2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«αγωγή αποζημίωσης” σημαίνει αγωγή για παράβαση των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου και/ή και των Άρθρων 101 και/ή 102 ΣΛΕΕ, με την οποία υποβάλλεται αξίωση αποζημίωσης, ενώπιον Δικαστηρίου, από φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι έχει υποστεί ζημία ή από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στο οποίο έχει μεταβιβαστεί το δικαίωμα του προσώπου που ισχυρίζεται ότι έχει υποστεί ζημία, περιλαμβανομένου του προσώπου στο οποίο περιήλθε η αξίωση αποζημίωσης·
«άμεσος αγοραστής» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο που απέκτησε απευθείας από τον παραβάτη προϊόντα ή υπηρεσίες, που αποτέλεσαν αντικείμενο παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού·
«αξίωση αποζημίωσης» σημαίνει αξίωση αποζημίωσης για ζημία που προκλήθηκε λόγω παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού·
«αποδεικτικά στοιχεία» σημαίνει κάθε αποδεικτικό στοιχείο που γίνεται δεκτό ενώπιον του Δικαστηρίου, ιδίως έγγραφα και κάθε άλλο αντικείμενο που περιέχει πληροφορίες, ανεξάρτητα από το μέσο στο οποίο αυτές είναι αποθηκευμένες·
«απόφαση παράβασης» σημαίνει απόφαση της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού ή Διοικητικού Δικαστηρίου, με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού·
«Άρθρο 101 ΣΛΕΕ» σημαίνει το Άρθρο 101 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
«Άρθρο 102 ΣΛΕΕ» σημαίνει το Άρθρο 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
«δήλωση επιεικούς μεταχείρισης» σημαίνει την προφορική ή γραπτή αναφορά ή αντίγραφό της που υποβάλλεται αυτοβούλως, από ή για λογαριασμό επιχείρησης ή φυσικού προσώπου σε εθνική αρχή ανταγωνισμού ή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην οποία περιγράφονται τα στοιχεία που γνωρίζουν η επιχείρηση ή το φυσικό πρόσωπο για τη σύμπραξη (καρτέλ) και ο ρόλος τους σε αυτήν, και η οποία καταρτίστηκε ειδικά με σκοπό την υποβολή της στην εθνική αρχή ανταγωνισμού ή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προκειμένου να εξασφαλισθεί ασυλία ή μείωση των προστίμων κατ' εφαρμογή προγράμματος επιεικούς μεταχείρισης, εξαιρουμένων προϋπαρχουσών πληροφοριών∙
«Δικαστήριο» σημαίνει επαρχιακό δικαστήριο∙
«δίκαιο ανταγωνισμού» σημαίνει τις διατάξεις των άρθρων 3 και/ή 6 του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου και/ή των διατάξεων των Άρθρων 101 και/ή 102 ΣΛΕΕ·
«εθνική αρχή ανταγωνισμού» σημαίνει αρχή που έχει οριστεί από κράτος μέλος κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 35 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, ως αρμόδια για την εφαρμογή των διατάξεων των Άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ∙
«ένωση επιχειρήσεων» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό ο περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμος·
«επιχείρηση» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό ο περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμος·
«έμμεσος αγοραστής» σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που απέκτησε, όχι απευθείας από έναν παραβάτη, αλλά από τον άμεσο αγοραστή ή από τον επόμενο αγοραστή, προϊόντα ή υπηρεσίες που αποτέλεσαν αντικείμενο παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού, ή προϊόντα ή υπηρεσίες που εμπεριέχουν τέτοια αγαθά ή υπηρεσίες ή προέκυψαν από τέτοια αγαθά ή υπηρεσίες·
«επιπλέον επιβάρυνση» σημαίνει τη διαφορά μεταξύ του τιμήματος που όντως καταβλήθηκε και του τιμήματος που θα είχε καταβληθεί εάν δεν υπήρχε παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού·
«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού που ιδρύθηκε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8 του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου∙
«Ευρωπαϊκή Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης∙
«επιχείρηση καλυπτόμενη από ασυλία» σημαίνει επιχείρηση ή φυσικό πρόσωπο που έχει εξασφαλίσει ασυλία, ως προς την επιβολή προστίμου, από εθνική αρχή ανταγωνισμού ή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο προγράμματος επιεικούς μεταχείρισης·
«ζημιωθείς» σημαίνει πρόσωπο, το οποίο έχει υποστεί ζημία λόγω παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού·
«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των Κανόνων Ανταγωνισμού που προβλέπονται στα Άρθρα 81 και 82 της συνθήκης·
