Προοίμιο

Για σκοπούς εναρμόνισης με τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντίστοιχα, με τίτλο -

«Οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών», και

«Οδηγία 2014/67/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 για την εφαρμογή της οδηγίας 96/71/ΕΚ σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 σχετικά με τη διοικητική συνεργασία μέσω του Συστήματος Πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά («Κανονισμός ΙΜΙ»)».

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Απόσπασης Εργαζομένων στο Πλαίσιο της Παροχής Υπηρεσιών και για συναφή θέματα Νόμος του 2017.

ΜΕΡΟΣ Ι ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Ερμηνεία

2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια:

«Απόφαση 2006/325/ΕΚ» σημαίνει την Απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαικής Ένωσης της 27ης Απριλίου 2006 σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Βασιλείου της Δανίας για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις∙

«Απόφαση πλαίσιο 2005/214/ΔΕΥ» σημαίνει την απόφαση πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 24ης Φεβρουαρίου 2005 σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης επί χρηματικών προστίμων∙

«Αρμόδια Αρχή» σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που εξουσιοδοτείται από αυτόν δυνάμει του άρθρου 5 του παρόντος Νόμου∙

«αρμόδιες αρχές στα πλαίσια του συστήματος ΙΜΙ» σημαίνει:

(α) το Τμήμα Εργασίας,

(β) το Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων,

(γ) το Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας,

(δ) το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων,

(ε) το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης,

(στ) το Τμήμα Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, και

(η) το Τμήμα Φορολογίας∙

«αιτούσα αρχή» σημαίνει την αρμόδια, κατά περίπτωση, αρχή που υποβάλλει αίτηση συνδρομής, παροχής πληροφοριών, κοινοποίησης ή είσπραξης χρηματικής κύρωσης και ή προστίμου που προβλέπονται στα άρθρα 14 έως 17 του Μέρους Ι και 31 και 32 του Μέρους IV του παρόντος Νόμου και στους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου∙

«αποσπασμένος» σημαίνει τον εργαζόμενο, ο οποίος εργάζεται συνήθως στο έδαφος κράτους μέλους και τον οποίο η επιχείρηση αποσπά προσωρινά στο έδαφος της Δημοκρατίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου, για να εκτελέσει την εργασία του για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα∙

«αρχή στην οποία απευθύνεται η αίτηση» σημαίνει την αρμόδια αρχή/ αρχές, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 32 του παρόντος Νόμου∙

«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία∙

«επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί της Εργασίας μέσω Επιχείρησης Προσωρινής Απασχόλησης Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

«εργαζόμενος» σημαίνει πρόσωπο που απασχολείται για άλλο πρόσωπο είτε με σύμβαση εργασίας είτε κάτω από τέτοιες περιστάσεις από τις οποίες μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη σχέσης εργοδότη και εργοδοτουμένου·

«Επιθεωρητής» σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο που ορίζεται από την αρμόδια αρχή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 22∙

«Επιτροπή» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

«Κανονισμός ΙΜΙ» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Οκτωβρίου 2012 σχετικά με τη διοικητική συνεργασία μέσω του Συστήματος Πληροφόρησης για την Εσωτερική Αγορά και την κατάργηση της απόφασης 2008/49/ΕΚ («Κανονισμός ΙΜΙ»)∙

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 44/2001» σημαίνει τον Κανονισμό του Συμβουλίου της Ευρωπαικής Ένωσης της 22ας Δεκεμβρίου 2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις̇

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και περιλαμβάνει τα κράτη μέλη που αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο∙

«όμιλος επιχειρήσεων» σημαίνει κάθε όμιλο, ο οποίος περιλαμβάνει ελέγχουσα και ελεγχόμενες επιχειρήσεις∙

«Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο» σημαίνει τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο που υπογράφηκε στις 2 Μαΐου 1992 στο Οπόρτο, όπως αυτή προσαρμόστηκε με το Πρωτόκολλο που υπογράφτηκε στις Βρυξέλλες στις 17 Μαΐου 1993 και όπως η Συμφωνία αυτή εκάστοτε περαιτέρω τροποποιείται∙

«Σύστημα Πληροφόρησης για την Εσωτερική Αγορά (Internal Market Information System IMI)» σημαίνει το σύστημα πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά το οποίο χρησιμοποιείται για την ανταλλαγή πληροφοριών με ηλεκτρονικά μέσα μεταξύ των κρατών μελών για τους σκοπούς της διοικητικής συνεργασίας και της αμοιβαίας συνδρομής που προβλέπονται στα άρθρα 17 και 18 και στο Μέρος IV του παρόντος Νόμου∙

«Τριμελής Επιτροπή» σημαίνει την επιτροπή που διορίζεται με βάση τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 30 του παρόντος Νόμου∙

«Υπουργείο» σημαίνει το Υπουργείο Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

(2) Στον παρόντα Νόμο, αναφορά σε πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και/ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης σημαίνει την εν λόγω πράξη, όπως εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΝΟΜΟΥ
Σκοπός του παρόντος Νόμου

3.-(1) Σκοπός του παρόντος Νόμου είναι -

(α) Η θέσπιση κατάλληλων μέτρων, διατάξεων και μηχανισμών ελέγχου, αναγκαίων για την εφαρμογή και επιβολή μέτρων για την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης και της επιβολής κυρώσεων∙

(β) η τήρηση κατάλληλου επιπέδου προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων που αποσπώνται για τη διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών, ιδίως την επιβολή όρων και συνθηκών απασχόλησης που ισχύουν σύμφωνα με το άρθρο 7 του παρόντος Νόμου.

(2) Ο παρών Νόμος δεν θίγει την άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων όπως αυτά καθορίζονται στο Σύνταγμα περιλαμβανομένου του δικαιώματος ή της ελευθερίας για απεργία, ή άλλων δράσεων σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και/ή πρακτική.

(3) Ο παρών Νόμος δεν θίγει το δικαίωμα διαπραγμάτευσης, σύναψης και εφαρμογής συλλογικών συμβάσεων σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και/ή πρακτική.

Πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου

4.-(1) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις οι οποίες είναι εγκατεστημένες σε κράτος μέλος και οι οποίες, στο πλαίσιο διεθνικής παροχής υπηρεσιών, προβαίνουν σε απόσπαση εργαζομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, στο έδαφος της Δημοκρατίας.

(2) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται όταν οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου λαμβάνουν ένα από τα ακόλουθα διεθνικά μέτρα:

(α) Aποσπούν έναν (1) ή περισσότερους εργαζόμενο/ους, για λογαριασμό τους και υπό τη διεύθυνσή τους, στο έδαφος της Δημοκρατίας, με σκοπό την εκτέλεση σύμβασης που συνάπτεται μεταξύ της επιχείρησης που αποσπά τον εργαζόμενο και του αποδέκτη της παροχής των υπηρεσιών που ασκεί τις δραστηριότητές του στη Δημοκρατία, εφόσον υφίσταται εργασιακή σχέση μεταξύ της επιχείρησης αποστολής και του/των εργαζομένου/ων κατά το χρόνο της απόσπασης, ή

(β) αποσπούν έναν (1) ή περισσότερους εργαζόμενο/ους, στο έδαφος της Δημοκρατίας, σε εγκατάσταση ή σε επιχείρηση του ομίλου, του οποίου η επιχείρηση που αποσπά τον/τους εργαζόμενο/ους αποτελεί μέλος, εφόσον υφίσταται εργασιακή σχέση μεταξύ της επιχείρησης αποστολής και του/των εργαζομένου/ων κατά το χρόνο της απόσπασης, ή

(γ) επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ή επιχείρηση που διαθέτει εργαζομένους, αποσπούν εργαζόμενο/ους σε χρήστρια επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη ή ασκεί δραστηριότητα στο έδαφος της Δημοκρατίας, εφόσον κατά τη διάρκεια της απόσπασης υφίσταται εργασιακή σχέση μεταξύ της επιχείρησης προσωρινής απασχόλησης ή της επιχείρησης που διαθέτει εργαζόμενο/ους και του εργαζόμενου.

(2Α) Στην περίπτωση της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2), όταν ο εργαζόμενος ο οποίος έχει διατεθεί από επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ή επιχείρηση που διαθέτει εργαζομένους σε χρήστρια επιχείρηση πρόκειται να εργασθεί στο πλαίσιο διεθνικής παροχής υπηρεσιών, σύμφωνα με τις παραγράφους (α), (β) ή (γ) του εδαφίου (2), από τη χρήστρια επιχείρηση στο έδαφος της Δημοκρατίας, είτε για την επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ή την επιχείρηση που διαθέτει εργαζομένους είτε για τη χρήστρια επιχείρηση, ο εν λόγω εργαζόμενος θεωρείται ότι έχει αποσπασθεί στο έδαφος της Δημοκρατίας από την επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ή την επιχείρηση που διαθέτει εργαζομένους με την οποία ο εργαζόμενος έχει εργασιακή σχέση.

(2Β) Για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου, “επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ή επιχείρηση που διαθέτει εργαζομένους” είναι η επιχείρηση κατά την έννοια του εδαφίου (1) και η οποία συμμορφώνεται με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(2Γ) Η χρήστρια επιχείρηση ενημερώνει την επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ή την επιχείρηση που διαθέτει εργαζομένους, από την οποία έχει διατεθεί ο εργαζόμενος, σε εύλογο χρόνο και πριν από την έναρξη της αναφερόμενης στο εδάφιο (2Α) εργασίας.

(3) Ο παρών Νόμος δεν εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις εμπορικής ναυτιλίας όσο αφορά τους εργαζομένους που υπηρετούν στα θαλασσοπλοούντα πλοία (ναυτιλλόμενο προσωπικό).

(4) Οι επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στο έδαφος κράτους μη μέλους δεν μπορούν να τυγχάνουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης από τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε κράτος μέλος.

Εκχώρηση εξουσίας

5. Ο Υπουργός δύναται να εξουσιοδοτήσει το Γενικό Διευθυντή ή οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό του Υπουργείου να ασκήσει οποιασδήποτε εξουσία ή/και να εκτελέσει οποιοδήποτε καθήκον που απορρέει από τον παρόντα Νόμο.

Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών

6.-(1) Η Αρμόδια Αρχή στο έδαφος της Δημοκρατίας συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές στα πλαίσια του συστήματος ΙΜΙ και καθιστά τα στοιχεία τους γνωστά στην Επιτροπή και σε άλλα κράτη μέλη.

(2) Η Αρμόδια Αρχή είναι υπεύθυνη για τη διασφάλιση της προστασίας των δεδομένων των ανταλλασσόμενων πληροφοριών και των νόμιμων δικαιωμάτων των θιγόμενων προσώπων είτε φυσικών είτε νομικών στα πλαίσια των περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμων του 2001 έως 2012.

Όροι εργασίας και απασχόλησης των αποσπασμένων εργαζόμενων

7.-(1) Οι επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου και προβαίνουν σε απόσπαση εργαζομένων στο έδαφος της Δημοκρατίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου, υποχρεούνται να εγγυώνται, σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχείρισης στους εργαζομένους που αποσπούν, ανεξάρτητα από το δίκαιο που διέπει τη σχέση εργασίας τους, την εφαρμογή των κατωτέρω όρων εργασίας και απασχόλησης, που καθορίζονται από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ή/και συλλογικές συμβάσεις, εφόσον οι συλλογικές συμβάσεις αφορούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο Παράρτημα:

(α) Tις μέγιστες περιόδους εργασίας και τις ελάχιστες περιόδους ανάπαυσης·

(β) την ελάχιστη διάρκεια ετήσιας άδειας μετ’ απολαβών·

(γ) τις αμοιβές, περιλαμβανομένων του ελάχιστου ορίου μισθού και των αποζημιώσεων υπερωριακής εργασίας, εξαιρουμένων συμπληρωματικών επαγγελματικών συνταξιοδοτικών συστημάτων∙

(δ) τους όρους διάθεσης εργαζομένων στη χρήστρια επιχείρηση και ειδικότερα όταν πρόκειται για διάθεση εργαζομένων από επιχειρήσεις προσωρινής απασχόλησης∙

(ε) την προστασία της υγείας, της ασφάλειας και της υγιεινής των εργαζομένων κατά την εργασία, σύμφωνα με τον περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμο·

(στ) την προστασία των γυναικών που βρίσκονται σε κατάσταση εγκυμοσύνης ή λοχείας κατά την εργασία·

(ζ) την προστασία των παιδιών και των νέων κατά την εργασία·

(η) την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών και την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και στην εργασία·

(θ) τη μη διάκριση στην εργασία ιδίως λόγω φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, χρώματος, γλώσσας, σωματικής ή πνευματικής ή ψυχικής πάθησης, εφόσον οι εργαζόμενοι είναι αποδεδειγμένα ικανοί να εκτελέσουν την εργασία που τους ανατίθεται, κοινωνικής προέλευσης, μερικής απασχόλησης, προσχώρησης ή μη σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, πολιτικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων·

(ι) τις συνθήκες στέγασης των εργαζομένων που παρέχονται από τον εργοδότη σε εργαζομένους μακριά από το συνήθη τόπο εργασίας τους·

(ια) τα επιδόματα ή επιστροφή εξόδων για την κάλυψη των εξόδων ταξιδιού, διατροφής και στέγης των εργαζομένων που βρίσκονται εκτός της χώρας τους για επαγγελματικούς λόγους, τα δε έξοδα ταξιδιού, διατροφής και στέγης αποσπασμένων καταβάλλονται στους εργαζομένους, όταν υποχρεούνται να ταξιδέψουν από και προς το συνήθη τόπο εργασίας τους εντός του εδάφους της Δημοκρατίας στο οποίο έχουν αποσπασθεί ή όταν τοποθετούνται προσωρινά από τον εργοδότη τους σε άλλον τόπο εργασίας από τον συνήθη.

(2) Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου ως ελάχιστα όρια μισθού νοούνται οι απολαβές που καθορίζονται από την ισχύουσα νομοθεσία ή τις εκάστοτε ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις που έχουν συναφθεί από τις πλέον αντιπροσωπευτικές οργανώσεις των κοινωνικών εταίρων και οι οποίες συνίστανται από το μισθό, τα τυχόν επιμέρους προβλεπόμενα επιδόματα και οποιεσδήποτε τυχόν πρόσθετες παροχές, συμπεριλαμβανομένων των αποζημιώσεων για υπερωριακή εργασία:

Νοείται ότι στα ελάχιστα όρια μισθού δεν περιλαμβάνονται οι εισφορές στα συμπληρωματικά επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα, καθώς και οι χορηγούμενες από αυτά παροχές:

Νοείται περαιτέρω ότι, τα σχετικά με την απόσπαση επιδόματα θεωρούνται ως τμήμα αμοιβής, εφόσον δεν καταβάλλονται υπό μορφή επιστροφής των εξόδων που προέκυψαν λόγω της απόσπασης, όπως τα έξοδα ταξιδιού, στέγης και διατροφής, ο δε εργοδότης επιστρέφει τα έξοδα στον αποσπασμένο εργαζόμενο, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή/και πρακτική που εφαρμόζεται στην εργασιακή σχέση του αποσπασμένου.

(3) Για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η έννοια “αμοιβή” καθορίζεται από την ισχύουσα νομοθεσία ή τις εκάστοτε ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις και καλύπτει όλα τα συστατικά στοιχεία αμοιβής που καθίστανται υποχρεωτικά στο έδαφος της Δημοκρατίας όπου έχει αποσπασθεί ο εργαζόμενος:

Νοείται ότι, εφόσον οι όροι εργασίας και απασχόλησης που εφαρμόζονται στην εργασιακή σχέση δεν καθορίζουν κατά πόσο και ποια στοιχεία του σχετικού με την απόσπαση επιδόματος καταβάλλονται ως επιστροφή εξόδων που πράγματι προέκυψαν λόγω της απόσπασης ή ποια αποτελούν τμήμα της αμοιβής, ολόκληρο το επίδομα θεωρείται καταβληθέν ως επιστροφή εξόδων.

