1. O παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Σύστασης και Λειτουργίας της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου της Αστυνομίας Νόμος του 2018.
2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια –
«Ανώτερος Αξιωματικός» σημαίνει μέλος της Αστυνομίας βαθμού Αστυνόμου Β΄ και ανώτερου·
«Αξιωματικός» σημαίνει μέλος της Αστυνομίας βαθμού Ανώτερου Υπαστυνόμου και Υπαστυνόμου·
«Αρχηγός» σημαίνει τον Αρχηγό της Αστυνομίας·
«Αστυνομία» σημαίνει την Αστυνομία Κύπρου, όπως αυτή υφίσταται και λειτουργεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 3 του περί Αστυνομίας Νόμου·
«αστυνομική διαταγή» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Αστυνομίας Νόμου·
«Γενικός Εισαγγελέας» σημαίνει το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας·
«δημόσιος τομέας» σημαίνει τη δημόσια υπηρεσία και κάθε ανεξάρτητη υπηρεσία και αρχή της Δημοκρατίας, για την οποία γίνεται πρόνοια στον ετήσιο κρατικό προϋπολογισμό και περιλαμβάνει την Αστυνομία, την Πυροσβεστική Υπηρεσία, τη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία και το Στρατό της Δημοκρατίας·
«ευρύτερος δημόσιος τομέας» σημαίνει κάθε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή οργανισμό δημοσίου δικαίου και περιλαμβάνει τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης και οποιοδήποτε άλλο οργανισμό δημοσίου δικαίου χωρίς νομική προσωπικότητα που καθιδρύεται με νόμο προς το δημόσιο συμφέρον και τα κεφάλαια του οποίου είτε παρέχονται είτε είναι εγγυημένα από τη Δημοκρατία·
«μέλος της Αστυνομίας» σημαίνει πρόσωπο που διορίζεται με βάση τις διατάξεις του περί Αστυνομίας Νόμου·
«μέλος της Υπηρεσίας» σημαίνει πρόσωπο που υπηρετεί στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου και είναι μέλος της Αστυνομίας ή μέλος του προσωπικού που υπηρετεί στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου, είτε μετά από μετάθεση από την Αστυνομία, είτε μετά από απόσπαση, από υπηρεσία του δημόσιου ή του ευρύτερου δημοσίου τομέα·
«πράξεις διαφθοράς» σημαίνει τα αδικήματα που προβλέπονται στον περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικό) Νόμο, στον περί του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικό) Νόμο, στον περί Πρόληψης της Διαφθοράς Νόμο, στον περί Αθέμιτης Κτήσης Περιουσιακού Οφέλους από Αξιωματούχους και Λειτουργούς του Δημοσίου Νόμο, καθώς και τα αδικήματα που περιλαμβάνονται στον περί Ποινικού Κώδικα Νόμο, τα οποία εμπεριέχουν το στοιχείο του δεκασμού ή της κατάχρησης εξουσίας ή εμπιστοσύνης ή εναντίον της άσκησης νόμιμης εξουσίας, και οποιαδήποτε άλλα αδικήματα που από τη φύση τους θα συνιστούσαν πράξη διαφθοράς·
«πράξεις εν δυνάμει διαφθοράς» σημαίνει καταχρηστικές ή αθέμιτες συμπεριφορές, ενέργειες, παραλείψεις ή πρακτικές, οι οποίες παραβιάζουν ή σκοπό έχουν να παραβιάσουν οποιαδήποτε νομική υποχρέωση, περιλαμβανομένης της κατάχρησης εξουσίας και περιλαμβάνει τη συγκάλυψη όλων ή οποιουδήποτε από τα ανωτέρω·
«Υπαρχηγός» σημαίνει τον Υπαρχηγό της Αστυνομίας·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.
(2)Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1) και εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια, λέξεις ή φράσεις που περιέχονται στον παρόντα Νόμο έχουν την έννοια που αποδίδεται σε αυτές από το άρθρο 2 του περί Αστυνομίας Νόμου.
