106.-(1) Τα ιδρύματα πληρωμών τα οποία έχουν ξεκινήσει δραστηριότητες, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμου, πριν από τη 13η Ιανουαρίου 2018, επιτρέπεται να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στον εν λόγω νόμο, χωρίς να απαιτείται η λήψη άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 5(3) έως (8) ή η συμμόρφωσή τους με τις λοιπές διατάξεις που αναγράφονται ή αναφέρονται στο Μέρος ΙΙ, έως τη 13η Ιουλίου 2018.
(2) Τα ιδρύματα πληρωμών που αναφέρονται στο εδάφιο (1) υποβάλλουν όλες τις συναφείς πληροφορίες στην Κεντρική Τράπεζα, προκειμένου να εκτιμήσει, έως τη 13η Ιουλίου 2018, κατά πόσο αυτά συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του Μέρους ΙΙ και, σε αντίθετη περίπτωση, να καθορίσει τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση, ή να αποφασίσει κατά πόσο πρέπει να ανακληθεί η άδεια λειτουργίας.
(3) Τα ιδρύματα πληρωμών τα οποία, κατόπιν ελέγχου της Κεντρικής Τράπεζας, συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο Μέρος ΙΙ, λαμβάνουν άδεια λειτουργίας και καταχωρίζονται στο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 14, ενώ σε περίπτωση που τα εν λόγω ιδρύματα πληρωμών δεν συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο Μέρος ΙΙ μέχρι τη 13η Ιουλίου 2018, απαγορεύεται να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 37.
(4) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να αποφασίζει ότι τα ιδρύματα πληρωμών που αναφέρονται στα εδάφια (1) έως (3) λαμβάνουν αυτομάτως άδεια λειτουργίας και καταχωρίζονται στο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 14, εφόσον διαθέτει ήδη αποδεικτικά στοιχεία ότι τηρούνται οι απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 5(3) έως (8) και 11, και ενημερώνει τα εν λόγω ιδρύματα πληρωμών πριν από τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας.
(5) Ανεξάρτητα από τα εδάφια (1), (2) και (3), τα ιδρύματα πληρωμών στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας για την παροχή των υπηρεσιών πληρωμών που αναφέρονται στο σημείο 7 του Παραρτήματος του περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμου διατηρούν τη λειτουργία για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών πληρωμών που θεωρούνται ως υπηρεσίες πληρωμών που αναφέρονται στο σημείο 3 του Παραρτήματος Ι, εφόσον μέχρι τη 13η Ιανουαρίου 2020, η Κεντρική Τράπεζα έχει στη διάθεσή της αποδεικτικά στοιχεία ότι ικανοποιούνται οι απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7(γ) και στο άρθρο 9.
(6) Τα νομικά πρόσωπα που έχουν ασκήσει στη Δημοκρατία, πριν από τη 12η Ιανουαρίου 2016, δραστηριότητες παρόχων υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής και παρόχων υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού κατά την έννοια του παρόντος Νόμου, επιτρέπεται να συνεχίσουν να ασκούν, σύμφωνα με τον περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμο, τις ίδιες δραστηριότητες στη Δημοκρατία κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου που προβλέπεται στο άρθρο 112.
(7) Μέχρις ότου οι επιμέρους πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού συμμορφωθούν προς τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο Άρθρο 98 της Οδηγίας 2015/2366, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού δεν εκμεταλλεύονται τη μη συμμόρφωσή τους, για να αποκλείσουν ή να παρεμποδίσουν τη χρήση υπηρεσιών έναρξης πληρωμών και παροχής πληροφοριών λογαριασμού για τους λογαριασμούς που εξυπηρετούν.