36.-(1) Κάθε αποσπασμένος εργαζόμενος που θεωρεί ότι θίγεται από παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου μπορεί, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 21 και 35 του παρόντος Νόμου, να διεκδικεί -
(α) Τυχόν καθυστερημένες καθαρές αμοιβές που του οφείλονται σύμφωνα με τους εφαρμοστέους όρους και τις συνθήκες απασχόλησης που αναφέρονται στο άρθρο 7 του παρόντος Νόμου∙
(β) τυχόν καθυστερημένες πληρωμές ή επιστροφές φόρων ή εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που έχουν παρακρατηθεί αχρεωστήτως από τους μισθούς τους∙
(γ) επιστροφή υπερβολικών δαπανών σε σχέση με το ποσό των καθαρών αποδοχών ή με την ποιότητα του καταλύματος οι οποίες παρακρατήθηκαν ή αφαιρέθηκαν από τους μισθούς για τα καταλύματα που παρασχέθηκαν από τον εργοδότη∙
(δ) κατά περίπτωση εισφορές των εργοδοτών που οφείλονται σε κοινά ταμεία ή οργανισμούς των κοινωνικών εταίρων που έχουν παρακρατηθεί αχρεωστήτως από τους μισθούς τους.
(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις που η απόσπαση έχει λήξει.