1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Ρύθμισης Ληξιπρόθεσμων Κοινωνικών Εισφορών Νόμος του 2016.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια:
«Διευθυντής» σημαίνει το Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων˙
«κοινωνική εισφορά» σημαίνει εισφορά που καταβάλλεται δυνάμει του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, του περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμου, του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου ή του περί Ταμείου Κοινωνικής Συνοχής Νόμου, του περί Γενικού Σχεδίου Υγείας Νόμου ή τέλος που καταβάλλεται δυνάμει του άρθρου 20 του περί Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Νόμου·
«ληξιπρόθεσμη εισφορά» σημαίνει κοινωνική εισφορά της οποίας η καθορισμένη από την οικεία νομοθεσία προθεσμία καταβολής έχει εκπνεύσει˙
«μήνας εισφορών» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμo·
«οικεία νομοθεσία» σημαίνει το Νόμο δυνάμει του οποίου καταβάλλεται η κοινωνική εισφορά και τους δυνάμει αυτού εκδοθέντες Κανονισμούς˙
«οφειλέτης» σημαίνει πρόσωπο το οποίο οφείλει ληξιπρόθεσμη εισφορά˙
«οφειλή» περιλαμβάνει τη ληξιπρόθεσμη εισφορά και το σχετικό με αυτήν πρόσθετο τέλος˙
«πρόσθετο τέλος» σημαίνει την επιβάρυνση που προβλέπει η οικεία νομοθεσία για ληξιπρόθεσμες εισφορές˙
«ρύθμιση» σημαίνει την εξόφληση της οφειλής σε δόσεις, όπως προβλέπεται στον παρόντα Νόμο˙
«Ταμεία» σημαίνει τα ταμεία στα οποία καταβάλλεται κοινωνική εισφορά˙
«τρέχουσα εισφορά» σημαίνει κοινωνική εισφορά οφειλόμενη για οποιοδήποτε μήνα εισφορών η οποία δεν εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 3·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
3. Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται σχετικά με οφειλές που αναφέρονται σε μήνες εισφορών που προηγούνται της ημερομηνίας που ορίζει ο Υπουργός με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
4.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας, δεν διεκδικείται οφειλή με την καταχώριση πολιτικής αγωγής, νοουμένου ότι κατόπιν αίτησης του οφειλέτη, o Διευθυντής εγκρίνει την εξόφληση της οφειλής σε μηνιαίες δόσεις σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6 και 7.
(2) Το πρόσθετο τέλος το οποίο επιβάλλεται για ληξιπρόθεσμη εισφορά η οποία τελεί υπό ρύθμιση, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, δεν αυξάνεται για περιόδους καθυστέρησης που επέρχονται μετά την ημερομηνία που ορίζεται από τον Υπουργό, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3.
5.-(1) Οφειλέτης, ο οποίος επιθυμεί να προβεί σε ρύθμιση της οφειλής του, υποβάλλει αίτηση, στον τύπο και τον τόπο που ο Υπουργός ορίζει με γνωστοποίηση η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία της εν λόγω δημοσίευσης.
(2)Οφειλέτης, ο οποίος έχει οφειλή που δεν τελεί υπό ρύθμιση κατά την ημερομηνία που ο Υπουργός ορίζει με γνωστοποίηση δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 3, δικαιούται να υποβάλει αίτηση για ρύθμιση σύμφωνα τις διατάξεις του εδαφίου (1):
(β) οφειλέτης, ο οποίος είναι λήπτης Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος ή Δημόσιου Βοηθήματος δυνάμει των διατάξεων του περί του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νόμου και του περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου, η οφειλή του οποίου τελούσε υπό ρύθμιση κατά την αναφερόμενη στο παρόν εδάφιο ημερομηνία,δεν δύναται να προβεί σε οποιαδήποτε νέα ρύθμιση με βάση το παρόν άρθρο:
(3) Η ρύθμιση εφαρμόζεται σχετικά με οφειλές που προηγούνται της ημερομηνίας που ορίζει ο Υπουργός στην αναφερόμενη στις διατάξεις του άρθρου 3 γνωστοποίηση.
6.-(1) Ο Διευθυντής εξετάζει κάθε αίτηση για ρύθμιση, το ταχύτερο δυνατό μετά τη λήψη της νοουμένου ότι ο αιτητής θα έχει υποβάλει την καθορισμένη βάσει των διατάξεων του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, κατάσταση αποδοχών και εισφορών για όλους τους μήνες εισφορών που εντάσσονται στη ρύθμιση.
(2) Η απόφαση του Διευθυντή γνωστοποιείται στον αιτητή αμέσως μετά τη λήψη της και αποστέλλεται μαζί με τη γνωστοποίηση στον αιτητή αναλυτική κατάσταση, η οποία παρουσιάζει ανά Ταμείο, τα ποσά των οφειλόμενων εισφορών και του αντίστοιχου επιβλητέου πρόσθετου τέλους, το ολικό ποσό της οφειλής, τον αριθμό των μηνιαίων δόσεων της ρύθμισης και το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης.
(3) Ο αιτητής μέσα σε διάστημα δεκαπέντε (15) ημερών από τη λήψη της γνωστοποίησης της απόφασης του Διευθυντή εφόσον αυτή είναι καταφατική, υποβάλλει στο Διευθυντή δήλωση αποδοχής της εγκριθείσας ρύθμισης, στον τύπο που καθορίζει ο Υπουργός, με γνωστοποίηση η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(4) Η ρύθμιση παράγει έννομα αποτελέσματα από τη στιγμή που ο οφειλέτης έχει καταβάλει την πρώτη μηνιαία δόση της οφειλής του νοουμένου ότι δεν οφείλει ληξιπρόθεσμη τρέχουσα εισφορά.
7.-(1) Η ρύθμιση οφειλής γίνεται σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις, ο αριθμός των οποίων δεν υπερβαίνει τις πενήντα τέσσερις (54).
(2) Το ελάχιστο ποσό κάθε μηνιαίας δόσης ορίζεται ως ακολούθως:
(α) Είκοσι πέντε (25) ευρώ για οφειλές που δεν υπερβαίνουν τα πεντακόσια ευρώ.
(β) Πενήντα (50) ευρώ για οφειλές ύψους από πεντακόσια ένα μέχρι χίλια ευρώ.
(γ) Εβδομήντα πέντε (75) ευρώ για οφειλές ύψους χιλίων ένα ευρώ και άνω:
Νοείται ότι, σε περίπτωση καθυστέρησης οφειλόμενης δόσης για ένα (1) μήνα, ο οφειλέτης εξοφλεί το ποσό της μαζί με την επόμενη δόση, διαφορετικά αυτό κατανέμεται εξίσου στις εναπομείνασες δόσεις της ρύθμισης.
(3) Η πρώτη δόση καταβάλλεται το αργότερο μέχρι την τελευταία ημέρα του μηνός κατά τον οποίον ο αιτητής έχει υποβάλει τη δήλωση αποδοχής της εγκριθείσας ρύθμισης, ενώ έκαστη από τις υπόλοιπες δόσεις καταβάλλεται το αργότερο μέχρι την τελευταία ημέρα του μήνα στον οποίο αυτή αντιστοιχεί:
(4) Οι προβλεπόμενες στο εδάφιο (3) δόσεις, καταβάλλονται στο Επαρχιακό Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στο οποίο ο οφειλέτης καταβάλλει συνήθως τις εισφορές του εκτός αν ο Διευθυντής αποφασίσει διαφορετικά.
(5) Με την είσπραξη κάθε δόσης, επιπροσθέτως της απόδειξης είσπραξης, επιδίδεται στον οφειλέτη ενημερωτική κατάσταση για το υπόλοιπο της οφειλής του ανά Ταμείο.
