Προοίμιο

Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2014/104/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Νοεμβρίου 2014 σχετικά με ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημιώσεων βάσει του εθνικού δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης»,

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Αγωγών Αποζημίωσης για Παραβάσεις του Δικαίου του Ανταγωνισμού Νόμος του 2017.

Ερμηνεία

2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«αγωγή αποζημίωσης” σημαίνει αγωγή για παράβαση των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου και/ή και των Άρθρων 101 και/ή 102 ΣΛΕΕ, με την οποία υποβάλλεται αξίωση αποζημίωσης, ενώπιον Δικαστηρίου, από φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι έχει υποστεί ζημία ή από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στο οποίο έχει μεταβιβαστεί το δικαίωμα του προσώπου που ισχυρίζεται ότι έχει υποστεί ζημία, περιλαμβανομένου του προσώπου στο οποίο περιήλθε η αξίωση αποζημίωσης·

«άμεσος αγοραστής» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο που απέκτησε απευθείας από τον παραβάτη προϊόντα ή υπηρεσίες, που αποτέλεσαν αντικείμενο παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού·

«αξίωση αποζημίωσης» σημαίνει αξίωση αποζημίωσης για ζημία που προκλήθηκε λόγω παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού·

«αποδεικτικά στοιχεία» σημαίνει κάθε αποδεικτικό στοιχείο που γίνεται δεκτό ενώπιον του Δικαστηρίου, ιδίως έγγραφα και κάθε άλλο αντικείμενο που περιέχει πληροφορίες, ανεξάρτητα από το μέσο στο οποίο αυτές είναι αποθηκευμένες·

«απόφαση παράβασης» σημαίνει απόφαση της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού ή Διοικητικού Δικαστηρίου, με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού·

«Άρθρο 101 ΣΛΕΕ» σημαίνει το Άρθρο 101 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

«Άρθρο 102 ΣΛΕΕ» σημαίνει το Άρθρο 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

«δήλωση επιεικούς μεταχείρισης» σημαίνει την προφορική ή γραπτή αναφορά ή αντίγραφό της που υποβάλλεται αυτοβούλως, από ή για λογαριασμό επιχείρησης ή φυσικού προσώπου σε εθνική αρχή ανταγωνισμού ή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην οποία περιγράφονται τα στοιχεία που γνωρίζουν η επιχείρηση ή το φυσικό πρόσωπο για τη σύμπραξη (καρτέλ) και ο ρόλος τους σε αυτήν, και η οποία καταρτίστηκε ειδικά με σκοπό την υποβολή της στην εθνική αρχή ανταγωνισμού ή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προκειμένου να εξασφαλισθεί ασυλία ή μείωση των προστίμων κατ' εφαρμογή προγράμματος επιεικούς μεταχείρισης, εξαιρουμένων προϋπαρχουσών πληροφοριών∙

«Δικαστήριο» σημαίνει επαρχιακό δικαστήριο∙

«δίκαιο ανταγωνισμού» σημαίνει τις διατάξεις των άρθρων 3 και/ή 6 του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου και/ή των διατάξεων των Άρθρων 101 και/ή 102 ΣΛΕΕ·

«εθνική αρχή ανταγωνισμού» σημαίνει αρχή που έχει οριστεί από κράτος μέλος κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 35 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, ως αρμόδια για την εφαρμογή των διατάξεων των Άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ∙

«ένωση επιχειρήσεων» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό ο περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμος·

«επιχείρηση» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό ο περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμος·

«έμμεσος αγοραστής» σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που απέκτησε, όχι απευθείας από έναν παραβάτη, αλλά από τον άμεσο αγοραστή ή από τον επόμενο αγοραστή, προϊόντα ή υπηρεσίες που αποτέλεσαν αντικείμενο παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού, ή προϊόντα ή υπηρεσίες που εμπεριέχουν τέτοια αγαθά ή υπηρεσίες ή προέκυψαν από τέτοια αγαθά ή υπηρεσίες·

«επιπλέον επιβάρυνση» σημαίνει τη διαφορά μεταξύ του τιμήματος που όντως καταβλήθηκε και του τιμήματος που θα είχε καταβληθεί εάν δεν υπήρχε παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού·

«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού που ιδρύθηκε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8 του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου∙

«Ευρωπαϊκή Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης∙

«επιχείρηση καλυπτόμενη από ασυλία» σημαίνει επιχείρηση ή φυσικό πρόσωπο που έχει εξασφαλίσει ασυλία, ως προς την επιβολή προστίμου, από εθνική αρχή ανταγωνισμού ή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο προγράμματος επιεικούς μεταχείρισης·

«ζημιωθείς» σημαίνει πρόσωπο, το οποίο έχει υποστεί ζημία λόγω παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού·

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των Κανόνων Ανταγωνισμού που προβλέπονται στα Άρθρα 81 και 82 της συνθήκης·

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ης Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής·

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1206/2001» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1206/2001 του Συμβουλίου της 28ης Μαΐου 2001 για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών για τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1215/2012» σημαίνει τον Κανονισμό αριθ. 1215 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, που αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις·

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

«παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού» σημαίνει παράβαση των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου και/ή των διατάξεων των Άρθρων 101 και/ή 102 ΣΛΕΕ·

«παραβάτης» σημαίνει την επιχείρηση ή την ένωση επιχειρήσεων που τέλεσε την παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού·

«πρόγραμμα επιεικούς μεταχείρισης» σημαίνει το πρόγραμμα σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ ή/και του άρθρου 3 του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου, βάσει των οποίων ένας συμμετέχων σε σύμπραξη (καρτέλ), ανεξάρτητα από τις άλλες επιχειρήσεις που συμμετέχουν στη σύμπραξη, συνεργάζεται στο πλαίσιο της έρευνας εθνικής αρχής ανταγωνισμού ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, παρέχοντας αυτοβούλως στοιχεία σε σχέση με τη σύμπραξη και το ρόλο του σε αυτή, έναντι των οποίων ο συμμετέχων εξασφαλίζει, με απόφαση ή με διακοπή της διαδικασίας, ασυλία από πρόστιμα για τη συμμετοχή του στη σύμπραξη ή μείωση των εν λόγω προστίμων·

«προϋπάρχουσες πληροφορίες» σημαίνει αποδεικτικά στοιχεία που υπάρχουν ανεξάρτητα από τη διαδικασία της εθνικής αρχής ανταγωνισμού ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ασχέτως αν περιλαμβάνονται στο φάκελό τους·

«συμπράξεις (καρτέλ)» σημαίνει συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ δύο ή περισσότερων ανταγωνιστών που αποσκοπούν στο συντονισμό της ανταγωνιστικής τους συμπεριφοράς στην αγορά ή στον επηρεασμό των σημαντικών παραμέτρων του ανταγωνισμού, μέσω πρακτικών όπως είναι, μεταξύ άλλων, ο καθορισμός ή ο συντονισμός των τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής, μεταξύ άλλων σε σχέση με τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, η παροχή ποσοστώσεων παραγωγής ή πωλήσεων, η κατανομή των αγορών και πελατών, περιλαμβανομένης της νόθευσης διαγωνισμών, ο περιορισμός των εισαγωγών ή εξαγωγών και/ή ενέργειες αθέμιτου ανταγωνισμού σε βάρος άλλων ανταγωνιστών·

«συναινετική επίλυση διαφορών» σημαίνει κάθε μηχανισμό που επιτρέπει στα μέρη να καταλήξουν σε εξωδικαστική επίλυση διαφοράς σε σχέση με αξίωση αποζημίωσης·

«συναινετικός διακανονισμός» σημαίνει συμφωνία, η οποία επιτυγχάνεται μέσω συναινετικής επίλυσης διαφορών·

«Σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής» σημαίνει τη Σύσταση της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003 σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων·

«τελεσίδικη απόφαση παράβασης» σημαίνει απόφαση παράβασης που δεν υπόκειται πλέον σε προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ή, σε περίπτωση άσκησης προσφυγής την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου με την οποία επικυρώνεται η απόφαση παράβασης ή σε περίπτωση άσκησης Έφεσης κατά της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου, την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί της Έφεσης, με την οποία επικυρώνεται η απόφαση παράβασης·

«υπόμνημα για διακανονισμό», σημαίνει την αναφορά που υποβάλλεται αυτοβούλως από επιχείρηση ή για λογαριασμό της, σε εθνική αρχή ανταγωνισμού ή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην οποία η εν λόγω επιχείρηση παραδέχεται ή δεν αμφισβητεί τη συμμετοχή της σε παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού και την ευθύνη της για τη συγκεκριμένη παράβαση, και η οποία καταρτίστηκε ειδικά με σκοπό να μπορέσει η εθνική αρχή ανταγωνισμού ή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εφαρμόσει απλουστευμένη ή ταχεία διαδικασία.

(2) Στον παρόντα Νόμο, αναφορά σε πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και/ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης σημαίνει την εν λόγω πράξη, όπως αυτή εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

Σκοπός του παρόντος Νόμου

3.-(1) Ο παρών Νόμος αποσκοπεί να διασφαλίσει ότι οιοσδήποτε υπέστη ζημία λόγω παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού από επιχείρηση ή από ένωση επιχειρήσεων, μπορεί να ασκήσει αποτελεσματικά το δικαίωμα για αξίωση πλήρους αποζημίωσης για την εν λόγω ζημία από την επιχείρηση ή την ένωση επιχειρήσεων.

(2) Ο παρών Νόμος θεσπίζει κανόνες για το συντονισμό μεταξύ της εφαρμογής του δικαίου ανταγωνισμού από εθνική αρχή ανταγωνισμού και την εφαρμογή του δικαίου ανταγωνισμού σε αγωγές αποζημίωσης ενώπιον Δικαστηρίου.

Δικαίωμα πλήρους αποζημίωσης

4.-(1) Οιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή δημόσια αρχή που έχει υποστεί ζημία λόγω παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού μπορεί να αξιώσει και να επιτύχει πλήρη αποζημίωση για την εν λόγω ζημία.

(2) Ως πλήρης αποζημίωση θεωρείται η αποκατάσταση του προσώπου που ζημιώθηκε στην κατάσταση, στην οποία θα βρισκόταν εάν δεν είχε τελεσθεί η παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού, με την επιδίκαση, ιδίως γενικών και/ή ειδικών αποζημιώσεων και/ή διαφυγόντος κέρδους, όπως και καταβολή τόκων, οι οποίοι οφείλονται από τη στιγμή κατά την οποία προκλήθηκε η ζημία και μέχρι την καταβολή της αποζημίωσης:

Νοείται ότι, η πλήρης αποζημίωση δεν περιλαμβάνει επιδίκαση τιμωριτικών αποζημιώσεων.

Κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων

5.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 6, 7 και 8, σε διαδικασίες αγωγής αποζημίωσης, κατόπιν αιτήματος του ενάγοντος ή του εναγομένου, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει τον ενάγοντα ή τον εναγόμενο ή τρίτο πρόσωπο να κοινοποιήσει αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία έχει υπό τον έλεγχό του.

(2) Το Δικαστήριο δύναται να διατάξει την κοινοποίηση συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων ή σχετικών κατηγοριών αποδεικτικών στοιχείων, εφόσον αυτά προσδιορίζονται με σαφή και συγκεκριμένο τρόπο από τον υποβάλλοντα τεκμηριωμένο αίτημα, βάσει ευλόγως διαθέσιμων στοιχείων για πραγματικά περιστατικά.

(3) Κατά τη λήψη απόφασης για κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων, το Δικαστήριο εφαρμόζει την αρχή της αναλογικότητας και για να κρίνει κατά πόσο η κοινοποίηση που ζητά ένας διάδικος είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα έννομα συμφέροντα όλων των εμπλεκόμενων διαδίκων και τρίτων και ειδικότερα-

(α) Το βαθμό στον οποίο η αγωγή ή η υπεράσπιση υποστηρίζεται από διαθέσιμα στοιχεία για πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούν το αίτημα κοινοποίησης∙

(β) την έκταση και το κόστος της κοινοποίησης, ιδίως για τυχόν εμπλεκόμενα τρίτα μέρη, προκειμένου να αποφευχθεί η αναζήτηση πληροφοριών που δεν προσδιορίζονται, η οποία είναι απίθανο να είναι σημαντική για τα διάδικα μέρη∙

(γ) κατά πόσο τα αποδεικτικά στοιχεία των οποίων ζητείται η κοινοποίηση περιέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες, που αφορούν ιδίως τρίτους, όπως και τις λεπτομέρειες για την προστασία των εν λόγω εμπιστευτικών πληροφοριών:

Νοείται ότι, το συμφέρον των επιχειρήσεων να αποφεύγουν αγωγές αποζημίωσης λόγω παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού δεν συνιστά συμφέρον που χρήζει προστασίας.

(4) Το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της εκδίκασης αγωγής αποζημίωσης, δύναται να διατάξει την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων που περιέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, νοουμένου ότι όταν διατάξει κοινοποίηση των πληροφοριών αυτών, χρησιμοποιεί και επιβάλλει αποτελεσματικά, κατά την κρίση του, μέτρα για την προστασία τους, περιλαμβανομένων των ακόλουθων μέτρων:

(α) Φύλαξη των εμπιστευτικών πληροφοριών σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο υπό την ευθύνη του οικείου πρωτοκολλητή∙

(β) καταχώριση των εμπιστευτικών πληροφοριών σε ασφαλισμένους και σφραγισμένους φακέλους, στους οποίους έχουν πρόσβαση μόνο το Δικαστήριο και οι διάδικοι που καθορίζονται από το Δικαστήριο∙

(γ) ανάθεση σε εμπειρογνώμονες του καταρτισμού περίληψης των πληροφοριών σε μη εμπιστευτική εκδοχή∙

(δ) κάθε άλλο μέτρο που το Δικαστήριο κρίνει πρόσφορο.

(5) Το Δικαστήριο, όταν διατάσσει την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων, μεριμνά για την πλήρη εφαρμογή του δικηγορικού απορρήτου που ισχύει δυνάμει του ενωσιακού ή του εθνικού δικαίου.

(6) Προτού το Δικαστήριο διατάξει την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων, παρέχει τη δυνατότητα να ακουστούν στα πρόσωπα από τα οποία ζητείται η κοινοποίηση.

(7) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του Δικαστηρίου που απορρέουν από τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1206/2001.

Κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στο φάκελο εθνικής αρχής ανταγωνισμού

6.-(1) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 5, το Δικαστήριο, όταν διατάσσει την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στο φάκελο εθνικής αρχής ανταγωνισμού ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εφαρμόζει τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

(2) Κατά την αξιολόγηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 5, της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας, το Δικαστήριο εξετάζει, επιπρόσθετα από τα αναφερόμενα στο εν λόγω εδάφιο, τα εξής:

(α) Κατά πόσο το αίτημα έχει διατυπωθεί ειδικά σε σχέση με τη φύση, το αντικείμενο ή το περιεχόμενο των εγγράφων που υποβλήθηκαν σε εθνική αρχή ανταγωνισμού ή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή παρέμειναν στο φάκελο αυτής της αρχής ανταγωνισμού ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και όχι ως γενικό αίτημα σχετικά με έγγραφα που υποβλήθηκαν σε εθνική αρχή ανταγωνισμού ή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή∙

(β) κατά πόσο ο διάδικος που ζήτησε την κοινοποίηση το έκανε σε συνάρτηση με αγωγή αποζημίωσης, ασκηθείσα ενώπιον Δικαστηρίου∙

(γ) την ανάγκη να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της δημόσιας επιβολής του δικαίου ανταγωνισμού.

(3) Το Δικαστήριο δύναται να διατάξει την κοινοποίηση των ακόλουθων κατηγοριών αποδεικτικών στοιχείων, μόνο εφόσον η εθνική αρχή ανταγωνισμού ή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει περατώσει τις διαδικασίες της με την έκδοση απόφασης ή με άλλο τρόπο:

(α) Πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν από φυσικό ή νομικό πρόσωπο ειδικά για τη διαδικασία εθνικής αρχής ανταγωνισμού ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής∙

(β) πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν από εθνική αρχή ανταγωνισμού ή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και απεστάλησαν στους διαδίκους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιόν της· και

(γ) υπομνήματα για διακανονισμό που αποσύρθηκαν.

(4) Κατά την εκδίκαση αγωγής αποζημίωσης, το Δικαστήριο δεν δύναται να απαιτήσει από διάδικο ή τρίτο να κοινοποιήσει οιαδήποτε από τις ακόλουθες κατηγορίες αποδεικτικών στοιχείων:

(α) Δηλώσεις επιεικούς μεταχείρισης∙ και

(β) υπομνήματα για διακανονισμό.

(5) (α) Ο ενάγων μπορεί να υποβάλει αιτιολογημένο αίτημα και να ζητήσει όπως το Δικαστήριο έχει πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία που προβλέπονται στις διατάξεις των παραγράφων (α) ή (β) του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου, με μοναδικό σκοπό να επιβεβαιωθεί ότι το περιεχόμενό τους ανταποκρίνεται στους ορισμούς που περιέχονται στις διατάξεις του άρθρου 2.

(β) Κατά την αναφερόμενη στην παράγραφο (α) αξιολόγηση αυτή το Δικαστήριο δύναται να ζητήσει τη συνδρομή της αρμόδιας εθνικής αρχής ανταγωνισμού ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και οι συντάκτες των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων μπορούν επίσης να κληθούν σε ακρόαση.

(γ) Σε καμία περίπτωση το Δικαστήριο δεν επιτρέπει την πρόσβαση σε αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία σε άλλους διάδικους ή σε τρίτα πρόσωπα.

(6) Εάν μέρος μόνο του αποδεικτικού στοιχείου που ζητήθηκε εμπίπτει σε μία από τις προβλεπόμενες στο εδάφιο (4) κατηγορίες, τα υπόλοιπα μέρη του, αναλόγως σε ποια κατηγορία υπάγονται, κοινοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

(7) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του παρόντος άρθρου, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων που βρίσκονται στο φάκελο εθνικής αρχής ανταγωνισμού ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και δεν εμπίπτουν σε καμία από τις κατηγορίες που προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

(8) Σε περίπτωση που διάδικος ή τρίτο πρόσωπο δεν είναι σε θέση, για εύλογους λόγους, να προσκομίσει αποδεικτικό στοιχείο που περιλαμβάνεται στο φάκελο εθνικής αρχής ανταγωνισμού ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το Δικαστήριο δύναται να ζητήσει το σχετικό αποδεικτικό στοιχείο από την εν λόγω εθνική αρχή ανταγωνισμού ή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

(9) Εθνική αρχή ανταγωνισμού ή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δύνανται, εξ ιδίας πρωτοβουλίας, να διατυπώσουν απόψεις επί της αναλογικότητας αιτήματος κοινοποίησης, υποβάλλοντας σχετικές παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ζητείται η έκδοση διαταγής κοινοποίησης.

(10) Ο διάδικος που αιτείται κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στο φάκελο εθνικής αρχής ανταγωνισμού ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οφείλει να επιδώσει το σχετικό αίτημα στην εν λόγω εθνική αρχή ή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή·

(11) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν τους κανόνες και τις πρακτικές για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα βάσει των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

(12) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν τους κανόνες και τις πρακτικές που προβλέπονται στο ενωσιακό και στο εθνικό δίκαιο για την προστασία των εσωτερικών εγγράφων των εθνικών αρχών ανταγωνισμού και της μεταξύ τους αλληλογραφίας.

