26Α.-(1) Το παρόν άρθρο προβλέπει τις εξουσίες της αρχής εξυγίανσης και τη διαδικασία για τον καθορισμό του ποσού της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που εφαρμόζεται σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης για οντότητα εξυγίανσης εκτός Δημοκρατίας και το ποσό της απαίτησης που εφαρμόζεται σε μεμονωμένη βάση σε κάθε οντότητα του εν λόγω ομίλου εξυγίανσης που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης, όταν η αρχή εξυγίανσης ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.
(2)(α) Η αρχή εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να ληφθεί κοινή απόφαση με την αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών των θυγατρικών ομίλου εξυγίανσης που υπόκεινται στην αναφερόμενη στο Άρθρο 45στ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ απαίτηση σε μεμονωμένη βάση σχετικά με τα εξής:
(i) το ποσό της απαίτησης που εφαρμόζεται σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης για κάθε οντότητα εξυγίανσης· και
(ii) το ποσό της απαίτησης που εφαρμόζεται σε μεμονωμένη βάση σε κάθε οντότητα ομίλου εξυγίανσης που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης.
(β) Η κοινή απόφαση διασφαλίζει τη συμμόρφωση με τα άρθρα 25Δ και 25Ε του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, τα Άρθρα 45ε και 45στ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, είναι πλήρως αιτιολογημένη και παρέχεται από την αρχή εξυγίανσης στην μητρική επιχείρηση της ΕΕ, εφόσον είναι ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο και στο μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στη Δημοκρατία σε περίπτωση που η μητρική επιχείρηση ΕΕ είναι εγκατεστημένη εκτός Δημοκρατίας.
(γ) Η κοινή απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο δύναται να προβλέπει ότι, εφόσον συνάδει με τη στρατηγική εξυγίανσης και δεν έχουν αγοραστεί από την οντότητα εξυγίανσης, άμεσα ή έμμεσα, επαρκή μέσα που πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 25(3) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, του Άρθρου 45στ, παράγραφος 2 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 25Β(6) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45γ, παράγραφος 7 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, πληρούνται εν μέρει από τη θυγατρική σύμφωνα με το άρθρο 25Ε(3) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, το Άρθρο 45στ, παράγραφος 2 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ με μέσα που εκδίδονται σε οντότητες που δεν περιλαμβάνονται στον όμιλο εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτές.
(3)(α) Σε περίπτωση που περισσότερες από μία οντότητες G-SII που ανήκουν στην ίδια G-SII είναι οντότητες εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, συζητά με τις άλλες αρχές εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου και, κατά περίπτωση και σύμφωνα με τη στρατηγική εξυγίανσης της G-SII, συμφωνούν όσον αφορά την εφαρμογή του Άρθρου 72ε του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τυχόν αναπροσαρμογή ώστε να ελαχιστοποιείται ή να εξαλείφεται η διαφορά μεταξύ του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(α) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο α) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όσον αφορά τις επιμέρους οντότητες εξυγίανσης, και του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(β) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο β) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
(β) Η προσαρμογή που αναφέρεται στην παράγραφο (α) δύναται να εφαρμοστεί υπό τους ακόλουθους όρους:
(i) Η προσαρμογή μπορεί να εφαρμοστεί για διαφορές στον υπολογισμό των συνολικών ποσών έκθεσης σε κίνδυνο, μεταξύ των οικείων κρατών μελών, προσαρμόζοντας το επίπεδο της απαίτησης·
(ii) η προσαρμογή δεν εφαρμόζεται για την εξάλειψη των διαφορών που προκύπτουν από ανοίγματα μεταξύ ομίλων εξυγίανσης.
(γ) Το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(α) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο α) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όσον αφορά τις επιμέρους οντότητες εξυγίανσης, δεν πρέπει να είναι χαμηλότερο από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(β) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο β) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
(4) Ελλείψει τέτοιου είδους κοινής απόφασης εντός τεσσάρων (4) μηνών, λαμβάνεται απόφαση σύμφωνα με τα εδάφια (5) και (6).
(5)(α) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών, λόγω διαφωνίας σχετικά με ενοποιημένη απαίτηση ομίλου εξυγίανσης που αναφέρεται στο Άρθρο 45ε της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, αναγνωρίζει την απόφαση που λαμβάνει η αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης για την απαίτηση αυτή, αφού πρώτα κοινοποιήσει στην εν λόγω αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους τη γνώμη της στην οποία διατυπώνει γραπτώς όποιες απόψεις και επιφυλάξεις τυχόν έχει.
(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010. η τετράμηνη περίοδος θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(γ) Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.
(δ) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός από την παραπομπή του ζητήματος, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης.
(6)(α) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών λόγω διαφωνίας σχετικά με το επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στο Άρθρο 45στ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε οντότητα ομίλου εξυγίανσης σε μεμονωμένη βάση, η αρχή εξυγίανσης ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου αναγνωρίζει την απόφαση που λαμβάνεται για το επίπεδο της απαίτησης από την αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους της εν λόγω οντότητας, αφού πρώτα κοινοποιήσει στην εν λόγω αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους τη γνώμη της στην οποία διατυπώνει γραπτώς όποιες απόψεις και επιφυλάξεις τυχόν έχει.
(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. η δε τετράμηνη αυτή περίοδος θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(γ) Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.
(δ) Η αρχή εξυγίανσης δεν παραπέμπει το θέμα στην ΕΑΤ για δεσμευτική διαμεσολάβηση, εφόσον το επίπεδο που έχει καθορίσει η αρχή εξυγίανσης της θυγατρική-
(i) είναι εντός του 2% του υπολογιζόμενου σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ποσού συνολικής έκθεσης σε κίνδυνο της απαίτησης που αναφέρεται στο Άρθρο 45ε της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ· και
(ii) είναι σύμφωνο με το Άρθρο 45γ, παράγραφος 7 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.
(ε) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός από την παραπομπή του ζητήματος, εφαρμόζονται οι αποφάσεις των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών των θυγατρικών.
(στ) Η κοινή απόφαση και κάθε απόφαση που λαμβάνεται ελλείψει κοινής απόφασης επανεξετάζεται και, όπου απαιτείται, επικαιροποιείται σε τακτική βάση.
(7) Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στο εδάφιο (2) και οι όποιες αποφάσεις λαμβάνονται κατά τα προβλεπόμενα στα εδάφια (5) και (6) ελλείψει κοινής απόφασης είναι δεσμευτικές για την αρχή εξυγίανσης. η κοινή απόφαση και κάθε απόφαση που λαμβάνεται ελλείψει κοινής απόφασης επανεξετάζεται και, όπου απαιτείται, επικαιροποιείται σε τακτική βάση.
(8) Η αρχή εξυγίανσης, κατόπιν συντονισμού με τις αρμόδιες αρχές οι οποίες ανταποκρίνονται δεόντως στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για συντονισμό, απαιτεί από τις οντότητες εξυγίανσης να πληροί την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) και να προβαίνει σε σχετική εξακρίβωση, λαμβάνει δε οποιαδήποτε απόφαση σύμφωνα με το παρόν άρθρο εκ παραλλήλου με την κατάρτιση και τη διατήρηση σχεδίων εξυγίανσης.