8. Το ποσό κάθε δόσης χρησιμοποιείται για την εξόφληση των οφειλών κατά χρονολογική σειρά, αρχίζοντας από τον πρώτο μήνα εισφορών που εμπίπτει στη ρύθμιση.
9.-(1) Οφειλέτης ο οποίος εξοφλεί εφάπαξ το σύνολο των υπό ρύθμιση ληξιπρόθεσμων εισφορών του, απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής του συνόλου του πρόσθετου τέλους που επιβλήθηκε αναφορικά με τις εισφορές αυτές.
(2) Σε περίπτωση που οι μηνιαίες δόσεις της ρύθμισης είναι λιγότερες από πενήντα τέσσερις (54), ο οφειλέτης απαλλάσσεται κατά ποσοστό του οφειλόμενου πρόσθετου τέλους ίσου με το ποσοστό μείωσης του αριθμού των μηνιαίων δόσεων σε σχέση με τον αριθμό πενήντα τέσσερα (54).
(3) Σε περίπτωση οφειλέτη ο οποίος σε οποιοδήποτε στάδιο της ρύθμισης επιλέγει να εξοφλήσει εφάπαξ τις υπόλοιπες οφειλόμενες δόσεις του ή καταβάλλει ποσό μεγαλύτερο της μιας δόσης, το ποσοστό μείωσης του καταβλητέου πρόσθετου τέλους υπολογίζεται εκ νέου με βάση τον τελικό αριθμό δόσεων, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του εδαφίου (2).
10.-(1) Η ρύθμιση ακυρώνεται αυτοδίκαια, εφόσον ο οφειλέτης καθυστερεί να καταβάλει οποιαδήποτε δόση πέραν των τριών (3) μηνών, περιλαμβανομένου του μηνός εντός του οποίου η δόση θα έπρεπε να είχε καταβληθεί ή παραλείπει να καταβάλει τρέχουσα εισφορά μέσα στην καθορισμένη από την οικεία νομοθεσία προθεσμία.
(2) Η ακύρωση της ρύθμισης συνεπάγεται την απώλεια όλων των προβλεπόμενων στον παρόντα Νόμο ευεργετημάτων για το υπόλοιπο της οφειλής, η οποία μετά την ακύρωση τυγχάνει χειρισμού με βάση τις διατάξεις των οικείων νομοθεσιών για την παράλειψη καταβολής εισφορών.
11.-(1) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν, στις περιπτώσεις οφειλετών εναντίον των οποίων εκκρεμούν ποινικές διώξεις ή πολιτικές αγωγές ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου σχετικά με οφειλές, καθώς και σε περιπτώσεις επιδικασμένων οφειλών για τις οποίες εκκρεμεί η εκτέλεση διατάγματος του Δικαστηρίου.
(2) Σε περίπτωση οφειλέτη εναντίον του οποίου εκκρεμεί ποινική δίωξη, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1) και ο οποίος επιλέγει να υπαχθεί στη ρύθμιση για εξόφληση της οφειλής του σε δόσεις, η ποινική δίωξη δυνατό να αναστέλλεται από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και προς τούτο ο Διευθυντής αποτείνεται στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας πληροφορώντας τον περί της ρύθμισης και υποβάλλοντας του αίτημα για αναστολή της ποινικής δίωξης.
(3) Σε περιπτώσεις επιδικασμένων οφειλών για τις οποίες εκκρεμεί η εκτέλεση του διατάγματος του Δικαστηρίου, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, δύναται, ασκώντας την εξουσία που του παρέχεται βάσει της παραγράφου 4 του Άρθρου 53 του Συντάγματος της Δημοκρατίας, να ενεργήσει ώστε η εκτέλεση του διατάγματος να υπαχθεί σε ρύθμιση με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και προς τούτο ο Διευθυντής αποτείνεται στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας πληροφορώντας τον περί του σχετικού αιτήματος του προσώπου εναντίον του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα.
