Προοίμιο

Για σκοπούς-

(α)Εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2015 σχετικά με τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ», εξαιρουμένων των Άρθρων 110 έως 113 αυτής. και

(β) αποτελεσματικής εφαρμογής και συμμόρφωσης με τα Άρθρα 9, 10, 11 και 13 της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 924/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 για τις διασυνοριακές πληρωμές στην Κοινότητα και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2560/2001», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 248/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2014.

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Παροχής και Χρήσης Υπηρεσιών Πληρωμών και Πρόσβασης στα Συστήματα Πληρωμών Νόμος του 2018.

Ερμηνεία

2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«άμεση χρέωση» σημαίνει την υπηρεσία πληρωμής με την οποία χρεώνεται ο λογαριασμός πληρωμών του πληρωτή, όταν η έναρξη της πράξης πληρωμής διενεργείται από τον δικαιούχο βάσει της συναίνεσης του πληρωτή προς τον δικαιούχο, τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου ή τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του ίδιου του πληρωτή·

«αντιπρόσωπος» σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες πληρωμών εξ ονόματος ενός ιδρύματος πληρωμών·

«αποδοχή πράξεων πληρωμής» σημαίνει υπηρεσία πληρωμών παρεχόμενη από πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ο οποίος συνάπτει σύμβαση με έναν δικαιούχο για την αποδοχή και επεξεργασία πράξεων πληρωμής, η οποία καταλήγει σε μεταφορά χρηματικών ποσών στον δικαιούχο·

«αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης» σημαίνει τoν συνδυασμό γραμμάτων, αριθμών ή συμβόλων που ορίζει στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών και τον οποίο πρέπει να διαβιβάσει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών για τη βέβαιη ταυτοποίηση άλλου χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και/ή του λογαριασμού πληρωμών του τελευταίου για μια πράξη πληρωμής·

«αρμόδια αρχή» σημαίνει την αρχή την οποία ορίζει κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με τα Άρθρα 22 ή 100 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα Νόμο·

«αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους» σημαίνει την αρμόδια αρχή κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία∙

«αυστηρή εξακρίβωση ταυτότητας πελάτη» σημαίνει την εξακρίβωση με βάση τη χρήση δύο ή περισσότερων στοιχείων που αφορούν γνώση (στοιχείο το οποίο μόνο ο χρήστης γνωρίζει), κατοχή (στοιχείο το οποίο μόνο ο χρήστης κατέχει) και κάποιο μοναδικό φυσικό χαρακτηριστικό του (στοιχείο το οποίο ο χρήστης είναι), στοιχεία τα οποία είναι ανεξάρτητα, ως προς το ότι η παραβίαση του ενός δε θέτει σε κίνδυνο την αξιοπιστία των υπολοίπων, και η διαδικασία είναι σχεδιασμένη με τέτοιο τρόπο ώστε να προστατεύεται το απόρρητο των δεδομένων εξακρίβωσης·

«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία∙

«δικαιούχος» σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι ο τελικός αποδέκτης των χρηματικών ποσών τα οποία αποτελούν αντικείμενο της πράξης πληρωμής·

«δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το εδάφιο (1) του άρθρου 4 του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου∙

«ΕΑΤ» σημαίνει την ευρωπαϊκή εποπτική αρχή “Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών” που συγκροτήθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010∙

«έκδοση μέσων πληρωμών» σημαίνει υπηρεσία πληρωμών από πάροχο υπηρεσιών πληρωμών που αναλαμβάνει με σύμβαση να παρέχει στον πληρωτή μέσο πληρωμών για την έναρξη και την επεξεργασία των πράξεων πληρωμής του πληρωτή·

«εμπορικό σήμα πληρωμής» σημαίνει κάθε υλική ή ψηφιακή επωνυμία, όρο, σήμα, σύμβολο ή συνδυασμό τους που μπορεί να δηλώνει το σύστημα πληρωμών με κάρτα βάσει του οποίου πραγματοποιούνται οι πράξεις πληρωμής με κάρτα·

«εντολή πληρωμής» σημαίνει την οδηγία εκ μέρους του πληρωτή ή του δικαιούχου προς τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών με την οποία του ζητείται να εκτελέσει μια πράξη πληρωμής·

«εξακρίβωση» σημαίνει τη διαδικασία που επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να επαληθεύει την ταυτότητα χρήστη υπηρεσιών πληρωμών ή την εγκυρότητα χρήσης συγκεκριμένου μέσου πληρωμών, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας του χρήστη·

«εξ αποστάσεως πράξη πληρωμής» σημαίνει πράξη πληρωμής η έναρξη της οποίας διενεργείται μέσω του διαδικτύου ή μέσω συσκευής που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για επικοινωνία εξ αποστάσεως·

«εξατομικευμένα διαπιστευτήρια ασφαλείας» σημαίνει εξατομικευμένα στοιχεία που παρέχει ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών σε χρήστη υπηρεσιών πληρωμών με σκοπό την εξακρίβωση·

«επιτόκιο αναφοράς» σημαίνει το επιτόκιο που χρησιμοποιείται ως βάση για τον υπολογισμό των τόκων και το οποίο προέρχεται από πηγή διαθέσιμη στο κοινό, την οποία μπορούν να ελέγξουν αμφότερα τα μέρη της σύμβασης παροχής υπηρεσιών πληρωμών·

«εργάσιμη ημέρα» σημαίνει την ημέρα κατά την οποία ο σχετικός πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή ή ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου που συμμετέχει στην εκτέλεση πράξης πληρωμής ασκεί επιχειρηματικές δραστηριότητες, όπως απαιτείται για την εκτέλεση της πράξης πληρωμής·

«ευαίσθητα δεδομένα πληρωμών» σημαίνει δεδομένα τα οποία περιλαμβάνουν και τα εξατομικευμένα διαπιστευτήρια ασφαλείας και τα οποία μπορεί να χρησιμοποιηθούν για διάπραξη απάτης, ενώ σε σχέση με τις δραστηριότητες των παρόχων υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών και των παρόχων υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού, το όνομα του δικαιούχου του λογαριασμού και ο αριθμός του λογαριασμού δεν συνιστούν ευαίσθητα δεδομένα πληρωμών·

«Ευρωπαϊκή Επιτροπή» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

«Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που λειτουργεί σύμφωνα με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση·

«ημερομηνία αξίας» σημαίνει το χρονικό σημείο αναφοράς που χρησιμοποιεί ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών για τον υπολογισμό των τόκων επί των χρηματικών ποσών που χρεώνεται ή πιστώνεται ένας λογαριασμός πληρωμών·

«ίδια κεφάλαια» σημαίνει τα ίδια κεφάλαια, όπως ορίζονται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 118) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όπου τουλάχιστον το εβδομήντα πέντε τοις εκατόν (75%) του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 έχει τη μορφή κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, όπως αναφέρεται στο Άρθρο 50 του εν λόγω Κανονισμού και η κατηγορία 2 είναι ίση ή μικρότερη του ενός τρίτου του κεφαλαίου της κατηγορίας 1·

«ιδρύματα πληρωμών» σημαίνει τα νομικά πρόσωπα που έχουν λάβει άδεια, σύμφωνα με το άρθρο 11, παροχής και εκτέλεσης υπηρεσιών πληρωμών σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366∙

«Κανονισμός (ΕΕ) 2015/751» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 2015/751 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2015, σχετικά με τις διατραπεζικές προμήθειες για πράξεις πληρωμών με κάρτες»∙

«Κανονισμός (ΕΕ) 2015/847» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαΐου 2015 περί στοιχείων που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών και περί κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1781/2006»∙

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 241/2014» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 241/2014 της Επιτροπής της 7ης Ιανουαρίου 2014 για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ιδρύματα», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμό (ΕΕ) 2015/923 της Επιτροπής της 11ης Μαρτίου 2015∙

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 260/2012» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 260/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Μαρτίου 2012 σχετικά με την καθιέρωση τεχνικών απαιτήσεων και επιχειρηματικών κανόνων για τις μεταφορές πίστωσης και τις άμεσες χρεώσεις σε ευρώ και με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 248/2014∙

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Εκτελεστικό Κανονισμό (ΕΕ) 2016/2227 της Επιτροπής της 9ης Δεκεμβρίου 2016∙

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1602/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Ιουλίου 2002 για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 297/2008 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 2008∙

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2000 σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών»∙

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 924/2009» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 924/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 για τις διασυνοριακές πληρωμές στην κοινότητα και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2560/2001»∙

«καταναλωτής» σημαίνει το φυσικό πρόσωπο που δεν ενεργεί για εμπορικούς, επιχειρηματικούς ή επαγγελματικούς σκοπούς όσον αφορά συμβάσεις υπηρεσιών πληρωμών που καλύπτονται από τον παρόντα Νόμο·

«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου∙

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλο κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η οποία υπογράφηκε στο Οπόρτο στις 2 Μαΐου 1992 και προσαρμόστηκε από το Πρωτόκολλο το οποίο υπογράφηκε στις Βρυξέλλες τη 17η Μαΐου 1993·

«κράτος μέλος προέλευσης» σημαίνει το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών ή, αν βάσει του δικαίου κράτους μέλους ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δε διαθέτει καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία του·

«κράτος μέλος υποδοχής» σημαίνει το κράτος μέλος, πλην του κράτους μέλους προέλευσης, στο οποίο ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών διαθέτει αντιπρόσωπο ή υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες πληρωμών·

«λογαριασμός πληρωμών» σημαίνει τον λογαριασμό που τηρείται στο όνομα ενός ή περισσότερων χρηστών υπηρεσιών πληρωμών και χρησιμοποιείται για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής·

«μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως» σημαίνει τη μέθοδο η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη σύναψη σύμβασης παροχής υπηρεσιών πληρωμών χωρίς την ταυτόχρονη φυσική παρουσία του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών·

«μέσο πληρωμών» σημαίνει εξατομικευμένη συσκευή και/ή σειρά διαδικασιών που έχει συμφωνηθεί μεταξύ του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών που χρησιμοποιείται για την έναρξη εντολής πληρωμής∙

«μεταφορά πίστωσης» σημαίνει την υπηρεσία πληρωμών για την πίστωση λογαριασμού πληρωμών του δικαιούχου με πράξη πληρωμής ή μια σειρά πράξεων πληρωμής από λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή μέσω του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών που τηρεί τον λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή βάσει εντολής του πληρωτή·

«Οδηγία 2009/110/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, την τροποποίηση των Οδηγιών 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της Οδηγίας 2000/46/ΕΚ», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366∙

«Οδηγία 2013/36/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των Οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΕ», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2015 (ΕΕ) 2015/2366∙

«Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2015 σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των Οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ, και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ.1093/2010 και την κατάργηση της Οδηγίας 2007/64/ΕΚ»∙

«Οδηγία (ΕΕ) 2015/849» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της Οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της Οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής»∙

«Οδηγία 86/635/ΕΟΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 8ης Δεκεμβρίου 1986 για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2006/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2006∙

«όμιλος» σημαίνει σύνολο επιχειρήσεων που συνδέονται μεταξύ τους κατά την έννοια του άρθρου 142(1)(β) και του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου ή επιχειρήσεων όπως ορίζονται στα άρθρα 4, 5, 6 και 7 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 241/2014, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, ή του άρθρου 113, παράγραφος 6 ή 7, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«πάροχος υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής» σημαίνει τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών που ασκεί επιχειρηματικές δραστηριότητες, σύμφωνα με το σημείο 7 του Παραρτήματος Ι·

«πάροχος υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού» σημαίνει τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών που ασκεί επιχειρηματικές δραστηριότητες, σύμφωνα με το σημείο 8 του Παραρτήματος Ι·

«πάροχος υπηρεσιών πληρωμών» σημαίνει μία από τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 4(1) ή φυσικό ή νομικό πρόσωπο που τυγχάνει εξαίρεσης, σύμφωνα με το άρθρο 5(2) ή το άρθρο 34·

«πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού» σημαίνει τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ο οποίος παρέχει και τηρεί λογαριασμό πληρωμής για πληρωτή·

«περισσότερα του ενός εμπορικά σήματα» σημαίνει τη συμπερίληψη δύο ή περισσότερων εμπορικών σημάτων πληρωμών ή εφαρμογών πληρωμών του ίδιου εμπορικού σήματος πληρωμής στο ίδιο μέσο πληρωμών·

«πιστωτικό ίδρυμα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 1) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«πληρωτής» σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο διατηρεί λογαριασμό πληρωμών και επιτρέπει εντολή πληρωμής από αυτό τον λογαριασμό ή, αν δεν υπάρχει λογαριασμός πληρωμών, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δίνει εντολή πληρωμής·

«πολύ μικρή επιχείρηση» σημαίνει την επιχείρηση η οποία κατά τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης παροχής υπηρεσιών πληρωμών είναι επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 και του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 3 του παραρτήματος της Σύστασης 2003/361/ΕΚ∙

«πράξη πληρωμής» σημαίνει πράξη, η έναρξη της οποίας διενεργείται από τον πληρωτή ή για λογαριασμό του ή από τον δικαιούχο και συνίσταται στη διάθεση, μεταβίβαση ή ανάληψη χρηματικών ποσών, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε υποκείμενη υποχρέωση μεταξύ πληρωτή και δικαιούχου·

«σταθερό μέσο» σημαίνει το μέσο που επιτρέπει στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών να αποθηκεύει τις πληροφορίες που του απευθύνονται προσωπικά, ώστε να συνεχίζει να έχει πρόσβαση σε αυτές μελλοντικά για επαρκές χρονικό διάστημα για τους σκοπούς που εξυπηρετούν οι πληροφορίες και να αναπαράγει αυτούσιες τις αποθηκευμένες πληροφορίες·

«σύμβαση-πλαίσιο» σημαίνει σύμβαση υπηρεσιών πληρωμών που διέπει τη μελλοντική εκτέλεση μεμονωμένων και διαδοχικών πράξεων πληρωμής, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει την υποχρέωση και τους όρους δημιουργίας λογαριασμού πληρωμών·

«συναλλαγματική ισοτιμία αναφοράς» σημαίνει τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμεύει ως βάση για τον υπολογισμό κάθε ανταλλαγής νομισμάτων, η οποία καθίσταται διαθέσιμη από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή προέρχεται από πηγή διαθέσιμη στο κοινό·

«Σύσταση 2003/361/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Σύσταση της Επιτροπής της 6ης Μαΐου 2003 σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων»∙

«σύστημα πληρωμών» σημαίνει σύστημα μεταφοράς χρηματικών ποσών το οποίο διέπεται από επίσημες τυποποιημένες διαδικασίες και κοινούς κανόνες για την επεξεργασία, τον συμψηφισμό και/ή τον διακανονισμό πράξεων πληρωμής∙

“Υπηρεσία” σημαίνει την Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας∙

«υπηρεσία εκκίνησης πληρωμής» σημαίνει την υπηρεσία για την έναρξη εντολής πληρωμής κατόπιν αιτήματος του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών σε σχέση με λογαριασμό πληρωμών που τηρείται σε άλλο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών∙

«υπηρεσία εμβασμάτων» σημαίνει υπηρεσία πληρωμών κατά την οποία λαμβάνεται χρηματικό ποσό από πληρωτή, χωρίς να δημιουργείται λογαριασμός πληρωμών στο όνομα του πληρωτή ή του δικαιούχου, με μοναδικό σκοπό τη μεταφορά αντίστοιχου ποσού σε δικαιούχο ή σε άλλο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών που ενεργεί για λογαριασμό του δικαιούχου και/ή κατά την οποία αυτά τα χρηματικά ποσά λαμβάνονται για λογαριασμό του δικαιούχου και τίθενται στη διάθεσή του·

«υπηρεσία πληροφοριών λογαριασμού» σημαίνει τη διαδικτυακή υπηρεσία για την παροχή συγκεντρωτικών πληροφοριών σχετικά με έναν ή περισσότερους λογαριασμούς πληρωμών που τηρεί ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών είτε σε άλλο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, είτε σε περισσότερους του ενός παρόχους υπηρεσιών πληρωμών·

«υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο «Υπηρεσίες ηλεκτρονικών υπηρεσιών» από το άρθρο 4(1) του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου·

«υπηρεσίες πληρωμών» σημαίνει μία ή περισσότερες από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι·

«υποκατάστημα» σημαίνει τόπο διεξαγωγής επιχειρηματικής δραστηριότητας εκτός των κεντρικών γραφείων ο οποίος είναι τμήμα ιδρύματος πληρωμών, δε διαθέτει νομική προσωπικότητα και ο οποίος διενεργεί απευθείας μερικές ή όλες τις πράξεις που συνιστούν τις δραστηριότητες ενός ιδρύματος πληρωμών, όλοι δε οι τόποι διεξαγωγής επιχειρηματικής δραστηριότητας που έχουν συσταθεί στο ίδιο κράτος μέλος από ίδρυμα πληρωμών με κεντρικά γραφεία σε άλλο κράτος μέλος θεωρούνται ένα και μοναδικό υποκατάστημα·

«χρηματικά ποσά» σημαίνει τα χαρτονομίσματα και κέρματα, λογιστικό ή ηλεκτρονικό χρήμα κατά την έννοια του άρθρου 2 του περί Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμου∙

«χρήστης υπηρεσιών πληρωμών» σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί μία υπηρεσία πληρωμών ως πληρωτής, δικαιούχος ή και με τις δύο ιδιότητες∙

«ψηφιακό περιεχόμενο» σημαίνει τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που παράγονται και διατίθενται σε ψηφιακή μορφή των οποίων η χρήση ή κατανάλωση περιορίζεται σε τεχνική συσκευή και που δεν περιλαμβάνουν με κανέναν τρόπο τη χρήση ή την κατανάλωση φυσικών αγαθών ή υπηρεσιών·

(2) Στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες οποιαδήποτε αναφορά σε Οδηγία, Κανονισμό, Απόφαση ή άλλη νομοθετική πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σημαίνει την εν λόγω πράξη, όπως εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εκτός αν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο.