3.-(1) Καθιδρύεται στην Αστυνομία αυτόνομη ειδική υπηρεσία με την ονομασία «Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου της Αστυνομίας» υπαγόμενη επιχειρησιακά ως ορίζεται στο άρθρο 6 και διοικητικά απευθείας στον Αρχηγό.
(2) Οι καθοριζόμενες στο άρθρο 5 αρμοδιότητες ή εξουσίες της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου εποπτεύονται απευθείας από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή από Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τον οποίο ορίζει ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, και διακρίνονται από τις καθοριζόμενες στο εδάφιο (1) αρμοδιότητες του Αρχηγού της Αστυνομίας.
4. Η αποστολή της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου είναι -
(α) Η συλλογή, η καταγραφή, η επεξεργασία, η αξιολόγηση, η αξιοποίηση και η διερεύνηση πληροφοριών και στοιχείων για θέματα διαφθοράς στην Αστυνομία, καθώς και η διεξαγωγή ερευνών, ανακρίσεων και εξετάσεων για τη βεβαίωσή τους,
(β) η διερεύνηση, η εξιχνίαση και η δίωξη αδικημάτων διαφθοράς που διαπράττουν ή/και στα οποία συμμετέχουν ή/και τα οποία ανέχονται ή/και συγκαλύπτουν μέλη της Αστυνομίας,
(γ) η εκπόνηση μελετών, η έκδοση εγκυκλίων και η επεξεργασία εγχειριδίων για σκοπούς ενημέρωσης και εκπαίδευσης των μελών της Αστυνομίας,
(δ) η αξιολόγηση των κινδύνων από φαινόμενα διαφθοράς και η υποβολή εισηγήσεων και προτάσεων για την καταστολή και τον περιορισμό τους:
5.-(1) Για την εκπλήρωση της αποστολής της, η Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου έχει τις ακόλουθες εξουσίες και αρμοδιότητες:
(α) Να συλλέγει, καταγράφει, επεξεργάζεται, αξιολογεί, αξιοποιεί και διερευνά πληροφορίες και στοιχεία, που αφορούν τη διάπραξη αδικημάτων διαφθοράς και διεξάγει έρευνες, ανακρίσεις και εξετάσεις, για την επιβεβαίωσή τους·
(β) να διεξάγει έρευνες και ανακρίσεις, μετά από επώνυμες ή ανώνυμες καταγγελίες και από πληροφορίες και αναφορές και τα μέλη της περιβάλλονται με τις εξουσίες και αρμοδιότητες που προβλέπονται στον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο και οποιεσδήποτε άλλες ανακριτικές εξουσίες που προβλέπονται σε κείμενη νομοθεσία·
(γ) να εισέρχεται και διενεργεί έρευνες και ελέγχους, κατόπιν έκδοσης δικαστικού εντάλματος, σε τόπο εργασίας ή άλλο τόπο που κατέχεται από μέλος ή μέλη της Αστυνομίας, αν έχει λόγο να πιστεύει ότι σε αυτό πρόκειται να διαπραχθεί ή διαπράττεται ή έχει πρόσφατα διαπραχθεί αδίκημα διαφθοράς, ή έχει πληροφορίες ή στοιχεία, που αφορούν τη διάπραξη αδικήματος διαφθοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου:
(δ) να κατάσχει οτιδήποτε βρεθεί κατά τη διάρκεια έρευνας που διεξάγεται δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (γ) του παρόντος εδαφίου, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του άρθρου 32 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου σε οποιοδήποτε τέτοιο πράγμα·
(ε) να δεσμεύει κινητή και ακίνητη περιουσία, αν κατέχει πληροφορία βάσει της οποίας δημιουργείται εύλογη υποψία ότι το υπό διερεύνηση μέλος της Αστυνομίας δύναται να κατηγορηθεί για διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου·
(στ) να έχει απρόσκοπτη πρόσβαση σε πληροφορίες, έγγραφα, βιβλία, ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων και αρχεία, όλων των τμημάτων, διευθύνσεων και υπηρεσιών της Αστυνομίας, και των άλλων αρχών και υπηρεσιών του δημοσίου τομέα ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα για θέματα που αφορούν υπό διερεύνηση μέλη της Αστυνομίας, αν έχει πληροφορίες ή στοιχεία που αφορούν τη διάπραξη αδικήματος διαφθοράς, και κάθε πρόσωπο από το οποίο ζητείται να παραχωρηθούν, υποχρεούται να παράσχει την αιτούμενη πρόσβαση ή τις ζητηθείσες πληροφορίες·