Περιορισμοί στη χρήση αποδεικτικών στοιχείων που λαμβάνονται αποκλειστικά μέσω πρόσβασης στο φάκελο εθνικής αρχής ανταγωνισμού

7.-(1) Τα αποδεικτικά στοιχεία που εμπίπτουν στις κατηγορίες που προβλέπονται στις διατάξεις των παραγράφων (α) ή (β) του εδαφίου (4) του άρθρου 6, τα οποία λαμβάνονται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο αποκλειστικά μέσω πρόσβασης στο φάκελο εθνικής αρχής ανταγωνισμού ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θεωρούνται απαράδεκτα σε αγωγές αποζημίωσης.

(2) Τα αποδεικτικά στοιχεία που εμπίπτουν στις κατηγορίες που προβλέπονται στις διατάξεις των παραγράφων (α) ή (β) ή (γ) του εδαφίου (3) του άρθρου 6, τα οποία λαμβάνονται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο αποκλειστικά μέσω πρόσβασης στο φάκελο εθνικής αρχής ανταγωνισμού ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θεωρούνται απαράδεκτα σε αγωγές αποζημίωσης μέχρις ότου εθνική αρχή ανταγωνισμού ή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή περατώσει τη διαδικασία της με την έκδοση απόφασης ή με άλλο τρόπο,.

(3) Τα αποδεικτικά στοιχεία που λαμβάνονται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο αποκλειστικά μέσω πρόσβασης στο φάκελο εθνικής αρχής ανταγωνισμού ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και τα οποία δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες που προβλέπονται στις διατάξεις των εδαφίων (3) ή (4) του άρθρου 6, μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης μόνο από το πρόσωπο αυτό ή από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο μεταβιβάστηκαν τα δικαιώματα του εν λόγω προσώπου, συμπεριλαμβανομένου του προσώπου που απέκτησε την αξίωση αποζημίωσης του εν λόγω προσώπου.

Κυρώσεις

8.-(1) Το Δικαστήριο δύναται να επιβάλει κυρώσεις σε βάρος διαδίκων, τρίτων ή των νόμιμων αντιπροσώπων τους σε οποιαδήποτε από τις εξής περιπτώσεις:

(α) Παράλειψη ή άρνηση συμμόρφωσης με δικαστική διαταγή κοινοποίησης∙

(β) καταστροφή σχετικών αποδεικτικών στοιχείων∙

(γ) παράλειψη ή άρνηση συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται με διαταγή του Δικαστηρίου για την προστασία εμπιστευτικών πληροφοριών∙

(δ) παράβαση των περιορισμών κατά τη χρήση αποδεικτικών στοιχείων.

(2) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου, σε οποιαδήποτε από τις αναφερόμενες στο εδάφιο (1) περιπτώσεις, το δικαστήριο δύναται να επιβάλει τις ακόλουθες κυρώσεις:

(α) Χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€250.000)∙ ή/και

(β) ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες.

(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (2), στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις διατάξεις του εδαφίου (1), το Δικαστήριο δύναται να προβεί στη συναγωγή επιβαρυντικών για τον εκάστοτε διάδικο συμπερασμάτων, όπως τεκμαίροντας ότι ένα κρίσιμο ζήτημα έχει αποδειχθεί, ή/και απορρίπτοντας μερικώς ή ολικώς τις αξιώσεις του διάδικου, ή/και καταδικάζοντας το διάδικο στην καταβολή των εξόδων όλης της διαδικασίας.

Ισχύς των αποφάσεων

9.-(1) Τελεσίδικη απόφαση παράβασης της Επιτροπής, με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού, αποτελεί αμάχητο τεκμήριο σε διαδικασία αγωγής αποζημίωσης ενώπιον Δικαστηρίου.

(2) Τελεσίδικη απόφαση, η οποία έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος, δύναται να υποβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, ως εκ πρώτης όψεως μέσο απόδειξης του γεγονότος της παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού και, κατά περίπτωση, μπορεί να εκτιμηθεί παράλληλα με τυχόν άλλο αποδεικτικό υλικό που προσκομίζουν οι διάδικοι.

(3) Για τους σκοπούς των διατάξεων του εδαφίου (2), «τελεσίδικη απόφαση» σημαίνει απόφαση εθνικής αρχής ανταγωνισμού ή αναθεωρητικού δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού και η οποία δεν μπορεί ή δεν μπορεί πλέον να υπόκειται σε τακτικό ένδικο μέσο.

(4) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του Δικαστηρίου για υποβολή προδικαστικού ερωτήματος δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

Παραγραφή

10.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, η περίοδος παραγραφής για την άσκηση αγωγής αποζημίωσης, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είναι εξαετής.

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, η περίοδος παραγραφής για την άσκηση αγωγών αποζημίωσης, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δεν αρχίζει πριν από την παύση της παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού και προτού ο ενάγων λάβει γνώση ή μπορεί ευλόγως να αναμένεται ότι γνωρίζει τα εξής:

(α) Τη συμπεριφορά και το γεγονός που συνιστά παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού∙

(β) το γεγονός ότι η παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού προκάλεσε ζημία στον ίδιο∙ και

(γ) την ταυτότητα του παραβάτη.