(3) Στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες οποιαδήποτε αναφορά σε νόμο ή κανονιστική διοικητική πράξη της Δημοκρατίας σημαίνει τον εν λόγω νόμο ή κανονιστική διοικητική πράξη, εκτός αν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο.

Πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου

3.-(1) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται-

(α) Στις υπηρεσίες πληρωμών που παρέχονται στη Δημοκρατία∙ και

(β) στις υπηρεσίες πληρωμών που παρέχονται σε άλλο κράτος μέλος από πάροχο υπηρεσιών πληρωμών για τον οποίο η Δημοκρατία είναι κράτος μέλος προέλευσης:

Νοείται ότι τα Μέρη ΙΙΙ και IV δεν εφαρμόζονται, σε περίπτωση που οι υπηρεσίες πληρωμών παρέχονται από τον εν λόγω πάροχο μέσω υποκαταστήματος ή αντιπροσώπου που λειτουργεί σύμφωνα με το δικαίωμα εγκατάστασης.

(2) Χωρίς επηρεασμό του εδαφίου (1)-

(α) Τα Μέρη ΙΙΙ και IV εφαρμόζονται σε πράξεις πληρωμής στο νόμισμα του κράτους μέλους, όταν τόσο ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή όσο και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου ή ο μοναδικός πάροχος υπηρεσιών πληρωμών για την πράξη πληρωμής βρίσκονται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης∙ και

(β) το Μέρος ΙΙΙ, εκτός από τα άρθρα 45(1)(β), 52(β)(v) και 56(α), καθώς και το Μέρος IV, εκτός από τα άρθρα 81 έως 86, εφαρμόζονται σε πράξεις πληρωμής σε νόμισμα που δεν είναι νόμισμα του κράτους μέλους, όταν τόσο ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή όσο και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου ή ο μοναδικός πάροχος υπηρεσιών πληρωμών για την πράξη πληρωμής βρίσκονται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ό,τι αφορά τα μέρη της πράξης πληρωμής που πραγματοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση∙ και

(γ) το Μέρος ΙΙΙ, εκτός από τα άρθρα 45(1)(β), 52(β)(v) και (ε)(vii) και 56(α), καθώς και το Μέρος IV, εκτός από το άρθρο 62(2) και (4) και τα άρθρα 76, 77, 81, 83(1), 89 και 92, εφαρμόζονται σε πράξεις πληρωμής σε όλα τα νομίσματα, όταν μόνο ο ένας από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών βρίσκεται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ό,τι αφορά τα μέρη της πράξης πληρωμής που πραγματοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

(3) Ο παρών Νόμος δεν εφαρμόζεται-

(α) Σε πράξεις πληρωμών που διενεργούνται αποκλειστικά σε μετρητά απευθείας από τον πληρωτή στον δικαιούχο χωρίς καμία ενδιάμεση παρέμβαση·

(β) σε πράξεις πληρωμών από τον πληρωτή στον δικαιούχο μέσω εμπορικού αντιπροσώπου εξουσιοδοτημένου μέσω συμφωνίας να διαπραγματεύεται ή να συνάπτει την πώληση ή αγορά αγαθών ή υπηρεσιών εκ μέρους μόνο του πληρωτή ή μόνο του δικαιούχου·

(γ)στην κατ’ επάγγελμα υλική μεταφορά χαρτονομισμάτων και κερμάτων, συμπεριλαμβανομένων της συλλογής, της επεξεργασίας και της παράδοσής τους·

(δ) σε πράξεις πληρωμής συνιστάμενες σε μη επαγγελματική συγκέντρωση και παράδοση μετρητών στο πλαίσιο μη κερδοσκοπικής ή φιλανθρωπικής δραστηριότητας∙

(ε) σε υπηρεσίες κατά τις οποίες καταβάλλονται μετρητά από τον δικαιούχο στον πληρωτή ως μέρος πράξης πληρωμής, κατόπιν ρητής αίτησης του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, αμέσως πριν από την εκτέλεση πράξης πληρωμής μέσω πληρωμής για την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών∙

(στ) στις επιχειρήσεις μετατροπής συναλλάγματος, δηλαδή σε πράξεις «μετρητά έναντι μετρητών» (cash to cash), όταν τα μετρητά δεν τηρούνται σε λογαριασμό πληρωμών·

(ζ) στις πράξεις πληρωμής που βασίζονται σε οποιοδήποτε από τα αξιόγραφα, τα οποία εκδίδονται επί του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, για να τεθούν χρηματικά ποσά στη διάθεση του δικαιούχου, ήτοι τα ακόλουθα:

(i) Έντυπες επιταγές που διέπονται από τη σύμβαση της Γενεύης της 19ης Μαρτίου 1931 με την οποία θεσπίζεται ενιαίος νόμος για τις επιταγές,

(ii) έντυπες επιταγές παρόμοιες με αυτές που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (i) και που διέπονται από τη νομοθεσία κράτους μέλους που δεν αποτελεί μέρος της Σύμβασης της Γενεύης της 19ης Μαρτίου 1931 με την οποία θεσπίζεται ενιαίος νόμος για τις επιταγές,

(iii) έντυπες εντολές πληρωμών σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης της 7ης Ιουνίου 1930 με την οποία θεσπίζεται ενιαίος νόμος για τις συναλλαγματικές και τα γραμμάτια,

(iv) έντυπες εντολές πληρωμών παρόμοιες με αυτές που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (iii) και που διέπονται από τη νομοθεσία κράτους μέλους που δεν αποτελεί μέρος της Σύμβασης της Γενεύης της 7ης Ιουνίου 1930 με την οποία θεσπίζεται ενιαίος νόμος για τις συναλλαγματικές και τα γραμμάτια,

(v) έντυπα παραστατικά,

(vi) έντυπες ταξιδιωτικές επιταγές,

(vii) έντυπες ταχυδρομικές επιταγές, όπως ορίζονται από την Παγκόσμια Ταχυδρομική Ένωση∙

(η) σε πράξεις πληρωμής που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο συστήματος πληρωμών ή διακανονισμού τίτλων μεταξύ αντιπροσώπων διακανονισμού, κεντρικών αντισυμβαλλομένων, γραφείων συμψηφισμού και/ή κεντρικών τραπεζών και άλλων συμμετεχόντων στο σύστημα και παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 35∙

(θ) σε πράξεις πληρωμής που αφορούν την εξυπηρέτηση περιουσιακών στοιχείων αποτελουμένων από τίτλους, περιλαμβανομένων μερισμάτων, εισοδήματος ή άλλων διανεμόμενων ποσών ή της εξαγοράς ή πώλησης, οι οποίες διενεργούνται από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο (η) ή από επιχειρήσεις επενδύσεων, πιστωτικά ιδρύματα, οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων ή επιχειρήσεις διαχείρισης που παρέχουν υπηρεσίες επενδύσεων και κάθε άλλη οντότητα η οποία επιτρέπεται να φυλάσσει χρηματοοικονομικά μέσα·

(ι) σε υπηρεσίες παρόχων τεχνικών υπηρεσιών οι οποίες υποστηρίζουν την παροχή υπηρεσιών πληρωμών, χωρίς ποτέ να περιέρχονται στην κατοχή τους τα υπό μεταφορά χρηματικά ποσά και στις οποίες περιλαμβάνονται η επεξεργασία και αποθήκευση δεδομένων, οι υπηρεσίες εμπιστοσύνης και προστασίας της ιδιωτικής ζωής, η εξακρίβωση δεδομένων και οντοτήτων, η παροχή τεχνολογίας πληροφορικής (ΙΤ) και δικτύου επικοινωνιών, καθώς και η παροχή και συντήρηση τερματικών και συσκευών που χρησιμοποιούνται για υπηρεσίες πληρωμών, με εξαίρεση τις υπηρεσίες εκκίνησης πληρωμών και τις υπηρεσίες πληροφοριών λογαριασμού∙

(ια) σε υπηρεσίες οι οποίες βασίζονται σε συγκεκριμένα μέσα πληρωμών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο με περιορισμένο τρόπο και που πληρούν μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) είναι μέσα που επιτρέπουν στον κάτοχο να αποκτήσει αγαθά ή υπηρεσίες μόνο στην επαγγελματική στέγη που χρησιμοποιεί ο εκδότης ή εντός περιορισμένου δικτύου παρόχων υπηρεσιών στο πλαίσιο απευθείας εμπορικής συμφωνίας με επαγγελματία εκδότη,

(ii) είναι μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για την απόκτηση ενός πολύ περιορισμένου φάσματος αγαθών ή υπηρεσιών,

(iii) είναι μέσα που ισχύουν μόνο σε ένα κράτος μέλος, παρέχονται κατ’ αίτηση επιχείρησης ή οντότητας του δημόσιου τομέα και ρυθμίζονται από εθνική ή περιφερειακή δημόσια αρχή για ειδικούς κοινωνικούς ή φορολογικούς σκοπούς για την απόκτηση συγκεκριμένων αγαθών ή υπηρεσιών από προμηθευτές που έχουν συνάψει εμπορική συμφωνία με τον εκδότη·

(ιβ) σε πράξεις πληρωμής από πάροχο δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών οι οποίες παρέχονται επιπροσθέτως των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών για συνδρομητή του εν λόγω δικτύου ή της υπηρεσίας-

(i) για την αγορά ψηφιακού περιεχομένου και φωνητικών υπηρεσιών ανεξάρτητα από τη συσκευή που χρησιμοποιείται για την αγορά ή την κατανάλωση του ψηφιακού περιεχομένου και οι οποίες χρεώνονται στον σχετικό λογαριασμό ή

(ii) οι οποίες πραγματοποιούνται από ή μέσω ηλεκτρονικής συσκευής και χρεώνονται στον σχετικό λογαριασμό στο πλαίσιο φιλανθρωπικής δραστηριότητας ή για την αγορά εισιτηρίων,

υπό την προϋπόθεση ότι η αξία οποιασδήποτε μεμονωμένης πράξης πληρωμής η οποία αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i) ή (ii) δεν υπερβαίνει τα πενήντα ευρώ (€50), και

(αα) η συνολική αξία των πράξεων πληρωμής για έναν μεμονωμένο συνδρομητή δεν υπερβαίνει τα τριακόσια ευρώ (€300) ανά μήνα, ή

(ββ) όταν ο συνδρομητής προχρηματοδοτεί τον λογαριασμό του στον πάροχο δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιακών ή υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών, η συνολική αξία των πράξεων πληρωμής δεν υπερβαίνει τα τριακόσια ευρώ (€300) ανά μήνα.

(ιγ) σε πράξεις πληρωμής οι οποίες πραγματοποιούνται μεταξύ παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, αντιπροσώπων ή υποκαταστημάτων τους για ίδιο λογαριασμό·

(ιδ) σε πράξεις πληρωμής και σχετικές υπηρεσίες μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης ή μεταξύ θυγατρικών επιχειρήσεων της ίδιας μητρικής επιχείρησης, χωρίς καμία ενδιάμεση παρέμβαση παρόχου υπηρεσίας πληρωμών, εκτός από επιχείρηση που ανήκει στον ίδιο όμιλο·

(ιε) σε υπηρεσίες ανάληψης μετρητών που προσφέρονται μέσω αυτόματων ταμειολογιστικών μηχανών (ΑΤΜ) από παρόχους οι οποίοι ενεργούν εξ ονόματος ενός ή περισσότερων εκδοτών καρτών οι οποίοι δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης-πλαισίου με τον πελάτη που αποσύρει μετρητά από λογαριασμό πληρωμών, εφόσον οι πάροχοι αυτοί δεν παρέχουν άλλες υπηρεσίες πληρωμών, όπως αναφέρονται στο Παράρτημα Ι∙ παρ’ όλα αυτά, παρέχεται στον πελάτη η πληροφόρηση σχετικά με τυχόν χρεώσεις των αναλήψεων η οποία αναφέρεται στα άρθρα 45, 48, 49 και 59, προτού πραγματοποιηθεί η ανάληψη, καθώς και με τη λήψη των μετρητών στο τέλος της συναλλαγής μετά την ανάληψη.

Αντικείμενο του παρόντος Νόμου

4.-(1) Ο παρών Νόμος θεσπίζει κανόνες διά των οποίων γίνεται διάκριση μεταξύ των ακόλουθων κατηγοριών παρόχων υπηρεσιών πληρωμών:

(α) Πιστωτικά ιδρύματα, όπως ορίζονται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 1) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων τους, όπως ορίζονται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 17) του εν λόγω κανονισμού, όταν τα εν λόγω υποκαταστήματα βρίσκονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε η έδρα τους βρίσκεται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε, σύμφωνα με το Άρθρο 47 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και σύμφωνα με το άρθρο 10Ζ του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, βρίσκονται εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης∙

(β) ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του περί Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμου, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος που έχουν συσταθεί σε τρίτη χώρα η οποία έχει συνάψει συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση κατά το Άρθρο 8, παράγραφος 3 της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ και τα οποία έχουν αδειοδοτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 5(2)(α) του περί Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμου να διατηρούν υποκαταστήματα στη Δημοκρατία, και μόνο στον βαθμό που οι υπηρεσίες πληρωμών τις οποίες προσφέρουν τα εν λόγω υποκαταστήματα συνδέονται με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος∙

(γ)ιδρύματα ταχυδρομικών επιταγών τα οποία εξουσιοδοτούνται να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών βάσει του δικαίου κράτους μέλους·

(δ) ιδρύματα πληρωμών·

(ε) η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, όταν δεν ενεργούν υπό την ιδιότητά τους ως νομισματικών ή άλλων δημόσιων αρχών·

(στ) τα κράτη μέλη ή οι περιφερειακές ή τοπικές αρχές τους, όταν δεν ενεργούν υπό την ιδιότητά τους ως δημόσιων αρχών.

(2) Ο παρών Νόμος θεσπίζει κανόνες που αφορούν-

(α) Τη διαφάνεια των όρων και τις απαιτήσεις ενημέρωσης σχετικά με τις υπηρεσίες πληρωμών∙

(β) τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αντιστοιχούν τόσο στους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών όσο και στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών πληρωμών ως τακτική απασχόληση ή επιχειρηματική δραστηριότητα.

ΜΕΡΟΣ II ΠΑΡΟΧΟΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α - ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΠΛΗΡΩΜΩΝ - ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Απαιτήσεις άδειας λειτουργίας

5.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 5(2) ή του άρθρου 34, ίδρυμα πληρωμών του οποίου η Δημοκρατία είναι κράτος μέλος προέλευσης επιτρέπεται να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών, μόνο εφόσον έχει λάβει προηγούμενη άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, η οποία μπορεί να χορηγηθεί μόνο σε νομικά πρόσωπα που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Έχουν συσταθεί στη Δημοκρατία. και

(β) διαθέτουν την καταστατική τους έδρα και τα κεντρικά τους γραφεία στη Δημοκρατία.

(2)(α) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται με οδηγία της να εξαιρεί φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει τις υπηρεσίες που απαριθμούνται στα σημεία 1 έως 6 του Παραρτήματος Ι από την εφαρμογή του συνόλου ή μέρους της διαδικασίας και των όρων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο και στα άρθρα 6 έως 33, εξαιρουμένων των άρθρων 13(4) και (5), 14, 15, 22, 24, 25, 27 και 33, εφόσον-

(i) Ο μηνιαίος μέσος όρος της συνολικής αξίας των πράξεων πληρωμής του προηγούμενου δωδεκαμήνου οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των αντιπροσώπων για τους οποίους αναλαμβάνει την πλήρη ευθύνη, δεν υπερβαίνει το όριο που θέτει η Κεντρική Τράπεζα και σε καμία περίπτωση τα τρία εκατομμύρια ευρώ (€3.000.000). η απαίτηση αυτή αξιολογείται βάσει του συνολικού ποσού πράξεων πληρωμής που προβλέπεται στο επιχειρηματικό του σχέδιο, εκτός αν η Κεντρική Τράπεζα ζητήσει αναπροσαρμογή του. και

(ii) κανένα από τα φυσικά πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για τη διοίκηση ή τη λειτουργία της επιχείρησης δεν έχει καταδικαστεί για αδικήματα σχετικά με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή άλλα οικονομικά εγκλήματα.

(β) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει καταχωριστεί σύμφωνα με την παράγραφο (α) υποχρεούται να διατηρεί την καταστατική του έδρα ή τα γραφεία του στο κράτος μέλος στο οποίο ασκεί πραγματικά τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες.

(γ) Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο (α) αντιμετωπίζονται ως ιδρύματα πληρωμών και οι διατάξεις του άρθρου 11(9) και των άρθρων 29, 30 και 31 δεν εφαρμόζονται έναντι αυτών.

(δ) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται επίσης να ορίζει ότι φυσικά ή νομικά πρόσωπα καταχωρισμένα σύμφωνα με την παράγραφο (α) επιτρέπεται να ασκούν μόνο ορισμένες από τις δραστηριότητες που προβλέπονται στο άρθρο 18.

(ε) Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο (α) γνωστοποιούν στην Κεντρική Τράπεζα κάθε μεταβολή της κατάστασής τους σχετική με τους όρους που προβλέπονται στην εν λόγω παράγραφο, ενώ σε περίπτωση που δεν πληρούνται πλέον οι όροι των παραγράφων (α), (β) ή (δ), τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα αιτούνται άδειας λειτουργίας εντός τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών, σύμφωνα με το άρθρο 11.

(στ) Το παρόν εδάφιο δεν εφαρμόζεται όσον αφορά την Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 ή το κυπριακό δίκαιο για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

(3) Για την απόκτηση άδειας λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών, ο ενδιαφερόμενος του οποίου η Δημοκρατία συνιστά κράτος μέλος προέλευσης υποβάλλει αίτηση στην Κεντρική Τράπεζα συνοδευόμενη από τα ακόλουθα στοιχεία:

(α) Πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο αναφέρεται ειδικότερα το είδος των προβλεπόμενων υπηρεσιών πληρωμών·

(β) επιχειρηματικό σχέδιο που περιλαμβάνει πρόβλεψη προϋπολογισμού για τα τρία (3) πρώτα οικονομικά έτη και το οποίο καταδεικνύει την ικανότητα του ιδρύματος πληρωμών να χρησιμοποιεί τα κατάλληλα και ανάλογα συστήματα, πόρους και διαδικασίες που εξασφαλίζουν την εύρυθμη λειτουργία του·

(γ) στοιχεία που τεκμηριώνουν ότι το ίδρυμα πληρωμών διαθέτει το αρχικό κεφαλαίο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7∙

(δ) για τα ιδρύματα πληρωμών που αναφέρονται στο άρθρο 10(1), περιγραφή των μέτρων που λαμβάνονται, ώστε να διασφαλίζονται τα κεφάλαια των χρηστών της υπηρεσίας πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 10·

(ε) περιγραφή του οργανωτικού πλαισίου διακυβέρνησης και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων της διοικητικής και λογιστικής οργάνωσης και της διαχείρισης κινδύνου, η οποία καταδεικνύει ότι το εν λόγω οργανωτικό πλαίσιο και οι μηχανισμοί είναι αναλογικοί, κατάλληλοι, ορθοί και επαρκείς∙

(στ) περιγραφή της υφιστάμενης διαδικασίας ελέγχου, διαχείρισης και παρακολούθησης ενός περιστατικού ασφαλείας, καθώς και των παραπόνων των πελατών για ζητήματα σχετικά με την ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένου ενός μηχανισμού αναφοράς περιστατικών, που λαμβάνει υπόψη τις υποχρεώσεις κοινοποίησης του ιδρύματος πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 96∙

(ζ) περιγραφή της υφιστάμενης διαδικασίας αρχειοθέτησης, παρακολούθησης, εντοπισμού και περιορισμού της πρόσβασης σε ευαίσθητα δεδομένα πληρωμών∙

(η) περιγραφή των ρυθμίσεων επιχειρησιακής συνέχειας, με σαφή προσδιορισμό των κρίσιμων λειτουργιών, αποτελεσματικών σχεδίων έκτακτης ανάγκης και διαδικασίας για την τακτική δοκιμή και επανεξέταση της επάρκειας και της αποτελεσματικότητας των εν λόγω σχεδίων·

(θ) περιγραφή των αρχών και των ορισμών που εφαρμόζονται για τη συλλογή στατιστικών στοιχείων επίδοσης, συναλλαγών και απάτης·

(ι) έγγραφο που περιγράφει την πολιτική ασφάλειας, περιλαμβανομένων της λεπτομερούς αξιολόγησης των κινδύνων που σχετίζονται με τις υπηρεσίες πληρωμών και περιγραφής του ελέγχου της ασφάλειας και των μέτρων μείωσης κινδύνων που θα ληφθούν για την επαρκή προστασία των χρηστών των υπηρεσιών πληρωμών έναντι των κινδύνων που έχουν εντοπιστεί, συμπεριλαμβανομένων της απάτης και της παράνομης χρήσης ευαίσθητων και προσωπικών δεδομένων·

(ια) για ιδρύματα πληρωμών που υπόκεινται στις υποχρεώσεις σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας που προβλέπεται στον περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο και στον Κανονισμό (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, περιγραφή των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου που έχει θεσπίσει ο αιτών, ώστε να τηρεί τις εν λόγω υποχρεώσεις·

(ιβ) περιγραφή της οργανωτικής δομής του αιτούντος και, όπου ενδείκνυται, της σχεδιαζόμενης χρήσης αντιπροσώπων και υποκαταστημάτων, καθώς και των επιτόπιων και μη επιτόπιων ελέγχων αυτών, τους οποίους δεσμεύεται να πραγματοποιεί ο αιτών τουλάχιστον ετησίως, καθώς και περιγραφή των ρυθμίσεων εξωτερικής ανάθεσης και της συμμετοχής του σε εθνικό ή διεθνές σύστημα πληρωμών∙

(ιγ) ταυτότητα των προσώπων που κατέχουν, άμεσα ή έμμεσα, ειδικές συμμετοχές στο ίδρυμα πληρωμών, κατά την έννοια του Άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 36) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το μέγεθος της πραγματικής τους συμμετοχής, δεδομένης και της ανάγκης να εξασφαλισθεί η ορθή και συνετή διαχείριση του ιδρύματος πληρωμών∙

(ιδ) ταυτότητα των διευθυντικών στελεχών και των υπευθύνων για τη διαχείριση του ιδρύματος πληρωμών και, κατά περίπτωση, των υπεύθυνων διαχείρισης των δραστηριοτήτων υπηρεσιών πληρωμών του ιδρύματος, καθώς και στοιχεία που αποδεικνύουν ότι πληρούν εχέγγυα ήθους και εντιμότητας και διαθέτουν κατάλληλες και επαρκείς γνώσεις και εμπειρία για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όπως καθορίζεται σε οδηγία που εκδίδεται από την Κεντρική Τράπεζα∙

(ιε) όπου ενδείκνυται, ταυτότητα των νόμιμων ελεγκτών ή των ελεγκτικών γραφείων όπως ορίζονται στον περί Ελεγκτών Νόμο∙

(ιστ) νομική μορφή και εταιρικό του αιτούντος·

(ιζ) διεύθυνση των κεντρικών γραφείων του αιτούντος.

(4) Για τους σκοπούς των παραγράφων (δ), (ε), (στ) και (ιβ) του εδαφίου (3), ο αιτών περιγράφει τις ελεγκτικές και οργανωτικές ρυθμίσεις που έχει θεσπίσει, ώστε να λαμβάνονται όλα τα εύλογα μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των χρηστών του και να διασφαλίζεται η αδιάλειπτη και αξιόπιστη παροχή των υπηρεσιών πληρωμών.

(5) Ο έλεγχος ασφάλειας και τα μέτρα μείωσης κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο (ι) του εδαφίου (3) υποδεικνύουν τον τρόπο διασφάλισης υψηλού επιπέδου τεχνικής ασφάλειας και προστασίας των δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων του λογισμικού και των συστημάτων ΤΠ που χρησιμοποιούνται από τον αιτούντα ή τις επιχειρήσεις στις οποίες αναθέτει το σύνολο ή μέρος των δραστηριοτήτων του.

(6) Τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) μέτρα λαμβάνουν υπόψη τις τυχόν κατευθυντήριες γραμμές για τα μέτρα ασφάλειας της ΕΑΤ που αναφέρονται στο ‘Αρθρο 95, παράγραφος 3 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366.

(7) Οι επιχειρήσεις που υποβάλλουν αίτηση για την απόκτηση άδειας λειτουργίας για την παροχή των υπηρεσιών πληρωμών, όπως αναφέρονται στο σημείο 7 του Παραρτήματος Ι, απαγορεύεται να αποκτήσουν άδεια λειτουργίας, εκτός αν διαθέτουν ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης η οποία καλύπτει το έδαφος όπου προσφέρουν υπηρεσίες ή άλλη συγκρίσιμη εγγύηση κατά της ευθύνης, ώστε να εξασφαλιστεί ότι μπορούν να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους, όπως ορίζεται στα άρθρα 73, 90 και 92.

(8) Οι επιχειρήσεις που υποβάλλουν αίτηση για καταχώριση για παροχή υπηρεσιών πληρωμών, όπως αναφέρονται στο σημείο 8 του Παραρτήματος Ι, ως προϋπόθεση για την καταχώρισή τους, διαθέτουν ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης που καλύπτει το έδαφος όπου προσφέρουν υπηρεσίες ή άλλη συγκρίσιμη εγγύηση κατά της ευθύνης τους έναντι του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού ή του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών που προκύπτει από μη εγκεκριμένη ή παράνομη πρόσβαση σε πληροφορίες λογαριασμού πληρωμών ή τη μη εγκεκριμένη ή παράνομη χρήση των πληροφοριών αυτών.

Έλεγχος συμμετοχής

6.-(1) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποφασίζει να αποκτήσει ή να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή κατά την έννοια του Άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 36) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ίδρυμα πληρωμών του οποίου η Δημοκρατία συνιστά κράτος μέλος προέλευσης, ούτως ώστε η αναλογία των μεριδίων κεφαλαίων ή των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει να ανέρχεται ή να υπερβαίνει το είκοσι τοις εκατόν (20%), το τριάντα τοις εκατόν (30%) ή το πενήντα τοις εκατόν (50%) ή ώστε το ίδρυμα πληρωμών να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση, ενημερώνει γραπτώς και εκ των προτέρων την Κεντρική Τράπεζα σχετικά με την πρόθεσή του.

(2) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποφασίζει να πάψει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή, κατά την έννοια του Άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 36) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σε ίδρυμα πληρωμών του οποίου η Δημοκρατία συνιστά κράτος μέλος προέλευσης ή να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, ούτως ώστε η αναλογία των μεριδίων κεφαλαίων ή των δικαιωμάτων ψήφου να μειωθεί κάτω του είκοσι τοις εκατόν (20%), του τριάντα τοις εκατόν (30%) ή του πενήντα τοις εκατόν (50%) ή ώστε το ίδρυμα πληρωμών να πάψει να είναι θυγατρική του επιχείρηση, ενημερώνει γραπτώς και εκ των προτέρων την Κεντρική Τράπεζα σχετικά με την πρόθεσή του.

(3) Ο υποψήφιος αγοραστής ειδικής συμμετοχής παρέχει στην Κεντρική Τράπεζα πληροφορίες οι οποίες αναφέρουν το μέγεθος της συμμετοχής που προτίθεται να αποκτήσει και σχετικές πληροφορίες, όπως αναφέρεται στο άρθρο 17Α(4) του περί Εργασιών Πιστωτικών ιδρυμάτων Νόμου.

(4) Σε περίπτωση που η επιρροή ενός υποψήφιου αγοραστή, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (3), είναι πιθανό να αποβεί εις βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του ιδρύματος πληρωμών, η Κεντρική Τράπεζα εκφράζει την αντίθεσή της και επιπρόσθετα δύναται να λαμβάνει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

(α) Αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές ή δικαιώματα ψήφου που κατέχει το εν λόγω πρόσωπο∙

(β) έκδοση διαταγής δυνάμει της οποίας η διάθεση, η υπογραφή συμφωνίας διάθεσης, η πώληση, η ανταλλαγή, η μίσθωση, η μεταβίβαση, η δωρεά και εν γένει η αποξένωση των μετοχών του ιδρύματος πληρωμών είναι άκυρες.

(γ) απαγόρευση απόκτησης, περιλαμβανομένης απόκτησης διά δωρεάς ή μέσω άσκησης δικαιωμάτων αγοράς, μετοχών του ιδρύματος πληρωμών∙

(δ) απαγόρευση διενέργειας οποιωνδήποτε πληρωμών από το ίδρυμα πληρωμών που απορρέουν από μετοχές, εξαιρουμένης της περίπτωσης διάλυσης του ιδρύματος πληρωμών.

(5)(α) Σε περίπτωση φυσικού ή νομικού προσώπου που παραβαίνει την κατά το παρόν άρθρο υποχρέωση εκ των προτέρων γνωστοποίησης, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να λαμβάνει εναντίον του οποιοδήποτε από τα μέτρα που προβλέπονται στο εδάφιο (4), ορίζοντας τη χρονική διάρκεια της ισχύος του μέτρου ή ότι το μέτρο ισχύει μέχρι την ανάκλησή του από την Κεντρική Τράπεζα.

(β) Το ίδρυμα πληρωμών υποχρεούται να γνωστοποιεί, σύμφωνα με το άρθρο 16, οποιαδήποτε μεταβολή επηρεάζει την ακρίβεια των στοιχείων που έχει υποβάλει στην Κεντρική Τράπεζα σχετικά με την ταυτότητα των προσώπων που έχουν άμεσα ή έμμεσα έλεγχο σε αυτό.

(6) Σε περίπτωση απόκτησης συμμετοχής παρά την αντίθεση της Κεντρικής Τράπεζας, η Κεντρική Τράπεζα ανεξαρτήτως των άλλων κυρώσεων που πρόκειται να επιβληθούν, προβλέπει αναστολή της άσκησης των αντίστοιχων δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές ή δικαιώματα ψήφου που κατέχει ο αποκτήσας τη συμμετοχή, ακυρότητα των εν λόγω ψήφων ή δυνατότητα ακύρωσης των σχετικών ψήφων.

(7) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των εδαφίων (5) και (6), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 25, επί προσώπου το οποίο παραβαίνει την κατά το παρόν άρθρο υποχρέωση της εκ των προτέρων γνωστοποίησης, καθώς και επί προσώπου το οποίο αποκτά συμμετοχή παρά την αντίθεση της Κεντρικής Τράπεζας.

(8) Σε περίπτωση νομικού προσώπου που παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, το άρθρο 25(2) εφαρμόζεται επί οποιουδήποτε μέλους των διοικητικών, διευθυντικών, εποπτικών ή ελεγκτικών οργάνων του εν λόγω νομικού προσώπου.

Αρχικό κεφάλαιο

7. Το νομικό πρόσωπο που αιτείται, σύμφωνα με το άρθρο 5, άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών, διατηρεί κατά τη στιγμή της αδειοδότησής του αρχικό κεφάλαιο το οποίο απαρτίζεται από ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που ορίζονται στο Άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχεία α) έως ε) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ως εξής:

(α) Στην περίπτωση που το ίδρυμα πληρωμών παρέχει μόνο την υπηρεσία πληρωμών που αναφέρεται στο σημείο 6 του Παραρτήματος Ι, το κεφάλαιό του δεν πρέπει ποτέ να είναι χαμηλότερο από είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000)∙

(β) στην περίπτωση που το ίδρυμα πληρωμών παρέχει τις υπηρεσίες πληρωμών που αναφέρονται στο σημείο 7 του Παραρτήματος Ι, το κεφάλαιό του δεν πρέπει ποτέ να είναι χαμηλότερο από πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000)∙

(γ) στην περίπτωση που το ίδρυμα πληρωμών ασκεί οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες πληρωμών που αναφέρονται στα σημεία 1 έως 5 του Παραρτήματος Ι, το κεφάλαιό του δεν πρέπει ποτέ να είναι χαμηλότερο από εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες ευρώ (€125.000).

Ίδια κεφάλαια

8.-(1) Τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος πληρωμών δεν υπολείπονται του μεγαλύτερου ποσού μεταξύ του αρχικού κεφαλαίου που αναφέρεται στο άρθρο 7 και του ποσού των ιδίων κεφαλαίων, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, για να εμποδίσει την πολλαπλή χρήση στοιχείων επιλέξιμων ως ίδια κεφάλαια, εφόσον το ίδρυμα πληρωμών ανήκει στον ίδιο όμιλο με άλλο ίδρυμα πληρωμών, άλλο πιστωτικό ίδρυμα, άλλη επιχείρηση επενδύσεων, άλλη εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ή άλλη ασφαλιστική επιχείρηση:

Νοείται ότι, οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν, στην περίπτωση που ίδρυμα πληρωμών είναι υβριδικού χαρακτήρα και ασκεί δραστηριότητες άλλες από την παροχή υπηρεσιών πληρωμών.

(3) Εφόσον πληρούνται οι όροι του Άρθρου 7 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να εξαιρεί από την υποχρέωση εφαρμογής μεθόδου για τον υπολογισμό ιδίων κεφαλαίων, σύμφωνα με το άρθρο 9, ίδρυμα πληρωμών που περιλαμβάνεται στην πραγματοποιούμενη σε ενοποιημένη βάση εποπτεία πιστωτικού ιδρύματος που αποτελεί μητρικό πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου.

Υπολογισμός ίδιων κεφαλαίων

9.-(1) Χωρίς επηρεασμό των απαιτήσεων αρχικού κεφαλαίου του άρθρου 7, τα ιδρύματα πληρωμών, με εξαίρεση όσα παρέχουν μόνο τις υπηρεσίες πληρωμών που αναφέρονται στο σημείο 7 και/ή 8 του Παραρτήματος Ι, υποχρεούνται να διαθέτουν καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας τους ίδια κεφάλαια που υπολογίζονται σύμφωνα με μία από τις τρεις μεθόδους που αναφέρονται στο Παράρτημα ΙΙ και όπως καθορίζει η Κεντρική Τράπεζα με ατομική διοικητική πράξη η οποία κοινοποιείται στο ίδρυμα πληρωμών.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται, βάσει αξιολόγησης των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου, της βάσης δεδομένων κινδύνου ζημίας και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου του ιδρύματος πληρωμών, να απαιτεί από το ίδρυμα πληρωμών να κατέχει ποσό εκ των ιδίων κεφαλαίων του ανώτερο έως είκοσι τοις εκατόν (20%) του ποσού που θα προέκυπτε από την εφαρμογή της μεθόδου που επιλέγεται σύμφωνα με το εδάφιο (1) ή να του επιτρέπει να κατέχει ποσό εκ των ιδίων κεφαλαίων του κατώτερο έως είκοσι τοις εκατόν (20%) του ποσού που θα προέκυπτε από την εφαρμογή της μεθόδου που επιλέγεται σύμφωνα με το εδάφιο (1).

Απαιτήσεις διασφάλισης

10.-(1) Τα ιδρύματα πληρωμών τα οποία παρέχουν τις υπηρεσίες πληρωμών που αναφέρονται στα σημεία 1 έως 6 του Παραρτήματος Ι υποχρεούνται να διασφαλίζουν τα χρηματικά ποσά που λαμβάνουν από τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών ή μέσω άλλου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής με οποιοδήποτε από τους ακόλουθους τρόπους:

(α) Τα χρηματικά ποσά δεν πρέπει να αναμειγνύονται ποτέ με τα χρηματικά ποσά φυσικών ή νομικών προσώπων διαφορετικών από τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών στο όνομα των οποίων λαμβάνονται αυτά τα χρηματικά ποσά και, αν λαμβάνονται ακόμη από το ίδρυμα πληρωμών και δεν έχουν ακόμη καταβληθεί στον δικαιούχο ούτε έχουν μεταφερθεί σε άλλο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών μέχρι το τέλος της εργάσιμης ημέρας που έπεται της ημέρας παραλαβής τους, κατατίθενται σε χωριστό λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα ή επενδύονται σε ασφαλή και ρευστά στοιχεία ενεργητικού χαμηλού κινδύνου, τα οποία καθορίζονται από την Κεντρική Τράπεζα με την έκδοση οδηγιών και προστατεύονται προς το συμφέρον των χρηστών των υπηρεσιών πληρωμών έναντι αξιώσεων άλλων πιστωτών του ιδρύματος πληρωμών ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας.

(β) Τα χρηματικά ποσά καλύπτονται από ασφαλιστήριο ή άλλη συγκρίσιμη εγγύηση από ασφαλιστική εταιρεία ή πιστωτικό ίδρυμα που δεν ανήκει στον ίδιο όμιλο με το ίδρυμα πληρωμών, για ποσό ισοδύναμο προς εκείνο που θα είχε διαχωριστεί ελλείψει ασφαλιστηρίου ή άλλης συγκρίσιμης εγγύησης, πληρωτέο σε περίπτωση που το ίδρυμα πληρωμών αδυνατεί να ανταποκριθεί στις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις του.

(2) Στην περίπτωση που το ίδρυμα πληρωμών υποχρεούται να διασφαλίζει τα χρηματικά ποσά δυνάμει του εδαφίου (1) και τμήμα των εν λόγω χρηματικών ποσών πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για μελλοντικές πράξεις πληρωμής και το υπόλοιπο ποσό πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για υπηρεσίες άλλες εκτός των υπηρεσιών πληρωμών, το τμήμα των χρηματικών ποσών που προορίζεται για μελλοντικές πράξεις πληρωμής υπόκειται στις απαιτήσεις διασφάλισης του εδαφίου (1).

(3) Στην περίπτωση που το κατά το εδάφιο (2) τμήμα χρηματικών ποσών κυμαίνεται ή δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να επιτρέπει στα ιδρύματα πληρωμών να εφαρμόζουν το εδάφιο (2) βάσει αντιπροσωπευτικού τμήματος το οποίο θεωρείται ότι χρησιμοποιείται για υπηρεσίες πληρωμών, εφόσον το αντιπροσωπευτικό τμήμα μπορεί να εκτιμηθεί ευλόγως βάσει ιστορικών δεδομένων κατά τρόπο ικανοποιητικό για την Κεντρική Τράπεζα.

Χορήγηση άδειας λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών - Γενικά κριτήρια

11.-(1) Οι επιχειρήσεις των οποίων η Δημοκρατία συνιστά κράτος μέλος προέλευσης, εκτός όσων αναφέρονται στο άρθρο 4(1)(α), (β), (γ), (ε) και (στ) και εκτός των φυσικών ή νομικών προσώπων που έτυχαν εξαίρεσης δυνάμει του άρθρου 5(2) ή του άρθρου 34, οι οποίες σκοπεύουν να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών λαμβάνουν άδεια ως ιδρύματα πληρωμών, πριν αρχίσουν την παροχή των υπηρεσιών πληρωμών:

Νοείται ότι, η εν λόγω άδεια χορηγείται μόνο σε νομικά πρόσωπα εγκατεστημένα στη Δημοκρατία.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών, μόνο στην περίπτωση που οι πληροφορίες και τα δικαιολογητικά που συνοδεύουν την αίτηση πληρούν όλες τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 5(3) έως (8), καθώς και αν, μετά από διεξοδική εξέταση της αίτησης, έχει καταλήξει σε ευνοϊκή συνολική αξιολόγηση και η Κεντρική Τράπεζα, προτού χορηγήσει άδεια λειτουργίας, δύναται να διαβουλεύεται, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, με άλλες αρμόδιες δημόσιες αρχές.

(3) Κάθε ίδρυμα πληρωμών που αδειοδοτείται από την Κεντρική Τράπεζα και το οποίο οφείλει βάσει του άρθρου 5(1) να διαθέτει καταστατική έδρα, διατηρεί τα κεντρικά του γραφεία στη Δημοκρατία και διεξάγει τουλάχιστον ένα τμήμα των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων που αφορούν τις υπηρεσίες πληρωμών στη Δημοκρατία.

(4) Η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί άδεια λειτουργίας, μόνο σε περίπτωση που δεδομένης της ανάγκης να εξασφαλιστεί ορθή και συνετή διαχείριση ενός ιδρύματος πληρωμών, το ίδρυμα πληρωμών διαθέτει άρτιο οργανωτικό πλαίσιο για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που αφορούν υπηρεσίες πληρωμών, το οποίο περιλαμβάνει σαφή οργανωτική δομή με σαφείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνει ή ενδέχεται να αναλάβει, καθώς και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών, το δε πλαίσιο, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί είναι εκτενείς και ανάλογοι προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των υπηρεσιών πληρωμών που θα παρέχει το ίδρυμα πληρωμών.

(5) Στην περίπτωση που ο αιτών ή ένα ήδη αδειοδοτημένο ίδρυμα πληρωμών παρέχει ή προτίθεται να παρέχει ή παρέχει οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες πληρωμών που αναφέρονται στα σημεία 1 έως 7 του Παραρτήματος Ι και, ταυτόχρονα, ασκεί άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί τη σύσταση χωριστού φορέα για τις δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών, όταν οι εκτός των υπηρεσιών πληρωμών επιχειρηματικές δραστηριότητες του ιδρύματος πληρωμών βλάπτουν ή υπάρχει κίνδυνος να βλάψουν την οικονομική ευρωστία του ιδρύματος πληρωμών ή την ικανότητα της Κεντρικής Τράπεζας να παρακολουθεί τη συμμόρφωση του ιδρύματος πληρωμών προς τις υποχρεώσεις που καθορίζει ο παρών Νόμος και οι δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες.

(6) Η Κεντρική Τράπεζα δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας σε περίπτωση που λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να εξασφαλίσει την ορθή και συνετή διαχείριση ενός ιδρύματος πληρωμών, δεν έχει πεισθεί ως προς την καταλληλότητα των μετόχων ή εταίρων που κατέχουν ειδική συμμετοχή.

(7) Στην περίπτωση που υπάρχουν στενοί δεσμοί, όπως καθορίζεται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 38) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, μεταξύ του ιδρύματος πληρωμών και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί την άδεια λειτουργίας, μόνο αν οι δεσμοί αυτοί δεν παρεμποδίζουν τη σωστή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής της.

(8) Σε περίπτωση που ένα ή περισσότερα νομικά ή φυσικά πρόσωπα με τα οποία το ίδρυμα πληρωμών έχει στενούς δεσμούς υπάγονται σε νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας, η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί άδεια λειτουργίας, μόνο εφόσον οι διατάξεις αυτές ή τυχόν δυσχέρειες που προκύπτουν κατά την εφαρμογή τους δεν παρεμποδίζουν τη σωστή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής της.

(9) Άδεια λειτουργίας η οποία εκδόθηκε από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους ισχύει στη Δημοκρατία και επιτρέπει στο ίδρυμα πληρωμών να παρέχει τις υπηρεσίες πληρωμών που καλύπτονται από την άδειά του στη Δημοκρατία μέσω της άσκησης του δικαιώματος ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή ελεύθερης εγκατάστασης.

(10) Σε περίπτωση που ίδρυμα πληρωμών του οποίου η Δημοκρατία συνιστά κράτος μέλος προέλευσης επιθυμεί την επέκταση της άδειας λειτουργίας σε πρόσθετες υπηρεσίες πληρωμών, υποβάλλει σχετική αίτηση στην Κεντρική Τράπεζα, η οποία συνοδεύεται από πληροφορίες, στοιχεία και έντυπα κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5(3) και η Κεντρική Τράπεζα αποφασίζει επί της αίτησης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους.

Κοινοποίηση απόφασης

12. Η Κεντρική Τράπεζα εντός τριών (3) μηνών από την παραλαβή της αίτησης για χορήγηση άδειας λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών ή, εφόσον η αίτηση είναι ελλιπής, εντός τριών (3) μηνών από την παραλαβή όλων των πληροφοριών που απαιτούνται για τη λήψη απόφασης ενημερώνει τον αιτούντα για την απόφασή της, αιτιολογώντας τυχόν απόρριψη της αίτησης.

Ανάκληση άδειας λειτουργίας

13.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ανακαλέσει άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών, μόνο αν το ίδρυμα πληρωμών-

(α) Δεν έχει κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός δώδεκα (12) μηνών, παραιτήθηκε ρητώς από αυτήν ή έπαυσε να ασκεί τη δραστηριότητά του για περίοδο μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών, εκτός αν η Κεντρική Τράπεζα έχει θέσει ως προϋπόθεση στην άδεια λειτουργίας του ότι στις περιπτώσεις αυτές η άδεια λειτουργίας παύει να ισχύει αυτόματα∙ ή

(β) απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιοδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο∙ ή

(γ) δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας ή παραλείπει να ενημερώσει την Κεντρική Τράπεζα σχετικά με σημαντικές εξελίξεις ως προς το θέμα αυτό∙ ή

(δ) θα αποτελούσε απειλή για τη σταθερότητα ή την εμπιστοσύνη στο σύστημα πληρωμών, αν συνέχιζε τις σχετικές με τις υπηρεσίες πληρωμών εργασίες του∙ ή

(ε) εμπίπτει σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση ανάκλησης άδειας λειτουργίας που προβλέπεται στο κυπριακό δίκαιο.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα αιτιολογεί κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας και την κοινοποιεί στους ενδιαφερομένους.

(3) Σε περίπτωση που Κεντρική Τράπεζα ανακαλεί την άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών, ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, ενημερώνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, με οποιοδήποτε μέσο κρίνει κατάλληλο, τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών.

(4) Η Κεντρική Τράπεζα δημοσιοποιεί στο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 14 κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας και κάθε ανάκληση εξαίρεσης που χορηγήθηκε δυνάμει του άρθρου 5(2) ή του άρθρου 34.

(5) Η Κεντρική Τράπεζα κοινοποιεί στην ΕΑΤ τους λόγους για την ανάκληση οποιασδήποτε άδειας λειτουργίας ή για την ανάκληση εξαίρεσης που χορηγήθηκε δυνάμει του άρθρου 5(2) ή του άρθρου 34.

Καταχώριση στο κράτος μέλος προέλευσης και στο μητρώο της ΕΑΤ

14.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα καταρτίζει και ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση δημόσιο μητρώο το οποίο είναι διαθέσιμο στο κοινό χωρίς χρέωση και προσβάσιμο ηλεκτρονικά και στο οποίο καταχωρίζονται οι ακόλουθες πληροφορίες:

(α) Τα ιδρύματα πληρωμών που έχουν αδειοδοτηθεί από την Κεντρική Τράπεζα, οι αντιπρόσωποί τους και οι υπηρεσίες πληρωμών για τις οποίες έχει παραχωρηθεί η άδεια λειτουργίας∙

(β) τα υποκαταστήματα των αδειοδοτημένων από την Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή κράτους μέλους προέλευσης, ιδρυμάτων πληρωμών που παρέχουν υπηρεσίες σε άλλο κράτος μέλος∙

(γ) τα ιδρύματα που έχουν δικαίωμα να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών βάσει του άρθρου 4(1)∙

(δ) τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που έχουν άδεια λειτουργίας και έτυχαν εξαίρεσης δυνάμει του άρθρου 5(2) ή του άρθρου 34 και οι αντιπρόσωποί τους.

(2) Στο δημόσιο μητρώο προσδιορίζονται οι υπηρεσίες πληρωμών για τις οποίες έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας στο ίδρυμα πληρωμών ή για τις οποίες έχει καταχωριστεί το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, τα δε ιδρύματα πληρωμών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας απαριθμούνται στο μητρώο χωριστά από τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που τυγχάνουν εξαίρεσης δυνάμει του άρθρου 5(2) ή του άρθρου 34.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα παρέχει στην ΕΑΤ, χωρίς καθυστέρηση και με ακρίβεια και σε γλώσσα εύχρηστη στον χρηματοοικονομικό τομέα, τις πληροφορίες που καταχωρίζονται στο δημόσιο μητρώο που τηρεί και είναι υπεύθυνη για την ακρίβεια και την επικαιροποίηση των πληροφοριών αυτών.

Προσφυγή εναντίον αποφάσεων της Κεντρικής Τράπεζας

15. Προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος δύναται να ασκηθεί κατά των αποφάσεων που λαμβάνει η Κεντρική Τράπεζα για τα ιδρύματα πληρωμών κατ’ εφαρμογήν του παρόντος Νόμου ή κατά παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας της Κεντρικής Τράπεζας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

Διατήρηση της άδειας λειτουργίας

16. Σε περίπτωση που επέλθει οποιαδήποτε μεταβολή η οποία επηρεάζει την ακρίβεια των πληροφοριών και των δικαιολογητικών που προβλέπονται στο άρθρο 5, το ίδρυμα πληρωμών ενημερώνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση την Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης αυτού.

Υποχρεωτικός έλεγχος λογαριασμών των ιδρυμάτων πληρωμών

17.-(1) Κατ’ αναλογίαν επί των ιδρυμάτων πληρωμών, εφαρμόζονται τα ακόλουθα:

(α) Η Οδηγία 86/635/ΕΟΚ∙

(β) τα άρθρα 118 έως και 122, το άρθρο 141A, οι παράγραφοι (β), (γ), (γΑ) και (γΒ) του εδαφίου (1), οι παράγραφοι (βΑ) και (δ) του εδαφίου (3) και το εδάφιο (4) του άρθρου 142, οι παράγραφοι (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 150, οι παράγραφοι (β) έως (ε), οι υποπαραγράφοι (i) έως (v) της παραγράφου (στ) και οι παράγραφοι (η) έως (κ) του εδαφίου (1), οι υποπαραγράφοι (i), (ii), (iii), (iv) και (v) της παραγράφου (α) και οι παράγραφοι (β) έως (στ) του εδαφίου (2) και το εδάφιο (3) του άρθρου 151, το άρθρο 152 και το εδάφιο (1) του άρθρου 152Α του περί Εταιρειών Νόμου∙

(γ) το άρθρο 69 του περί Ελεγκτών Νόμου∙

(δ) ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002.

(2) Οι ετήσιοι και ενοποιημένοι λογαριασμοί των ιδρυμάτων πληρωμών ελέγχονται από νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία κατά την έννοια του περί Ελεγκτών Νόμου, σε περίπτωση που δεν εξαιρούνται δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου και, κατά περίπτωση, της Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ.

(3) Τα ιδρύματα πληρωμών, για σκοπούς εποπτείας, καταρτίζουν και υποβάλλουν στην Κεντρική Τράπεζα οικονομικές καταστάσεις με χωριστές λογιστικές πληροφορίες για τις υπηρεσίες πληρωμών και για τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 18(1), οι οποίες υπόκεινται σε έκθεση ελεγκτή, η οποία εκπονείται, κατά περίπτωση, από τους νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία:

Νοείται ότι, για σκοπούς εποπτείας των ιδρυμάτων πληρωμών η Κεντρική Τράπεζα δύναται να καθορίζει, εξειδικεύει και διευκρινίζει με οδηγίες της κάθε θέμα σχετικό με τη σύνταξη οικονομικών καταστάσεων ως προς τις υπηρεσίες πληρωμών και ως προς άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες τις οποίες ασκούν τα ιδρύματα πληρωμών.

(4) Οι υποχρεώσεις εκ του άρθρου 28(3) και (3Α) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου εφαρμόζονται, κατ’ αναλογίαν, επί των νόμιμων ελεγκτών ή των ελεγκτικών γραφείων των ιδρυμάτων πληρωμών όσον αφορά τις δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών.

Άσκηση δραστηριοτήτων από ιδρύματα πληρωμών

18.-(1) Τα ιδρύματα πληρωμών, εκτός από την παροχή υπηρεσιών πληρωμών, επιτρέπεται να ασκούν τις ακόλουθες δραστηριότητες:

(α) Παροχή λειτουργικών και στενά συνδεόμενων επικουρικών υπηρεσιών, όπως εξασφάλιση της εκτέλεσης των πράξεων πληρωμής, υπηρεσίες συναλλάγματος, υπηρεσίες φύλαξης, καθώς και αποθήκευση και επεξεργασία δεδομένων∙

(β) λειτουργία συστημάτων πληρωμών, χωρίς επηρεασμό του άρθρου 35·

(γ) επιχειρηματικές δραστηριότητες πέραν της παροχής υπηρεσιών πληρωμών, τηρουμένου του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του δικαίου του κράτους μέλους όπου λαμβάνει χώρα η δραστηριοποίηση.

(2) Σε περίπτωση που τα ιδρύματα πληρωμών παρέχουν μία ή περισσότερες υπηρεσίες πληρωμών, επιτρέπεται να τηρούν μόνο λογαριασμούς πληρωμών που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για πράξεις πληρωμής.

(3) Η παραλαβή από τα ιδρύματα πληρωμών τυχόν χρηματικών ποσών από τους χρήστες, με σκοπό να τους παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών, δεν συνιστά αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων κατά την έννοια του άρθρου 3(1) και (4) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, ούτε ηλεκτρονικό χρήμα κατά την έννοια του άρθρου 2(1) του περί Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμου.

(4) Τα ιδρύματα πληρωμών απαγορεύεται να ασκούν κατ’ επάγγελμα τη δραστηριότητα της αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων κατά την έννοια του άρθρου 3(1) και (4) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου.

(5) Τα ιδρύματα πληρωμών επιτρέπεται να παρέχουν πίστωση σε σχέση με τις υπηρεσίες πληρωμών που αναφέρονται στα σημεία 4 ή 5 του Παραρτήματος Ι, μόνο αν πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Η πίστωση είναι επικουρική και χορηγείται αποκλειστικά σε συνδυασμό με την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής∙

(β) ανεξάρτητα από τους κανόνες του οικείου κράτους μέλους για τη χορήγηση πιστώσεων μέσω πιστωτικών καρτών, η πίστωση που χορηγείται σε συνδυασμό με πληρωμή που εκτελείται σύμφωνα με το άρθρο 11(9) και το άρθρο 29 αποπληρώνεται εντός σύντομου χρονικού διαστήματος, το οποίο δεν υπερβαίνει σε καμία περίπτωση τους δώδεκα (12) μήνες·

(γ) η πίστωση δεν χορηγείται από χρηματικά ποσά που έχουν ληφθεί ή κρατούνται για την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής·

(δ) τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος πληρωμών είναι πάντοτε, κατά την κρίση της εποπτικής αρχής, κατάλληλα ενόψει της συνολικής χορηγούμενης πίστωσης.