(ζ) τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, να ζητεί από οποιαδήποτε υπηρεσία του δημόσιου τομέα ή του ευρύτερου δημοσίου τομέα, και αυτή υποχρεούται να παράσχει κάθε συνδρομή, πληροφορία ή στοιχείο που είναι αναγκαίο, για τη διερεύνηση της διάπραξης αδικήματος διαφθοράς:
(η) να ζητεί σε οποιαδήποτε μορφή, οποιαδήποτε πληροφορία που αποκτάται από το Τμήμα Φορολογίας κατά τη διεκπεραίωση αρμοδιότητας, εξουσίας ή/και καθήκοντος του Εφόρου Φορολογίας για υπό διερεύνηση μέλος της Αστυνομίας και να εξουσιοδοτεί την επεξεργασία τέτοιας πληροφορίας από μέλος στο οποίο αναθέτει την εκτέλεση εργασίας, που εμπίπτει στην αρμοδιότητα, εξουσία ή/και καθήκον της·
(θ) να ζητεί από τον Έφορο Φορολογίας, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 5 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου, να απαιτήσει με έγγραφη ειδοποίησή του από οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας, για το οποίο υπάρχουν πληροφορίες ή στοιχεία που αφορούν διάπραξη αδικήματος διαφθοράς όπως υποβάλει, εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στην ειδοποίηση, κατάσταση που να δεικνύει πλήρεις λεπτομέρειες του ενεργητικού και παθητικού της προσωπικής και επαγγελματικής του περιουσίας, είτε στη Δημοκρατία είτε στο εξωτερικό, καθώς και της περιουσίας των εξαρτημένων προσώπων του και του ή της συζύγου του, εφόσov στερείται φoρoλoγητέoυ εισoδήματoς, σύμφωνα με τις διατάξεις του πιο πάνω νόμου· και
(ι)να ζητεί την παραχώρηση, την κοινοποίηση ή/και την αποκάλυψη οποιωνδήποτε πληροφοριών αναφορικά με τους τραπεζικούς λογαριασμούς, υπό διερεύνηση μέλους της Αστυνομίας, για το οποίο ευλόγως υπάρχουν πληροφορίες ή στοιχεία που αφορούν διάπραξη αδικήματος διαφθοράς, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 29 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου.
(2) Πληροφορίες και στοιχεία που συλλέγονται από την Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την εκπλήρωση της αποστολής της και όχι σε σχέση με τη διερεύνηση οποιουδήποτε άλλου αδικήματος.
(3) Οι αρμοδιότητες και οι εξουσίες της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου που καθορίζονται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, δεν επηρεάζουν οποιεσδήποτε εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, περιλαμβανομένης και της αρμοδιότητας να διορίζει ανεξάρτητο ποινικό ανακριτή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή να αναθέτει τη διερεύνηση ισχυρισμών ή παραπόνων εναντίον μελών της Αστυνομίας για θέματα διαφθοράς σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του περί Αστυνομίας (Ανεξάρτητη Αρχή Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων) Νόμου:
(4) Κάθε Αρχή ή Υπηρεσία του δημόσιου τομέα ή του ευρύτερου δημοσίου τομέα, διασφαλίζει ότι οι πληροφορίες ή τα στοιχεία που περιέρχονται στην αντίληψή τους, διαβιβάζονται στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου, όταν διαπιστώνει ή έχει εύλογες υποψίες ότι μέλος της Αστυνομίας, ενέχεται σε αδίκημα διαφθοράς ή ότι ενδέχεται να σχετίζονται με πράξεις διαφθοράς:
(5) Απαγορεύεται σε πρόσωπο το οποίο παρέχει πληροφορίες στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου να παρέχει, είτε εκ προθέσεως είτε εξ’ αμελείας, ψευδείς, ελλιπείς, ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες ή να μην συνδράμει ικανοποιητικά την Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου.
6.-(1) Η Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου στο πλαίσιο της εκτέλεσης της αποστολής της διενεργεί επιχειρήσεις, έρευνες ή αιφνιδιαστικούς ελέγχους, προς διαπίστωση του ενδεχόμενου διάπραξης αδικήματος διαφθοράς από μέλη της Αστυνομίας και για το σκοπό αυτό δύναται, κατόπιν έκδοσης δικαστικού εντάλματος, να ζητεί την άρση του απορρήτου της ιδιωτικής τους επικοινωνίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προστασίας του Απόρρητου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμου.
(2) H Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου δύναται να διενεργεί σε μέλος της Αστυνομίας ελέγχους ναρκοτέστ ή/και αλκοτέστ, οποτεδήποτε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.
7.-(1) Μέλος της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου που κατά την εκτέλεση της αποστολής του, η οποία διενεργήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου διαπράξει ποινικό ή πειθαρχικό παράπτωμα, υπέχει ποινική ή πειθαρχική ευθύνη μόνο σε περίπτωση που, κατά τη διάπραξη του αδικήματος ή του παραπτώματος, δεν τελούσε υπό το κράτος της ειλικρινούς και εύλογης αντίληψής του για την αποτροπή βλάβης στον ίδιο ή σε πρόσωπο ή σε περιουσία που είχε υποχρέωση να προστατεύσει, έστω και αν η πράξη ή η παράλειψη, έγινε καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του ή της νόμιμης υποχρέωσής του.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, μέλος της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου, δεν ευθύνεται για ζημιά που τυχόν προξενείται σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή περιουσία, λόγω καλόπιστου λάθους ή καλόπιστης παράλειψης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του:
8.-(1)Μέλος της Αστυνομίας το οποίο, χωρίς να εμπλέκεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε πράξεις σχετικές με διαφθορά και χωρίς να αποβλέπει σε ίδιον όφελος, παρέχει στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου ή στην κατά περίπτωση αρμόδια αρχή, πληροφορίες, που καλόπιστα και εύλογα πιστεύει ότι τείνουν να αποκαλύψουν ότι διαπράχθηκε ή διαπράττεται ή πρόκειται να διαπραχθεί οποιοδήποτε αδίκημα διαφθοράς ή δύνανται οι πληροφορίες αυτές να αποκαλύψουν οποιαδήποτε άλλη πράξη εν δυνάμει διαφθοράς, προστατεύεται, όπως προνοείται στα επόμενα εδάφια.
(2) (α)Η ταυτότητα μέλους που ενεργεί σύμφωνα με το εδάφιο (1) ή οποιοδήποτε στοιχείο που τείνει να τον ταυτοποιήσει, καθώς και το περιεχόμενο ή μέρος του περιεχομένου της πληροφορίας ή τυχόν έγγραφης αναφοράς του, δεν δημοσιεύεται ούτε αποκαλύπτεται με οποιοδήποτε τρόπο, εκτός μόνο σε περίπτωση συγκατάθεσής του.
(β) Κάθε μέλος της Αστυνομίας ή της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου ή άλλο πρόσωπο που παραβαίνει την υποχρέωση μη δημοσίευσης ή αποκάλυψης ως ανωτέρω, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια, ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(3) Μέλος της Αστυνομίας που ενεργεί σύμφωνα με το εδάφιο (1), δεν δύναται να θεωρηθεί ότι παραβίασε οποιανδήποτε υποχρέωση ή κανόνα ή διάταξη ή οδηγία για εμπιστευτικότητα ή εχεμύθεια και δεν υπέχει ποινική, πειθαρχική ή αστική ευθύνη για την αποκάλυψη.
(4) Η μετάθεση, η απόσπαση, η μετακίνηση, η μείωση των καθηκόντων, η μείωση της αξιολόγησης ή της υπηρεσιακής βαθμολογίας ή η μη παροχή ίσων ευκαιριών εκπαίδευσης ή επιμόρφωσης μέλους της Αστυνομίας που ενήργησε σύμφωνα με το εδάφιο (1), συνιστά εκδικητικό μέτρο, εκτός αν η αρμόδια διεύθυνση, υπηρεσία ή μονάδα της Αστυνομίας, αποδείξει ότι το μέτρο δεν οφείλεται ή δεν συνδέεται με την αποκάλυψη.