12. Πολιτική αγωγή για οφειλές εναντίον προσώπου στο οποίο καταβάλλεται ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα δυνάμει του περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νόμου ή δημόσιο βοήθημα δυνάμει του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου, δεν δύναται να εγερθεί ενόσω το πρόσωπο αυτό είναι δικαιούχο είτε ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, είτε δημοσίου βοηθήματος:
13.-(1) Η ρύθμιση η οποία επετεύχθη κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, ουδόλως εμποδίζει το συμψηφισμό οφειλών με οφειλές του κράτους προς τον οφειλέτη σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Διαχείρισης των Εσόδων και Δαπανών και του Λογιστικού της Δημοκρατίας Νόμου, ή την εγγραφή επιβαρύνσεων δυνάμει του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου.
(2) Η παραγραφή της υποχρέωσης για καταβολή εισφορών, όπου αυτή προβλέπεται στην οικεία νομοθεσία ή σε οποιοδήποτε άλλο νόμο, δεν ισχύει για εισφορές που εντάσσονται στη ρύθμιση.
14.-(1) Οφειλέτης, ο οποίος δεν ικανοποιείται από οποιαδήποτε απόφαση εκδίδεται από το Διευθυντή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη γνωστοποίηση της απόφασης δύναται να υποβάλει ένσταση στον Υπουργό, αναφέροντας γραπτώς τους λόγους υποβολής της ένστασης και προσκομίζοντας τα αναγκαία υποστηρικτικά στοιχεία και έγγραφα.
(2) Ένσταση, η οποία δεν συνοδεύεται από τα απαραίτητα υποστηρικτικά στοιχεία και έγγραφα δεν εξετάζεται.
(3) Η υποβολή της ένστασης δεν αναστέλλει την ισχύ της ληφθείσας απόφασης.
(4) Ο Υπουργός εξετάζει την ένσταση εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, αποφασίζει επί αυτής και κοινοποιεί την απόφασή του στο πρόσωπο το οποίο υπέβαλε την ένσταση.
(5) Ο Υπουργός κατά το χειρισμό της ένστασης δύναται να αναθέτει στο Γενικό Διευθυντή ή σε λειτουργό του Υπουργείου του ή σε άλλα πρόσωπα που βρίσκονται στην υπηρεσία του Υπουργείου του ή σε επιτροπή λειτουργών του Υπουργείου του, να εξετάσει τα θέματα που αναφύονται στην ένσταση και να του υποβάλει έκθεση πριν να εκδώσει την απόφασή του.
(6) Ο Υπουργός δύναται –
(α) να απορρίψει εν όλω ή εν μέρει την ένσταση και να επικυρώσει την προσβληθείσα απόφαση, ανάλογα˙
(β) να εγκρίνει εν όλω ή εν μέρει την ένσταση και να ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση, ανάλογα˙
(γ) να τροποποιήσει την προσβληθείσα απόφαση˙
(δ) να προβεί στην έκδοση νέας απόφασης σε αντικατάσταση της προσβληθείσας˙
(ε) να παραπέμψει την υπόθεση στο Διευθυντή, με εντολή να προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια.
(7) Ο Υπουργός κατά τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης δυνάμει των παραγράφων (δ) και (ε) του εδαφίου (6) δύναται να λάβει υπόψη και γεγονότα μεταγενέστερα της έκδοσης της απόφασης που αποτελεί αντικείμενο της ένστασης ιδίως, και νοουμένου ότι θα διαπιστωθεί η ύπαρξη αιτιολογημένων λόγων, για τη μη εμπρόθεσμη υποβολή της αίτησης που προβλέπεται στο άρθρο 5, ή τη μη εμπρόθεσμη υποβολή της δήλωσης αποδοχής που προβλέπεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 6, ή τη μη καταβολή τρέχουσας εισφοράς, εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στην οικεία νομοθεσία, ως αναφέρεται στο άρθρο 10 υπό την προϋπόθεση ότι κατά την εξέταση της ένστασης ο οφειλέτης έχει καταβάλει την τρέχουσα εισφορά.
15. Ο Διευθυντής δύναται να εκχωρήσει οποιαδήποτε από τις εξουσίες που του παρέχονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου σε οποιοδήποτε λειτουργό του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή σε οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο δεόντως εξουσιοδοτημένο προς τούτο και η εκχώρηση των σχετικών εξουσιών δύναται να υπόκειται σε τέτοιους όρους, εξαιρέσεις και επιφυλάξεις ως ο Διευθυντής ήθελε καθορίσει σε τέτοια εξουσιοδότηση.
16. Ο Υπουργός δύναται να αποφασίζει για οποιοδήποτε θέμα διαδικαστικής φύσης το οποίο χρήζει διευκρίνισης ή για ο,τιδήποτε άλλο απαιτείται προς συμπλήρωση αναφυόμενων διαδικαστικών κενών, με σκοπό την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
17. Οποιαδήποτε υποχρέωση του Υπουργού δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δύναται αντί αυτού να αναληφθεί από το Γενικό Διευθυντή, το Διευθυντή, οποιοδήποτε λειτουργό ή άλλο πρόσωπο που ενεργεί δυνάμει εξουσιοδότησης του Υπουργού και οποιαδήποτε δήλωση ή/και κοινοποίηση υπογραμμένη από αυτόν, η οποία πιστοποιεί ότι οι πιο πάνω ενεργούν δυνάμει εξουσιοδότησής του, αποτελεί απόδειξη σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία.
18.-(1)Οποιοδήποτε πιστοποιητικό του Διευθυντή ή εξουσιοδοτημένου από αυτόν λειτουργού με το οποίο βεβαιώνονται -
(α) τα στοιχεία ή/και οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην αίτηση για ρύθμιση οφειλής˙
(β) ότι η αίτηση για ρύθμιση υποβλήθηκε σε συγκεκριμένη ημερομηνία·
(γ) ότι καταβλήθηκε οποιαδήποτε μηνιαία δόση ή ποσό από οφειλέτη,
αποτελεί ικανοποιητική μαρτυρία για το γεγονός που βεβαιώνεται με αυτό, εκτός εάν αποδειχθεί το αντίθετο.
(2) Φωτογραφία οποιουδήποτε εγγράφου το οποίο υποβλήθηκε στο Διευθυντή για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, η οποία πιστοποιήθηκε από το Διευθυντή ότι αποτελεί πιστό αντίγραφο του εγγράφου αυτού, γίνεται δεχτή ως απόδειξη σε οποιαδήποτε αστική ή ποινική διαδικασία, στην έκταση που γίνεται αποδεκτό και το ίδιο το έγγραφο.
19. Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου ουδόλως επηρεάζουν διευθετήσεις για εξόφληση οφειλών σε δόσεις, με βάση συμφωνία που έγινε μεταξύ του Διευθυντή και οποιουδήποτε οφειλέτη πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου:
20. Ο παρών Νόμος τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία που ορίζεται με γνωστοποίηση του Υπουργικού Συμβουλίου η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
4.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 105(Ι)/2017] αρχίζει με τη δημοσίευση του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(2) Η ισχύς των διατάξεων του άρθρου 2 του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 105(Ι)/2017] λογίζεται ότι αρχίζει από τις 2 Ιουλίου 2017.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 29(Ι)/2020] τίθεται σε ισχύ με τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 50(Ι)/2020] τίθεται σε ισχύ από την 1η Ιουλίου 2019.
Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 192(Ι)/2021] λογίζεται ότι άρχισε την 1η Ιουλίου 2021.
Η ισχύς του παρόντος Νόμου λογίζεται ότι άρχισε την 1η Ιουλίου 2022.
Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 110(Ι)/2023] λογίζεται ότι άρχισε την 1η Ιουλίου 2023.