11.-(1) Τα μέλη της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου έχουν υποχρέωση και καθήκον εχεμύθειας σε σχέση με τις πληροφορίες, τα έγγραφα ή άλλα στοιχεία για τα οποία λαμβάνουν γνώση, στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων τους ή/και λόγω απασχόλησής τους στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου, η παράβαση του οποίου συνιστά ποινικό αδίκημα το οποίο τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 του παρόντος Νόμου.
(2) Η καταδίκη σε ποινικό αδίκημα ή η διαπίστωση διάπραξης πειθαρχικού παραπτώματος από μέλος της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου, που σχετίζεται με την εκτέλεση των καθηκόντων του στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου, πέραν των ποινικών και πειθαρχικών διώξεών του, επιφέρει την άμεση απομάκρυνσή του από την Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου και παράλληλα αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα και δύναται να λαμβάνεται υπόψη για την επιμέτρηση της οποιασδήποτε ποινής.
(3) Τηρουμένων των προνοιών των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών, σε περίπτωση που υποβάλλεται καταγγελία ή αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός από την οποία ή από τον οποίο φαίνεται ότι, μέλος της Αστυνομίας που υπηρετεί στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου, ενδεχομένως να έχει διαπράξει πειθαρχικό αδίκημα, διενεργείται έρευνα που ορίζεται από τον Αρχηγό της Αστυνομίας:
(4) Σε περίπτωση που υποβάλλεται καταγγελία ή αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός από την οποία ή από τον οποίο φαίνεται ότι μέλος του προσωπικού που έχει αποσπαστεί στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου, ενδεχομένως να έχει διαπράξει πειθαρχικό αδίκημα για παράβαση καθήκοντος ή υποχρέωσης που προκύπτει από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, η πειθαρχική έρευνα και δίωξη διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων και κανονισμών του τμήματος, της υπηρεσίας, της αρχής ή του Οργανισμού από όπου έχει αποσπαστεί.
(5) Τα μέλη της Αστυνομίας που υπηρετούν στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου, για σκοπούς διαφάνειας, η οποία εξυπηρετεί την παρεμπόδιση της εκμετάλλευσης των καθηκόντων τους στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου και αποσκοπεί στην πρόληψη και καταπολέμηση της διαφθοράς, και για σκοπούς υλοποίησης της αποστολής της και επίτευξης των αρμοδιοτήτων της, συναινούν, με την εκούσια ανάληψη των καθηκόντων τους, στο να εκτεθούν σ’ ένα ευρύτερο έλεγχο της ιδιωτικής και οικονομικής τους ζωής.
(6) Τα μέλη της Υπηρεσίας, με την ανάληψη των καθηκόντων τους, ενυπόγραφα, παραχωρούν τη συγκατάθεσή τους για άρση του τραπεζικού απορρήτου τους και των τηλεπικοινωνιακών τους δεδομένων και ενυπόγραφα δεσμεύονται να μην αμφισβητήσουν με οποιοδήποτε ένδικο μέσο την άρση του τραπεζικού τους απορρήτου και των τηλεπικοινωνιακών τους δεδομένων:
(7) Τα μέλη της Υπηρεσίας, με τη μετάθεση, την τοποθέτηση ή/και την απόσπασή τους, ενυπόγραφα αναλαμβάνουν την υποχρέωση τήρησης του καθήκοντος της εχεμύθειας, το οποίο τους δεσμεύει για όσο χρόνο υπηρετούν στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου, αλλά και για περίοδο πέντε (5) ετών μετά τη λήξη της θητείας ή/και της αποχώρησής τους.
(8) Μέλος της Αστυνομίας που υπηρετεί στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου δύναται να μετατεθεί πριν από τη λήξη της θητείας του μόνο με γραπτή αίτησή του προς τον Αρχηγό και εφόσον αυτή εγκριθεί από τον Αρχηγό ή δύναται να μετατεθεί με απόφαση του Αρχηγού για σοβαρούς λόγους που αφορούν τη συμπεριφορά και την υπηρεσιακή του απόδοση.
(9) Τα μέλη της Υπηρεσίας απολαμβάνουν προστασίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και τους χορηγείται μηνιαίο επίδομα εκτέλεσης ειδικών καθηκόντων, το οποίο καθορίζεται δυνάμει των προνοιών του Κανονισμού 30 των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών και περικόπτεται αναλόγως σε περίπτωση απουσίας τους.
(10) Έχοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες των καθηκόντων που εκτελούν κατ’ εφαρμογή της αποστολής της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου, την αυξανόμενη έκθεσή τους έναντι των υπολοίπων μελών της Αστυνομίας και των προβλεπόμενων στα εδάφια (5) και (6) υποχρεώσεων, έκαστο από τα μέλη της Αστυνομίας που υπηρετεί στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου, με τη λήξη της θητείας του, δύναται να μετατεθεί σε διεύθυνση, τμήμα, υπηρεσία ή μονάδα της επιλογής του, εφόσον οι υπηρεσιακές ανάγκες το επιτρέπουν: