1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Διαδικασίας Ρύθμισης Ληξιπρόθεσμων Φορολογικών Οφειλών Νόμος του 2017.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια:
«δήλωση» σημαίνει φορολογική δήλωση η οποία υποβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις:
(α) Των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων του 1978 έως 2016·
(β) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 1990 έως 2000·
(γ) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 2000 έως 2016·
«Έφορος» σημαίνει τον Έφορο Φορολογίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Τμήματος Φορολογίας Νόμου∙
«οικεία νομοθεσία» σημαίνει τους νόμους δυνάμει των οποίων προκύπτει φορολογική οφειλή και τους δυνάμει αυτών εκδοθέντες Κανονισμούς∙
«οφειλέτης» σημαίνει πρόσωπο το οποίο έχει ληξιπρόθεσμη φορολογική οφειλή, προς το κράτος και περιλαμβάνει την επιβλητέα πρόσθετη επιβάρυνση∙
«πρόσθετη επιβάρυνση» σημαίνει χρηματική επιβάρυνση ή/και τόκο που επιβάλλεται δυνάμει των διατάξεων:
(α) των περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων του 1961 έως 2002∙ ή/και
(β) των περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων του 2002 έως 2016· ή/και
(γ) των περί Εκτάκτου Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμων του 1985 έως 2002. ή/και
(δ) των περί Έκτακτης Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμων του 2002 έως 2016. ή/και
(ε) των περί Φορολογίας Ακινήτου Ιδιοκτησίας Νόμων του 1980 έως 2016· ή/και
(στ) των περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμων του 1980 έως 2016· ή/και
(ζ) των περί Φορολογίας Κληρονομιών Νόμων του 1962 έως 2000· ή/και
(η) των περί Έκτακτης Εισφοράς Εργοδοτουμένων, Συνταξιούχων και Αυτοτελώς Εργαζομένων του Ιδιωτικού Τομέα Νόμων του 2011 έως 2013, ή/και
(θ) των περί Εκτάκτου Εισφοράς (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμων του 1974 έως 1991∙ ή/και
(ι) των περί Χαρτοσήμων Νόμων του 1963 έως 2015∙ ή/και
(ια) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 1990 έως 2000· ή/και
(ιβ) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 2000 έως 2016· ή/και
(ιγ) των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων του 1978 έως 2016∙
«ρύθμιση» σημαίνει την εξόφληση φορολογικής οφειλής σε δόσεις σύμφωνα με διαδικασία που προβλέπεται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου∙
«τρέχουσα οφειλή» σημαίνει οποιαδήποτε φορολογική οφειλή η οποία δεν εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 3∙
«φορολογική οφειλή» σημαίνει ληξιπρόθεσμη οφειλή που προκύπτει σύμφωνα με τις διατάξεις:
(α) των περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων του 1961 έως 2002. ή / και
(β) των περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων του 2002 έως 2016. ή/και
(γ) των περί Εκτάκτου Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμων του 1985 έως 2002. ή/και
(δ) των περί Έκτακτης Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμων του 2002 έως 2016. ή/και
(ε) των περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμων του 1980 έως 2016. ή/και
(στ) των περί Φορολογίας Κληρονομιών Νόμων του 1962 έως 2000. ή/και
(ζ) των περί Φορολογίας Ακίνητου Ιδιοκτησίας Νόμων του 1980 έως 2016∙ ή/και
(η) των περί Εκτάκτου Εισφοράς (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμων του 1974 έως 1991∙ ή/και
(θ) των περί Έκτακτης Εισφοράς Εργοδοτουμένων, Συνταξιούχων και Αυτοτελώς Εργαζομένων του Ιδιωτικού Τομέα Νόμων του 2011 έως 2013. ή/και
(ι) των περί Χαρτοσήμων Νόμων του 1963 έως 2015. ή/και
(ια) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 1990 έως 2000∙ ή/και
(ιβ) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 2000 έως 2016∙ ή/και
(ιγ) των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων του 1978 έως 2016.
3. Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται σε φορολογικές οφειλές που αφορούν σε-
(α) χρονικές περιόδους που προηγούνται της ημερομηνίας έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, οι οποίες καθορίζονται σε γνωστοποίηση του Εφόρου η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας· και
(β) χρονικές περιόδους μέχρι την 31ην Δεκεμβρίου 2019, εφόσον ο οφειλέτης είναι πρόσωπο το οποίο εμπίπτει σε μια από τις πιο κάτω κατηγορίες:
(i) Επιχειρήσεις και αυτοτελώς εργαζομένους υποκείμενους στο Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ), που παρουσιάζουν μείωση του κύκλου εργασιών τους για το έτος 2020 σε σύγκριση με το έτος 2019, τουλάχιστον κατά είκοσι πέντε τοις εκατό (25%), λόγω των περιοριστικών μέτρων που λήφθηκαν για αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας του COVID-19∙ και
(ii) επιχειρήσεις και αυτοτελώς εργαζομένους που εξαιρούνται από την υποχρέωση εγγραφής στο Μητρώο ΦΠΑ (Εγκεκριμένα Ιδιωτικά Φροντιστήρια, Ωδεία/Μουσικές Σχολές και Σχολές Χορού), που παρουσιάζουν μείωση του κύκλου εργασιών τους για το έτος 2020 σε σύγκριση με το έτος 2019, τουλάχιστον κατά είκοσι πέντε τοις εκατό (25%), λόγω των περιοριστικών μέτρων που λήφθηκαν για αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας του COVID-19:
4.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας, δεν διεκδικείται οφειλή με την άσκηση ποινικής δίωξης νοουμένου ότι κατόπιν αίτησης του οφειλέτη, ο Έφορος εγκρίνει την εξόφληση φορολογικής οφειλής σε μηνιαίες δόσεις σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6 και 7.
(2) Πρόσθετη επιβάρυνση, η οποία επιβάλλεται για φορολογική οφειλή η οποία τελεί υπό ρύθμιση σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, δεν επαυξάνεται αναφορικά με περιόδους καθυστέρησης που επέρχονται μετά την ημερομηνία που ορίζεται από τον Έφορο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3.
5.-(1) Οφειλέτης, ο οποίος επιθυμεί να προβεί σε ρύθμιση φορολογικής οφειλής -
(α) σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) του άρθρου 3, δύναται να πράξει τούτο εντός έντεκα (11) μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί της Διαδικασίας Ρύθμισης Ληξιπρόθεσμων Φορολογικών Οφειλών (Τροποποιητικού) Νόμου του 2020, με την υποβολή αίτησης στον τύπο και κατά τον τρόπο που καθορίζεται σε γνωστοποίηση του Εφόρου που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας· ή
(β) σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (β) του άρθρου 3, δύναται να το πράξει εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί της Διαδικασίας Ρύθμισης Ληξιπρόθεσμων Φορολογικών Οφειλών (Τροποποιητικού) Νόμου του 2021.
(2) Πρόσωπο δύναται να προβεί σε ρύθμιση της φορολογικής οφειλής ή/και επιβληθείσας πρόσθετης επιβάρυνσης, η οποία έχει προκύψει μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Διαδικασίας Ρύθμισης Ληξιπρόθεσμων Φορολογικών Οφειλών Νόμου του 2017 και αφορά σε περιόδους που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης σε αυτό της φορολογικής οφειλής ή/και της πρόσθετης επιβάρυνσης:
(3) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 6 και τηρουμένων των λοιπών διατάξεων του παρόντος Νόμου, ο Έφορος δύναται να αποδέχεται προς εξέταση αίτηση για ρύθμιση η οποία υποβλήθηκε μετά την παρέλευση της προθεσμίας που προβλέπεται στα εδάφια (1) και (2), νοουμένου ότι ο αιτητής έχει υποβάλει, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για ρύθμιση, όλες τις φορολογικές δηλώσεις που όφειλε να υποβάλει σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου και του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου:
6.-(1) Ο Έφορος προχωρεί σε εξέταση υποβληθείσας αίτησης για ρύθμιση, με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου το ταχύτερο, νοουμένου ότι ο αιτητής έχει υποβάλει όλες τις απαραίτητες δηλώσεις για όλες τις περιόδους που εντάσσονται στη ρύθμιση:
(i) φορολογικές οφειλές που καθορίζονται στην παράγραφο (α) του άρθρου 3, εάν υποβληθεί μετά την 30ή Νοεμβρίου 2020∙
(ii) φορολογικές οφειλές που καθορίζονται στην παράγραφο (β) του άρθρου 3, εάν υποβληθεί μετά την 31η Δεκεμβρίου 2021.
(2) Ληφθείσα απόφαση του Εφόρου επί υποβληθείσας αίτησης κοινοποιείται στον αιτητή το ταχύτερο και εν πάση περιπτώσει εντός διαστήματος το οποίο δεν υπερβαίνει τις δεκαπέντε (15) ημέρες από την ημερομηνία λήψης της απόφασης μαζί με αναλυτική κατάσταση η οποία παρουσιάζει τα ποσά που συνιστούν τη φορολογική οφειλή και την αντίστοιχη πρόσθετη επιβάρυνση, το συνολικό ποσό της φορολογικής οφειλής, τον αριθμό των μηνιαίων δόσεων της ρύθμισης και το ποσό της καθορισθείσας μηνιαίας δόσης:
(3) Ο αιτητής, σε διάστημα δεκαπέντε (15) ημερών από τη λήψη της απόφασης του Εφόρου, εφόσον αυτή είναι θετική, υποβάλλει στον Έφορο δήλωση αποδοχής της εγκριθείσας ρύθμισης στον τύπο και κατά τρόπο που καθορίζεται σε γνωστοποίηση του Εφόρου η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας:
(4) Η ρύθμιση παράγει έννομα αποτελέσματα αφ’ ης ο οφειλέτης έχει καταβάλει την πρώτη μηνιαία δόση της φορολογικής οφειλής, νοουμένου ότι δεν έχει δημιουργηθεί οποιαδήποτε νέα τρέχουσα οφειλή η οποία κατέστη ληξιπρόθεσμη σε ημερομηνία η οποία έπεται της ημερομηνίας που ορίζει ο Έφορος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3.
7.-(1) Η ρύθμιση της οφειλής γίνεται σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις, ο αριθμός των οποίων δεν υπερβαίνει –
(α) Τις πενήντα τέσσερις (54) δόσεις για οφειλή μέχρι εκατόν χιλιάδες ευρώ (€100.000), νοουμένου ότι κάθε δόση δεν δύναται να είναι μικρότερη από πενήντα ευρώ (€50)∙
(β) τις εξήντα (60) δόσεις για φορολογική οφειλή πάνω από εκατόν χιλιάδες ευρώ (€100.000), νοουμένου ότι κάθε δόση δεν δύναται να είναι μικρότερη από χίλια οκτακόσια πενήντα δύο ευρώ (€1.852):
(2) Η πρώτη δόση καταβάλλεται το αργότερο μέχρι την τελευταία ημέρα του μηνός κατά τον οποίο ο αιτητής υπέβαλε δήλωση αποδοχής της εγκριθείσας ρύθμισης, ενώ έκαστη των υπολοίπων δόσεων καταβάλλεται το αργότερο μέχρι την τελευταία ημέρα του μηνός στον οποίο αυτή αντιστοιχεί.
(3) Οι δόσεις καταβάλλονται στο Τμήμα Φορολογίας κατά τον τρόπο που καθορίζεται στην απόφαση του Εφόρου που κοινοποιήθηκε στον αιτητή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6:
8. Με το ποσό κάθε δόσης εξοφλούνται οφειλές κατά χρονολογική σειρά, αρχίζοντας από την παλαιότερη από τις εμπίπτουσες στη ρύθμιση οφειλές.
9. Οφειλέτης απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής των πρόσθετων επιβαρύνσεων επί των υπό ρύθμιση φορολογικών οφειλών, ανάλογα με τον αριθμό των δόσεων που επιλέγονται προς εξόφληση της φορολογικής οφειλής, όπως ορίζεται σε γνωστοποίηση του Εφόρου η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
10.-(1) Η ρύθμιση ακυρώνεται αυτοδίκαια, εάν ο οφειλέτης –
(α) καθυστερεί να καταβάλει σωρευτικά οποιεσδήποτε πέντε (5) δόσεις. ή
(β) τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 3, παραλείπει να υποβάλει δήλωση ή/ και να καταβάλει τρέχουσα οφειλή εντός της καθορισμένης από την οικεία νομοθεσία προθεσμίας:
11.-(1) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν, στην περίπτωση οφειλέτη εναντίον του οποίου εκκρεμεί ποινική δίωξη/διαδικασία σχετικά με φορολογική οφειλή, καθώς και στην περίπτωση επιδικασμένης οφειλής για την οποία εκκρεμεί η εκτέλεση διατάγματος δικαστηρίου.
(2) Σε περίπτωση οφειλέτη εναντίον του οποίου εκκρεμεί ποινική δίωξη/διαδικασία βάσει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ο οποίος επιλέγει να υπαχθεί σε ρύθμιση για εξόφληση οφειλής σε δόσεις βάσει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ο Έφορος αποτείνεται στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας πληροφορώντας τον σχετικά για σκοπούς αναστολής ποινικής δίωξης, εφόσον τούτο κριθεί σκόπιμο.
(3) Οφειλέτης εναντίον του οποίου εκκρεμεί εκτέλεση διατάγματος δικαστηρίου για επιδικασμένη φορολογική οφειλή, ο οποίος επιθυμεί να υπαχθεί σε ρύθμιση βάσει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, πληροφορεί τον Έφορο, ο οποίος ακολούθως ενημερώνει το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας:
12.-(1) Ρύθμιση, η οποία επετεύχθη σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ουδόλως εμποδίζει το συμψηφισμό οφειλών με οφειλές του κράτους προς τον οφειλέτη, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Διαχείρισης των Εσόδων και Δαπανών και του Λογιστικού της Δημοκρατίας Νόμου ή την εγγραφή επιβαρύνσεων δυνάμει του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου ή του περί Εισπράξεως Φόρων Νόμου.
(2) Ουδεμία διάταξη για παραγραφή της υποχρέωσης για καταβολή φορολογικής οφειλής όπου αυτή προβλέπεται σε οικεία νομοθεσία ή σε οποιοδήποτε άλλο νόμο ισχύει για οφειλές που εντάσσονται σε ρύθμιση βάσει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
13.-(1) Οφειλέτης ο οποίος δεν ικανοποιείται από οποιαδήποτε απόφαση εκδίδεται από τον Έφορο, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, έχει δικαίωμα να υποβάλει ένσταση στον Έφορο εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη γνωστοποίηση της απόφασης, αναφέροντας γραπτώς τους λόγους υποβολής της ένστασης και προσκομίζοντας τα αναγκαία υποστηρικτικά στοιχεία και έγγραφα.
(2) Ένσταση η οποία δεν συνοδεύεται από τα απαραίτητα υποστηρικτικά στοιχεία και έγγραφα δεν εξετάζεται:
Νοείται ότι, η υποβολή ένστασης δεν αναστέλλει την ισχύ της ληφθείσας απόφασης.
(3) Ο Έφορος εξετάζει την υποβληθείσα ένσταση, αποφασίζει επί αυτής και κοινοποιεί την απόφασή του στο πρόσωπο το οποίο υπέβαλε την ένσταση, εντός τριάντα (30) ημερών από τη λήψη της.
(4) Ο Έφορος κατά την εξέταση της ένστασης δύναται να αναθέτει σε λειτουργό του Τμήματος Φορολογίας ή σε άλλο πρόσωπο που βρίσκεται στην υπηρεσία του Τμήματος ή σε επιτροπή λειτουργών του Τμήματος, την εξέταση των θεμάτων που αναφύονται στην ένσταση και την υποβολή έκθεσης σε αυτόν πριν την έκδοση της απόφασής του.
(5) Ο Έφορος δύναται -
(α) Να απορρίψει, εν όλω ή εν μέρει, την ένσταση και να επικυρώσει την προσβληθείσα απόφαση, ανάλογα∙
(β) να εγκρίνει, εν όλω ή εν μέρει, την ένσταση και να ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση, ανάλογα∙
(γ) να τροποποιήσει προσβληθείσα απόφαση∙
(δ) να προβεί στην έκδοση νέας απόφασης σε αντικατάσταση της προσβληθείσας απόφασης.
(6) Ο Έφορος κατά τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (δ) του εδαφίου (5) δύναται να λάβει υπόψη και γεγονότα μεταγενέστερα της έκδοσης της απόφασης που αποτελεί αντικείμενο της ένστασης.
14. Ο Έφορος δύναται να εκχωρεί οποιαδήποτε από τις εξουσίες που του παρέχονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου σε οποιοδήποτε λειτουργό του Τμήματος Φορολογίας ή σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεόντως εξουσιοδοτημένο προς τούτο και σε τέτοια περίπτωση η εκχώρηση των σχετικών εξουσιών δύναται να υπόκειται σε τέτοιους όρους, εξαιρέσεις και επιφυλάξεις ως ο Έφορος ήθελε καθορίσει στην εξουσιοδότηση.
15. Ο Έφορος δύναται να αποφασίζει για οποιοδήποτε θέμα διαδικαστικής φύσης το οποίο χρήζει διευκρίνισης ή για ό,τι άλλο απαιτείται προς συμπλήρωση αναφυόμενων διαδικαστικών κενών, με σκοπό την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
16. Οποιαδήποτε υποχρέωση του Εφόρου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δύναται αντί αυτού να αναληφθεί από οποιοδήποτε λειτουργό του Τμήματος Φορολογίας ή άλλο πρόσωπο που ενεργεί δυνάμει εξουσιοδότησης του Εφόρου και οποιαδήποτε δήλωση ή/και κοινοποίηση υπογραμμένη από αυτόν, η οποία πιστοποιεί ότι οι εν λόγω ενεργούν δυνάμει εξουσιοδότησής του, αποτελεί απόδειξη σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία.
17.-(1) Οποιοδήποτε πιστοποιητικό του Εφόρου ή εξουσιοδοτημένου από αυτόν λειτουργού ή προσώπου με το οποίο βεβαιώνονται -
(α) Τα στοιχεία ή/και οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην αίτηση για ρύθμιση οφειλής∙
(β) η ημερομηνία υποβολής της αίτησης για ρύθμιση με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου∙
(γ) η καταβολή οποιασδήποτε μηνιαίας δόσης ή ποσού από οφειλέτη,
αποτελεί ικανοποιητική απόδειξη για το γεγονός που βεβαιώνεται με αυτό, εκτός εάν αποδειχθεί το αντίθετο.
18. Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου ουδόλως επηρεάζουν διευθετήσεις για εξόφληση οφειλών σε δόσεις, με βάση συμφωνία που επετεύχθη μεταξύ του Εφόρου και οποιουδήποτε οφειλέτη πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου:
19. Ο παρών Νόμος τίθεται σε ισχύ σε ημερομηνία που ορίζεται σε γνωστοποίηση του Εφόρου, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 129(Ι)/2017], τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 11(Ι)/2020] τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσης του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 79(Ι)/2021] αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.