97.-(1) Κατά την ημερομηνία που ορίζεται, από την Πειθαρχική Επιτροπή, η ακρόαση της υπόθεσης, τα μέρη εμφανίζονται ενώπιον της Επιτροπής και ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο.
(2)(α) Ο ερευνών λειτουργός της υπόθεσης καταθέτει ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής τη μαρτυρία επί της οποίας βασίζεται το κατηγορητήριο εναντίον του κατηγορούμενου νόμιμου ελεγκτή ή του κατηγορούμενου νόμιμου ελεγκτικού γραφείου.
(β) Η κατά την παράγραφο (α) μαρτυρία κατατίθεται σε γραπτή μορφή και περιλαμβάνει καταθέσεις και οποιοδήποτε έγγραφο ή άλλο υλικό το οποίο σχετίζεται με το περιεχόμενο της κατάθεσης ή άλλο υλικό το οποίο εκλήφθηκε ή κατασχέθηκε κατά την διάρκεια της διεξαγωγής της έρευνας, και ο κατηγορούμενος νόμιμος ελεγκτής ή το κατηγορούμενο νόμιμο ελεγκτικό γραφείο δικαιούται να ζητήσει από την Πειθαρχική Επιτροπή την κλήτευση οποιουδήποτε προσώπου του οποίου η μαρτυρία έχει, ως ανωτέρω, κατατεθεί σε γραπτή μορφή, ώστε να το αντεξετάσει σε σχέση με το περιεχόμενο της μαρτυρίας αυτής.
(γ) Ο Διευθυντής του Γραφείου της ΑΔΕΕλΕπ ή ο δικηγόρος του Συμβουλίου ο οποίος εκπροσωπεί το Συμβούλιο στην πειθαρχική διαδικασία, δικαιούται να κλητεύσει ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής οποιοδήποτε πρόσωπο για να διευκρινίσει ή να επεξηγήσει οποιοδήποτε ζήτημα προκύπτει από τη μαρτυρία που έχει ήδη καταθέσει, και το πρόσωπο αυτό δύναται να αντεξεταστεί από την πλευρά της υπεράσπισης.
(3)(α) Ακολουθεί η αγόρευση του Διευθυντή του Γραφείου της ΑΔΕΕλΕπ ή του δικηγόρου του Συμβουλίου, αναφορικά με την εκ πρώτης όψεως απόδειξη του κατηγορητηρίου και η Πειθαρχική Επιτροπή εκδίδει την ενδιάμεση απόφασή της.
(β) Εάν η Πειθαρχική Επιτροπή αποφασίσει ότι δεν έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως η υπόθεση, τότε η διαδικασία τερματίζεται∙ σε αντίθετη περίπτωση η διαδικασία συνεχίζεται ως προβλέπεται στο εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου και στα άρθρα 98 και 99.
(4)(α) Μετά την ολοκλήρωση της κατάθεσης της μαρτυρίας εκ μέρους του Συμβουλίου, ο κατηγορούμενος νόμιμος ελεγκτής ή ο νόμιμος εκπρόσωπος του κατηγορούμενου νόμιμου ελεγκτικού γραφείου, καταθέτει ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής τη μαρτυρία επί της οποίας βασίζεται η υπεράσπισή του.
(β) Η κατά την παράγραφο (α) μαρτυρία κατατίθεται σε γραπτή μορφή και περιλαμβάνει μαρτυρία προσώπων, περιλαμβανομένης και της μαρτυρίας του ιδίου του καταγγελλομένου εάν το επιθυμεί και οποιοδήποτε σχετικό με την μαρτυρία αυτή έγγραφο ή άλλο υλικό, και ο Διευθυντής του Γραφείου της ΑΔΕΕλΕπ ή ο δικηγόρος του Συμβουλίου δύναται να ζητήσει από την Πειθαρχική Επιτροπή την κλήτευση οποιουδήποτε προσώπου του οποίου η μαρτυρία έχει, ως ανωτέρω, κατατεθεί σε γραπτή μορφή, ώστε να το αντεξετάσει σε σχέση με το περιεχόμενο της μαρτυρίας αυτής.
(γ) Ο κατηγορούμενος νόμιμος ελεγκτής ή το κατηγορούμενο νόμιμο ελεγκτικό γραφείο δικαιούται να διευκρινίσει ή να επεξηγήσει οποιοδήποτε ζήτημα προκύπτει από τη μαρτυρία που έχει ήδη καταθέσει ή να κλητεύσει προς τούτο οποιοδήποτε πρόσωπο ή να ζητήσει από την Πειθαρχική Επιτροπή την κλήτευση οποιουδήποτε προσώπου, και ο ίδιος ή το εν λόγω πρόσωπο υπόκεινται σε αντεξέταση από την πλευρά του Συμβουλίου.
(δ) Σε οποιοδήποτε στάδιο της πειθαρχικής διαδικασίας ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής, ο κατηγορούμενος νόμιμος ελεγκτής ή το κατηγορούμενο νόμιμο ελεγκτικό γραφείο δικαιούται να παραδεχθεί οποιαδήποτε ισχυριζόμενα γεγονότα ή λεπτομέρειες γεγονότων και οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη για την οποία κατηγορείται ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής, και τέτοια παραδοχή αποτελεί επαρκή απόδειξη εναντίον του ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής.
(5)(α) Σε κάθε πρόσωπο που καλείται να δώσει μαρτυρία ή να παρουσιάσει έγγραφα ή οποιοδήποτε άλλο μαρτυρικό υλικό, επιδίδεται σχετική ειδοποίηση κατά τον Τύπο Β που παρατίθεται στο Παράρτημα.
(β) Ο Υπουργός δύναται, με διάταγμά του δημοσιευόμενο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και κατόπιν εισήγησης του Διοικητικού Συμβουλίου, να τροποποιεί ή αντικαθιστά τον Τύπο Β του Παραρτήματος.