(4)(α) Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 4, εξασφαλίζουν στους αποσπασμένους εργαζομένους στο έδαφος της Δημοκρατίας τους ίδιους όρους εργασίας και απασχόλησης με τους προσωρινά απασχολουμένους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18 του περί της Εργασίας μέσω Επιχείρησης Προσωρινής Απασχόλησης Νόμου.

(β) Η χρήστρια επιχείρηση ενημερώνει τις αναφερόμενες στην παράγραφο (α) επιχειρήσεις σχετικά με τους όρους εργασίας και απασχόλησης όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας και την αμοιβή στον βαθμό που καλύπτονται από το εδάφιο (1) του άρθρου 7 και του άρθρου 18 του περί της Εργασίας μέσω Επιχείρησης Προσωρινής Απασχόλησης Νόμου.

(5) Κλαδικές συλλογικές συμβάσεις ή διαιτητικές αποφάσεις που ισχύουν στην επικράτεια της Δημοκρατίας για επιχειρήσεις που εντάσσονται στον ίδιο κλάδο και/ή εθνικές συλλογικές συμβάσεις που έχουν συναφθεί με τις πλέον αντιπροσωπευτικές οργανώσεις των κοινωνικών εταίρων, αποτελούν τη βάση για τη διασφάλιση τουλάχιστον του ιδίου επιπέδου προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων που αποσπώνται στο έδαφος της Δημοκρατίας για σκοπούς διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών, με το επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων των υπόλοιπων εργαζομένων στον οικείο κλάδο και/ή των υπόλοιπων εργαζομένων στη Δημοκρατία:

Νοείται ότι, ευνοϊκότεροι όροι εργασίας και απασχόλησης που ισχύουν βάσει επί μέρους συμφωνίας συναφθείσης μεταξύ μεμονωμένης επιχείρησης και εργαζομένων, υπερισχύουν και εφαρόζονται και για τους εργαζομένους που αποσπώνται προσωρινά στο έδαφος της Δημοκρατίας για σκοπούς της εν λόγω επιχείρησης.

Εξαιρέσεις

8.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, οι παράγραφοι (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 7 του παρόντος Νόμου, που αφορούν στην ελάχιστη διάρκεια της ετήσιας άδειας μετ’ απολαβών και στα ελάχιστα όρια μισθού, δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση εκτέλεσης εργασιών αρχικής συναρμολόγησης ή/και πρώτης εγκατάστασης ενός αγαθού, εφόσον οι εργασίες αυτές προβλέπονται στη σύμβαση παροχής αγαθών, είναι απαραίτητες για τη θέση σε λειτουργία του παρεχόμενου αγαθού, εκτελούνται από εργαζομένους με ειδικά προσόντα ή/και εξειδικευμένους εργαζόμενους της επιχείρησης που παρέχει το αγαθό και η διάρκεια της απόσπασης δεν υπερβαίνει τις οκτώ (8) ημέρες.

(2) Το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται στις δραστηριότητες του οικοδομικού τομέα που αναφέρονται στο Παράρτημα.

Υπολογισμός διάρκειας απόσπασης

9.-(1) Η διάρκεια της απόσπασης υπολογίζεται με βάση περίοδο αναφοράς ενός (1) έτους μετά την έναρξή της.

(2) Κατά τον υπολογισμό της διάρκειας απόσπασης, λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια απόσπασης που ενδεχομένως έχει συμπληρωθεί από τον προς αντικατάσταση εργαζόμενο.

(3) Όταν η πραγματική διάρκεια της απόσπασης υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες στο έδαφος της Δημοκρατίας, η αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι οι επιχειρήσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 4, ανεξάρτητα από το δίκαιο που διέπει τη σχέση εργασίας, εξακολουθούν να εγγυώνται, βάσει της αρχής της ίσης μεταχείρισης, στους εργαζομένους που είναι αποσπασμένοι στο έδαφος της Δημοκρατίας όλους τους εφαρμοστέους όρους εργασίας και απασχόλησης οι οποίοι καθορίζονται στο έδαφος της Δημοκρατίας στο οποίο εκτελείται η εργασία, ως αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 7.

(4) Οι διατάξεις του εδαφίου (3) δεν εφαρμόζονται σε-

(α) διαδικασίες, διατυπώσεις και όρους για τη σύναψη και τη λύση της σύμβασης εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των ρητρών μη ανταγωνισμού· και

(β) συμπληρωματικά επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα.

(5) O πάροχος υπηρεσιών υποβάλλει αιτιολογημένη κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή στο έδαφος της Δημοκρατίας στο οποίο παρέχεται η υπηρεσία για παράταση της περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (3) στους δεκαοκτώ (18) μήνες:

Νοείται ότι, όταν επιχείρηση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4, αντικαθιστά έναν αποσπασμένο εργαζόμενο με άλλον αποσπασμένο εργαζόμενο ο οποίος εκτελεί την ίδια εργασία στον ίδιο τόπο, η διάρκεια της απόσπασης, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, είναι η αθροιστική διάρκεια των περιόδων απόσπασης των εν λόγω μεμονωμένων αποσπασμένων εργαζομένων.

(6) Για σκοπούς εφαρμογής της επιφύλαξης του εδαφίου (5), η έννοια “ίδια εργασία στον ίδιο τόπο” καθορίζεται, μεταξύ άλλων, με βάση τη φύση της παρεχόμενης υπηρεσίας, το επιτελούμενο έργο και τη διεύθυνση ή τις διευθύνσεις του.

Ευνοϊκότερες ρυθμίσεις

10. Τα άρθρα 7 έως 9 του παρόντος Νόμου δεν εμποδίζουν την εφαρμογή όρων απασχόλησης και εργασίας ευνοϊκότερων για τους εργαζομένους.

Μέτρα ελέγχου εφαρμογής του Νόμου

11.-(1) Για να εξασφαλιστεί και να καταστεί αποτελεσματικός ο έλεγχος εφαρμογής του παρόντος Νόμου, οι επιχειρήσεις που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής αυτού και αποσπούν στο έδαφος της Δημοκρατίας εργαζομένους σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου υποχρεούνται, πριν από την έναρξη της παροχής υπηρεσιών και ανεξάρτητα από τη διάρκειά της, να υποβάλλουν στην Αρμόδια Αρχή, τα ακόλουθα έγγραφα συντεταγμένα στην ελληνική ή αγγλική γλώσσα:

(α) Έγγραφη δήλωση στην οποία θα περιλαμβάνονται τα ακόλουθα στοιχεία:

(i) Το όνομα ή την εταιρική επωνυμία της επιχείρησης, την έδρα της, τη διεύθυνσή της και τη νομική της μορφή·

(ii) τα στοιχεία του νόμιμου εκπροσώπου της επιχείρησης, καθώς και τα στοιχεία του εκπροσώπου της επιχείρησης στη Δημοκρατία, εφόσον υπάρχει τέτοιος εκπρόσωπος, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών·

(iii) τη διεύθυνση του τόπου ή των τόπων στους οποίους οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι θα παρέχουν την εργασία τους, καθώς και το όνομα ή την εταιρική επωνυμία, την έδρα, τη διεύθυνση και τη νομική μορφή της επιχείρησης ή των επιχειρήσεων στις οποίες οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι θα παρέχουν την εργασία τους·

(iv) την ημερομηνία έναρξης της παροχής των υπηρεσιών και της απόσπασης των εργαζομένων καθώς και την πιθανή διάρκειά τους· και

(v) τη φύση της ασκούμενης δραστηριότητας· και

(β) κατάσταση των αποσπασμένων, στην οποία καταγράφονται το όνομα, το επίθετο, ο αριθμός και η χώρα έκδοσης της ταυτότητας ή/και του διαβατηρίου, η ημερομηνία γέννησης και το φύλου εκάστου εξ αυτών.

(2) Σε περίπτωση μεταβολής των ανωτέρω στοιχείων, οι επιχειρήσεις υποχρεούνται σε υποβολή συμπληρωματικής κατάστασης, ανάλογης κατά περίπτωση, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την επέλευση της μεταβολής.

(3) Δεν επιτρέπεται απασχόληση αποσπασμένων εργαζομένων χωρίς προηγούμενη υποβολή των εγγράφων που προβλέπονται στα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου.

(4) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν άλλες υποχρεώσεις σχετικές με την ανακοίνωση, πληροφόρηση ή δήλωση ενεργειών τις οποίες οι επιχειρήσεις που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου υποχρεούνται να εκπληρώσουν έναντι των δημόσιων αρχών, και ειδικότερα τις διοικητικές απαιτήσεις και τα μέτρα ελέγχου που καθορίζονται στους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(5) Δεν επιτρέπεται, μετά από συνολική αξιολόγηση της αρμόδιας αρχής, επιχείρηση να καλλιεργεί καταχρηστικώς ή δολίως την εντύπωση ότι η κατάσταση εργαζομένου εμπίπτει στις διατάξεις  του παρόντος Νόμου.

Αρμόδιο όργανο επίβλεψης και ελέγχου της εφαρμογής του παρόντος Νόμου

12. Η επίβλεψη και ο έλεγχος της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου ανατίθεται στην Αρμόδια Αρχή.

Διαπίστωση πραγματικών αποσπάσεων και πρόληψη καταχρήσεων και καταστρατήγησης

13.-(1) Για την αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η Αρμόδια Αρχή διενεργεί συνολική αξιολόγηση όλων των πραγματικών στοιχείων που θεωρούνται απαραίτητα, συμπεριλαμβανομένων ειδικότερα των στοιχείων που αναφέρονται στα εδάφια (3) και (4) του παρόντος άρθρου, για να θεωρηθεί ένας εργαζόμενος αποσπασμένος.

(2) Τα στοιχεία των εδαφίων (3) και (4) αποτελούν ενδεικτικούς παράγοντες της συνολικής αξιολόγησης της διαπίστωσης για την ύπαρξη απόσπασης και η Αρμόδια Αρχή δεν τα εξετάζει μεμονωμένα.

(3) Η Αρμόδια Αρχή εξετάζει κατά πόσο μια επιχείρηση η οποία αποσπά εργαζόμενους ασκεί πραγματικά ουσιαστικές δραστηριότητες, λαμβάνοντας υπόψη κυρίως-

(i) Τον τόπο στον οποίο η επιχείρηση έχει την καταστατική και διοικητική της έδρα, καθώς και τον τόπο στον οποίο διατηρεί χώρους γραφείων, καταβάλλει φόρους και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και κατά περίπτωση έχει σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία επαγγελματική άδεια, ή είναι εγγεγραμμένη στα εμπορικά επιμελητήρια ή σε επαγγελματικούς φορείς∙

(ii) τον τόπο πρόσληψης των αποσπασμένων εργαζόμενων και τον τόπο από τον οποίο αποσπώνται∙

(iii) το δίκαιο που διέπει τις συμβάσεις που συνάπτει η επιχείρηση με τους εργαζομένους, αφενός, και με τους πελάτες, αφετέρου∙

(iv) τον τόπο στο οποίο ασκεί η επιχείρηση την ουσιαστική επιχειρηματική της δραστηριότητα και απασχολεί διοικητικό προσωπικό∙ και

(v) τον αριθμό των συμβάσεων που εκτελεί και/ή το μέγεθος του κύκλου εργασιών που πραγματοποιεί η επιχείρηση στη Δημοκρατία.

(4) Τα πραγματικά στοιχεία που μπορεί να χαρακτηρίζουν την εργασία ως προσωρινή στο έδαφος της Δημοκρατίας και την κατάσταση του εργαζομένου περιλαμβάνουν -

(i) Αν η εργασία εκτελείται για περιορισμένο χρονικό διάστημα στο έδαφος της Δημοκρατίας∙

(ii) την ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει η απόσπαση∙

(iii) κατά πόσο ο αποσπασμένος εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο που αποσπάται, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές ή της Σύμβασης της Ρώμης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές του 1980∙

(iv) αν ο αποσπασμένος εργαζόμενος επιστρέφει ή αναμένεται να ξαναρχίσει να εργάζεται στο κράτος μέλος από το οποίο αποσπάστηκε μετά την ολοκλήρωση των εργασιών ή την παροχή των υπηρεσιών για τις οποίες έχει αποσπαστεί∙

(v) τη φύση των δραστηριοτήτων∙

(vi) αν τα έξοδα ταξιδιού, διατροφής και στέγασης ή διαμονής παρέχονται ή επιστρέφονται από τον εργοδότη που αποσπά τον εργαζόμενο, και στην περίπτωση αυτή με ποιο τρόπο γίνεται η επιστροφή∙

(vii) οποιεσδήποτε προηγούμενες περίοδοι κατά τις οποίες η θέση καλύφθηκε από τον ίδιο ή άλλον αποσπασμένο εργαζόμενο:

Νοείται ότι η αξιολόγηση είναι συνολική και κάθε περίπτωση εξετάζεται με ιδιαιτερότητα και η μη εκπλήρωση ενός (1) ή περισσοτέρων από τα πραγματικά στοιχεία που αναφέρονται στο εδάφια (3) και (4) του παρόντος άρθρου δεν αποκλείει μια κατάσταση να χαρακτηρίζεται ως απόσπαση.

(5) Η Αρμόδια Αρχή εξετάζει όλα τα γεγονότα που συνδέονται με την παροχή εργασίας στο έδαφος της Δημοκρατίας, τη σχέση εξάρτησης και την αμοιβή του εργαζομένου ανεξάρτητα συμβατικής ή μη σχέσης που μπορεί να συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών.

Αρμόδιο όργανο παροχής πληροφοριών και συνεργασία σε θέματα ενημέρωσης

14.-(1) Η Αρμόδια Αρχή παρέχει πάσης φύσεως πληροφορίες σχετικά με τους όρους εργασίας τους οποίους, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 7 έως 9 του παρόντος Νόμου, υποχρεούνται οι επιχειρήσεις, που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου, να εγγυώνται στους εργαζομένους που αποσπούν στο έδαφος της Δημοκρατίας, κατά την έννοια του εδαφίου (2) του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου.

(2) Η Αρμόδια Αρχή απαντά σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών σχετικών με τα θέματα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, όπως αυτές διατυπώνονται από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, περιλαμβανομένων των περιπτώσεων πρόδηλης κατάχρησης ή διασυνοριακών δραστηριοτήτων που εικάζονται παράνομες και συνδέονται με την απόσπαση εργαζομένων, όπως διεθνικές περιπτώσεις αδήλωτης εργασίας και ψευδούς αυτοαπασχόλησης.

(3) Η Αρμόδια Αρχή απευθύνεται στις αρμόδιες διοικητικές αρχές των κρατών μελών, οι οποίες είναι υπεύθυνες για την παροχή πληροφοριών, την επίβλεψη και τον έλεγχο εφαρμογής των όρων εργασίας που προβλέπονται στα άρθρα 7 έως 9 του παρόντος Νόμου, προκειμένου να εξασφαλίσει κάθε αναγκαία και χρήσιμη πληροφορία ή βοήθεια για την αποτελεσματική άσκηση των αρμοδιοτήτων της, σε περίπτωση δε επίμονης καθυστέρησης διαβίβασης των πληροφοριών αυτών στο έδαφος της Δημοκρατίας που είναι αποσπασμένος ο εργαζόμενος, ενημερώνεται η Επιτροπή και λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα.

(4) Οι πληροφορίες μπορεί να ζητούνται και να διαβιβάζονται με οποιαδήποτε μορφή, συμπεριλαμβανομένης της τηλεομοιοτυπίας και του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αρκεί αυτή να επιτρέπει την αναγνώριση της ταυτότητας αυτού που ζητά και αυτού που παρέχει τις πληροφορίες.

(5) Η Αρμόδια Αρχή γνωστοποιεί στις αντίστοιχες αρχές των κρατών μελών τις παραβάσεις που έχουν διαπραχθεί στο έδαφος της Δημοκρατίας από επιχειρήσεις που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου κατά τη διάρκεια της απόσπασης εργαζομένων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου.

(6) Η αμοιβαία διοικητική βοήθεια και συνεργασία παρέχεται με σαφή, διαφανή, διεξοδικό και εύκολα προσβάσιμο τρόπο και σύμφωνα με πρότυπα διαδικτυακής προσβασιμότητας που εξασφαλίζουν πρόσβαση σε άτομα με αναπηρία και δωρεάν.

Προστασία προσωπικών δεδομένων

15. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με αφορμή την εφαρμογή του παρόντος Νόμου πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμων του 2001 έως 2012.

Βελτιωμένη πρόσβαση στις πληροφορίες

16.-(1) Για τη βελτίωση της προσβασιμότητας στις πληροφορίες για τους όρους απασχόλησης που αναφέρονται στο άρθρο 14 του παρόντος Νόμου καθορίζονται ειδικότερα μέτρα σε Κανονισμούς.

(2) Το Τμήμα Εργασίας, το Υπουργείο Εσωτερικών, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και το Υπουργείο στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους εντός του εδάφους της Δημοκρατίας παρέχουν πληροφορίες στους εργαζόμενους και στις επιχειρήσεις αναφορικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους.

Αμοιβαία συνδρομή

17.-(1) Οι αρμόδιες αρχές στα πλαίσια του συστήματος ΙΜΙ, όπως καθορίζονται στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 («Κανονισμός ΙΜΙ») για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου στα πλαίσια της διοικητικής συνεργασίας συνεργάζονται και παρέχουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση αμοιβαία συνδρομή σε αιτιολογημένες αιτήσεις παροχής πληροφοριών με την αποστολή και την επίδοση εγγράφων, τη διενέργεια ελέγχων, επιθεωρήσεων και ερευνών σε σχέση με τις περιπτώσεις απόσπασης του εδαφίου (2) του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου, συμπεριλαμβανομένης της διερεύνησης οποιασδήποτε μη συμμόρφωσης με τους κανόνες που διέπουν την απόσπαση εργαζομένων.

(2) Οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με την πιθανή είσπραξη διοικητικής χρηματικής κύρωσης και ή προστίμου ή κοινοποίηση απόφασης με παρόμοια κύρωση και ή πρόστιμο που αναφέρονται στο Μέρος ΙV του παρόντος Νόμου.

(3) Οι αρμόδιες αρχές στα πλαίσια του συστήματος ΙΜΙ σύμφωνα με το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου για να μπορούν να απαντούν σε αίτηση συνδρομής που υποβάλλεται από αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους μεριμνούν ώστε οι πάροχοι υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος της Δημοκρατίας να παρέχουν κάθε απαραίτητη πληροφορία αναγκαία για την εποπτεία των δραστηριοτήτων τους.

(4) Σε περίπτωση μη χορήγησης των πληροφοριών σύμφωνα με το εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου η αρμόδια αρχή εφαρμόζει τις διατάξεις του άρθρου 30 του παρόντος Νόμου.

(5) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου περιορίζονται και χρησιμοποιούνται μόνο για το θέμα ή τα θέματα για τα οποία έχουν ζητηθεί.

(6) Σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές δυσκολεύονται να ικανοποιήσουν αίτηση παροχής πληροφοριών ή να διενεργήσουν ελέγχους, επιθεωρήσεις ή έρευνες, ειδοποιούν χωρίς καθυστέρηση το κράτος μέλος που υπέβαλε την αίτηση έτσι ώστε να βρεθεί λύση και σε περίπτωση που συνεχίσουν τα προβλήματα αναφορικά με την ανταλλαγή πληροφοριών ή σε περίπτωση μόνιμης άρνησης για τη χορήγηση πληροφοριών ενημερώνεται μέσω του ΙΜΙ η Επιτροπή για τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων.

(7) Η Αρμόδια Αρχή στο έδαφος της Δημοκρατίας παρέχει τις πληροφορίες που ζητούν άλλες αρμόδιες αρχές ή φορείς κρατών μελών ή η Επιτροπή με ηλεκτρονικά μέσα εντός των χρονικών ορίων που καθορίζονται σε Κανονισμούς.

(8) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, η Αρμόδια Αρχή τηρεί μητρώο με τις επιχειρήσεις παρόχων υπηρεσιών στο έδαφος της Δημοκρατίας και το οποίο είναι προσβάσιμο σε άλλες αρμόδιες αρχές εφόσον είναι καταχωρημένο μέσω του ΙΜΙ.

(9) Η Δημοκρατία στο πλαίσιο της αμοιβαίας διοικητικής συνεργασίας και συνδρομής παρέχει δωρεάν στα κράτη μέλη τις υπηρεσίες που αναφέρονται στα άρθρα 17 και 18 του παρόντος Νόμου.

Ρόλος κρατών μελών στα πλαίσια της διοικητικής συνεργασίας

18.-(1) Στα πλαίσια των άρθρων 14 και 17 του παρόντος Νόμου, η επιθεώρηση των όρων απασχόλησης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του παρόντος Νόμου εμπίπτει στην αρμοδιότητα των αρμοδίων αρχών στο έδαφος της Δημοκρατίας σε συνεργασία και εφόσον κριθεί αναγκαίο με τις αρχές του κράτους μέλους εγκατάστασης.

(2) Σε περίπτωση παρόχου υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένος στο έδαφος της Δημοκρατίας, η Αρμόδια Αρχή εξακολουθεί να παρακολουθεί, να ελέγχει και να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα εποπτείας ή επιβολής σύμφωνα με το δίκαιο της Δημοκρατίας και την πρακτική και τις διοικητικές διαδικασίες όσον αφορά τους εργαζομένους που έχουν αποσπαστεί σε άλλο κράτος μέλος.

(3) (α) Σε περίπτωση παρόχου υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένος στο έδαφος της Δημοκρατίας, η Αρμόδια Αρχή επικουρεί το κράτος μέλος που γίνεται η απόσπαση με σκοπό να διασφαλιστεί η συμμόρφωση του παρόχου υπηρεσιών σύμφωνα τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(β) Η ευθύνη αυτή δεν εμποδίζει το κράτος μέλος στο οποίο γίνεται η απόσπαση να παρακολουθεί, να ελέγχει αλλά και να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα εποπτείας ή επιβολής.

(4) Σε περίπτωση ύπαρξης στοιχείων που υποδηλώνουν πιθανές παρατυπίες, η αρμόδια αρχή κατόπιν δικής της πρωτοβουλίας κοινοποιεί στο άλλο κράτος μέλος οποιεσδήποτε σχετικές πληροφορίες χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

(5) Οι υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου δεν συνεπάγονται υποχρέωση του κράτους μέλους εγκατάστασης να προβεί σε εξακριβώσεις γεγονότων και σε ελέγχους στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής όπου παρέχεται η υπηρεσία.

(6) Εξακριβώσεις και έλεγχοι μπορούν να διενεργούνται από τις αρχές του κράτους μέλους υποδοχής με δική τους πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους εγκατάστασης σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους IΙΙ του παρόντος Νόμου.

Ευθύνη υποεργολάβου

19.-(1) Στις αλυσίδες υποεργολαβίας όπου ο άμεσος υποεργολάβος είναι ο εργοδότης του αποσπασμένου εργαζόμενου, ο εργολάβος και ο άμεσος υποεργολάβος είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνοι έναντι του αποσπασμένου εργαζόμενου όσον αφορά κάθε οφειλόμενη καθαρή αμοιβή που αντιστοιχεί στους ελάχιστους μισθούς και/ή τις εισφορές σε κοινά ταμεία ή όργανα των κοινωνικών εταίρων, εφόσον καλύπτονται από τις διατάξεις του άρθρου 7 του παρόντος Νόμου στις περιπτώσεις -

(α) Απάτης και καταχρήσεων∙

(β) δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο Παράρτημα του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι η ευθύνη του εργολάβου αναστέλλεται, εφόσον προκύπτει ότι τα μισθολογικά δικαιώματα όπως αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου δύναται να ικανοποιηθούν από τον άμεσο υποεργολάβο.

(2) Η ευθύνη που αναφέρεται στο εδάφιο (1) περιορίζεται στα δικαιώματα των εργαζομένων που έχουν αποκτηθεί στα πλαίσιο της συμβατικής σχέσης μεταξύ του εργολάβου και του υποεργολάβου:

Νοείται ότι οι εργολάβοι που έχουν επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια ως προς την εκπλήρωση των σχετικών υποχρεώσεων τους, όπως αυτή προκύπτει μέσα από την ισχύουσα νομοθεσία δεν φέρουν ευθύνη σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο.

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ, ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
Έλεγχος της τήρησης των προϋποθέσεων του Νόμου

20.-(1) Η Αρμόδια Αρχή, αυτεπάγγελτα ή μετά από υποβολή παραπόνου, επιθεωρεί και ελέγχει την τήρηση των προϋποθέσεων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο, ασκώντας τις εξουσίες ελέγχου και έρευνας που καθορίζονται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(2) Οι επιθεωρήσεις και οι έλεγχοι συμμόρφωσης είναι αναλογικοί και χωρίς διακρίσεις.

Εξωδικαστική προστασία

21. Κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται από παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δικαιούται προστασίας από τους Επιθεωρητές και μπορεί να τους υποβάλλει καταγγελίες κατά τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του άρθρου 24 του παρόντος Νόμου.

Διορισμός Επιθεωρητών

22. Η Αρμόδια Αρχή δύναται να ορίσει Επιθεωρητές του Υπουργείου για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

Κύριο έργο Επιθεωρητών

23. Οι Επιθεωρητές που διορίζονται δυνάμει του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου, έχουν ως έργο κυρίως –

(α) Την εξασφάλιση της πλήρους και αποτελεσματικής εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είτε με τη διεξαγωγή αυτεπάγγελτης έρευνας για τον έλεγχο της εφαρμογής του, είτε με την εξέταση καταγγελιών για διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου˙

(β) την παροχή πληροφοριών, συμβουλών και υποδείξεων προς τους εργοδότες και τους εργοδοτούμενους, σχετικά με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τηρήσεως των διατάξεων του παρόντος Νόμου˙ και

(γ) την αναφορά προς την αρμόδια αρχή προβλημάτων που δημιουργούνται κατά την εφαρμογή του παρόντος Νόμου και την υποβολή προτάσεων σχετικά με μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπισή τους.

Εξουσίες Επιθεωρητών

24.-(1)Κάθε Επιθεωρητής, για τους σκοπούς της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δύναται -

(α) Να εισέρχεται, με την επίδειξη της ταυτότητάς του, ελεύθερα και χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση, σε οποιοδήποτε χώρο απασχολήσεως για τον οποίο εύλογα πιστεύει ότι πρέπει να επιθεωρηθεί, εκτός από οικιακά υποστατικά:

Νοείται ότι η είσοδος σε οικιακά υποστατικά μπορεί να γίνεται αφού εξασφαλισθεί η συγκατάθεση του κατόχου τους˙

(β) να συνοδεύεται από μέλη της αστυνομίας, αν έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι θα παρεμποδισθεί στην άσκηση των εξουσιών του ή στην εκτέλεση των καθηκόντων του, τα οποία η Αστυνομία έχει υποχρέωση να διαθέτει όταν το ζητήσει τούτο ο Επιθεωρητής˙

(γ)να συνοδεύεται από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ήθελε κρίνει αναγκαίο˙

(δ) να προβαίνει σε ελέγχους, επιθεωρήσεις που βασίζονται κυρίως σε εκτίμηση επικινδυνότητας, μέσω της οποίας μπορούν να εντοπίζονται οι τομείς δραστηριοτήτων στους οποίους συγκεντρώνεται, στο έδαφος της Δημοκρατίας, η απασχόληση των εργαζομένων που αποσπώνται προς παροχή υπηρεσιών, και ειδικότερα να επικεντρώνονται σε γεωγραφικές περιοχές, χώρους εργασίας όπου οι εργασίες διεξάγονται μέσω μεγάλων υποεργολάβων και χώρους εργασίας όπου εργάζονται ευπαθείς ομάδες εργαζομένων∙ και

(ε) να προβαίνει σε έρευνες, ανακρίσεις, ή εξετάσεις που θεωρεί αναγκαίους ή αναγκαίες για τη διαπίστωση της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και ιδίως –

(i) να απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο, για το οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι μπορεί να παράσχει πληροφορίες ή διευκρινίσεις σχετιζόμενες με οποιαδήποτε επιθεώρηση που αφορά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, να απαντά σε σχετικές ερωτήσεις, μόνο του ή με την παρουσία οποιουδήποτε άλλου προσώπου, την οποία μπορεί ο Επιθεωρητής να απαιτήσει ή να επιτρέψει, καθώς και να απαιτεί από το πρόσωπο αυτό να υπογράφει δήλωση ότι οι απαντήσεις του είναι αληθείς·

(ii) να απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο στο χώρο εργασίας να του παρέχει, για θέματα τα οποία τελούν υπό τον έλεγχο ή την ευθύνη του προσώπου αυτού, τις διευκολύνσεις και τη βοήθεια που είναι αναγκαίες για να τον υποβοηθήσουν να ασκήσει οποιεσδήποτε από τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου αυτού∙ και

(στ) να ζητεί τη συνδρομή οποιασδήποτε δημόσιας υπηρεσίας ή αρχής, η οποία και υποχρεούται να του την παράσχει.

(2) Κατά τη διάρκεια της κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου επίσκεψης του για επιθεώρηση, ο Επιθεωρητής θα ενημερώνει τον εργοδότη ή εκπρόσωπό του για την παρουσία του, εκτός εάν θεωρεί ότι αυτό θα επηρεάσει δυσμενώς την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Ενέργειες Επιθεωρητή σε περίπτωση καταγγελίας

25.-(1) Ο Επιθεωρητής δέχεται καταγγελίες για διαφορές που πιθανόν να προκύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος Νόμου από οποιοδήποτε πρόσωπο θεωρεί ότι θίγεται από τη διαφορά αυτή, καθώς και, για λογαριασμό τέτοιου προσώπου, και, αμέσως μόλις λάβει τέτοια καταγγελία, με την προϋπόθεση ότι η υπόθεση δεν έχει προσαχθεί ενώπιον του δικαστηρίου –

(α) Ερευνά με κάθε πρόσφορο τρόπο τις υποβαλλόμενες καταγγελίες, και ιδίως καλεί το πρόσωπο εναντίον του οποίου γίνεται η καταγγελία καθώς και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που έχει αρμοδιότητα ή ευθύνη γι' αυτό, να παράσχει πληροφορίες, διευκρινήσεις ή οποιοδήποτε στοιχείο κατέχει ή είναι υπό τον έλεγχο του, που εξυπηρετούν ή διευκολύνουν την έρευνα της καταγγελίας και επιχειρεί να διευθετήσει τη διαφορά˙

(β) εάν επιτευχθεί η διευθέτηση της διαφοράς, συντάσσει πρακτικό συμβιβασμού, το οποίο υπογράφεται και από τα δύο μέρη˙

(γ) εάν δεν επιτευχθεί διευθέτηση της διαφοράς, συντάσσει πρακτικό, στο οποίο αναγράφει όλα όσα έπραξε και διαπίστωσε και το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών σε διαδικασία ενώπιόν του.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου από την ημέρα της υποβολής της κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου καταγγελίας και έως την ημέρα που συντάχθηκε το αναφερόμενο στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου πρακτικό, διακόπτεται η τυχόν ισχύουσα προθεσμία προσφυγής στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών του προσώπου που υπέβαλε την καταγγελία ή για λογαριασμό του οποίου υποβλήθηκε η καταγγελία, καθώς και η τυχόν ισχύουσα περίοδος παραγραφής της απαίτησής του.

Καθήκον παροχής πληροφοριών

26.-(1) Κάθε εργοδότης ή αντιπρόσωπός του και κάθε αποσπασμένος εργαζόμενος στον εργοδότη αυτό πρέπει, όταν το απαιτεί ο Επιθεωρητής να δίνει σ’ αυτόν κάθε πληροφορία, βιβλίο, αρχείο, πιστοποιητικό ή άλλο έγγραφο ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο που έχει στην κατοχή του σχετικά με τα ρυθμιζόμενα στον παρόντα Νόμο θέματα.

(2) Ο εργοδότης, οι αντιπρόσωποί του ή οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι σ’ αυτόν πρέπει γενικά να παρέχουν τα μέσα που απαιτούνται από τον Επιθεωρητή, τα οποία είναι απαραίτητα για την είσοδο, επιθεώρηση, εξέταση, έρευνα, ή άλλη άσκηση εξουσίας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου σχετικά με την επιχείρηση του εργοδότη αυτού.

(3) Στα πλαίσια των επιθεωρήσεων και με βάση το άρθρο 13 του παρόντος Νόμου, το κράτος μέλος υποδοχής και το κράτος μέλος εγκατάστασης ενεργούν, αν χρειαστούν πληροφορίες, σύμφωνα με τους κανόνες διοικητικής συνεργασίας όπως αναφέρονται στα άρθρα 17 και 18 του παρόντος Νόμου και στους Κανονισμούς.

Υποχρέωση για εμπιστευτικότητα

27.-(1) Ο Επιθεωρητής θεωρεί και χειρίζεται ως απόρρητο κάθε ζήτημα και κάθε πληροφορία, γραπτή ή προφορική, που περιήλθε σε γνώση του κατά τη διεκπεραίωση του έργου του και δεν αποκαλύπτει ή μεταδίδει οποιοδήποτε τέτοιο ζήτημα ή πληροφορία.

(2) Σε περίπτωση που ο Επιθεωρητής ενεργεί κατά παράβαση της υποχρέωσης για εμπιστευτικότητα, όπως καθορίζεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, τότε εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Άρθρου 70 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990.

Αδικήματα και ποινές σε περίπτωση παρεμπόδισης του Επιθεωρητή

28.-(1) Όποιος -

(α) Παρεμποδίζει Επιθεωρητή κατά την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας που παρέχεται σ’ αυτόν από το Νόμο, ή

(β) αρνείται να απαντήσει ή απαντά ψευδώς σε οποιαδήποτε έρευνα, για την οποία παρέχεται εξουσία από τον παρόντα Νόμο, ή

(γ) παραλείπει να παρουσιάσει οποιοδήποτε αρχείο, πιστοποιητικό, βιβλίο, ή άλλο έγγραφο ή στοιχείο που απαιτείται να παρουσιάσει σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, ή

(δ) παρεμποδίζει, ή αποπειράται να παρεμποδίσει οποιοδήποτε πρόσωπο από του να παρουσιαστεί ενώπιον Επιθεωρητή ή να εξεταστεί από αυτόν,

είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, τιμωρείται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000) ή και με τις δυο αυτές ποινές μαζί.

(2) Αν τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο αδικήματα διαπράττονται από νομικό πρόσωπο ή οργανισμό, ένοχοι είναι, τόσο ο διευθύνων σύμβουλος, πρόεδρος, διευθυντής ή γραμματέας του νομικού προσώπου ή οργανισμού, εφόσον αποδειχθεί ότι το αδίκημα έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση, σύμπραξη ή ανοχή του, όσο και το νομικό πρόσωπο ή ο οργανισμός.

Εκδικητικές ενέργειες εις βάρος εργαζομένων ή υποψηφίων

29. Οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι που κινούν δικαστικές και διοικητικές διαδικασίες σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο δεν υφίστανται δυσμενή μεταχείριση από τον εργοδότη τους και σε αντίθετη περίπτωση, η οποιαδήποτε βλαπτική μεταβολή των συνθηκών απασχόλησης είναι παράνομη εκτός αν ο εργοδότης αποδείξει ότι η συγκεκριμένη βλαπτική μεταβολή οφείλεται σε λόγο άσχετο προς την καταγγελία ή τη διαμαρτυρία.

Διορισμός Τριμελούς Επιτροπής

30.-(1) Ο Υπουργός διορίζει Τριμελή Επιτροπή, η οποία αποτελείται από -

(α) Τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου,

(β) τον Διευθυντή του Τμήματος Εργασίας, και

(γ) ένα (1)λειτουργό του Υπουργείου ή των Τμημάτων του Υπουργείου,

και η οποία έχει τις εξουσίες που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

(2) Όταν η Αρμόδια Αρχή διαπιστώσει κατόπιν διερεύνησης ότι παραβιάζονται οι διατάξεις του παρόντος Νόμου, η Τριμελής Επιτροπή δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000):

Νοείται ότι για την επιβολή του πιο πάνω διοικητικού προστίμου, η Τριμελής Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της τη φύση και τη σοβαρότητα της παράβασης.

(3) Σε περίπτωση επανάληψης της παράβασης των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η Τριμελής Επιτροπή δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000).

(4) Οι προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) και (2) κυρώσεις επιβάλλονται με απόφαση της Τριμελούς Επιτροπής που βεβαιώνει την παράβαση, αφού ακούσει ή δώσει την ευκαιρία στον κατ’ ισχυρισμό παραβάτη ή σε εκπρόσωπό του να ακουστεί προφορικώς ή γραπτώς και αφού αιτιολογήσει πλήρως την παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(5) Κατά της απόφασης για την επιβολή διοικητικού προστίμου, επιτρέπεται η άσκηση ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον του Υπουργού, μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης στον κατ’ ισχυρισμό παραβάτη.

(6) Το ποσό του διοικητικού προστίμου εισπράττεται από την Αρμόδια Αρχή όταν περάσει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε (75) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης για την επιβολή χρηματικής ποινής ή σε περίπτωση που ασκείται ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού σύμφωνα με το εδάφιο (5), από την κοινοποίηση της επί της ιεραρχικής προσφυγής απόφασης του Υπουργού.

(7) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής του κατά τον παρόντα Νόμο επιβαλλόμενου από την Τριμελή Επιτροπή διοικητικού προστίμου, σύμφωνα με το εδάφιο (6) πιο πάνω, το ήδη οφειλόμενο διοικητικό πρόστιμο αυξάνεται για κάθε μέρα που παρέρχεται με ποσό που δεν υπερβαίνει τα εκατό ευρώ (€100) και εισπράττεται ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.

ΜΕΡΟΣ ΙV ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗ ΕΠΙΒΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΚΥΡΩΣΕΩΝ ΚΑΙ/Ή ΠΡΟΣΤΙΜΩΝ
Διασυνοριακή επιβολή χρηματικών διοικητικών κυρώσεων και ή προστίμων

31.-(1) (α) Η διασυνοριακή επιβολή διοικητικών χρηματικών κυρώσεων και/ή προστίμων σε πάροχο υπηρεσιών εγκατεστημένο σε κράτος μέλος λόγω μη τήρησης των εφαρμοστέων κανόνων για την απόσπαση εργαζομένων στο έδαφος της Δημοκρατίας διέπεται από τις αρχές της αμοιβαίας συνδρομής και αμοιβαίας αναγνώρισης καθώς και από τα μέτρα και τις διαδικασίες μέσω του ΙΜΙ, όπως αυτά ορίζονται από τον Κανονισμό ΙΜΙ.

(β) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, διοικητικές χρηματικές κυρώσεις και/ή πρόστιμα σημαίνει αυτά που επιβάλλονται από την Aρμόδια Aρχή ή επιβεβαιώνονται από διοικητικούς φορείς ή το Επαρχιακό ή Εργατικό Δικαστήριο, κατά περίπτωση, για τη μη τήρηση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, συμπεριλαμβανομένων των τελών (εξόδων) και των προσαυξήσεων.

(2) Το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται κατά την επιβολή προστίμων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Απόφασης 2005/214/ΔΕΥ, του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 ή της Απόφασης 2006/325/ΕΚ.

Αρμόδια αρχή

32.-(1) Η Αρμόδια Αρχή είναι υπεύθυνη για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Μέρους μαζί με τις αρμόδιες αρχές που είναι καταχωρημένες στα πλαίσια του συστήματος ΙΜΙ, κατά περίπτωση, για τη διοικητική διαβίβαση και/ή παραλαβή των αιτήσεων όπως καθορίζεται σε Κανονισμούς.

(2) Οι αρμόδιες αρχές είτε είναι καταχωρημένες στο ΙΜΙ είτε όχι, δυνάμει των νομοθεσιών στα πλαίσια των οποίων καθορίζονται οι αρμοδιότητες τους, έχουν την ευθύνη επιβολής και είσπραξης χρηματικής κύρωσης και/ή προστίμου, και όπου κρίνεται αναγκαίο αυτό γίνεται με τη συνδρομή της αστυνομίας.

ΜΕΡΟΣ V ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Υπεράσπιση δικαιωμάτων

33. Συνδικαλιστικές οργανώσεις και ενώσεις προσώπων, οργανώσεις εργαζομένων ή άλλες οργανώσεις ή νομικά πρόσωπα, τα οποία έχουν έννομο συμφέρον από την τήρηση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, μπορούν να κινήσουν είτε εξ ονόματος είτε προς υποστήριξη των αποσπασμένων εργαζόμενων της Ένωσης ή του εργοδότη τους, και με την έγκριση τους, τα δικαιώματα που προβλέπονται στα άρθρα 21 και 35 του παρόντος Νόμου:

Nοείται ότι το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη άλλων αρμοδιοτήτων και συλλογικών δικαιωμάτων των κοινωνικών εταίρων, των εκπροσώπων των εργαζομένων και των εργοδοτών, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τη νομοθεσία και/ή πρακτική που ισχύει στο έδαφος της Δημοκρατίας:

Νοείται περαιτέρω ότι το παρόν άρθρο εφαρμόζεται λαμβάνοντας υπόψη τους δικονομικούς κανόνες περί εκπροσώπησης και υπεράσπισης ενώπιον των δικαστηρίων στο έδαφος της Δημοκρατίας.

Ποινικά αδικήματα

34. Πρόσωπο το οποίο ενεργεί κατά παράβαση ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.

Δικαστική προστασία και βάρος απόδειξης

35.-(1) Κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται από παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δικαιούται να διεκδικεί τα δικαιώματα του ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου, ακόμα και εάν η σχέση στο πλαίσιο της οποίας εικάζεται ότι έγινε παράβαση έχει λήξει, και να χρησιμοποιεί κάθε πρόσφορο μέσο για τη στοιχειοθέτηση της παράβασης και της πάσης φύσης ζημιάς που υπέστη λόγω αυτής.

(2) Με την επιφύλαξη ενδεχόμενου δικαιώματος εγέρσεως αγωγής σύμφωνα με τις υφιστάμενες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ή τις διεθνείς συμβάσεις περί δικαστικής αρμοδιότητας σε άλλο κράτος για διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 7 έως 9 του παρόντος Νόμου είναι δυνατόν να εγερθεί αγωγή στη Δημοκρατία.

(3) Σε κάθε δικαστική διαδικασία, εκτός από ποινική, αν ο διάδικος που ισχυρίζεται ότι θίγεται από παράβαση διατάξεων του παρόντος Νόμου, στοιχειοθετεί πραγματικά περιστατικά από τα οποία πιθανολογείται η παράβαση, το Δικαστήριο υποχρεώνει τον αντίδικό του να αποδείξει ότι δεν υπήρξε καμία παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

Καθυστερημένες πληρωμές

36.-(1) Κάθε αποσπασμένος εργαζόμενος που θεωρεί ότι θίγεται από παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου μπορεί, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 21 και 35 του παρόντος Νόμου, να διεκδικεί -

(α) Τυχόν καθυστερημένες καθαρές αμοιβές που του οφείλονται σύμφωνα με τους εφαρμοστέους όρους και τις συνθήκες απασχόλησης που αναφέρονται στο άρθρο 7 του παρόντος Νόμου∙

(β) τυχόν καθυστερημένες πληρωμές ή επιστροφές φόρων ή εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που έχουν παρακρατηθεί αχρεωστήτως από τους μισθούς τους∙

(γ) επιστροφή υπερβολικών δαπανών σε σχέση με το ποσό των καθαρών αποδοχών ή με την ποιότητα του καταλύματος οι οποίες παρακρατήθηκαν ή αφαιρέθηκαν από τους μισθούς για τα καταλύματα που παρασχέθηκαν από τον εργοδότη∙

(δ) κατά περίπτωση εισφορές των εργοδοτών που οφείλονται σε κοινά ταμεία ή οργανισμούς των κοινωνικών εταίρων που έχουν παρακρατηθεί αχρεωστήτως από τους μισθούς τους.

(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις που η απόσπαση έχει λήξει.

Σύστημα πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά

37. Η διοικητική συνεργασία και η αμοιβαία συνδρομή μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών που αναφέρονται στα άρθρα 17 και 18 και στο Μέρος ΙV του παρόντος Νόμου και των σχετικών Κανονισμών υλοποιείται μέσω του συστήματος πληροφόρησης για την αγορά (ΙΜΙ).

Έκδοση Κανονισμών

38.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(2) Ειδικότερα και χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1), οι Κανονισμοί δύναται να ρυθμίζουν -

(α) Τα ειδικότερα μέτρα για την καλύτερη πρόσβαση στις πληροφορίες∙

(β) τα χρονικά όρια για την εξασφάλιση πληροφοριών στα πλαίσια της αμοιβαίας συνδρομής και της διοικητικής συνεργασίας∙

(γ) τις διοικητικές απαιτήσεις και μέτρα ελέγχου∙

(δ) τη διαδικασία διασυνοριακής επιβολής χρηματικών διοικητικών κυρώσεων και/ή προστίμων∙

(ε) οποιοδήποτε άλλο θέμα τεχνική φύσης χρήζει καθορισμού ή ρύθμισης.

Κατάργηση

39. Με την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, ο περί της Απόσπασης Εργαζομένων στο Πλαίσιο Παροχής Υπηρεσιών Νόμος του 2002 καταργείται.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

[Άρθρα 7(1) και 8(2)]

Οι δραστηριότητες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 7 και στο εδάφιο (2) του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου περιλαμβάνουν όλες τις δραστηριότητες στον τομέα των οικοδομών με σκοπό την κατασκευή, την αποκατάσταση, την τακτική συντήρηση, τη μετατροπή ή την κατεδάφιση οικοδομών, και συγκεκριμένα τις ακόλουθες εργασίες:

1. Εκσκαφή
2. Χωματουργικά (ισοπέδωση).
3. Ανέγερση.
4. Συναρμολόγηση και αποσυναρμολόγηση προκατασκευασμένων στοιχείων.
5. Διαρρύθμιση―Εξοπλισμός.
6. Μετατροπές.
7. Ανακαίνιση.
8. Επισκευή.
9. Διάλυση.
10. Κατεδάφιση.
11. Προληπτική συντήρηση.
12. Τακτική συντήρηση―Εργασίες χρωματισμού και καθαρισμού.
13. Εξυγίανση.