2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια:
«Διευθυντής» σημαίνει το Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων˙
«κοινωνική εισφορά» σημαίνει εισφορά που καταβάλλεται δυνάμει του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, του περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμου, του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου ή του περί Ταμείου Κοινωνικής Συνοχής Νόμου, ή τέλος που καταβάλλεται δυνάμει του άρθρου 20 του περί Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Νόμου·
«ληξιπρόθεσμη εισφορά» σημαίνει κοινωνική εισφορά της οποίας η καθορισμένη από την οικεία νομοθεσία προθεσμία καταβολής έχει εκπνεύσει˙
«μήνας εισφορών» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμo·
«οικεία νομοθεσία» σημαίνει το Νόμο δυνάμει του οποίου καταβάλλεται η κοινωνική εισφορά και τους δυνάμει αυτού εκδοθέντες Κανονισμούς˙
«οφειλέτης» σημαίνει πρόσωπο το οποίο οφείλει ληξιπρόθεσμη εισφορά˙
«οφειλή» περιλαμβάνει τη ληξιπρόθεσμη εισφορά και το σχετικό με αυτήν πρόσθετο τέλος˙
«πρόσθετο τέλος» σημαίνει την επιβάρυνση που προβλέπει η οικεία νομοθεσία για ληξιπρόθεσμες εισφορές˙
«ρύθμιση» σημαίνει την εξόφληση της οφειλής σε δόσεις, όπως προβλέπεται στον παρόντα Νόμο˙
«Ταμεία» σημαίνει τα ταμεία στα οποία καταβάλλεται κοινωνική εισφορά˙
«τρέχουσα εισφορά» σημαίνει κοινωνική εισφορά οφειλόμενη για οποιοδήποτε μήνα εισφορών η οποία δεν εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 3·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.