(3) Η περίοδος παραγραφής αναστέλλεται εάν εθνική αρχή ανταγωνισμού ή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή λάβει μέτρα, τα οποία αποβλέπουν στη διερεύνηση ή τη διαδικασία για παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού με την οποία σχετίζεται η αγωγή αποζημίωσης. η αναστολή λήγει ένα έτος μετά την έκδοση τελεσίδικης απόφασης για την παράβαση ή μετά την περάτωση της διαδικασίας με άλλον τρόπο.

(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «τελεσίδικη απόφαση» έχει, σε σχέση με απόφαση της Επιτροπής την έννοια που αποδίδουν στον όρο αυτό οι διατάξεις του άρθρου 2, και σε σχέση με απόφαση άλλης εθνικής αρχής ανταγωνισμού ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής την έννοια που αποδίδουν στον όρο αυτό οι διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 9.

Ευθύνη από κοινού και εις ολόκληρο

11.-(1) Οι επιχειρήσεις ή οι ενώσεις επιχειρήσεων οι οποίες παραβίασαν το δίκαιο ανταγωνισμού, με από κοινού συμπεριφορά, ευθύνονται από κοινού και κεχωρισμένως εις ολόκληρο για τη ζημία που προκλήθηκε από την παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού.

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου και με την επιφύλαξη του δικαιώματος πλήρους αποζημίωσης, όπως προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 4, σε περίπτωση που ο παραβάτης είναι μικρομεσαία επιχείρηση, ο παραβάτης ευθύνεται μόνον έναντι των δικών του άμεσων ή έμμεσων αγοραστών, εφόσον-

(α) Το μερίδιό της ΜΜΕ στη σχετική αγορά ήταν κατώτερο του 5%, ανά πάσα στιγμή, κατά τη διάρκεια της παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού∙ και

(β) η εφαρμογή των συνήθων κανόνων περί ευθύνης από κοινού και εις ολόκληρο θα έθετε σε μη αναστρέψιμο κίνδυνο την οικονομική της βιωσιμότητα και θα οδηγούσε σε απώλεια όλης της αξίας των περιουσιακών της στοιχείων:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, «μικρομεσαία επιχείρηση» ή «ΜΜΕ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στη Σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής.

(3) Οι διατάξεις του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται, εφόσον-

(α) Η ΜΜΕ ηγήθηκε της παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού ή εξανάγκασε άλλες επιχειρήσεις να συμμετάσχουν στην παράβαση αυτή∙ ή

(β) η ΜΜΕ είχε καταδικαστεί στο παρελθόν για παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού.

(4) Ανεξάρτητα από τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, επιχείρηση που καλυπτόμενη από ασυλία ευθύνεται από κοινού και εις ολόκληρο ως εξής:

(α) Έναντι των άμεσων ή έμμεσων αγοραστών ή προμηθευτών της∙ και

(β) έναντι άλλων ζημιωθέντων, μόνο εφόσον δεν μπορεί να ληφθεί πλήρης αποζημίωση από τις υπόλοιπες επιχειρήσεις που είχαν εμπλακεί στην ίδια παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού.

(5) Ο παραβάτης μπορεί να ανακτήσει συνεισφορά από οποιοδήποτε άλλο παραβάτη, το ύψος της οποίας καθορίζεται σε συνάρτηση με τη σχετική ευθύνη του για τη ζημία που προκλήθηκε από την παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού:

Νοείται ότι το ύψος της συνεισφοράς παραβάτη, στον οποίο έχει χορηγηθεί ασυλία από την επιβολή προστίμου στο πλαίσιο προγράμματος επιεικούς μεταχείρισης, δεν υπερβαίνει το ύψος της ζημίας που αυτός προκάλεσε στους δικούς της άμεσους ή έμμεσους αγοραστές ή προμηθευτές:

Νοείται περαιτέρω ότι στο βαθμό που η παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού προκάλεσε ζημία σε άλλους ζημιωθέντες, εκτός από τους άμεσους ή έμμεσους αγοραστές ή προμηθευτές των παραβατών, το ύψος της προς άλλους παραβάτες συνεισφοράς του δικαιούχου ασυλίας καθορίζεται σε συνάρτηση με τη σχετική ευθύνη του για την εν λόγω ζημία.

Μετακύλιση της επιπλέον επιβάρυνσης και κανόνες που διέπουν το δικαίωμα πλήρους αποζημίωσης

12. (1) Οποιοδήποτε πρόσωπο υπέστη ζημία, ανεξαρτήτως από το αν είναι άμεσος ή έμμεσος αγοραστής του παραβάτη δύναται να απαιτήσει αποζημίωση δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(2) Η αποζημίωση που επιδικάζεται από το Δικαστήριο δεν υπερβαίνει την αξία της ζημίας η οποία προκλήθηκε στον ενάγοντα, λόγω της παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού, ενώ λαμβάνει υπόψη την ευθύνη του παραβάτη.

(3) Η αποζημίωση για πραγματική ζημία σε οιοδήποτε επίπεδο της αλυσίδας εφοδιασμού δεν πρέπει να υπερβαίνει τη ζημία λόγω επιπλέον επιβάρυνσης που προκλήθηκε σε αυτό το επίπεδο.

(4) Ο ζημιωθείς έχει δικαίωμα να απαιτεί και να λαμβάνει αποζημίωση για διαφυγόν κέρδος, λόγω ολικής ή μερικής μετακύλισης της επιπλέον επιβάρυνσης.

(5) Το Δικαστήριο κατά την επιδίκαση αποζημίωσης λαμβάνει υπόψη οποιοδήποτε μερίδιο της επιπλέον επιβάρυνσης που μετακυλίστηκε στον έμμεσο αγοραστή όπως αυτό τεκμηριώθηκε από τους διαδίκους.

(6) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται κατ’ αναλογία όταν η παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού αφορά προμήθειες στον παραβάτη.

Ένσταση μετακύλισης

13. Ο εναγόμενος στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης δύναται να επικαλεσθεί ως υπεράσπιση για να αντικρούσει την αξίωση αποζημίωσης, το γεγονός ότι ο ενάγων μετακύλισε, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, την επιπλέον επιβάρυνση που του επιβλήθηκε από την παράβαση:

Νοείται ότι, το βάρος απόδειξης ότι η επιπλέον επιβάρυνση μετακυλίστηκε βαρύνει τον εναγόμενο, ο οποίος δύναται να ζητήσει ευλόγως κοινοποιήσεις από τον ενάγοντα ή από τρίτους.

Έμμεσοι αγοραστές

14.-(1) Όταν σε αγωγή αποζημίωσης ο ενάγοντας είναι έμμεσος αγοραστής και, ως εκ τούτου η ύπαρξη αξίωσης αποζημίωσης ή το ποσό της αποζημίωσης που πρέπει να επιδικαστεί εξαρτάται από το αν ή σε ποιο βαθμό η επιπλέον επιβάρυνση μετακυλίστηκε στον ενάγοντα, λαμβανομένης υπόψη της εμπορικής τακτικής ότι οι αυξήσεις των τιμών μετακυλίονται στις επόμενες βαθμίδες της αλυσίδας εφοδιασμού, το βάρος απόδειξης της ύπαρξης και έκτασης της εν λόγω μετακύλισης το φέρει ο ενάγων, ο οποίος δύναται ευλόγως να απαιτήσει κοινοποιήσεις από τον εναγόμενο ή από τρίτους.

(2) Στην περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του εδαφίου (1), ενάγοντας θεωρείται ότι απέδειξε ότι επήλθε μετακύλιση σε αυτόν, εφόσον έχει αποδείξει ότι-

(α) Ο εναγόμενος έχει διαπράξει παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού∙

(β) η εν λόγω παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή επιπλέον επιβάρυνσης στον άμεσο αγοραστή του εναγομένου∙ και

(γ) ο ενάγοντας, ως έμμεσος αγοραστής αγόρασε τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που αποτέλεσαν αντικείμενο της παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού ή αγόρασε αγαθά ή υπηρεσίες, τα οποία είτε προήλθαν από τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που αποτέλεσαν αντικείμενο της παράβασης είτε περιείχαν τα εν λόγω αγαθά ή τις εν λόγω υπηρεσίες.

(3) Οι διατάξεις του εδαφίου (2) δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση που ο εναγόμενος μπορεί να αποδείξει κατά τρόπο αξιόπιστο και ικανοποιητικό για το Δικαστήριο ότι η επιπλέον επιβάρυνση δεν μετακυλίστηκε ή δεν μετακυλίστηκε εξ ολοκλήρου στον έμμεσο αγοραστή.

Αγωγές αποζημίωσης από ενάγοντες που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικές βαθμίδες της αλυσίδας εφοδιασμού

15.-(1) Το Δικαστήριο που επιλαμβάνεται αγωγής αποζημίωσης, όταν εξετάζει αν τηρήθηκε η κατανομή του βάρους απόδειξης κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 13 και 14, και προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο η άσκηση αγωγών από ενάγοντες που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικές βαθμίδες της αλυσίδας εφοδιασμού να οδηγήσει σε πολλαπλή ευθύνη ή σε έλλειψη ευθύνης του παραβάτη δύναται να λάβει δεόντως υπόψη του οτιδήποτε από τα ακόλουθα:

(α) Αγωγές αποζημίωσης που αφορούν την ίδια παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού, αλλά έχουν ασκηθεί από ενάγοντες που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικές βαθμίδες της αλυσίδας εφοδιασμού∙

(β) αποφάσεις που εκδίδονται επί αγωγών αποζημίωσης που αναφέρονται στις διατάξεις της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου∙

(γ) σχετικές πληροφορίες που έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί.

(2) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του Δικαστηρίου βάσει των διατάξεων του άρθρου 30 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012.

