27.-(1) Το παρόν άρθρο προβλέπει τις εξουσίες της αρχής εξυγίανσης και τη διαδικασία για τον καθορισμό του ποσού της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που εφαρμόζεται σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης για οντότητα εξυγίανσης και το ποσό της απαίτησης που εφαρμόζεται σε μεμονωμένη βάση σε κάθε οντότητα ομίλου εξυγίανσης που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης, όταν η αρχή εξυγίανσης ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής ομίλου εξυγίανσης.
(2)(α) Η αρχή εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής ομίλου εξυγίανσης που υπόκειται στην αναφερόμενη στο άρθρο 25Ε απαίτηση σε μεμονωμένη βάση καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να ληφθεί κοινή απόφαση με την αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης, τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών άλλων θυγατρικών του ομίλου εξυγίανσης και την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή, σχετικά με τα εξής:
(i) Το ποσό της απαίτησης που εφαρμόζεται σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης για την οντότητα εξυγίανσης· και
(ii) το ποσό της απαίτησης που εφαρμόζεται σε μεμονωμένη βάση σε κάθε οντότητα ομίλου εξυγίανσης που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης.
(β) Η κοινή απόφαση διασφαλίζει τη συμμόρφωση προς τα άρθρα 25Δ και 25Ε του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, τα Άρθρα 45ε και 45στ της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, είναι πλήρως αιτιολογημένη και παρέχεται από την αρχή εξυγίανσης στις ακόλουθες οντότητες, εφόσον αυτές είναι ιδρύματα η σχετικά πρόσωπα-
(i) στις οντότητες ομίλου εξυγίανσης οι οποίες δεν είναι οντότητες εξυγίανσης·
(ii) στην μητρική επιχείρηση ΕΕ του, όταν η εν λόγω μητρική επιχείρηση ΕΕ δεν αποτελεί η ίδια οντότητα εξυγίανσης από τον ίδιο όμιλο εξυγίανσης.
(γ) Η κοινή απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο μπορεί να προβλέπει ότι, εφόσον συνάδει με τη στρατηγική εξυγίανσης και δεν έχουν αγοραστεί από την οντότητα εξυγίανσης, άμεσα ή έμμεσα, επαρκή μέσα που πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 25(3) ή, κατά περίπτωση, του Άρθρου 45στ, παράγραφος 2 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 25Β(6) ή, κατά περίπτωση, του Άρθρου 45γ, παράγραφος 7 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ πληρούνται εν μέρει από τη θυγατρική σύμφωνα με το άρθρο 25Ε(3) με μέσα που εκδίδονται σε οντότητες που δεν περιλαμβάνονται στον όμιλο εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτές.
(3)(α) Σε περίπτωση που περισσότερες από μία οντότητες G-SII που ανήκουν στην ίδια G-SII είναι οντότητες εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής ομίλου εξυγίανσης η οποία υπόκειται στην αναφερόμενη στο άρθρο 25Ε του παρόντος Νόμου απαίτηση σε μεμονωμένη βάση, συζητά με τις άλλες αρχές εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου και, κατά περίπτωση και σύμφωνα με τη στρατηγική εξυγίανσης της G-SII, συμφωνούν όσον αφορά την εφαρμογή του Άρθρου 72ε του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τυχόν αναπροσαρμογή ώστε να ελαχιστοποιείται ή να εξαλείφεται η διαφορά μεταξύ του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(α) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο α) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όσον αφορά τις επιμέρους οντότητες εξυγίανσης, και του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(β) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο β) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
(β) Η προσαρμογή που αναφέρεται στην παράγραφο (α), δύναται να εφαρμοστεί υπό τους ακόλουθους όρους:
(i) Η προσαρμογή δύναται να εφαρμοστεί για διαφορές στον υπολογισμό των συνολικών ποσών έκθεσης σε κίνδυνο, μεταξύ των οικείων κρατών μελών, προσαρμόζοντας το επίπεδο της απαίτησης·
(ii) η προσαρμογή δεν εφαρμόζεται για την εξάλειψη των διαφορών που προκύπτουν από ανοίγματα μεταξύ ομίλων εξυγίανσης.
(γ) Το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(α) του παρόντος Νόμου ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο α) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όσον αφορά τις επιμέρους οντότητες εξυγίανσης, δεν πρέπει να είναι χαμηλότερο από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 25Γ(4)(β) ή, κατά περίπτωση, στο Άρθρο 45δ, παράγραφος 4, στοιχείο β) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ και στο Άρθρο 12α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
(4) Ελλείψει τέτοιου είδους κοινής απόφασης εντός τεσσάρων (4) μηνών, λαμβάνεται απόφαση σύμφωνα με τα εδάφια (5) έως (7).
(5)(α) Σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών, λόγω διαφωνίας σχετικά με ενοποιημένη απαίτηση ομίλου εξυγίανσης που αναφέρεται στο άρθρο 25Ε, η αρχή εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης θυγατρικής ομίλου εξυγίανσης, αναγνωρίζει την απόφαση που λαμβάνει η αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης για την απαίτηση αυτή αφού πρώτα διενεργήσει και κοινοποιήσει στην εν λόγω αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους την αξιολόγηση των οντοτήτων του ομίλου εξυγίανσης στη Δημοκρατία.
(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010. η τετράμηνη περίοδος θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(γ) Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.
(δ) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός από την παραπομπή του ζητήματος, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης.
(6)(α) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών λόγω διαφωνίας σχετικά με το επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 25Ε και εφαρμόζεται σε κυπριακή οντότητα ομίλου εξυγίανσης σε μεμονωμένη βάση, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει η ίδια την απόφαση εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(i) Οι απόψεις και οι επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν γραπτώς από την αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης έχουν ληφθεί δεόντως υπόψη·
(ii) εάν η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου είναι διαφορετική από την αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης, οι απόψεις και οι επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν γραπτώς από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου έχουν ληφθεί δεόντως υπόψη.
(β) Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, η αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης ή η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. η τετράμηνη περίοδος θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(γ) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός από την παραπομπή του ζητήματος, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης.
(δ) Η κοινή απόφαση και κάθε απόφαση που λαμβάνεται ελλείψει κοινής απόφασης επανεξετάζεται και, όπου απαιτείται, επικαιροποιείται σε τακτική βάση.
(7) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών λόγω διαφωνίας σχετικά με το επίπεδο της ενοποιημένης απαίτησης του ομίλου εξυγίανσης και το επίπεδο της απαίτησης που πρέπει να εφαρμόζεται στις οντότητες του ομίλου εξυγίανσης σε μεμονωμένη βάση, λαμβάνεται απόφαση σχετικά με το επίπεδο της απαίτησης που πρέπει να εφαρμόζεται στις θυγατρικές του ομίλου εξυγίανσης σε μεμονωμένη βάση σύμφωνα με το εδάφιο (6).
(8) Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στο εδάφιο (2) και οι όποιες αποφάσεις λαμβάνονται κατά τα προβλεπόμενα στα εδάφια (5) και (7) ελλείψει κοινής απόφασης είναι δεσμευτικές για την αρχή εξυγίανσης. η κοινή απόφαση και κάθε απόφαση που λαμβάνεται ελλείψει κοινής απόφασης επανεξετάζεται και, όπου απαιτείται, επικαιροποιείται σε τακτική βάση.
(9) Η αρχή εξυγίανσης, κατόπιν συντονισμού με τις αρμόδιες αρχές οι οποίες ανταποκρίνονται δεόντως στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για συντονισμό, απαιτεί από τις οντότητες εξυγίανσης να πληροί την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 25(1) και να προβαίνει σε σχετική εξακρίβωση, λαμβάνει δε οποιαδήποτε απόφαση σύμφωνα με το παρόν άρθρο εκ παραλλήλου με την κατάρτιση και τη διατήρηση σχεδίων εξυγίανσης.