25.-(1)(α) Τα ιδρύματα πληρούν ανά πάσα στιγμή την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων ως καθορίζεται από την αρχή εξυγίανσης δυνάμει του παρόντος Μέρους.
(β) Η ελάχιστη απαίτηση υπολογίζεται ως το ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων εκπεφρασμένο ως ποσοστό επί τοις εκατό του συνόλου των υποχρεώσεων και των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος.
(γ) Για σκοπούς του παρόντος εδαφίου, οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από παράγωγα περιλαμβάνονται στις συνολικές υποχρεώσεις εφόσον αναγνωρίζονται πλήρως τα δικαιώματα συμψηφισμού του αντισυμβαλλόμενου.
(2)(α) Οι επιλέξιμες υποχρεώσεις συμπεριλαμβάνονται στο ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο εδάφιο (1), μόνον εάν πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(i) Το μέσο έχει εκδοθεί και έχει καταβληθεί πλήρως·
(ii) η υποχρέωση δεν οφείλεται, δεν εξασφαλίζεται ούτε αποτελεί αντικείμενο εγγύησης από το ίδιο το ίδρυμα·
(iii) η αγορά του μέσου δεν χρηματοδοτήθηκε άμεσα ή έμμεσα από το ίδρυμα·
(iv) η υποχρέωση έχει εναπομένουσα διάρκεια τουλάχιστον ενός έτους·
(v) η υποχρέωση δεν προκύπτει από παράγωγο·
(vi) η υποχρέωση δεν προκύπτει από κατάθεση η οποία τυγχάνει προνομιακής αντιμετώπισης δυνάμει του άρθρου 33Ο του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου.
(β) Για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (iv) της παραγράφου (α), όταν μια υποχρέωση προσδίδει στον κάτοχό της το δικαίωμα πρόωρης εξόφλησης, η εν λόγω υποχρέωση καθίσταται απαιτητή την πρώτη ημέρα κατά την οποία προκύπτει αυτό το δικαίωμα.
(3)(α) Όταν μια υποχρέωση διέπεται από το δίκαιο τρίτης χώρας, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να απαιτήσει από το ίδρυμα να τεκμηριώσει ότι οποιαδήποτε απόφαση αρχής εξυγίανσης περί απομείωσης ή μετατροπής της εν λόγω υποχρέωσης είναι εκτελεστέα δυνάμει του δικαίου της εν λόγω τρίτης χώρας, λαμβάνοντας υπόψη τους όρους της σύμβασης που διέπει την υποχρέωση, τις διεθνείς συμφωνίες περί αναγνώρισης των διαδικασιών εξυγίανσης και άλλα συναφή θέματα.
(β) Εάν η αρχή εξυγίανσης δεν είναι ικανοποιημένη ότι οποιαδήποτε απόφασή της είναι εκτελεστέα υπό το δίκαιο της εν λόγω τρίτης χώρας, η υποχρέωση δεν συνυπολογίζεται για την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων.
(4) Η ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων κάθε ιδρύματος, δυνάμει του εδαφίου (1), καθορίζεται από την αρχή εξυγίανσης, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, τουλάχιστον βάσει των ακόλουθων κριτηρίων:
(α) Την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι το ίδρυμα μπορεί να εξυγιανθεί μέσω της εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένου, ενδεχομένως, του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στους στόχους εξυγίανσης·
(β) την ανάγκη να διασφαλιστεί, σε ενδεδειγμένες περιπτώσεις, ότι το ίδρυμα διαθέτει επαρκείς επιλέξιμες υποχρεώσεις ώστε να εξασφαλίζεται ότι, σε περίπτωση εφαρμογής του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, οι ζημίες μπορούν να απορροφηθούν και ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος μπορεί να αποκατασταθεί στα αναγκαία επίπεδα προκειμένου το ίδρυμα να μπορεί να πληροί αδιαλείπτως τις προϋποθέσεις απόκτησης της άδειας λειτουργίας, να συνεχίσει να διεκπεραιώνει τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια λειτουργίας και να διατηρήσει επαρκή εμπιστοσύνη των αγορών στο ίδρυμα ή την οντότητα·
(γ) την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι, εάν το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει τη δυνατότητα εξαίρεσης ορισμένων κατηγοριών επιλέξιμων υποχρεώσεων από τη διάσωση με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 54(6), ή τη δυνατότητα πλήρους μεταβίβασης ορισμένων κατηγοριών επιλέξιμων υποχρεώσεων σε αποδέκτη στο πλαίσιο μερικής μεταβίβασης, το ίδρυμα διαθέτει επαρκείς λοιπές επιλέξιμες υποχρεώσεις ώστε να διασφαλίζει ότι οι ζημίες δύνανται να απορροφηθούν και ότι ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος δύναται να αποκατασταθεί στα αναγκαία επίπεδα προκειμένου το ίδρυμα να είναι σε θέση να πληροί αδιαλείπτως τις προϋποθέσεις απόκτησης της άδειας λειτουργίας και να συνεχίσει να διεκπεραιώνει τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια λειτουργίας·