Καθορισμός της ζημίας

16.-(1) Για τον καθορισμό του ύψους των ζημιών, το Δικαστήριο δύναται, εφόσον διαπιστωθεί ότι ο ενάγων υπέστη ζημία, πλην όμως είναι πρακτικά αδύνατο ή υπερβολικά δυσχερές να καθοριστεί επακριβώς η προκληθείσα ζημία βάσει των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου αυτεπάγγελτα ή κατόπιν αιτήματος διαδίκου, εφόσον κρίνει τούτο σκόπιμο, να ζητήσει τη συνδρομή της Επιτροπής.

(2) Αποτελεί μαχητό τεκμήριο ότι οι παραβάσεις από συμπράξεις προκαλούν ζημία και ο παραβάτης έχει το δικαίωμα να αντικρούσει το εν λόγω τεκμήριο.

Ανασταλτικά και λοιπά αποτελέσματα της συναινετικής επίλυσης διαφορών

17.-(1) H περίοδος παραγραφής για την άσκηση αγωγής αποζημίωσης αναστέλλεται κατά τη διάρκεια διαδικασίας συναινετικής επίλυσης διαφορών:

Νοείται ότι η αναστολή της παραγραφής ισχύει μόνο σε σχέση με τους διαδίκους που συμμετέχουν ή συμμετείχαν, αυτοπροσώπως ή διά εκπροσώπου, στη διαδικασία συναινετικής επίλυσης διαφορών.

(2) Υπό την επιφύλαξη των σχετικών με τη διαιτησία διατάξεων του εθνικού δικαίου, το Δικαστήριο που επιλαμβάνεται αγωγής αποζημίωσης δύναται να αναστείλει μέχρι δύο (2) έτη τη διαδικασία, στις περιπτώσεις που οι διάδικοι συμμετέχουν σε διαδικασία συναινετικής επίλυσης διαφορών σχετικά με την αξίωση που καλύπτεται από την εν λόγω αγωγή αποζημίωσης.

(3) Η Επιτροπή δύναται να συνεκτιμήσει αποζημίωση που καταβλήθηκε ως αποτέλεσμα συναινετικού διακανονισμού ως ελαφρυντική περίσταση για σκοπούς έκδοσης απόφασής της περί επιβολής προστίμου.

Αποτέλεσμα των συναινετικών διευθετήσεων όσον αφορά μεταγενέστερες αγωγές αποζημίωσης

18.-(1) Μετά από συναινετικό διακανονισμό, η αξίωση του ζημιωθέντος μειώνεται κατά το μερίδιο του άλλου παραβάτη που συμμετέχει στη διαδικασία διακανονισμού στη ζημία που προκάλεσε η παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού στο ζημιωθέντα.

(2) Οποιαδήποτε εναπομένουσα αξίωση του ζημιωθέντος που συμμετέχει στη διαδικασία διακανονισμού ασκείται μόνο κατά των άλλων παραβατών που δεν συμμετέχουν σε αυτή, οι οποίοι δεν μπορούν να ανακτήσουν συνεισφορά για την εναπομένουσα αξίωση από τον παραβάτη που συμμετέχει στη διαδικασία.

(3) Νοουμένου ότι δεν αποκλείεται ρητώς από τους όρους του συναινετικού διακανονισμού, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, όταν οι άλλοι παραβάτες που δεν συμμετέχουν στη διαδικασία διακανονισμού δεν μπορούν να καταβάλουν την αποζημίωση που αντιστοιχεί στην εναπομένουσα αξίωση του ζημιωθέντος που συμμετέχει στη διαδικασία, τότε ο ζημιωθείς μπορεί να ασκήσει την εναπομένουσα αξίωση κατά του παραβάτη που συμμετέχει στη διαδικασία.

(4) Κατά τον προσδιορισμό του ποσού της συνεισφοράς που ένας από τους παραβάτες μπορεί να ανακτήσει από οποιοδήποτε από τους άλλους παραβάτες, ανάλογα με την ευθύνη που τους αναλογεί για την προκληθείσα ζημία λόγω της παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού, το Δικαστήριο λαμβάνει δεόντως υπόψη τυχόν αποζημίωση που καταβλήθηκε σύμφωνα με προηγούμενο συναινετικό διακανονισμό στον οποίο συμμετείχε ο παραβάτης.

Εξουσία για έκδοση Κανονισμών

19.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας προς καθορισμό οποιουδήποτε θέματος το οποίο κατά τον παρόντα Νόμο χρήζει ή είναι δεκτικό ειδικότερης ρύθμισης.

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να εκδίδει διαδικαστικό κανονισμό, προς ρύθμιση οποιουδήποτε διαδικαστικού θέματος που προκύπτει από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και ειδικότερα-

(α) Για τη κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων∙

(β) για τη λήψη και εφαρμογή μέτρων προστασίας κοινοποιηθέντων αποδεικτικών στοιχείων που περιέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες.

(3) Το Δικαστήριο δύναται να ρυθμίζει διαδικαστικά θέματα με απόφασή του για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, μέχρι την έκδοση των διαδικαστικών κανονισμών που προβλέπονται στις διατάξεις του εδαφίου (2).