(6) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του περί των Συμβάσεων Καταναλωτικής Πίστης Νόμου ή άλλων σχετικών διατάξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του οικείου κράτους μέλους που αφορούν μη εναρμονισμένες διά του παρόντος Νόμου προϋποθέσεις χορήγησης πιστώσεων στους καταναλωτές οι οποίες συνάδουν με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Χρήση αντιπροσώπων, υποκαταστημάτων ή οντοτήτων στις οποίες έχει γίνει εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων

19.-(1) Σε περίπτωση που το ίδρυμα πληρωμών του οποίου η Δημοκρατία συνιστά κράτος μέλος προέλευσης προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών μέσω αντιπροσώπου, γνωστοποιεί στην Κεντρική Τράπεζα τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α) Το όνομα και τη διεύθυνση του αντιπροσώπου·

(β) περιγραφή των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου που θα χρησιμοποιεί ο αντιπρόσωπος για να τηρεί τις υποχρεώσεις του σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, όπως προβλέπεται στον περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο, οι οποίοι πρέπει να ενημερώνονται πάραυτα, σε περίπτωση που γίνονται ουσιαστικές αλλαγές στα στοιχεία που διαβιβάζονται με την αρχική κοινοποίηση·

(γ) την ταυτότητα των διευθυντικών στελεχών και των υπευθύνων διαχείρισης του αντιπροσώπου που θα χρησιμοποιηθεί για την παροχή υπηρεσιών πληρωμών και, για τους αντιπροσώπους που δεν είναι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών, αποδείξεις καταλληλότητας και εντιμότητας αυτών·

(δ) τις υπηρεσίες πληρωμών του ιδρύματος πληρωμών που έχουν ανατεθεί στον αντιπρόσωπο·

(ε) όπου ενδείκνυται, τον μοναδικό αναγνωριστικό κωδικό ή αριθμό του αντιπροσώπου.

(2) Μέσα σε δύο (2) μήνες από την παραλαβή των πληροφοριών που αναφέρονται στο εδάφιο (1), η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει το ίδρυμα πληρωμών κατά πόσο ο αντιπρόσωπος καταχωρίστηκε στο μητρώο που καταρτίζεται βάσει του άρθρου 14(1) και με την καταχώριση στο μητρώο ο αντιπρόσωπος επιτρέπεται να αρχίσει να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα, προτού εγγράψει τον αντιπρόσωπο στο μητρώο, δύναται εάν θεωρεί ότι τα στοιχεία που της παρασχέθηκαν δυνάμει του εδαφίου (1) δεν είναι ορθά, να προβαίνει σε περαιτέρω ενέργειες για να τα επαληθεύει.

(4) Σε περίπτωση που μετά την επαλήθευση, η Κεντρική Τράπεζα δεν πείθεται ότι τα στοιχεία που της παρασχέθηκαν βάσει του εδαφίου (1) είναι ορθά, δεν εγγράφει τον αντιπρόσωπο στο μητρώο που διατηρεί βάσει του άρθρου 14(1) και ενημερώνει σχετικά το ίδρυμα πληρωμών χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

(5) Σε περίπτωση που το ίδρυμα πληρωμών επιθυμεί να παράσχει υπηρεσίες πληρωμών σε άλλο κράτος μέλος με την πρόσληψη αντιπροσώπου ή την ίδρυση υποκαταστήματος, ακολουθεί τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 29.

(6) Σε περίπτωση που το ίδρυμα πληρωμών προτίθεται να αναθέσει λειτουργικές δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών σε τρίτους, εντός ή εκτός της Δημοκρατίας, ενημερώνει σχετικά την Κεντρική Τράπεζα ως την αρμόδια αρχή κράτους μέλους προέλευσης αυτού.

(7) Η ανάθεση σημαντικών λειτουργικών δραστηριοτήτων σε εξωτερικούς φορείς, περιλαμβανομένων των πληροφοριακών συστημάτων, απαγορεύεται να γίνεται με τρόπο που βλάπτει ουσιαστικά την ποιότητα των εσωτερικών ελέγχων του ιδρύματος πληρωμών και την ικανότητα της Κεντρικής Τράπεζας να παρακολουθεί και να εξακριβώνει τη συμμόρφωση του ιδρύματος πληρωμών με όλες τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στον παρόντα Νόμο.

(8) Για τους σκοπούς του εδαφίου (7), μια λειτουργική δραστηριότητα θεωρείται σημαντική στην περίπτωση που η πλημμελής εκτέλεση ή η παράλειψή της θα έβλαπτε ουσιαστικά τη συνεχή συμμόρφωση του ιδρύματος πληρωμών με τις απαιτήσεις της άδειάς του η οποία ζητήθηκε δυνάμει του παρόντος Μέρους ή τις λοιπές υποχρεώσεις του δυνάμει του παρόντος Νόμου ή τις οικονομικές του επιδόσεις ή την ευρωστία ή τη συνέχεια των υπηρεσιών πληρωμών που παρέχει.

(9) Στην περίπτωση που ίδρυμα πληρωμών αναθέτει σε εξωτερικούς φορείς σημαντικές λειτουργικές δραστηριότητες, το εν λόγω ίδρυμα πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Η ανάθεση δραστηριοτήτων σε τρίτους δεν πρέπει να οδηγεί στη μεταβίβαση των ευθυνών των ανώτερων διοικητικών στελεχών∙

(β) δεν πρέπει να μεταβάλλονται η σχέση και οι υποχρεώσεις του ιδρύματος πληρωμών έναντι των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών δυνάμει του παρόντος Νόμου∙

(γ) δεν πρέπει να θίγονται οι όροι που οφείλει να πληροί το ίδρυμα πληρωμών, προκειμένου να λάβει και διατηρήσει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το παρόν Μέρος∙

(δ) δεν πρέπει να καταργείται ούτε να τροποποιείται οποιοσδήποτε από τους άλλους όρους υπό τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας του ιδρύματος πληρωμών.

(10) Το ίδρυμα πληρωμών υποχρεούται να μεριμνά, ώστε οι αντιπρόσωποι ή τα υποκαταστήματά του που ενεργούν εξ ονόματός του να ενημερώνουν σχετικά τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών.

(11) Ίδρυμα πληρωμών του οποίου η Δημοκρατία συνιστά κράτος μέλος προέλευσης γνωστοποιεί στην Κεντρική Τράπεζα, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, οποιαδήποτε αλλαγή σχετικά με τη χρήση-

(α) Των οντοτήτων στις οποίες έχει γίνει εξωτερική ανάθεση, και,

(β) σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα εδάφια (2), (3) και (4), των αντιπροσώπων, συμπεριλαμβανομένων των πρόσθετων αντιπροσώπων.

Ευθύνη ιδρύματος πληρωμών

20.-(1) Ίδρυμα πληρωμών το οποίο αναθέτει σε τρίτους την άσκηση λειτουργικών δραστηριοτήτων λαμβάνει εύλογα μέτρα για την τήρηση των απαιτήσεων του παρόντος Νόμου.

(2) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία, το ίδρυμα πληρωμών έχει πλήρη ευθύνη για τις πράξεις των υπαλλήλων του ή των αντιπροσώπων, των υποκαταστημάτων ή των οντοτήτων προς τις οποίες έχει γίνει εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων.

Τήρηση αρχείου από ίδρυμα πληρωμών

21. Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του περί της Παρεμπόδισης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου ή άλλης σχετικής διάταξης του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ίδρυμα πληρωμών υποχρεούται να τηρεί αρχείο για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους επί τουλάχιστον πέντε (5) έτη.

Ορισμός αρμόδιας αρχής

22.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα ορίζεται ως η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας η οποία είναι επιφορτισμένη με την αδειοδότηση και την προληπτική εποπτεία των ιδρυμάτων πληρωμών για την άσκηση των καθηκόντων που προβλέπονται στο παρόν Μέρος και δέον να είναι ανεξάρτητη από οικονομικούς φορείς και να αποφεύγει συγκρούσεις συμφερόντων.

(2) Το εδάφιο (1) δεν συνεπάγεται ότι η Κεντρική Τράπεζα εποπτεύει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες των ιδρυμάτων πληρωμών πέραν της παροχής υπηρεσιών πληρωμών και των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 18(1)(α).

(3) Τα καθήκοντα της Κεντρικής Τράπεζας ως της κατά το εδάφιο (1) οριζόμενης αρμόδιας αρχής εμπίπτουν στην ευθύνη της, όταν η Δημοκρατία συνιστά το κράτος μέλος προέλευσης.

(4) Για σκοπούς εκτέλεσης των καθηκόντων της δυνάμει του εδαφίου (1), η Κεντρική Τράπεζα έχει τις εξουσίες που προβλέπονται στα άρθρα 23(2), 24 και 25.

Εποπτεία από την Κεντρική Τράπεζα

23.-(1) Οι έλεγχοι που ασκεί η Κεντρική Τράπεζα με σκοπό τη διαπίστωση της συνεχούς συμμόρφωσης με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους είναι αναλογικοί, επαρκείς και προσαρμοσμένοι στους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται το ίδρυμα πληρωμών.

(2) Για σκοπούς ελέγχου της τήρησης των διατάξεων του παρόντος Μέρους, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να λαμβάνει, χωρίς επηρεασμό των λοιπών εξουσιών της δυνάμει του παρόντος Νόμου, τα εξής μέτρα:

(α) Να απαιτεί από το ίδρυμα πληρωμών να της παρέχει κάθε πληροφορία απαραίτητη για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης, διευκρινίζοντας κατά το δέον τον σκοπό του αιτήματος∙

(β) να πραγματοποιεί επιτόπιους ελέγχους στο ίδρυμα πληρωμών, καθώς και σε κάθε αντιπρόσωπο ή υποκατάστημα που παρέχει υπηρεσίες πληρωμών υπό την ευθύνη του ιδρύματος ή σε κάθε εξωτερική οντότητα στην οποία ανατίθενται δραστηριότητες του ιδρύματος πληρωμών∙

(γ) να εκδίδει συστάσεις και κατευθυντήριες γραμμές και εφόσον ενδείκνυται, δεσμευτικές διοικητικές διατάξεις που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, περιορισμό των εργασιών του ιδρύματος πληρωμών και απομάκρυνση οποιουδήποτε μέλους του διοικητικού οργάνου ή άλλου διευθυντικού στελέχους, σε περίπτωση που το ίδρυμα πληρωμών παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη του Μέρους II ή οποιασδήποτε οδηγίας εκδόθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένης οδηγίας που συνιστά ατομική διοικητική πράξη, ή με τους όρους της άδειας του ιδρύματος πληρωμών∙

(δ) να αναστέλλει την άδεια λειτουργίας ή να την ανακαλεί σύμφωνα με το άρθρο 13.

(3) Χωρίς επηρεασμό των διαδικασιών ανάκλησης των αδειών λειτουργίας και οποιωνδήποτε διατάξεων του παρόντος Νόμου και/ή άλλου Νόμου προβλέποντος περί του αξιοποίνου πράξεως ή παραλείψεως, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να επιβάλλει κυρώσεις ή να λαμβάνει μέτρα κατά του ιδρύματος πληρωμών ή των υπεύθυνων διευθυνόντων του, σύμφωνα με το εδάφιο (2) και το άρθρο 25 σε περίπτωση παράβασης νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων σχετικών με τον έλεγχο ή την άσκηση των δραστηριοτήτων του σχετικά με τις υπηρεσίες πληρωμών, σκοπός των οποίων είναι ο τερματισμός των παραβάσεων και η εξάλειψη των αιτιών των παραβάσεων.

(4) Ανεξάρτητα από τις απαιτήσεις του άρθρου 7, του άρθρου 8(1) και (2) και του άρθρου 9, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να λαμβάνει τα μέτρα που προβλέπονται στο εδάφιο (2), ώστε να εξασφαλίζεται η ύπαρξη επαρκών κεφαλαίων για τις υπηρεσίες πληρωμών, ιδίως όταν οι εκτός των υπηρεσιών πληρωμών δραστηριότητες του ιδρύματος πληρωμών βλάπτουν ή ενδέχεται να βλάψουν την οικονομική του ευρωστία.

(5) Η Κεντρική Τράπεζα αποτελεί την αρμόδια αρχή για την εποπτεία και εφαρμογή των διατάξεων των Μερών ΙΙΙ και IV αναφορικά με-

(α) Υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες στη Δημοκρατία από πιστωτικό ίδρυμα∙

(β) υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες στη Δημοκρατία από ίδρυμα πληρωμών που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα∙

(γ) υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες στη Δημοκρατία από ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα∙

(δ) υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες στη Δημοκρατία μέσω υποκαταστήματος ή αντιπροσώπου που λειτουργεί σύμφωνα με το δικαίωμα εγκατάστασης, ή από πιστωτικό ίδρυμα ή από ίδρυμα πληρωμών ή από ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος∙

(ε) τηρουμένου του άρθρου 99(4), υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες σε άλλο κράτος μέλος υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή ελεύθερης εγκατάστασης από πιστωτικό ίδρυμα, από ίδρυμα πληρωμών ή από ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα.

Εξουσίες Κεντρικής Τράπεζας

24.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται-

(α) Να απαιτεί από πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να θέτει στη διάθεσή της για εξέταση τα ρευστά διαθέσιμα και άλλα στοιχεία ενεργητικού, βιβλία, αρχεία και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα:

Νοείται ότι, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να υποστηρίζεται από προσοντούχο πρόσωπο που κατονομάζεται για το σκοπό αυτό από την Κεντρική Τράπεζα και το οποίο υπόκειται στις υποχρεώσεις όσον αφορά την εμπιστευτικότητα που εφαρμόζονται στην περίπτωση λειτουργών της Κεντρικής Τράπεζας∙ και/ή

(β) να ζητεί την έκδοση διατάγματος, σύμφωνα με το άρθρο 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, για σκοπούς συμμόρφωσης του καθ’ ου η αίτηση με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου∙ και/ή

(γ) να απαιτεί την άμεση διακοπή κάθε πρακτικής που είναι αντίθετη με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου∙ και/ή

(δ) να απαγορεύει προσωρινά την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας των υπεύθυνων διευθυνόντων του παρόχου πληρωμών∙ και/ή

(ε) να λαμβάνει κάθε μέτρο για την εξασφάλιση της συνεχούς συμμόρφωσης του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου∙ και/ή

(στ) να επιτρέπει εξακριβώσεις ή έρευνες ή να αιτείται αυτών από ορκωτούς εμπειρογνώμονες.

(2) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει όταν κληθεί από την Κεντρική Τράπεζα δυνάμει του εδαφίου (1), να θέσει στη διάθεσή της πληροφορίες, έγγραφα ή στοιχεία σχετικά με πάροχο υπηρεσιών πληρωμών που κατέχει ή έχει υπό τον έλεγχό του, καθώς και να προσέλθει στον τόπο διεξαγωγής των εργασιών της Κεντρικής Τράπεζας, αν το απαιτήσει:

Νοείται ότι, πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται οποιαδήποτε απαίτηση δυνάμει του παρόντος εδαφίου υποχρεούται να συμμορφωθεί με την απαίτηση αυτή, τηρουμένων των ασυλιών και προνομίων που απολαμβάνει μάρτυρας ο οποίος καλείται να εμφανισθεί ενώπιον δικαστηρίου.

(3) Απαγορεύεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο να παρακωλύει ή παρεμποδίζει με πράξη ή παράλειψή του την Κεντρική Τράπεζα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(4) Η παροχή ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων ή εγγράφων ή εντύπων ή η απόκρυψη ουσιώδους πληροφορίας από οποιαδήποτε γνωστοποίηση που υποβάλλεται στην Κεντρική Τράπεζα δυνάμει του παρόντος άρθρου αποτελεί, πέρα από παράβαση η οποία υπόκειται σε διοικητική κύρωση κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 25, ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις ογδόντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€85.000) και/ή με τις δύο αυτές ποινές.

Διοικητικές κυρώσεις

25.-(1) Χωρίς επηρεασμό του άρθρου 13 και οποιωνδήποτε διατάξεων του παρόντος Νόμου ή άλλου Νόμου προβλέποντος περί του αξιοποίνου πράξεως ή παραλείψεως παρόχου υπηρεσιών πληρωμών κατά την έννοια του παρόντος Νόμου, σε περίπτωση κατά την οποία η Κεντρική Τράπεζα διαπιστώνει ότι πάροχος υπηρεσιών πληρωμών που βρίσκεται υπό την εποπτεία της παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου ή οποιαδήποτε οδηγία, εγκύκλιο και/ή ειδοποίηση της Κεντρικής Τράπεζας που εκδόθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένης οδηγίας που συνιστά ατομική διοικητική πράξη, ή παραλείπει να συμμορφωθεί με απαίτηση, δεσμευτική διοικητική διάταξη, σύσταση και/ή κατευθυντήριες γραμμές της Κεντρικής Τράπεζας δυνάμει του παρόντος Νόμου, δύναται, αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, να επιβάλει για κάθε παράβαση διοικητικό πρόστιμο που κυμαίνεται από χίλια ευρώ (€1.000) έως ογδόντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€85.000), ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, και, σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, δύναται επιπρόσθετα να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, που κυμαίνεται από εκατόν ευρώ (€100) έως οκτώ χιλιάδες ευρώ (€8.000) για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.

(2) Σε περίπτωση που η παράβαση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) αποδίδεται σε υπαιτιότητα του μέλους του διοικητικού οργάνου και/ή ανώτατου διευθυντικού στελέχους και/ή υπευθύνου διαχείρισης των δραστηριοτήτων υπηρεσιών πληρωμών του ιδρύματος, η Κεντρική Τράπεζα, αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία το πρόσωπο αυτό, δύναται να επιβάλει για κάθε παράβαση διοικητικό πρόστιμο που κυμαίνεται από χίλια ευρώ (€1.000) έως είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000), ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, και, σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, δύναται επιπρόσθετα να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, που κυμαίνεται από εκατόν ευρώ (€100) έως χίλια ευρώ (€1.000) για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.

(3) Σε περίπτωση που ίδρυμα πληρωμών ή ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που βρίσκεται υπό την εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας παραβαίνει οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009, η Κεντρική Τράπεζα δύναται, αφού προηγουμένως ακούσει, κατά περίπτωση, το ίδρυμα πληρωμών ή το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, να του επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000) και, σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, να επιβάλει επιπρόσθετα διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα εκατόν ευρώ (€100) για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.

(4) Σε περίπτωση άρνησης ή παράλειψης πληρωμής διοικητικού προστίμου το οποίο επιβλήθηκε δυνάμει του παρόντος άρθρου, η Κεντρική Τράπεζα έχει εξουσία να λάβει δικαστικά μέτρα με σκοπό την είσπραξη του οφειλόμενου ποσού ως αστικού χρέους οφειλόμενου στη Δημοκρατία.

Αστική και ποινική ευθύνη και ακυρότητα σύμβασης

26.-(1) Πρόσωπο το οποίο παρέχει υπηρεσίες πληρωμών χωρίς προηγουμένως να εξασφαλίζεται άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις ογδόντα πέντε χιλιάδες ευρώ, (€85.000) και/ή με τις δύο αυτές ποινές.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία το αδίκημα που προβλέπεται στο εδάφιο (1) τελείται από νομικό πρόσωπο, οποιοδήποτε μέλος των διοικητικών, διευθυντικών, εποπτικών ή ελεγκτικών του οργάνων το οποίο εξουσιοδότησε ή εν γνώσει του επέτρεψε τη διάπραξή του, είναι ένοχο του ίδιου αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται στο εδάφιο (1).

(3) Πρόσωπα τα οποία, κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (2), υπέχουν ποινική ευθύνη για τα τελούμενα από νομικό πρόσωπο αδικήματα ευθύνονται αλληλεγγύως με το νομικό πρόσωπο ή/και κεχωρισμένως για κάθε ζημιά που προξενείται σε τρίτους ένεκα της πράξης ή παράλειψης που στοιχειοθετεί το αδίκημα.

(4) Οποιαδήποτε σύμβαση για προσφορά συναφθείσα κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και οποιαδήποτε αποδοχή υπηρεσιών πληρωμών κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είναι άκυρη.

Υποχρέωση συνεργασίας και ανταλλαγή πληροφοριών

27.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών και, εφόσον χρειάζεται, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών, την ΕΑΤ και άλλες αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί βάσει του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του δικαίου του οικείου κράτους μέλους που εφαρμόζεται για τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών∙

(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ανταλλάσσει πληροφορίες με τους ακόλουθους φορείς:

(α) Τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών που έχουν αναλάβει την αδειοδότηση και εποπτεία των ιδρυμάτων πληρωμών·

(β) την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών υπό την ιδιότητά τους ως νομισματικών και εποπτικών αρχών, και, κατά περίπτωση, άλλες δημόσιες αρχές αρμόδιες για την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού·

(γ) άλλες αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί βάσει των διατάξεων του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης των Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366, της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 και άλλων διατάξεων του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εφαρμόζονται επί των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, όπως οι διατάξεις περί νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

(δ) την ΕΑΤ υπό την ιδιότητά της να συμβάλει στη συνεπή και συνεκτική λειτουργία των μηχανισμών ελέγχου, όπως αναφέρεται στο Άρθρο 1, παράγραφος 5, στοιχείο α) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Επίλυση διαφορών μεταξύ αρμόδιων αρχών διαφορετικών κρατών μελών

28.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, δύναται να ενεργεί όπως προβλέπει το Άρθρο 27, παράγραφος 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, ενεργεί κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 27, παράγραφος 2 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366.

Αίτηση άσκησης του δικαιώματος εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών

29.-(1) Κάθε ίδρυμα πληρωμών που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα και επιθυμεί να παράσχει υπηρεσίες πληρωμών για πρώτη φορά σε κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία, είτε ασκώντας το δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης είτε το δικαίωμα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, παρέχει στην Κεντρική Τράπεζα τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α) Tην επωνυμία, τη διεύθυνση και, κατά περίπτωση, τον αριθμό άδειας του ιδρύματος πληρωμών·

(β) το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη όπου προτίθεται να δραστηριοποιηθεί·

(γ) την υπηρεσία ή τις υπηρεσίες πληρωμών που θα παρέχονται∙

(δ) όταν το ίδρυμα πληρωμών προτίθεται να ορίσει αντιπρόσωπο, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 19(1)∙

(ε) όταν το ίδρυμα πληρωμών σκοπεύει να έχει υποκατάστημα, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 5(3)(β) και (ε) όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών πληρωμών στο κράτος μέλος υποδοχής, περιγραφή της οργανωτικής δομής του υποκαταστήματος και την ταυτότητα των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τη διοίκηση του υποκαταστήματος.

(2) Στην περίπτωση που το ίδρυμα πληρωμών προτίθεται να αναθέτει λειτουργικές δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών σε άλλες οντότητες στο κράτος μέλος υποδοχής, ενημερώνει σχετικά την Κεντρική Τράπεζα ως την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης αυτού.

(3) Εντός ενός (1) μηνός από την παραλαβή όλων των πληροφοριών που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2), η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης διαβιβάζει αυτές στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.

(4) Στην περίπτωση που κατόπιν ενημέρωσης που λαμβάνει η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή κράτους μέλους προέλευσης, από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής για τυχόν εύλογες ανησυχίες των εν λόγω αρμόδιων αρχών όσον αφορά την προβλεπόμενη πρόθεση ορισμού αντιπροσώπου ή την ίδρυση υποκαταστήματος δεν συμφωνεί με την αξιολόγηση των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής, παρέχει στις τελευταίες τους λόγους για την απόφασή της.

(5) Εφόσον η αξιολόγηση της Κεντρικής Τράπεζας, ως της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους προέλευσης, ιδίως βάσει των πληροφοριών που λαμβάνει από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, δεν είναι ευνοϊκή, η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, δεν καταχωρίζει τον αντιπρόσωπο ή το υποκατάστημα στο μητρώο ή αποσύρει την καταχώριση, εφόσον έχει ήδη πραγματοποιηθεί.

(6) Εντός τριών (3) μηνών από την παραλαβή των πληροφοριών που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, κοινοποιεί την απόφασή της στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής και στο ίδρυμα πληρωμών∙

(7) O αντιπρόσωπος ή το υποκατάστημα δικαιούται να αρχίσει να ασκεί δραστηριότητες στο σχετικό κράτος μέλος υποδοχής από την καταχώριση στο μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 14(1).

(8) Το ίδρυμα πληρωμών γνωστοποιεί στην Κεντρική Τράπεζα, ως την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης αυτού, την ημερομηνία κατά την οποία θα αρχίσει τις δραστηριότητές του μέσω του αντιπροσώπου ή του υποκαταστήματος στο σχετικό κράτος μέλος υποδοχής.

(9) Η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής σχετικά με την ημερομηνία κατά την οποία το ίδρυμα πληρωμών θα αρχίσει τις δραστηριότητές του μέσω του αντιπροσώπου ή του υποκαταστήματος στο σχετικό κράτος μέλος υποδοχής.

(10) Το ίδρυμα πληρωμών ενημερώνει την Κεντρική Τράπεζα, ως την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης αυτού, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σχετικά με οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή στις πληροφορίες που έχει κοινοποιήσει σύμφωνα με τα εδάφια (1) και (2), συμπεριλαμβανομένων στοιχείων για πρόσθετους αντιπροσώπους, υποκαταστήματα ή οντότητες στις οποίες έχει γίνει εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων στο κράτος μέλος υποδοχής στο οποίο ασκεί τις δραστηριότητές του το ίδρυμα.

(11) Για τους σκοπούς της κατά το εδάφιο (10) ενημέρωσης, εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν η διαδικασία η οποία προβλέπεται στα εδάφια (3) έως (9) και (12) έως (14).

(12) Στην περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής, λαμβάνει από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης τις πληροφορίες σύμφωνα με το Άρθρο 28, παράγραφος 2, εδάφιο (2) της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366, τις αξιολογεί και παρέχει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης σχετικά στοιχεία όσον αφορά την προβλεπόμενη παροχή υπηρεσιών πληρωμών από το οικείο ίδρυμα πληρωμών στο πλαίσιο της άσκησης του δικαιώματος της ελεύθερης εγκατάστασης ή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εντός μηνός από την παραλαβή των πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης.

(13) Η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής, ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης για τυχόν εύλογες ανησυχίες της όσον αφορά την προβλεπόμενη πρόθεση ορισμού αντιπροσώπου ή την ίδρυση υποκαταστήματος, ιδίως σε σχέση με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας κατά την έννοια του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου και της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849.

(14) O αντιπρόσωπος ή το υποκατάστημα δικαιούται να αρχίσει να ασκεί δραστηριότητες στη Δημοκρατία από την καταχώριση στο μητρώο που διατηρεί η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτού που ενσωματώνει το Άρθρο 14 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366.

Εποπτεία των ιδρυμάτων πληρωμών κατά την άσκηση του δικαιώματος εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών

30.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή κράτους μέλους προέλευσης, συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής για τη διενέργεια των ελέγχων και τη λήψη των αναγκαίων μέτρων που προβλέπονται στα Μέρη ΙΙ, ΙΙΙ και IV, σύμφωνα με το άρθρο 99(4) και (5), σε σχέση με τον αντιπρόσωπο ή το υποκατάστημα ιδρύματος πληρωμών που βρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

(2) Στην περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα συνιστά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης για τη διενέργεια των ελέγχων και τη λήψη των αναγκαίων μέτρων που προβλέπονται στους Τίτλους ΙΙ, ΙΙΙ και IV της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366, σύμφωνα με το Άρθρο 100, παράγραφος 4 της εν λόγω Οδηγίας σε σχέση με τον αντιπρόσωπο ή το υποκατάστημα ιδρύματος πληρωμών που βρίσκεται στη Δημοκρατία.

(3) Στο πλαίσιο της συνεργασίας που προβλέπεται στο εδάφιο (1), η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής ότι επιθυμεί να διενεργήσει επιτόπιο έλεγχο στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής.

(4) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (3), η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, δύναται να αναθέσει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής τη διενέργεια επιτόπιων ελέγχων στο σχετικό ίδρυμα.

(5) Η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, διενεργεί επιτόπιους ελέγχους που της ανατίθενται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης δυνάμει του Άρθρου 29, παράγραφος 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366.

(6) Η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή κράτους μέλους προέλευσης, κοινοποιεί και ανταλλάσσει με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής όλες τις ουσιώδεις και/ή σχετικές πληροφορίες, ιδίως σε περίπτωση παράβασης ή εικαζόμενης παράβασης από τον αντιπρόσωπο ή υποκατάστημα και όταν τέτοιες παραβάσεις συνέβησαν στο πλαίσιο ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

(7) Στο πλαίσιο των διατάξεων του εδαφίου (6), η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή κράτους μέλους προέλευσης, κοινοποιεί και ανταλλάσσει, κατόπιν αιτήματος, όλες τις σχετικές πληροφορίες και, με ιδίαν πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικές πληροφορίες, μεταξύ άλλων όσον αφορά τη συμμόρφωση του ιδρύματος πληρωμών με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 11(3).

(8) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί από τα ιδρύματα πληρωμών που λειτουργούν στη Δημοκρατία μέσω αντιπροσώπων στο πλαίσιο του δικαιώματος ελεύθερης εγκατάστασης και των οποίων η έδρα βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος να ορίζουν ένα κεντρικό σημείο επικοινωνίας στη Δημοκρατία, προκειμένου να διασφαλίσει την κατάλληλη επικοινωνία και την υποβολή στοιχείων σχετικά με τη συμμόρφωση τόσο με τις διατάξεις του δικαίου του κράτους μέλους προέλευσης που ενσωματώνουν τους Τίτλους ΙΙΙ και IV της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 όσο και με τα Μέρη ΙΙΙ και IV του παρόντος Νόμου, χωρίς επηρεασμό των διατάξεων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και την καταπολέμηση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, και προκειμένου να διευκολύνεται η εποπτεία από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και του κράτους μέλους υποδοχής, μεταξύ άλλων με την παροχή εγγράφων και πληροφοριών στην Κεντρική Τράπεζα κατόπιν αιτήματός της.

(9) Η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής, δύναται να απαιτεί από ίδρυμα πληρωμών που έχει αντιπροσώπους ή υποκαταστήματα στη Δημοκρατία να της υποβάλλει ανά τακτά χρονικά διαστήματα έκθεση για τις δραστηριότητες που ασκεί στη Δημοκρατία.

(10) Οι εκθέσεις οι οποίες προβλέπονται στο εδάφιο (9) απαιτούνται για ενημερωτικούς ή στατιστικούς σκοπούς και, στον βαθμό που οι αντιπρόσωποι και τα υποκαταστήματα ασκούν τις επιχειρηματικές δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών στο πλαίσιο του δικαιώματος ελεύθερης εγκατάστασης, για σκοπούς ελέγχου της συμμόρφωσης τόσο με τις διατάξεις του δικαίου του κράτους μέλους προέλευσης που ενσωματώνουν τους Τίτλους ΙΙΙ και IV της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 όσο και με τα Μέρη ΙΙΙ και IV του παρόντος Νόμου.

(11) Οι αντιπρόσωποι και τα υποκαταστήματα που αναφέρονται στο εδάφιο (10) υπόκεινται στην τήρηση απαιτήσεων επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 33.

(12) Η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής, κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και ανταλλάσσει με αυτές όλες τις ουσιώδεις και/ή σχετικές πληροφορίες, ιδίως σε περίπτωση παρά¬βασης ή εικαζόμενης παράβασης από αντιπρόσωπο ή υποκατάστημα και στην περίπτωση που τέτοιες παραβάσεις συνέβησαν στο πλαίσιο ελεύθερης παροχής υπηρεσιών η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής, κοινοποιεί, κατόπιν αιτήματος αρμόδιας αρχής κράτους μέλους προέλευσης, όλες τις σχετικές πληροφορίες και, με ιδίαν πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικές πληροφορίες, μεταξύ άλλων όσον αφορά τη συμμόρφωση του ιδρύματος πληρωμών με τις προϋποθέσεις του Άρθρου 11, παράγραφος 3 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366.

Μέτρα σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, περιλαμβανομένων των προληπτικών μέτρων

31.-(1) Χωρίς επηρεασμό της ευθύνης των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους προέλευσης, σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, διαπιστώνει ότι ένα ίδρυμα πληρωμών που έχει αντιπροσώπους ή υποκαταστήματα στη Δημοκρατία δεν συμμορφώνεται με τα Μέρη ΙΙ, ΙΙΙ ή IV ή με το δίκαιο του κράτους μέλους προέλευσης που ενσωματώνει τους Τίτλους ΙΙ, III ή IV της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης χωρίς καθυστέρηση.

(2) Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, που απαιτείται άμεση δράση, ώστε να αντιμετωπιστεί σοβαρή απειλή για τα συλλογικά συμφέροντα των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών στη Δημοκρατία, ως κράτος μέλος υποδοχής, η Κεντρική Τράπεζα δύναται, παράλληλα με τη διασυνοριακή συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών και εν αναμονή της λήψης μέτρων από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 30, να λαμβάνει προληπτικά μέτρα.

(3) Τα κατά το εδάφιο (2) προληπτικά μέτρα πρέπει να είναι κατάλληλα και αναλογικά προς τον σκοπό που αυτά εξυπηρετούν, δηλαδή την προστασία από ενδεχόμενη σοβαρή απειλή των συλλογικών συμφερόντων των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών στη Δημοκρατία, ως κράτος μέλος υποδοχής, και δεν πρέπει να οδηγούν σε προνομιακή μεταχείριση των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών του ιδρύματος πληρωμών στη Δημοκρατία, ως κράτος μέλος υποδοχής, έναντι των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών του ιδρύματος πληρωμών σε άλλα κράτη μέλη, έχουν προσωρινό χαρακτήρα και παύουν να ισχύουν, όταν οι σοβαρές απειλές που εντοπίστηκαν αντιμετωπίζονται, μεταξύ άλλων, με τη βοήθεια και σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης ή με την ΕΑΤ, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 27, παράγραφος 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366.

(4) Η Κεντρική Τράπεζα, όπου αυτό συμβαδίζει με την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και οποιουδήποτε άλλου ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΤ εκ των προτέρων και εν πάση περιπτώσει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση σχετικά με τα προληπτικά μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει του εδαφίου (2) και την αιτιολόγησή τους.

(5) Στην περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, λαμβάνει τις κατά το Άρθρο 30, παράγραφος 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 υποβληθείσες πληροφορίες και, αφού τις αξιολογήσει, λαμβάνει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, όλα τα κατάλληλα μέτρα, ώστε το ίδρυμα πληρωμών να θέσει τέλος στη μη συμμόρφωσή του, και κοινοποιεί τα εν λόγω μέτρα χωρίς καθυστέρηση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής και στις αρμόδιες αρχές οποιουδήποτε άλλου ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

Αιτιολόγηση και κοινοποίηση μέτρων

32.-(1) Κάθε μέτρο, το οποίο λαμβάνεται από την Κεντρική Τράπεζα κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 23, 29, 30 ή 31, και το οποίο επιβάλλει κυρώσεις ή περιορισμούς στην άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή της ελεύθερης εγκατάστασης πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένο από την Κεντρική Τράπεζα και να κοινοποιείται στο ενδιαφερόμενο ίδρυμα πληρωμών.

(2) Τα άρθρα 29, 30 και 31 δεν θίγουν την υποχρέωση που υπέχουν οι αρμόδιες αρχές δυνάμει της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 και του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/847, ιδίως δυνάμει του Άρθρου 48, παράγραφος 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 και του Άρθρου 22, παράγραφος 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/847, να εποπτεύουν ή να ελέγχουν τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που θεσπίζουν οι εν λόγω πράξεις.

Τήρηση επαγγελματικού απορρήτου

33.-(1) Όλα τα πρόσωπα που εργάζονται ή έχουν εργαστεί για την Κεντρική Τράπεζα, καθώς και οι εμπειρογνώμονες που ενεργούν εξ ονόματός της υποχρεούνται να τηρούν το επαγγελματικό απόρρητο χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων για τις οποίες στοιχειοθετείται ποινική ευθύνη.

(2) Κατά την ανταλλαγή πληροφοριών, σύμφωνα με το άρθρο 26, τηρείται αυστηρά το επαγγελματικό απόρρητο, ώστε να διασφαλίζεται η προστασία των δικαιωμάτων των ιδιωτών και των επιχειρήσεων.

(3) Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με το εδάφιο (1) και/ή (2) είναι ένοχο αδικήματος και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις ογδόντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€85.000) και/ή με τις δύο αυτές ποινές.

Πάροχοι υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού

34.-(1) Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που παρέχουν μόνο την υπηρεσία πληρωμών, όπως αναφέρεται στο σημείο 8 του Παραρτήματος Ι, εξαιρούνται από την εφαρμογή της διαδικασίας και των προϋποθέσεων που προβλέπονται στα άρθρα 5 έως και 32, πλην του άρθρου 5(3)(α), (β), (ε) έως (η), (ι), (ιβ), (ιδ), (ιστ) και (ιζ) και (8), του άρθρου 13(4) και (5) και του άρθρου 14, ενώ τα άρθρα 15, 22, 23, 24, 25, 27, 28, 29, 30, 31, 32 και 33 εφαρμόζονται, εξαιρουμένου του άρθρου 23(4) και (5).

(2) Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) αντιμετωπίζονται ως ιδρύματα πληρωμών:

Νοείται ότι, τα Μέρη ΙΙΙ και IV δεν εφαρμόζονται επ’ αυτών, με εξαίρεση τα άρθρα 41, 45 και 52 και, κατά περίπτωση, τα άρθρα 67, 69 και 95, 96 και 97.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β - ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Πρόσβαση στα συστήματα πληρωμών

35.-(1) Οι κανόνες που διέπουν την πρόσβαση σε συστήματα πληρωμών των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή έχουν καταχωρισθεί στο μητρώο και οι οποίοι είναι νομικά πρόσωπα πρέπει να είναι αντικειμενικοί, αμερόληπτοι και αναλογικοί και να μην κωλύουν, πέραν του αναγκαίου, την πρόσβαση για τη διασφάλιση, έναντι ορισμένων κινδύνων, όπως ο κίνδυνος διακανονισμού, ο λειτουργικός κίνδυνος και ο επιχειρηματικός κίνδυνος, και την προστασία της χρηματοοικονομικής και λειτουργικής σταθερότητας του συστήματος πληρωμών.

(2) Τα συστήματα πληρωμών δεν επιβάλλουν στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, στους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών ή σε άλλα συστήματα πληρωμών οποιαδήποτε από τις ακόλουθες απαιτήσεις:

(α) Περιοριστικούς κανόνες για την ουσιαστική συμμετοχή σε άλλο ή άλλα συστήματα πληρωμών∙

(β) κανόνες που θεσπίζουν διακρίσεις μεταξύ των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή μεταξύ των καταχωρισμένων παρόχων υπηρεσιών πληρωμών όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, καθώς και τα παρεχόμενα πλεονεκτήματα∙

(γ)περιορισμούς βάσει του νομικού καθεστώτος.

(3) Τα εδάφια (1) και (2) δεν εφαρμόζονται-

(α) σε κηρυχθέν σύστημα πληρωμών, κατά την έννοια του περί Αμετάκλητου του Διακανονισμού στα Συστήματα Πληρωμών και στα Συστήματα Διακανονισμού Αξιογράφων Νόμου∙

(β) στα συστήματα πληρωμών που συνίστανται αποκλειστικά από παρόχους υπηρεσιών πληρωμών που ανήκουν σε όμιλο.

(4) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α) του εδαφίου (3), σε περίπτωση κατά την οποία συμμετέχων σε καθορισμένο σύστημα επιτρέπει σε αδειοδοτημένο ή καταχωρισμένο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών που δεν συμμετέχει στο σύστημα να διαβιβάσει εντολές μέσω του συστήματος, ο εν λόγω συμμετέχων παρέχει την ίδια ευκαιρία, όταν ζητηθεί, με αντικειμενικό, αναλογικό και αμερόληπτο τρόπο σε άλλους αδειοδοτημένους ή καταχωρισμένους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με το εδάφιο (1).

(5) Ο συμμετέχων παρέχει στον αιτούντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών πλήρη αιτιολόγηση σε περίπτωση απόρριψης.

Πρόσβαση σε λογαριασμούς που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα

36.-(1) Τα ιδρύματα πληρωμών έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες λογαριασμών πληρωμών των πιστωτικών ιδρυμάτων σε αντικειμενική, αμερόληπτη και αναλογική βάση, η οποία πρέπει να είναι αρκούντως ικανοποιητική, ώστε τα ιδρύματα πληρωμών να είναι σε θέση να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών με απρόσκοπτο και αποτελεσματικό τρόπο.

(2) Το πιστωτικό ίδρυμα αιτιολογεί δεόντως στην Κεντρική Τράπεζα κάθε απόρριψη.

Απαγόρευση σε πρόσωπα πλην των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών και υποχρέωση γνωστοποίησης

37.-(1) Απαγορεύεται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν είναι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών, ούτε αποκλείονται ρητά από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών.

(2) Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών που ασκούν οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που προβλέπονται στο άρθρο 3(3)(ια)(i) και (ii) και/ή αμφότερες τις δύο δραστηριότητες, για τις οποίες η συνολική αξία των πράξεων πληρωμής των προηγούμενων δώδεκα (12) μηνών υπερβαίνει το ποσό του ενός εκατομμυρίου ευρώ (€1.000.000), οφείλουν να απευθύνουν γνωστοποίηση προς την Κεντρική Τράπεζα με περιγραφή των προσφερόμενων υπηρεσιών, η οποία να προσδιορίζει την εξαίρεση δυνάμει του άρθρου 3(3)(ια)(i) και (ii) που θεωρούν ότι ισχύει για την ασκούμενη δραστηριότητα.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα, στη βάση της γνωστοποίησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2), λαμβάνει αιτιολογημένη απόφαση με βάση τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 3(3)(ια), όταν η δραστηριότητα αυτή δεν αναγνωρίζεται ως περιορισμένο δίκτυο, και ενημερώνει τον πάροχο των υπηρεσιών αναλόγως.

(4) Οι πάροχοι υπηρεσιών που ασκούν δραστηριότητα αναφερόμενη στο άρθρο 3(3)(ιβ), οφείλουν να απευθύνουν γνωστοποίηση προς την Κεντρική Τράπεζα και να υποβάλλουν σε αυτήν ετήσια έκθεση ελέγχου που να πιστοποιεί ότι η δραστηριότητα είναι σύμφωνη με τα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 3(3)(ιβ).

(5) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (1), η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει την ΕΑΤ για τις υπηρεσίες που γνωστοποιούνται βάσει των εδαφίων (2) και (4), αναφέροντας την εξαίρεση που ισχύει για την εκτελούμενη δραστηριότητα.

(6) Η περιγραφή της δραστηριότητας που γνωστοποιείται βάσει των εδαφίων (2), (3) και (4) δημοσιοποιείται στο μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 14.

ΜΕΡΟΣ III ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΚΑΙ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΠΛΗΡΩΜΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α - ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
Πεδίο εφαρμογής του Μέρους ΙΙΙ

38.-(1) Το παρόν Μέρος εφαρμόζεται επί μεμονωμένων πράξεων πληρωμής, επί συμβάσεων-πλαισίων και επί πράξεων πληρωμής που καλύπτονται από αυτές και τα συμβαλλόμενα μέρη επιτρέπεται να συμφωνήσουν ότι το παρόν Μέρος δεν εφαρμόζεται εν όλω ή εν μέρει, εφόσον ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών δεν είναι καταναλωτής.

(2) Το παρόν Μέρος εφαρμόζεται επί πολύ μικρών επιχειρήσεων κατά τον ίδιο τρόπο όπως και επί των καταναλωτών.

(3) Ο παρών Νόμος δεν θίγει την εφαρμογή του περί των Συμβάσεων Καταναλωτικής Πίστης Νόμου ή άλλα σχετικά ενωσιακά ή εθνικά μέτρα που αφορούν τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση πιστώσεων στους καταναλωτές, που δεν εναρμονίζονται με την Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366, τα οποία είναι σύμφωνα με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Λοιπές διατάξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

39.-(1) Το παρόν Μέρος δεν θίγει οποιαδήποτε διάταξη του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που περιλαμβάνει επιπλέον απαιτήσεις περί προηγούμενης ενημέρωσης.

(2) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (1), όταν εφαρμόζονται οι διατάξεις του περί της εξ Αποστάσεως Εμπορίας Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών προς τους Καταναλωτές Νόμου, οι διατάξεις περί πληροφόρησης του άρθρου 4 του εν λόγω Νόμου, εκτός της παραγράφου (β)(iii) έως (vi), της παραγράφου (γ)(i), (iv) και (v) και της παραγράφου (δ)(ii), αντικαθίστανται από τα άρθρα 44, 45, 51 και 52 του παρόντος Νόμου.

Χρέωση για παροχή πληροφοριών

40.-(1) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν επιτρέπεται να χρεώνει τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών για παροχή πληροφοριών δυνάμει του παρόντος Μέρους.

(2) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών και ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών επιτρέπεται να συμφωνούν για τη χρέωση της παροχής επιπλέον πληροφοριών ή της πιο συχνής αποστολής τους ή της διαβίβασής τους με τρόπο διαφορετικό από αυτόν που προσδιορίζεται στη σύμβαση-πλαίσιο, οι οποίες αποστέλλονται κατόπιν αιτήματος του χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών.

(3) Στην περίπτωση που ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δύναται να επιβάλει χρέωση για πληροφορίες δυνάμει του εδαφίου (2), η χρέωση πρέπει να είναι εύλογη και ανάλογη με το πραγματικό κόστος στο οποίο υποβάλλεται ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμών.

Βάρος της απόδειξης όσον αφορά τις απαιτήσεις πληροφόρησης

41. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών φέρει το βάρος της απόδειξης, προκειμένου να αποδείξει ότι έχει συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις πληροφόρησης του παρόντος Μέρους.

Παρέκκλιση από τις απαιτήσεις πληροφόρησης για τα μέσα πληρωμών μικρής αξίας και το ηλεκτρονικό χρήμα

42.-(1) Στις περιπτώσεις μέσων πληρωμών τα οποία, σύμφωνα με τη σχετική σύμβαση-πλαίσιο, αφορούν αποκλειστικά επιμέρους πράξεις πληρωμής που δεν υπερβαίνουν τα τριάντα ευρώ (€30) είτε έχουν όριο δαπανών εκατόν πενήντα ευρώ (€150), είτε αποθηκεύουν χρηματικά ποσά που δεν υπερβαίνουν ποτέ τα εκατόν πενήντα ευρώ (€150), τότε-

(α) Ανεξάρτητα από τα άρθρα 51, 52 και 56, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει στον πληρωτή πληροφορίες μόνο για τα κύρια χαρακτηριστικά της υπηρεσίας πληρωμών, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο μπορεί να χρησιμοποιείται το μέσο πληρωμών, την ευθύνη, τα επιβαλλόμενα τέλη και άλλες ουσιώδεις πληροφορίες που απαιτούνται για τη λήψη τεκμηριωμένης απόφασης, καθώς και ενδείξεις για τη θέση άλλων πληροφοριών και όρων που προσδιορίζονται στο άρθρο 52 και είναι διαθέσιμες με ευπρόσιτο τρόπο∙

(β) είναι δυνατόν να συμφωνείται ότι, ανεξάρτητα από το άρθρο 54, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν υποχρεούται να προτείνει μεταβολές των όρων της σύμβασης-πλαισίου κατά τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 51(1)·

(γ) είναι δυνατόν να συμφωνείται ότι, ανεξάρτητα από τα άρθρα 57 και 58, μετά την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής-

(i) ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει ή καθιστά διαθέσιμο έναν μόνο αριθμό αναφοράς που επιτρέπει στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών να αναγνωρίζει την πράξη πληρωμής, το ποσό της και τα σχετικά τέλη και/ή, στην περίπτωση πολλαπλών πράξεων πληρωμής του ίδιου είδους προς τον ίδιο δικαιούχο, μόνο πληροφορίες σχετικά με το συνολικό ποσό και τα τέλη αυτών των πράξεων πληρωμών,

(ii) ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν υποχρεούται να παρέχει ή να καθιστά διαθέσιμες τις πληροφορίες που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (i), εάν το μέσο πληρωμής χρησιμοποιείται ανώνυμα ή ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμής δεν είναι τεχνικά σε θέση να τις παράσχει, ωστόσο ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει στον πληρωτή τη δυνατότητα να ελέγχει το ποσό των αποθηκευμένων χρηματικών ποσών.

(2) Για τις εθνικές πράξεις πληρωμών, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να μειώνει ή να διπλασιάζει τα ποσά που αναφέρονται στο εδάφιο (1) και δύναται να αυξάνει τα ποσά αυτά, όταν πρόκειται για προπληρωμένα μέσα πληρωμών, μέχρι πεντακόσια ευρώ (€500).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β - ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ
Πεδίο εφαρμογής του Κεφαλαίου Β του Μέρους ΙΙΙ

43.-(1) Το παρόν Κεφάλαιο εφαρμόζεται επί μεμονωμένων πράξεων πληρωμών που δεν καλύπτονται από σύμβαση-πλαίσιο.

(2) Στην περίπτωση που η εντολή πληρωμής μεμονωμένης πράξης πληρωμής διαβιβάζεται με μέσο πληρωμής που καλύπτεται από σύμβαση-πλαίσιο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν έχει υποχρέωση να παράσχει ή να καταστήσει διαθέσιμες πληροφορίες οι οποίες έχουν ήδη δοθεί ή πρόκειται να δοθούν στον χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών βάσει της σύμβασης-πλαισίου με άλλο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.

Προηγούμενη ενημέρωση του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, σε σχέση με τις πληροφορίες και τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 45

44.-(1) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών θέτει στη διάθεση του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών σε ευπρόσιτη μορφή τις πληροφορίες και τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 45, όσον αφορά τις υπηρεσίες που παρέχει, πριν ο χρήστης της υπηρεσίας πληρωμών δεσμευτεί από σύμβαση ή προσφορά μεμονωμένης υπηρεσίας πληρωμής.

(2) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, κατόπιν αιτήματος του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, παρέχει τις πληροφορίες και τους όρους σε έγχαρτη μορφή ή σε άλλο σταθερό μέσο με διατύπωση η οποία είναι εύκολα κατανοητή, με σαφή και εύληπτη μορφή και σε επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους στο οποίο παρέχεται η υπηρεσία πληρωμής ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα τα μέρη συμφωνήσουν.

(3) Σε περίπτωση που, κατόπιν αιτήματος του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, έχει συναφθεί σύμβαση μεμονωμένης υπηρεσίας πληρωμών με μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως το οποίο δεν επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να συμμορφωθεί με τα εδάφια (1) και (2), ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με τα εδάφια (1) και (2), αμέσως μετά την εκτέλεση της πράξης πληρωμής.

(4) Οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στα εδάφια (1) και (2) επιτρέπεται επίσης να εκπληρώνονται με την παροχή αντιγράφου του σχεδίου σύμβασης μεμονωμένης υπηρεσίας πληρωμών ή του σχεδίου της εντολής πληρωμής, όπου περιέχονται οι κατά το άρθρο 45 πληροφορίες και όροι.

Καθορισμός πληροφοριών και όρων που πρέπει να παρέχουν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών και οι πάροχοι υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής

45.-(1) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει ή θέτει στη διάθεση του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών τις ακόλουθες πληροφορίες και όρους:

(α) Τον προσδιορισμό των πληροφοριών ή του αποκλειστικού μέσου ταυτοποίησης που πρέπει να παράσχει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών για την ορθή έναρξη ή εκτέλεση της εντολής πληρωμής·

(β) τη μέγιστη προθεσμία εκτέλεσης της υπηρεσίας πληρωμής που θα παρασχεθεί∙

(γ) όλες τις επιβαρύνσεις που πρέπει να καταβάλει ο χρήστης των υπηρεσιών πληρωμών στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών και, κατά περίπτωση, την ανάλυση των εν λόγω επιβαρύνσεων·

(δ) κατά περίπτωση, την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία ή τη συναλλαγματική ισοτιμία αναφοράς που πρόκειται να εφαρμοσθεί στην πράξη πληρωμής.

(2)Επιπλέον, οι πάροχοι υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής παρέχουν ή καθιστούν διαθέσιμες στον πληρωτή, πριν από την έναρξη της πληρωμής, τις ακόλουθες σαφείς και ολοκληρωμένες πληροφορίες:

(α) Την ονομασία του παρόχου υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών, τη γεωγραφική διεύθυνση της έδρας και, κατά περίπτωση, τη γεωγραφική διεύθυνση του αντιπροσώπου ή του υποκαταστήματός του που είναι εγκατεστημένα στο κράτος μέλος όπου παρέχεται η υπηρεσία πληρωμής, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο επικοινωνίας περιλαμβανομένης της διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, για την επικοινωνία με τον πάροχο των υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών∙

(β) τα στοιχεία επικοινωνίας της αρμόδιας αρχής.

(3) Κατά περίπτωση, διατίθενται στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών σε ευπρόσιτη μορφή κάθε άλλη σχετική πληροφορία και οι σχετικοί όροι που προβλέπονται στο άρθρο 52.