(δ) το μέγεθος, το επιχειρηματικό μοντέλο, το μοντέλο χρηματοδότησης και το προφίλ κινδύνου του ιδρύματος·
(ε) το βαθμό στον οποίο θα μπορούσε να συνεισφέρει στη χρηματοδότηση της εξυγίανσης το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων, σύμφωνα με το άρθρο 105·
(στ) το βαθμό στον οποίο η αφερεγγυότητα του ιδρύματος θα μπορούσε να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, μεταξύ άλλων, εξαιτίας της μεταδοτικότητας σε άλλα ιδρύματα, λόγω της διασύνδεσής του με άλλα ιδρύματα ή με το υπόλοιπο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
(5)(α) Τα ιδρύματα συμμορφώνονται με τις ελάχιστες απαιτήσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο σε ατομική βάση.
(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, να αποφασίσει να εφαρμόσει την ελάχιστη απαίτηση που προβλέπεται στο παρόν άρθρο σε σχετικό πρόσωπο.
(6) Χωρίς επηρεασμό του εδαφίου (5), οι μητρικές επιχειρήσεις στην ΕΕ που είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία πληρούν σε ενοποιημένη βάση τις ελάχιστες απαιτήσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.
(7) Η αρχή εξυγίανσης, όταν ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, δύναται να απαλλάξει πλήρως από τις διατάξεις του εδαφίου (5) ένα μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, όταν -
(α) Το μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ συμμορφώνεται σε ενοποιημένη βάση με την ελάχιστη απαίτηση του εδαφίου (6)· και
(β) η αρμόδια αρχή του μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ έχει απαλλάξει πλήρως το ίδρυμα από την εφαρμογή των κεφαλαιακών απαιτήσεων σε ατομική βάση στο ίδρυμα σύμφωνα με το Άρθρο 7, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
(8) Η αρχή εξυγίανσης ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής δύναται να απαλλάξει πλήρως από τις διατάξεις του εδαφίου (5) μια θυγατρική εγκατεστημένη στη Δημοκρατία όταν -
(α) Τόσο η θυγατρική όσο και η μητρική επιχείρηση υπόκεινται στην υποχρέωση απόκτησης άδειας λειτουργίας στη Δημοκρατία· και
(β) η θυγατρική περιλαμβάνεται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση του ιδρύματος που είναι η μητρική επιχείρηση· και
(γ) το ανώτατο ίδρυμα ομίλου στη Δημοκρατία, όταν είναι άλλο από το μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, συμμορφώνεται σε ενοποιημένη βάση με την ελάχιστη απαίτηση του εδαφίου (5)· και
(δ) δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων από τη μητρική επιχείρηση προς όφελος της θυγατρικής· και
(ε) είτε η μητρική επιχείρηση παρέχει ικανοποιητικές αποδείξεις στην αρμόδια αρχή όσον αφορά τη συνετή διαχείριση της θυγατρικής και έχει δηλώσει, με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής, ότι εγγυάται τις υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει η θυγατρική, είτε οι κίνδυνοι της θυγατρικής είναι αμελητέοι· και
(στ) οι διαδικασίες της μητρικής επιχείρησης καλύπτουν τη θυγατρική, όσον αφορά την αξιολόγηση, τη μέτρηση και τον έλεγχο των κινδύνων· και
(ζ) η μητρική επιχείρηση κατέχει περισσότερο από το πενήντα τοις εκατό (50%) των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με μετοχές στο κεφάλαιο της θυγατρικής ή έχει δικαίωμα να διορίζει ή να απολύει την πλειονότητα των μελών του διοικητικού οργάνου της θυγατρικής· και
(η) η αρμόδια αρχή έχει απαλλάξει πλήρως τη θυγατρική από την εφαρμογή των μεμονωμένων κεφαλαιακών απαιτήσεων σε ατομική βάση σύμφωνα με το Άρθρο 7, παράγραφος 1, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.