9.-(1) Η Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου στελεχώνεται από μέλη της Αστυνομίας τα οποία επιλέγονται, τοποθετούνται και μετατίθενται σε αυτήν από τον Αρχηγό για υπηρεσία που διαρκεί για χρονική περίοδο τεσσάρων (4) ετών:
(2) Ο Αρχηγός διορίζει, μετά από διαβούλευση με τον Υπουργό, Ανώτερο Αξιωματικό της Αστυνομίας ως Διευθυντή της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου.
(3) Πρόσωπο που υπηρετεί ως μέλος της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου -
(α) Διακρίνεται για τον επαγγελματισμό, την αποδοτικότητα, την αποτελεσματικότητα, το ήθος, τη διαγωγή, την υπευθυνότητα, την ευσυνειδησία, την ακεραιότητα και την εντιμότητά του,
(β) είναι απόλυτα συνεπές και προσηλωμένο στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου, ώστε να μην παρουσιάζει έλλειψη συνείδησης του υπηρεσιακού καθήκοντος,
(γ) διαθέτει εμπειρίες στη συλλογή, αξιολόγηση και αξιοποίηση πληροφοριών, στη διεξαγωγή ανακρίσεων, καθώς και στη διερεύνηση υποθέσεων,
(δ) κατέχει γνώσεις στη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών ή άλλες ειδικές γνώσεις που τον καθιστούν κατάλληλο για την υπηρεσία.
(4) Δεν επιτρέπεται να μετατεθεί ή να υπηρετεί στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου μέλος της Αστυνομίας -
(α) Το οποίο έχει τιμωρηθεί με οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή πέραν της επίπληξης,
(β) το οποίο έχει τιμωρηθεί για παράπτωμα το οποίο μαρτυρεί έλλειψη συνείδησης του υπηρεσιακού καθήκοντος και ακεραιότητα χαρακτήρα,
(γ) σε βάρος του οποίου εκκρεμεί πειθαρχική δίωξη για παράπτωμα που επισύρει οποιαδήποτε από τις ποινές που ορίζονται στους Κανονισμούς 22 ή 44 των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών,
(δ) για το οποίο υπάρχουν ή υπήρξαν πληροφορίες για ύποπτες διασυνδέσεις ή δραστηριότητές του,
(ε) το οποίο συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με πρόσωπα που θεωρούνται εγκληματικά στοιχεία,
(στ) το οποίο έχει μέλη του οικογενειακού του περιβάλλοντος ή συγγενείς εξ’ αίματος μέχρι και του δεύτερου βαθμού συγγένειας που απασχολούνται σε τομείς επιχειρηματικής δραστηριότητας που δημιουργεί συνθήκες εξάρτησης ή διαπλοκής,
(ζ) το οποίο κωλύεται επανειλημμένα στην εκτέλεση των καθηκόντων του για λόγους υγείας,
(η) που είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνδέσμου Ανωτέρων Αξιωματικών Αστυνομίας ή του Συνδέσμου Αστυνομίας Κύπρου,
(θ) το οποίο έχει υπηρετήσει ή υπηρετεί με οποιαδήποτε ιδιότητα στο γραφείο Υπουργού ή Αρχηγού πολιτικού κόμματος,
(ι) για το οποίο εξειδικεύονται γεγονότα που τείνουν να καταδείξουν ότι η μη μετάθεσή του στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου ή ο τερματισμός της υπηρεσίας του στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου προάγει το δημόσιο συμφέρον.
(5) Για σκοπούς διαπίστωσης και επιβεβαίωσης των προσόντων και απαιτήσεων των εδαφίων (3) και (4) του παρόντος άρθρου, ορίζεται τριμελής Επιτροπή από τον Αρχηγό, μετά από έγκριση του Υπουργού.
(6) Την Επιτροπή απαρτίζουν ένας (1) Βοηθός Αρχηγός, ως Πρόεδρος, ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου και ένας (1) Ανώτερος Αξιωματικός, ως μέλη, οι οποίοι αφού μελετήσουν τους προσωπικούς φακέλους των μελών της Αστυνομίας, συλλέξουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες και αντλήσουν όλα τα δεδομένα, αποστέλλουν στον Αρχηγό, λεπτομερή έκθεση με τα προτεινόμενα μέλη που θα επιλεγούν για μετάθεση και τοποθέτησή τους στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου:
(7) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου, μέλος της Αστυνομίας δεν μπορεί να μετατεθεί στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου, εκτός εάν το ίδιο το μέλος συναινεί προς τούτο.
(8) Οι διατάξεις των εδαφίων (2) έως (7) εφαρμόζονται κατ’ αναλογία για την παράταση της υπηρεσίας μελών της Αστυνομίας στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1).
10. Με εισήγηση του Διευθυντή και απόφαση του Αρχηγού και μετά από έγκριση του Υπουργού δύναται να ζητείται η απόσπαση στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου υπαλλήλων του δημόσιου ή ευρύτερου δημόσιου τομέα, που διαθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις σε αντικείμενα της αποστολής και λειτουργίας της Υπηρεσίας:
11.-(1) Τα μέλη της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου έχουν υποχρέωση και καθήκον εχεμύθειας σε σχέση με τις πληροφορίες, τα έγγραφα ή άλλα στοιχεία για τα οποία λαμβάνουν γνώση, στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων τους ή/και λόγω απασχόλησής τους στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου, η παράβαση του οποίου συνιστά ποινικό αδίκημα το οποίο τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 του παρόντος Νόμου.
(2) Η καταδίκη σε ποινικό αδίκημα ή η διαπίστωση διάπραξης πειθαρχικού παραπτώματος από μέλος της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου, που σχετίζεται με την εκτέλεση των καθηκόντων του στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου, πέραν των ποινικών και πειθαρχικών διώξεών του, επιφέρει την άμεση απομάκρυνσή του από την Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου και παράλληλα αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα και δύναται να λαμβάνεται υπόψη για την επιμέτρηση της οποιασδήποτε ποινής.
(3) Τηρουμένων των προνοιών των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών, σε περίπτωση που υποβάλλεται καταγγελία ή αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός από την οποία ή από τον οποίο φαίνεται ότι, μέλος της Αστυνομίας που υπηρετεί στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου, ενδεχομένως να έχει διαπράξει πειθαρχικό αδίκημα, διενεργείται έρευνα που ορίζεται από τον Αρχηγό της Αστυνομίας:
(4) Σε περίπτωση που υποβάλλεται καταγγελία ή αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός από την οποία ή από τον οποίο φαίνεται ότι μέλος του προσωπικού που έχει αποσπαστεί στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου, ενδεχομένως να έχει διαπράξει πειθαρχικό αδίκημα για παράβαση καθήκοντος ή υποχρέωσης που προκύπτει από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, η πειθαρχική έρευνα και δίωξη διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων και κανονισμών του τμήματος, της υπηρεσίας, της αρχής ή του Οργανισμού από όπου έχει αποσπαστεί.
(5) Τα μέλη της Αστυνομίας που υπηρετούν στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου, για σκοπούς διαφάνειας, η οποία εξυπηρετεί την παρεμπόδιση της εκμετάλλευσης των καθηκόντων τους στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου και αποσκοπεί στην πρόληψη και καταπολέμηση της διαφθοράς, και για σκοπούς υλοποίησης της αποστολής της και επίτευξης των αρμοδιοτήτων της, συναινούν, με την εκούσια ανάληψη των καθηκόντων τους, στο να εκτεθούν σ’ ένα ευρύτερο έλεγχο της ιδιωτικής και οικονομικής τους ζωής.
(6) Τα μέλη της Υπηρεσίας, με την ανάληψη των καθηκόντων τους, ενυπόγραφα, παραχωρούν τη συγκατάθεσή τους για άρση του τραπεζικού απορρήτου τους και των τηλεπικοινωνιακών τους δεδομένων και ενυπόγραφα δεσμεύονται να μην αμφισβητήσουν με οποιοδήποτε ένδικο μέσο την άρση του τραπεζικού τους απορρήτου και των τηλεπικοινωνιακών τους δεδομένων:
(7) Τα μέλη της Υπηρεσίας, με τη μετάθεση, την τοποθέτηση ή/και την απόσπασή τους, ενυπόγραφα αναλαμβάνουν την υποχρέωση τήρησης του καθήκοντος της εχεμύθειας, το οποίο τους δεσμεύει για όσο χρόνο υπηρετούν στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου, αλλά και για περίοδο πέντε (5) ετών μετά τη λήξη της θητείας ή/και της αποχώρησής τους.
(8) Μέλος της Αστυνομίας που υπηρετεί στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου δύναται να μετατεθεί πριν από τη λήξη της θητείας του μόνο με γραπτή αίτησή του προς τον Αρχηγό και εφόσον αυτή εγκριθεί από τον Αρχηγό ή δύναται να μετατεθεί με απόφαση του Αρχηγού για σοβαρούς λόγους που αφορούν τη συμπεριφορά και την υπηρεσιακή του απόδοση.
(9) Τα μέλη της Υπηρεσίας απολαμβάνουν προστασίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και τους χορηγείται μηνιαίο επίδομα εκτέλεσης ειδικών καθηκόντων, το οποίο καθορίζεται δυνάμει των προνοιών του Κανονισμού 30 των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών και περικόπτεται αναλόγως σε περίπτωση απουσίας τους.
(10) Έχοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες των καθηκόντων που εκτελούν κατ’ εφαρμογή της αποστολής της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου, την αυξανόμενη έκθεσή τους έναντι των υπολοίπων μελών της Αστυνομίας και των προβλεπόμενων στα εδάφια (5) και (6) υποχρεώσεων, έκαστο από τα μέλη της Αστυνομίας που υπηρετεί στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου, με τη λήξη της θητείας του, δύναται να μετατεθεί σε διεύθυνση, τμήμα, υπηρεσία ή μονάδα της επιλογής του, εφόσον οι υπηρεσιακές ανάγκες το επιτρέπουν:
12.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου, απαγορεύεται η δημοσιοποίηση οποιουδήποτε εγγράφου ή κατάθεσης ή πληροφορίας που λαμβάνεται ή τακτικής ή μεθοδολογίας που ακολουθείται ή εφαρμόζεται από την Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου στα πλαίσια της αποστολής της.
(2) Απαγορεύεται η δημοσιοποίηση οποιουδήποτε εγγράφου που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή στοιχείων ταυτότητας ή ιδιότητας ή οποιασδήποτε πληροφορίας, που μπορεί να οδηγήσει σε αποκάλυψη της ιδιότητας ή της ταυτότητας μέλους της Υπηρεσίας.
(3) Πρόσωπο του οποίο παραβαίνει τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2), είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή και στις δυο αυτές ποινές
13.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, σε περίπτωση που υποβάλλεται καταγγελία ή αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός από την οποία ή από τον οποίο φαίνεται ότι, ο Διευθυντής ή άλλο μέλος της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου ενδεχομένως να έχει διαπράξει ποινικό αδίκημα ή/και πειθαρχικό παράπτωμα για διαφθορά ή ανέχεται ή/και συγκαλύπτει μέλος της Αστυνομίας που ενδεχομένως να έχει διαπράξει αντίστοιχο αδίκημα ή παραβιάζει την αποστολή ή/και τα καθήκοντα ή τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, ο Γενικός Εισαγγελέας δύναται να διορίσει, στην περίπτωση ποινικού αδικήματος , ανεξάρτητο ποινικό ανακριτή και ο Υπουργός στην περίπτωση πειθαρχικού παραπτώματος, ερευνώντα λειτουργό, για τη διεξαγωγή της σχετικής έρευνας.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), σε περίπτωση που υποβάλλεται καταγγελία ή αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός από την οποία ή τον οποίο φαίνεται ότι μέλος της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου ενδεχομένως να έχει διαπράξει ποινικό αδίκημα για διαφθορά ή ενέχεται ή/και να συγκαλύπτει μέλος της Αστυνομίας που ενδεχομένως να έχει διαπράξει αντίστοιχο αδίκημα, η διερεύνηση του αδικήματος διενεργείται από ανεξάρτητο ποινικό ανακριτή ο οποίος διορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.
(3) Σε περίπτωση που υποβάλλεται καταγγελία ή αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός από την οποία ή τον οποίο φαίνεται ότι ο Αρχηγός ή ο Υπαρχηγός, ενδεχομένως να έχει διαπράξει ποινικό αδίκημα για διαφθορά ή ενέχεται ή/και συγκαλύπτει μέλος της Αστυνομίας, που ενδεχομένως να έχει διαπράξει αντίστοιχο αδίκημα, ο Υπουργός ενημερώνει απευθείας και διαβουλεύεται με τον Γενικό Εισαγγελέα για το διορισμό, ανάλογα με την περίπτωση, ανεξάρτητου ποινικού ανακριτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ή ερευνώντα λειτουργού που δύναται να διοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο.
14. Τα θέματα οργάνωσης, διάρθρωσης και λειτουργίας της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου ρυθμίζονται λεπτομερώς με αστυνομικές διαταγές που εκδίδονται από τον Αρχηγό, οι οποίες κοινοποιούνται στον Υπουργό και δεν δημοσιεύονται στις εβδομαδιαίες διαταγές ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Αστυνομίας Νόμου.
15.-(1) Ο Διευθυντής της Υπηρεσίας υποβάλλει στον Υπουργό και στον Αρχηγό, το αργότερο μέχρι την 31η Ιανουαρίου εκάστου έτους, έκθεση για την άσκηση της αποστολής και των αρμοδιοτήτων της Υπηρεσίας που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, με παρατηρήσεις και εισηγήσεις του αναφορικά με την αξιολόγηση των κινδύνων από φαινόμενα διαφθοράς, χωρίς να γίνεται αναφορά σε ειδικές υποθέσεις.
(2) Ο Αρχηγός, αφού μελετήσει την Έκθεση Πεπραγμένων της Υπηρεσίας, υποβάλλει, το συντομότερο δυνατό και ουχί αργότερο των τριάντα (30) ημερών, τις τυχόν παρατηρήσεις του στον Υπουργό, ο οποίος, αφού ζητήσει τις αναγκαίες διευκρινίσεις, μέχρι τη συμπλήρωση του πρώτου τριμήνου κάθε έτους, την καταθέτει μαζί με τις παρατηρήσεις του, στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών με την μορφή του «Απόρρητου Εγγράφου», για σκοπούς ενημέρωσης.
16.Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου, σε περίπτωση που ο Γενικός Εισαγγελέας κρίνει ότι εξυπηρετείται καλύτερα η διερεύνηση οποιασδήποτε καταγγελίας ή πληροφορίας ή αναφοράς, δύναται να αποφασίσει -
(α) Την από κοινού διερεύνηση καταγγελίας ή πληροφορίας ή αναφοράς από την Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου και την Ανεξάρτητη Αρχή Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων κατά της Αστυνομίας, έστω και αν αυτή υποβλήθηκε στην Αρχή,
(β) την απευθείας ανάθεση στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου της διερεύνησης οποιασδήποτε καταγγελίας ή πληροφορίας ή αναφοράς,
(γ) τη συνέχιση από την Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου της διερεύνησης καταγγελίας ή πληροφορίας ή αναφοράς που άρχισε από την Ανεξάρτητη Αρχή Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων κατά της Αστυνομίας.
17. Μέλος της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου που παραβαίνει το προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) του άρθρου 11 καθήκον εχεμύθειας, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες ευρώ (€200.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
18.Πρόσωπο το οποίο -
(α) Παρέχει στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου εκ προθέσεως, ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες, ή παρέχει πληροφορίες ή στοιχεία που γνωρίζει ότι αυτά είναι ανακριβή ή για τα οποία έχει εύλογο λόγο να πιστεύει ότι δεν είναι ακριβή, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) ή και στις δύο αυτές ποινές,
(β) παρεμποδίζει ή παρακωλύει τη διεξαγωγή του ερευνητικού έργου της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα επτά (7) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.