίανσης-
(i) χρησιμοποιεί τις πλέον πρόσφατες αξίες που έχουν αναφερθεί για το σχετικό συνολικό ποσό έκθεσης σε κίνδυνο ή ποσό συνολικού ανοίγματος του δείκτη μόχλευσης όπως προσαρμόζονται για τυχόν αλλαγές που προκύπτουν από δράσεις εξυγίανσης προβλεπόμενες στο σχέδιο εξυγίανσης· και
(ii) κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, προσαρμόζει προς τα κάτω ή προς τα πάνω το ποσό που αντιστοιχεί στην ισχύουσα απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 30δις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 62 του περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου προκειμένου να καθορίσει την απαίτηση που εφαρμόζεται στην οντότητα εξυγίανσης μετά την εφαρμογή της προκρινόμενης στρατηγικής εξυγίανσης.
(στ) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αυξήσει την απαίτηση RCA(RW) που προβλέπεται στην υπο-υποπαράγραφο (Β) της υποπαραγράφου (i) της παραγράφου (α) με κατάλληλο ποσό, ώστε να εξασφαλίσει ότι, μετά την εξυγίανση, η οντότητα εξυγίανσης διατηρεί επαρκή εμπιστοσύνη της αγοράς για κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος.
(ζ) Όταν εφαρμόζεται η παράγραφος (στ), το ποσό που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο ισούται με την συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που εφαρμόζεται μετά την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης μείον το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του ορισμού του όρου «συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας» του άρθρου 2(1) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στην παράγραφο 51(9)(α) της Οδηγίας ΟΔ144-2014-14 του 2014 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την Προληπτική Εποπτεία των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σε σχέση με ΚΕΠΕΥ.
(η) Το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο (στ)-
(i) προσαρμόζεται προς τα κάτω εάν, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι θα ήταν εφικτό και αξιόπιστο να οριστεί χαμηλότερο ποσό που θα επαρκούσε για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και για να διασφαλιστεί τόσο η συνεχής επιτέλεση κρίσιμων οικονομικών λειτουργιών από το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο, όσο και η πρόσβαση σε χρηματοδότηση, χωρίς προσφυγή σε έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη, πλην των συνεισφορών από το Ταμείο Εξυγίανσης ή χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης κρατών μελών, σύμφωνα με το άρθρο 103(3), (4) και (6), μετά την εφαρμογή της στρατηγικής εξυγίανσης·
(ii) προσαρμόζεται προς τα πάνω εάν, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι απαιτείται υψηλότερο ποσό για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και για να διασφαλιστεί τόσο η συνεχής επιτέλεση κρίσιμων οικονομικών λειτουργιών από το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο, όσο και η πρόσβαση σε χρηματοδότηση, χωρίς προσφυγή σε έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη, πλην των συνεισφορών από το Ταμείο Εξυγίανσης ή χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης κρατών μελών, σύμφωνα με το άρθρο 103(3), (4) και (6) του παρόντος Νόμου ή κατά περίπτωση, το Άρθρο 44, παράγραφοι 5 και 8, και το Άρθρο 101, παράγραφος 2, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, για κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος.
(4)(α) Για τις οντότητες εξυγίανσης που δεν υπόκεινται στο Άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και ανήκουν σε όμιλο εξυγίανσης με συνολικά στοιχεία ενεργητικού άνω των εκατόν δισεκατομμυρίων ευρώ (€100.000.000.000), το επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου ισούται τουλάχιστον με-
(i) 13,5%, όταν υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 25(2)(α) του παρόντος Νόμου· και
(ii) 5%, όταν υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 25(2)(β) του παρόντος Νόμου.
(β) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 25Α, οι οντότητες εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο (α) συμμορφώνονται με το επίπεδο απαίτησης που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο, το οποίο ισούται με 13,5% όταν υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 25(2)(α) και με 5% όταν υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 25(2)(β), χρησιμοποιώντας ίδια κεφάλαια, επιλέξιμα μέσα χαμηλής κατάταξης ή υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 25Α(3).
(5)(α) Η αρχή εξυγίανσης δύναται, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, να αποφασίσει να εφαρμόσει τις απαιτήσεις του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου σε οντότητα εξυγίανσης που δεν υπόκειται στο Άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και η οποία ανήκει σε όμιλο εξυγίανσης με συνολικά στοιχεία ενεργητικού κάτω των εκατόν δισεκατομμυρίων ευρώ (€100.000.000.000) και, κατά την εκτίμηση της αρχής εξυγίανσης, είναι ευλόγως πιθανόν να δημιουργήσει συστημικό κίνδυνο σε περίπτωση που περιέλθει σε κατάσταση αφερεγγυότητας.
(β) Κατά τη λήψη της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (α), η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη-
(i) την επικράτηση των καταθέσεων και την απουσία χρεωστικών μέσων, στο μοντέλο χρηματοδότησης·
(ii) την περιορισμένη πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές για τις επιλέξιμες υποχρεώσεις·
(iii) τον βαθμό στον οποίο η οντότητα εξυγίανσης βασίζεται σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 για την εκπλήρωση της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 25Δ.
(γ) Η μη λήψη απόφασης σύμφωνα με την παράγραφο (α) δεν θίγει τυχόν απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 25Α(5).
(6)(α) Για τις οντότητες που δεν είναι οι ίδιες οντότητες εξυγίανσης, το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) έχει ως εξής:
(i) Για τους σκοπούς του υπολογισμού της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 25(1), σύμφωνα με το άρθρο 25(2)(α), το άθροισμα-
(Α) LAA(RW): του ποσού των ζημιών προς απορρόφηση το οποίο αντιστοιχεί στις απαιτήσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο άρθρο 30δις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου στο άρθρο 62 του Περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου όσον αφορά την οντότητα· και
(Β) RCA(RW): ενός ποσού ανακεφαλαιοποίησης που επιτρέπει στην οντότητα να αποκαταστήσει τη συμμόρφωσή της με την απαίτηση σχετικά με τον συνολικό δείκτη κεφαλαίου που αναφέρεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο γ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και με την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 30δις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 62 του περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου μετά την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α) του παρόντος Νόμου ή μετά την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης· και
(ii) για τους σκοπούς του υπολογισμού της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 25(1), σύμφωνα με το άρθρο 25(2)(β), το άθροισμα-
(Α) LAA(LR): του ποσού των ζημιών προς απορρόφηση το οποίο αντιστοιχεί στην απαίτηση στην οποία υπόκειται η οντότητα σχετικά με τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και
(Β) RCA(LR): ενός ποσού ανακεφαλαιοποίησης που επιτρέπει στην οντότητα να αποκαταστήσει τη συμμόρφωσή της με την απαίτηση ως προς τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο Άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο δ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, μετά την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α) του παρόντος Νόμου ή μετά την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης.
(β) Για τους σκοπούς του άρθρου 25(2)(α), η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1), εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατόν, διαιρώντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου διά του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο.
(γ) Για τους σκοπούς του άρθρου 25(2)(β), η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1), εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατόν, διαιρώντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με την υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου διά του μέτρου του συνολικού ανοίγματος.
(δ) Κατά τον καθορισμό της απαίτησης που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (α), η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη της τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 103(4) και (6).
(ε) Κατά τον καθορισμό των ποσών ανακεφαλαιοποίησης που αναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (δ), η αρχή εξυγίανσης-
(i) χρησιμοποιεί τις πλέον πρόσφατες τιμές που έχουν αναφερθεί για το σχετικό συνολικό ποσό έκθεσης σε κίνδυνο ή ποσό συνολικού ανοίγματος όπως προσαρμόζονται για τυχόν αλλαγές που προκύπτουν από δράσεις προβλεπόμενες στο σχέδιο εξυγίανσης· και
(ii) κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, προσαρμόζει προς τα κάτω ή προς τα πάνω το ποσό που αντιστοιχεί στην ισχύουσα απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 30δις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 62 του Περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου, προκειμένου να καθορίσει την απαίτηση που εφαρμόζεται στην οντότητα εξυγίανσης μετά την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α) του παρόντος Νόμου ή μετά την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης.
(στ) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αυξήσει την απαίτηση RCA(RW) που προβλέπεται στην υπο-υποπαράγραφο (Β) της υποπαραγράφου (i) της παραγράφου (α) με κατάλληλο ποσό, ώστε να εξασφαλίσει ότι, μετά την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α) η οντότητα εξυγίανσης μπορεί να διατηρεί επαρκή εμπιστοσύνη της αγοράς για κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος.
(ζ) Εφόσον εφαρμόζεται η παράγραφος (στ), το ποσό που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο ισούται με την συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που εφαρμόζεται μετά την άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α) του παρόντος Νόμου ή μετά την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης μείον το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του ορισμού του όρου «συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας» του άρθρου 2(1) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στην παράγραφο 51(9)(α) της Οδηγίας ΟΔ144-2014-14 του 2014 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την Προληπτική Εποπτεία των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σε σχέση με ΚΕΠΕΥ.
(η) Το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο (στ)-
(i) προσαρμόζεται προς τα κάτω εάν, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι θα ήταν εφικτό και αξιόπιστο να οριστεί χαμηλότερο ποσό που θα επαρκούσε για να εξασφαλιστεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και για να διασφαλιστεί τόσο η συνεχής επιτέλεση κρίσιμων οικονομικών λειτουργιών από το ίδρυμα της Δημοκρατίας ή το σχετικό πρόσωπο όσο και η πρόσβαση τους σε χρηματοδότηση, χωρίς προσφυγή σε έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη, πλην των συνεισφορών στο Ταμείο Εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 103(3), (5) και (6), μετά την άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στα άρθρα 30, 31 και 32(1)(α) ή την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης·
(ii) προσαρμόζεται προς τα πάνω εάν, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι απαιτείται υψηλότερο ποσό για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και για να διασφαλιστεί τόσο η συνεχής επιτέλεση κρίσιμων οικονομικών λειτουργιών από το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) του παρόντος Νόμου όσο και η πρόσβαση τους σε χρηματοδότηση, χωρίς προσφυγή σε έκτακτη χρηματοδοτική στήριξη, πλην των συνεισφορών στο Ταμείο Εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 103(3), (4) και (6), για κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος.
(7) Όταν η αρχή εξυγίανσης αναμένει ότι ορισμένες κατηγορίες επιλέξιμων υποχρεώσεων είναι ευλόγως πιθανό να εξαιρεθούν ολικώς ή μερικώς από τη διάσωση με ίδια μέσα δυνάμει του άρθρου 54(6) και (7)(α) και (β) ή ενδέχεται να μεταβιβαστούν πλήρως σε αποδέκτη στο πλαίσιο μερικής μεταβίβασης, η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) πρέπει να ικανοποιείται με ίδια κεφάλαια ή άλλες επιλέξιμες υποχρεώσεις που επαρκούν για-
(α) να καλυφθεί το ποσό των εξαιρούμενων υποχρεώσεων που αναγνωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 54(6) και (7)(α) και (β)·
(β) να διασφαλιστεί ότι πληρούνται οι όροι που αναφέρονται στο εδάφιο (2).
(8) Η απόφαση της αρχής εξυγίανσης να επιβάλλει ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου περιλαμβάνει τους λόγους αυτής της απόφασης καθώς και την πλήρη αξιολόγηση των στοιχείων που αναφέρονται στο εδάφιο (2) έως (8) και επανεξετάζεται από την αρχή εξυγίανσης, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, ώστε να απηχεί οποιεσδήποτε μεταβολές στο επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 30δις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 62 του περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου.
(9) Για τους σκοπούς των εδαφίων (3) και (6), οι κεφαλαιακές απαιτήσεις ερμηνεύονται σύμφωνα με την εφαρμογή από την αρμόδια αρχή των μεταβατικών διατάξεων που προβλέπονται στα Κεφάλαια 1, 2 και 4 του Τίτλου Ι του Δέκατου Μέρους του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στις διατάξεις της κυπριακής νομοθεσίας στο πλαίσιο άσκησης των δικαιωμάτων που παραχωρούνται στις αρμόδιες αρχές από τον εν λόγω Κανονισμό.