17.-(1) Άνευ επηρεασμού της εξουσίας να εκδίδει και να ανακαλεί ή να αναστέλλει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, άδειες παρασκευής καλλυντικών προϊόντων, το Συμβούλιο Καλλυντικών έχει καθήκον και αρμοδιότητα να εξετάζει, κατόπιν υποβολής παραπόνου ή αυτεπάγγελτα, κατά πόσο πρόσωπο, αυτοπροσώπως ή διά υπαλλήλου του ή άλλου εκπροσώπου, παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με-
(α) Τις απαγορευτικές ή επιτακτικές διατάξεις των άρθρων 5, 6, 7, 8, 10, 11, 13, 16, 19, 20, 21, 23 και 24 του Κανονισμού,
(β) τις απαγορευτικές ή επιτακτικές διατάξεις οποιωνδήποτε Κανονισμών, οι οποίοι εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Όταν το Συμβούλιο Καλλυντικών, κατά τη διερεύνηση δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), διαπιστώσει οποιαδήποτε παράβαση οποιασδήποτε διάταξης που αναφέρεται στο εδάφιο αυτό, έχει εξουσία να προβαίνει στις πιο κάτω ενέργειες είτε διαζευκτικά είτε σωρευτικά, ανάλογα με τη φύση, διάρκεια και βαρύτητα της παράβασης:
(α) Να διατάξει ή να συστήσει στον παραβάτη όπως μέσα σε τακτή προθεσμία τερματίσει την παράβαση και αποφύγει επανάληψή της στο μέλλον ή σε περίπτωση που η παράβαση τερματίστηκε πριν την έκδοση της απόφασης του Συμβουλίου Καλλυντικών να βεβαιώσει με απόφασή του την παράβαση ή να αποστείλει αυστηρή επίπληξη και/ή
(β) να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης, το οποίο δεν υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ (€15.000,00) και/ή
(γ) να αποφασίσει ότι σε περίπτωση συνέχισης της παράβασης θα επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα τριακόσια ευρώ (€300) για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης, ανάλογα με τη βαρύτητα αυτής.
(3) Το Συμβούλιο Καλλυντικών έχει υποχρέωση να αιτιολογεί δεόντως την απόφασή του σε σχέση με την άσκηση οποιασδήποτε από τις εξουσίες που προβλέπονται στο εδάφιο (2).