7.-(1) Οι επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου και προβαίνουν σε απόσπαση εργαζομένων στο έδαφος της Δημοκρατίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου, υποχρεούνται να εγγυώνται, σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχείρισης στους εργαζομένους που αποσπούν, ανεξάρτητα από το δίκαιο που διέπει τη σχέση εργασίας τους, την εφαρμογή των κατωτέρω όρων εργασίας και απασχόλησης, που καθορίζονται από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ή/και συλλογικές συμβάσεις, εφόσον οι συλλογικές συμβάσεις αφορούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο Παράρτημα:
(α) Tις μέγιστες περιόδους εργασίας και τις ελάχιστες περιόδους ανάπαυσης·
(β) την ελάχιστη διάρκεια ετήσιας άδειας μετ’ απολαβών·
(γ) τις αμοιβές, περιλαμβανομένων του ελάχιστου ορίου μισθού και των αποζημιώσεων υπερωριακής εργασίας, εξαιρουμένων συμπληρωματικών επαγγελματικών συνταξιοδοτικών συστημάτων∙
(δ) τους όρους διάθεσης εργαζομένων στη χρήστρια επιχείρηση και ειδικότερα όταν πρόκειται για διάθεση εργαζομένων από επιχειρήσεις προσωρινής απασχόλησης∙
(ε) την προστασία της υγείας, της ασφάλειας και της υγιεινής των εργαζομένων κατά την εργασία, σύμφωνα με τον περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμο·
(στ) την προστασία των γυναικών που βρίσκονται σε κατάσταση εγκυμοσύνης ή λοχείας κατά την εργασία·
(ζ) την προστασία των παιδιών και των νέων κατά την εργασία·
(η) την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών και την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και στην εργασία·
(θ) τη μη διάκριση στην εργασία ιδίως λόγω φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, χρώματος, γλώσσας, σωματικής ή πνευματικής ή ψυχικής πάθησης, εφόσον οι εργαζόμενοι είναι αποδεδειγμένα ικανοί να εκτελέσουν την εργασία που τους ανατίθεται, κοινωνικής προέλευσης, μερικής απασχόλησης, προσχώρησης ή μη σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, πολιτικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων·
(ι) τις συνθήκες στέγασης των εργαζομένων που παρέχονται από τον εργοδότη σε εργαζομένους μακριά από το συνήθη τόπο εργασίας τους·
(ια) τα επιδόματα ή επιστροφή εξόδων για την κάλυψη των εξόδων ταξιδιού, διατροφής και στέγης των εργαζομένων που βρίσκονται εκτός της χώρας τους για επαγγελματικούς λόγους, τα δε έξοδα ταξιδιού, διατροφής και στέγης αποσπασμένων καταβάλλονται στους εργαζομένους, όταν υποχρεούνται να ταξιδέψουν από και προς το συνήθη τόπο εργασίας τους εντός του εδάφους της Δημοκρατίας στο οποίο έχουν αποσπασθεί ή όταν τοποθετούνται προσωρινά από τον εργοδότη τους σε άλλον τόπο εργασίας από τον συνήθη.
(2) Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου ως ελάχιστα όρια μισθού νοούνται οι απολαβές που καθορίζονται από την ισχύουσα νομοθεσία ή τις εκάστοτε ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις που έχουν συναφθεί από τις πλέον αντιπροσωπευτικές οργανώσεις των κοινωνικών εταίρων και οι οποίες συνίστανται από το μισθό, τα τυχόν επιμέρους προβλεπόμενα επιδόματα και οποιεσδήποτε τυχόν πρόσθετες παροχές, συμπεριλαμβανομένων των αποζημιώσεων για υπερωριακή εργασία:
(3) Για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η έννοια “αμοιβή” καθορίζεται από την ισχύουσα νομοθεσία ή τις εκάστοτε ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις και καλύπτει όλα τα συστατικά στοιχεία αμοιβής που καθίστανται υποχρεωτικά στο έδαφος της Δημοκρατίας όπου έχει αποσπασθεί ο εργαζόμενος:
(4)(α) Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 4, εξασφαλίζουν στους αποσπασμένους εργαζομένους στο έδαφος της Δημοκρατίας τους ίδιους όρους εργασίας και απασχόλησης με τους προσωρινά απασχολουμένους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18 του περί της Εργασίας μέσω Επιχείρησης Προσωρινής Απασχόλησης Νόμου.
(β) Η χρήστρια επιχείρηση ενημερώνει τις αναφερόμενες στην παράγραφο (α) επιχειρήσεις σχετικά με τους όρους εργασίας και απασχόλησης όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας και την αμοιβή στον βαθμό που καλύπτονται από το εδάφιο (1) του άρθρου 7 και του άρθρου 18 του περί της Εργασίας μέσω Επιχείρησης Προσωρινής Απασχόλησης Νόμου.
(5) Κλαδικές συλλογικές συμβάσεις ή διαιτητικές αποφάσεις που ισχύουν στην επικράτεια της Δημοκρατίας για επιχειρήσεις που εντάσσονται στον ίδιο κλάδο και/ή εθνικές συλλογικές συμβάσεις που έχουν συναφθεί με τις πλέον αντιπροσωπευτικές οργανώσεις των κοινωνικών εταίρων, αποτελούν τη βάση για τη διασφάλιση τουλάχιστον του ιδίου επιπέδου προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων που αποσπώνται στο έδαφος της Δημοκρατίας για σκοπούς διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών, με το επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων των υπόλοιπων εργαζομένων στον οικείο κλάδο και/ή των υπόλοιπων εργαζομένων στη Δημοκρατία: