13.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, σε περίπτωση που υποβάλλεται καταγγελία ή αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός από την οποία ή από τον οποίο φαίνεται ότι, ο Διευθυντής ή άλλο μέλος της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου ενδεχομένως να έχει διαπράξει ποινικό αδίκημα ή/και πειθαρχικό παράπτωμα για διαφθορά ή ανέχεται ή/και συγκαλύπτει μέλος της Αστυνομίας που ενδεχομένως να έχει διαπράξει αντίστοιχο αδίκημα ή παραβιάζει την αποστολή ή/και τα καθήκοντα ή τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, ο Γενικός Εισαγγελέας δύναται να διορίσει, στην περίπτωση ποινικού αδικήματος , ανεξάρτητο ποινικό ανακριτή και ο Υπουργός στην περίπτωση πειθαρχικού παραπτώματος, ερευνώντα λειτουργό, για τη διεξαγωγή της σχετικής έρευνας.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), σε περίπτωση που υποβάλλεται καταγγελία ή αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός από την οποία ή τον οποίο φαίνεται ότι μέλος της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου ενδεχομένως να έχει διαπράξει ποινικό αδίκημα για διαφθορά ή ενέχεται ή/και να συγκαλύπτει μέλος της Αστυνομίας που ενδεχομένως να έχει διαπράξει αντίστοιχο αδίκημα, η διερεύνηση του αδικήματος διενεργείται από ανεξάρτητο ποινικό ανακριτή ο οποίος διορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.
(3) Σε περίπτωση που υποβάλλεται καταγγελία ή αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός από την οποία ή τον οποίο φαίνεται ότι ο Αρχηγός ή ο Υπαρχηγός, ενδεχομένως να έχει διαπράξει ποινικό αδίκημα για διαφθορά ή ενέχεται ή/και συγκαλύπτει μέλος της Αστυνομίας, που ενδεχομένως να έχει διαπράξει αντίστοιχο αδίκημα, ο Υπουργός ενημερώνει απευθείας και διαβουλεύεται με τον Γενικό Εισαγγελέα για το διορισμό, ανάλογα με την περίπτωση, ανεξάρτητου ποινικού ανακριτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ή ερευνώντα λειτουργού που δύναται να διοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο.