13.-(1) Οφειλέτης ο οποίος δεν ικανοποιείται από οποιαδήποτε απόφαση εκδίδεται από τον Έφορο, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, έχει δικαίωμα να υποβάλει ένσταση στον Έφορο εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη γνωστοποίηση της απόφασης, αναφέροντας γραπτώς τους λόγους υποβολής της ένστασης και προσκομίζοντας τα αναγκαία υποστηρικτικά στοιχεία και έγγραφα.
(2) Ένσταση η οποία δεν συνοδεύεται από τα απαραίτητα υποστηρικτικά στοιχεία και έγγραφα δεν εξετάζεται:
Νοείται ότι, η υποβολή ένστασης δεν αναστέλλει την ισχύ της ληφθείσας απόφασης.
(3) Ο Έφορος εξετάζει την υποβληθείσα ένσταση εντός τριάντα (30) ημερών από τη λήψη της, αποφασίζει επί αυτής και κοινοποιεί την απόφασή του στο πρόσωπο το οποίο υπέβαλε την ένσταση.
(4) Ο Έφορος κατά την εξέταση της ένστασης δύναται να αναθέτει σε λειτουργό του Τμήματος Φορολογίας ή σε άλλο πρόσωπο που βρίσκεται στην υπηρεσία του Τμήματος ή σε επιτροπή λειτουργών του Τμήματος, την εξέταση των θεμάτων που αναφύονται στην ένσταση και την υποβολή έκθεσης σε αυτόν πριν την έκδοση της απόφασής του.
(5) Ο Έφορος δύναται -
(α) Να απορρίψει, εν όλω ή εν μέρει, την ένσταση και να επικυρώσει την προσβληθείσα απόφαση, ανάλογα∙
(β) να εγκρίνει, εν όλω ή εν μέρει, την ένσταση και να ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση, ανάλογα∙
(γ) να τροποποιήσει προσβληθείσα απόφαση∙
(δ) να προβεί στην έκδοση νέας απόφασης σε αντικατάσταση της προσβληθείσας απόφασης.
(6) Ο Έφορος κατά τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (δ) του εδαφίου (5) δύναται να λάβει υπόψη και γεγονότα μεταγενέστερα της έκδοσης της απόφασης που αποτελεί αντικείμενο της ένστασης.