«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ης Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής·
«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1206/2001» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1206/2001 του Συμβουλίου της 28ης Μαΐου 2001 για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών για τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις·
«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1215/2012» σημαίνει τον Κανονισμό αριθ. 1215 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, που αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις·
«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
«παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού» σημαίνει παράβαση των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου και/ή των διατάξεων των Άρθρων 101 και/ή 102 ΣΛΕΕ·
«παραβάτης» σημαίνει την επιχείρηση ή την ένωση επιχειρήσεων που τέλεσε την παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού·
«πρόγραμμα επιεικούς μεταχείρισης» σημαίνει το πρόγραμμα σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ ή/και του άρθρου 3 του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου, βάσει των οποίων ένας συμμετέχων σε σύμπραξη (καρτέλ), ανεξάρτητα από τις άλλες επιχειρήσεις που συμμετέχουν στη σύμπραξη, συνεργάζεται στο πλαίσιο της έρευνας εθνικής αρχής ανταγωνισμού ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, παρέχοντας αυτοβούλως στοιχεία σε σχέση με τη σύμπραξη και το ρόλο του σε αυτή, έναντι των οποίων ο συμμετέχων εξασφαλίζει, με απόφαση ή με διακοπή της διαδικασίας, ασυλία από πρόστιμα για τη συμμετοχή του στη σύμπραξη ή μείωση των εν λόγω προστίμων·
«προϋπάρχουσες πληροφορίες» σημαίνει αποδεικτικά στοιχεία που υπάρχουν ανεξάρτητα από τη διαδικασία της εθνικής αρχής ανταγωνισμού ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ασχέτως αν περιλαμβάνονται στο φάκελό τους·
«συμπράξεις (καρτέλ)» σημαίνει συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ δύο ή περισσότερων ανταγωνιστών που αποσκοπούν στο συντονισμό της ανταγωνιστικής τους συμπεριφοράς στην αγορά ή στον επηρεασμό των σημαντικών παραμέτρων του ανταγωνισμού, μέσω πρακτικών όπως είναι, μεταξύ άλλων, ο καθορισμός ή ο συντονισμός των τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής, μεταξύ άλλων σε σχέση με τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, η παροχή ποσοστώσεων παραγωγής ή πωλήσεων, η κατανομή των αγορών και πελατών, περιλαμβανομένης της νόθευσης διαγωνισμών, ο περιορισμός των εισαγωγών ή εξαγωγών και/ή ενέργειες αθέμιτου ανταγωνισμού σε βάρος άλλων ανταγωνιστών·
«συναινετική επίλυση διαφορών» σημαίνει κάθε μηχανισμό που επιτρέπει στα μέρη να καταλήξουν σε εξωδικαστική επίλυση διαφοράς σε σχέση με αξίωση αποζημίωσης·
«συναινετικός διακανονισμός» σημαίνει συμφωνία, η οποία επιτυγχάνεται μέσω συναινετικής επίλυσης διαφορών·
«Σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής» σημαίνει τη Σύσταση της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003 σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων·
«τελεσίδικη απόφαση παράβασης» σημαίνει απόφαση παράβασης που δεν υπόκειται πλέον σε προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ή, σε περίπτωση άσκησης προσφυγής την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου με την οποία επικυρώνεται η απόφαση παράβασης ή σε περίπτωση άσκησης Έφεσης κατά της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου, την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί της Έφεσης, με την οποία επικυρώνεται η απόφαση παράβασης·
«υπόμνημα για διακανονισμό», σημαίνει την αναφορά που υποβάλλεται αυτοβούλως από επιχείρηση ή για λογαριασμό της, σε εθνική αρχή ανταγωνισμού ή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην οποία η εν λόγω επιχείρηση παραδέχεται ή δεν αμφισβητεί τη συμμετοχή της σε παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού και την ευθύνη της για τη συγκεκριμένη παράβαση, και η οποία καταρτίστηκε ειδικά με σκοπό να μπορέσει η εθνική αρχή ανταγωνισμού ή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εφαρμόσει απλουστευμένη ή ταχεία διαδικασία.
(2) Στον παρόντα Νόμο, αναφορά σε πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και/ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης σημαίνει την εν λόγω πράξη, όπως αυτή εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται.