16. (1) Σε περίπτωση που το θύμα κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος, οι διωκτικές αρχές με σκοπό να μειώσουν τις δυσκολίες που ανακύπτουν ιδίως όσον αφορά την οργάνωση της διαδικασίας-
(α) Λαμβάνουν κατάθεση του θύματος, αμέσως μετά την καταγγελία της αξιόποινης πράξης·
(β) χρησιμοποιούν όσο το δυνατόν περισσότερο τις διατάξεις περί εικονοτηλεδιάσκεψης και τηλεφωνικής διάσκεψης, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Σύμβασης καταρτιζόμενης από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 34 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την Αμοιβαία Συνδρομή επί Ποινικών Υποθέσεων μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Πρωτοκόλλου της (Κυρωτικού) Νόμου, οι οποίες αφορούν την ακρόαση θυμάτων που κατοικούν στο εξωτερικό.
(2) Σε περίπτωση που το θύμα αξιόποινης πράξης που τελέστηκε στη Δημοκρατία έχει την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος, αυτό δύναται να υποβάλει την καταγγελία του στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους της κατοικίας του, νοουμένου ότι αδυνατεί να το πράξει στη Δημοκρατία ή, σε περίπτωση κακουργήματος, εάν δεν επιθυμεί να το πράξει στη Δημοκρατία.
(3) Σε περίπτωση που το θύμα υποβάλει καταγγελία στις διωκτικές αρχές της Δημοκρατίας για την τέλεση αξιόποινης πράξης που τελέστηκε σε άλλο κράτος μέλος, οι διωκτικές αρχές της Δημοκρατίας, εφόσον δεν έχει ασκηθεί η αρμοδιότητα να κινήσουν διαδικασίες, διαβιβάζουν αμελλητί την καταγγελία στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους τέλεσης της αξιόποινης πράξης.