(1) Θύμα το οποίο επιθυμεί να συνεργαστεί με τις διωκτικές αρχές, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, θεωρείται μάρτυρας που χρήζει βοήθειας κατά την έννοια του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου και, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο, εντάσσεται στο Σχέδιο Προστασίας Μαρτύρων και Συνεργατών της Δικαιοσύνης.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων της υπεράσπισης, το Δικαστήριο, αξιολογώντας ατομικά την προσωπική κατάσταση του θύματος, διασφαλίζει ότι το θύμα τυγχάνει ειδικής μεταχείρισης που αποβλέπει στην αποτροπή επακόλουθης θυματοποίησής του, από ερωτήσεις σχετικά με την ιδιωτική ζωή του και από άσκοπες ερωτήσεις καθώς και από τους κινδύνους ψυχικής, συναισθηματικής ή ψυχολογικής βλάβης, και στην προστασία της αξιοπρέπειας του θύματος.
(3) Οι διωκτικές αρχές διασφαλίζουν, εφόσον υπό τις περιστάσεις κριθεί αναγκαίο, ότι παρέχεται αποτελεσματική και κατάλληλη προστασία στο θύμα από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό, ειδικότερα κατά τη διάρκεια και μετά την έρευνα και δίωξη του δράστη.
(4) Σε περίπτωση που το θύμα είναι παιδί, οι διωκτικές αρχές -
(α) Εξασφαλίζουν ότι η διερεύνηση ή η άσκηση ποινικής δίωξης, δεν εξαρτάται από την υποβολή καταγγελίας από το θύμα ή εκπρόσωπό του και ότι η ποινική διαδικασία δύναται να συνεχιστεί ακόμα και εάν το πρόσωπο αυτό αποσύρει την κατάθεσή του·
(β) συνεχίζουν τη δίωξη και μετά την ενηλικίωση του θύματος.