Παροχή πρόσθετων πληροφοριών μετά την έναρξη εντολής όταν αυτή διενεργείται μέσω παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής

46. Επιπροσθέτως των πληροφοριών και των όρων που προβλέπονται στο άρθρο 45, στην περίπτωση που η έναρξη εντολής πληρωμής διενεργείται μέσω παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών, αμέσως μετά την έναρξη της εντολής πληρωμής, παρέχει ή καθιστά διαθέσιμες τις ακόλουθες πληροφορίες στον πληρωτή και, κατά περίπτωση, στον δικαιούχο:

(α) Επιβεβαίωση για την επιτυχή έναρξη της εντολής πληρωμής στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του πληρωτή·

(β) στοιχεία αναφοράς που επιτρέπουν στον πληρωτή και στον δικαιούχο να ταυτοποιήσουν την πράξη πληρωμής και, κατά περίπτωση, στον δικαιούχο να ταυτοποιήσει τον πληρωτή, καθώς και κάθε πληροφορία που διαβιβάζεται με την πράξη πληρωμής·

(γ) το ποσό της πράξης πληρωμής·

(δ) κατά περίπτωση, το ποσό οποιωνδήποτε επιβαρύνσεων καταβλητέων στον πάροχο υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής για την πράξη πληρωμής, και, κατά περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των επιβαρύνσεων αυτών.

Παροχή πληροφοριών από τον πάροχο υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής προς τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του πληρωτή

47. Σε περίπτωση που η έναρξη εντολής πληρωμής διενεργείται μέσω παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, αυτός καθιστά διαθέσιμα στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του πληρωτή τα στοιχεία ταυτοποίησης της πράξης πληρωμής.

Παροχή πληροφοριών από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών προς τον πληρωτή μετά την παραλαβή της εντολής πληρωμής

48. Ευθύς ως η εντολή πληρωμής παραληφθεί, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή παρέχει ή καθιστά διαθέσιμες στον πληρωτή, με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 44(1) και (2), τις ακόλουθες πληροφορίες όσον αφορά τις δικές του υπηρεσίες:

(α) Στοιχεία αναφοράς που επιτρέπουν στον πληρωτή να ταυτοποιήσει την πράξη πληρωμής και, κατά περίπτωση, τις πληροφορίες που αφορούν στον δικαιούχο∙

(β) το ποσό της πράξης πληρωμής στο νόμισμα που χρησιμοποιείται στην εντολή πληρωμής·

(γ) το ποσό οποιωνδήποτε επιβαρύνσεων για την πράξη πληρωμής τις οποίες πρέπει να καταβάλει ο πληρωτής και, κατά περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των επιβαρύνσεων αυτών·

(δ) κατά περίπτωση, τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε στην πράξη πληρωμής από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή ή σχετική αναφορά, σε περίπτωση που διαφέρει από την ισοτιμία που παρασχέθηκε σύμφωνα με το άρθρο 45(1)(δ), και το ποσό της πράξης πληρωμής μετά τη μετατροπή του νομίσματος·

(ε) την ημερομηνία παραλαβής της εντολής πληρωμής.

Παροχή πληροφοριών από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών προς τον δικαιούχο μετά την εκτέλεση εντολής πληρωμών

49. Ευθύς ως η εντολή πληρωμών εκτελεσθεί, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου παρέχει ή καθιστά διαθέσιμες στον δικαιούχο, με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 44(1) και (2), τις ακόλουθες πληροφορίες όσον αφορά τις δικές του υπηρεσίες:

(α) Στοιχεία αναφοράς που επιτρέπουν στον δικαιούχο να ταυτοποιήσει την πράξη πληρωμής και, αν χρειάζεται, τον πληρωτή, καθώς και κάθε πληροφορία που διαβιβάζεται με την πράξη πληρωμής·

(β) το ποσό της πράξης πληρωμής στο νόμισμα στο οποίο τα χρηματικά ποσά τίθενται στη διάθεση του δικαιούχου∙

(γ) το ποσό των τυχόν επιβαρύνσεων για την πράξη πληρωμής τις οποίες πρέπει να καταβάλει ο δικαιούχος και, κατά περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των επιβαρύνσεων αυτών·

(δ) κατά περίπτωση, τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε στην πράξη πληρωμής από τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου και το ποσό της πράξης πληρωμής πριν από τη μετατροπή του νομίσματος·

(ε) την ημερομηνία αξίας για την πίστωση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ - ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ-ΠΛΑΙΣΙΟ
Πεδίο εφαρμογής του Κεφαλαίου Γ του Μέρους ΙΙΙ

50. Το παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται επί των πράξεων πληρωμών που καλύπτονται από σύμβαση-πλαίσιο.

Προηγούμενη ενημέρωση του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών σε σχέση με τις πληροφορίες και τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 52

51.-(1) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών σε εύθετο χρόνο, πριν αυτός δεσμευτεί από σύμβαση-πλαίσιο ή προσφορά, σε έγχαρτη μορφή ή σε άλλο σταθερό μέσο, τις πληροφορίες και τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 52, με διατύπωση σε σαφή και εύληπτη μορφή και σε επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους στο οποίο παρέχεται η υπηρεσία πληρωμής ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα συμφωνήσουν τα μέρη.

(2) Σε περίπτωση που, κατόπιν αιτήματος του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, η σύμβαση-πλαίσιο έχει συναφθεί με μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως το οποίο δεν επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να συμμορφωθεί με το εδάφιο (1), ο πάροχος εκπληρώνει την υποχρέωσή του σύμφωνα με το εν λόγω εδάφιο αμέσως μετά τη σύναψη της σύμβασης-πλαισίου.

(3) Οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (1) επιτρέπεται επίσης να εκπληρώνονται με την παροχή αντιγράφου του σχεδίου σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών και των όρων που προβλέπονται στο άρθρο 52.

Καθορισμός πληροφοριών και όρων που πρέπει να παρέχει ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών

52. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών τις ακόλουθες πληροφορίες και τους ακόλουθους όρους:

(α) Αναφορικά με τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών-

(i) την ονομασία του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, τη γεωγραφική διεύθυνση των κεντρικών του γραφείων και, κατά περίπτωση, τη γεωγραφική διεύθυνση του αντιπροσώπου ή του υποκαταστήματός του που είναι εγκατεστημένα στο κράτος μέλος όπου παρέχεται η υπηρεσία πληρωμής, καθώς και κάθε άλλη διεύθυνση, περιλαμβανομένης της διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, για την επικοινωνία με τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών,

(ii) τα στοιχεία της αρμόδιας αρχής αυτού και του μητρώου που ορίζεται στο Άρθρο 14 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 ή οποιουδήποτε άλλου σχετικού δημόσιου μητρώου στο οποίο καταχωρίσθηκε η άδεια λειτουργίας του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και ο αριθμός εγγραφής ή αντίστοιχο μέσο ταυτοποίησης στο εν λόγω μητρώο∙

(β) αναφορικά με τη χρήση της υπηρεσίας πληρωμών-

(i) περιγραφή των κύριων χαρακτηριστικών της υπηρεσίας πληρωμών που πρόκειται να του παρασχεθεί,

(ii) προσδιορισμό των πληροφοριών ή του αποκλειστικού μέσου ταυτοποίησης που πρέπει να παράσχει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών για την ορθή έναρξη ή εκτέλεση της εντολής πληρωμής,

(iii) τον τύπο και τη διαδικασία κοινοποίησης της συγκατάθεσης για την έναρξη εντολής πληρωμής ή την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής, καθώς και άρσης της συγκατάθεσης σύμφωνα με τα άρθρα 64 και 80,

(iv) αναφορά του χρόνου λήψης της εντολής πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 78 και του τυχόν χρονικού σημείου λήξης των ημερήσιων εργασιών του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών,

(v) τη μέγιστη προθεσμία εκτέλεσης εντός της οποίας πρέπει να παρέχονται οι υπηρεσίες πληρωμών,

(vi) κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα συμφωνίας σχετικά με το όριο δαπανών για τη χρήση του μέσου πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 68(1),

(vii) στην περίπτωση των μέσων πληρωμών με κάρτα που φέρει περισσότερα του ενός εμπορικά σήματα, τα δικαιώματα του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών σύμφωνα με το Άρθρο 8 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751∙

(γ) αναφορικά με τις επιβαρύνσεις, τα επιτόκια και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες-

(i) Τις επιβαρύνσεις που πρέπει να καταβάλει ο χρήστης στον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων αυτών που συνδέονται με τον τρόπο και τη συχνότητα με την οποία παρέχονται ή διατίθενται πληροφορίες δυνάμει του παρόντος Νόμου, και, κατά περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των εν λόγω επιβαρύνσεων,

(ii) κατά περίπτωση, το εφαρμοστέο επιτόκιο και την εφαρμοστέα συναλλαγματική ισοτιμία ή, αν πρόκειται να εφαρμοστούν επιτόκιο και συναλλαγματική ισοτιμία αναφοράς, τη μέθοδο υπολογισμού του πραγματικού επιτοκίου και τη σχετική ημερομηνία και τον δείκτη ή τη βάση καθορισμού αυτού του επιτοκίου ή της συναλλαγματικής ισοτιμίας αναφοράς,

(iii) αν έχει συμφωνηθεί, την άμεση εφαρμογή αλλαγών στα επιτόκια ή τις συναλλαγματικές ισοτιμίες αναφοράς και τις απαιτήσεις ενημέρωσης σχετικά με τις αλλαγές σύμφωνα με το άρθρο 54(3), (4) και (5)∙

(δ) αναφορικά με την επικοινωνία-

(i) κατά περίπτωση, τα μέσα επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών απαιτήσεων ως προς τον εξοπλισμό του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, που έχουν συμφωνήσει τα μέρη για τη διαβίβαση των πληροφοριών ή ειδοποιήσεων στο πλαίσιο του παρόντος Νόμου,

(ii) τον τρόπο με τον οποίο παρέχονται ή καθίστανται διαθέσιμες οι πληροφορίες δυνάμει του παρόντος Νόμου, καθώς και τη σχετική συχνότητα,

(iii) τη γλώσσα ή τις γλώσσες σύναψης της σύμβασης-πλαισίου και επικοινωνίας κατά τη διάρκεια της συμβατικής σχέσης,

(iv) το δικαίωμα του χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών να λαμβάνει τους συμβατικούς όρους της σύμβασης-πλαισίου και πληροφορίες και όρους σύμφωνα με το άρθρο 53·

(ε) αναφορικά με τις προφυλάξεις και τα διορθωτικά μέτρα-

(i) κατά περίπτωση, περιγραφή των μέτρων που πρέπει να λαμβάνει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών για την ασφαλή φύλαξη του μέσου πληρωμών, καθώς και τρόπους ειδοποίησης του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 69(1)(β),

(ii) την ασφαλή διαδικασία με την οποία ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών θα ειδοποιεί τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών σε περίπτωση εικαζόμενης ή πραγματικής απάτης ή απειλών της ασφάλειας,

(iii) αν έχει συμφωνηθεί, τους όρους με τους οποίους ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών διατηρεί το δικαίωμα να αναστείλει ένα μέσο πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 68,

(iv) την ευθύνη του πληρωτή σύμφωνα με το άρθρο 74, περιλαμβανομένων των πληροφοριών για το σχετικό ποσό,

(v) τον τρόπο και την προθεσμία εντός της οποίας ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών οφείλει να ειδοποιεί τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών για τυχόν μη εγκεκριμένες ή λανθασμένα εκτελεσθείσες πράξεις πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 71, καθώς και την ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 73,

(vi) την ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για την έναρξη ή την εκτέλεση των πράξεων πληρωμής σύμφωνα με τα άρθρα 89 και 90,

(vii) τους όρους επιστροφής χρηματικών ποσών σύμφωνα με τα άρθρα 76 και 77∙

(στ) αναφορικά με τις αλλαγές και τη λήξη της σύμβασης-πλαισίου-

(i) αν έχει συμφωνηθεί, την επισήμανση ότι ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών θεωρείται ότι αποδέχεται τις τροποποιήσεις των όρων σύμφωνα με το άρθρο 54, εκτός αν γνωστοποιήσει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, πριν από την προτεινόμενη ημερομηνία έναρξης ισχύος τους, ότι δεν τις αποδέχεται,

(ii) τη διάρκεια της σύμβασης-πλαισίου,

(iii) το δικαίωμα του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών να καταγγέλλει τη σύμβαση-πλαίσιο, καθώς και κάθε συμφωνία που αφορά στην καταγγελία σύμφωνα με το άρθρο 54(1) και 23) και το άρθρο 55·

(ζ) αναφορικά με τα μέσα προσφυγής-

(i) την τυχόν συμβατική επιλογή εφαρμοστέου δικαίου για τη σύμβαση-πλαίσιο ή/και το αρμόδιο δικαστήριο,

(ii) τις διαδικασίες εξώδικης επίλυσης διαφορών και καταγγελιών που έχει στη διάθεσή του ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με τα άρθρα 98, 99, 100 και 101.

Πρόσβαση σε πληροφορίες και στους συμβατικούς όρους της σύμβασης-πλαισίου

53. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της συμβατικής σχέσης, παρέχει στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, κατόπιν αιτήματος του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, τους συμβατικούς όρους της σύμβασης-πλαισίου, καθώς και τις πληροφορίες και τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 52 σε έγχαρτη μορφή ή σε άλλο σταθερό μέσο.

Τροποποίηση των συμβατικών όρων της σύμβασης-πλαισίου

54.-(1) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών προτείνει κάθε τροποποίηση της σύμβασης-πλαισίου ή των πληροφοριών και των όρων που προσδιορίζονται στο άρθρο 52 με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 51(1) και τουλάχιστον δύο (2) μήνες πριν από την ημερομηνία της προτεινόμενης έναρξης ισχύος:

Νοείται ότι, ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών δικαιούται να αποδεχθεί ή να απορρίψει τις τροποποιήσεις πριν από την προτεινόμενη ημερομηνία έναρξης της ισχύος τους.

(2) Σε περίπτωση που συντρέχει η περίπτωση που προβλέπεται στο άρθρο 52(στ)(i), ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών πληροφορεί τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών ότι θα θεωρηθεί ότι έχει αποδεχθεί τις τροποποιήσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1), αν δεν γνωστοποιήσει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ότι δεν τις αποδέχεται πριν από την προτεινόμενη ημερομηνία έναρξης της ισχύος τους, και ενημερώνει τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών ότι, σε περίπτωση που απορρίψει τις τροποποιήσεις, έχει το δικαίωμα να λύσει τη σύμβαση-πλαίσιο ατελώς και με ισχύ από οποιαδήποτε χρονική στιγμή μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία θα είχε εφαρμοστεί η τροποποίηση.

(3) Αλλαγές των επιτοκίων ή των συναλλαγματικών ισοτιμιών επιτρέπεται να εφαρμόζονται από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών αμέσως και χωρίς προειδοποίηση, εφόσον το δικαίωμα αυτό έχει συμφωνηθεί στη σύμβαση-πλαίσιο και οι αλλαγές των επιτοκίων ή των συναλλαγματικών ισοτιμιών βασίζονται στα επιτόκια ή τις συναλλαγματικές ισοτιμίες αναφοράς που έχουν συμφωνηθεί σύμφωνα με το άρθρο 52(γ)(ii) και (iii).

(4) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ενημερώνει τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών το ταχύτερο δυνατό για κάθε αλλαγή του επιτοκίου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 51(1), εκτός αν τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν συμφωνήσει για συγκεκριμένη συχνότητα ή τρόπο παροχής των πληροφοριών ή διάθεσης αυτών στον χρήστη:

Νοείται ότι, αλλαγές στο επιτόκιο ή στις συναλλαγματικές ισοτιμίες που είναι ευνοϊκότερες για τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών επιτρέπεται να εφαρμόζονται χωρίς προειδοποίηση.

(5) Αλλαγές του επιτοκίου ή της συναλλαγματικής ισοτιμίας που χρησιμοποιούνται κατά τις πράξεις πληρωμής εφαρμόζονται και υπολογίζονται από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών κατά τρόπο ουδέτερο και χωρίς διακρίσεις εις βάρος των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών.

Λύση σύμβασης-πλαισίου

55.-(1) Ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών δικαιούται να λύσει τη σύμβαση-πλαίσιο ανά πάσα στιγμή, εκτός αν τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν συμφωνήσει προθεσμία προειδοποίησης η οποία δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα.

(2) Η λύση σύμβασης-πλαισίου δεν συνεπάγεται επιβάρυνση για τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, εκτός αν η σύμβαση βρίσκεται σε ισχύ για χρονική περίοδο μικρότερη των έξι (6) μηνών, και τυχόν χρεώσεις που θα επιβάλει ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών για τη λύση της σύμβασης-πλαισίου πρέπει να είναι εύλογες και σύμφωνες με το κόστος.

(3) Σε περίπτωση που έχει συμφωνηθεί στη σύμβαση-πλαίσιο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δικαιούται να καταγγείλει σύμβαση-πλαίσιο αορίστου χρόνου, με ειδοποίηση τουλάχιστον δύο (2) μήνες πριν, κατά τον ίδιο τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 51(1).

(4) Οι επιβαρύνσεις για την παροχή υπηρεσιών πληρωμών που χρεώνονται από τον πάροχο σε τακτική βάση καταβάλλονται από τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών μόνο κατ’ αναλογίαν του χρόνου μέχρι τη λύση της σύμβασης και, σε περίπτωση που καταβλήθηκαν στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών προκαταβολικά, επιστρέφονται κατ’ αναλογίαν.

(5) Το παρόν άρθρο δεν θίγει τις νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις της Δημοκρατίας που διέπουν τα δικαιώματα των συμβαλλόμενων μερών να υπαναχωρούν από τη σύμβαση-πλαίσιο ή να την κηρύσσουν άκυρη.

Πληροφόρηση του πληρωτή πριν από την εκτέλεση επιμέρους πράξης πληρωμής

56. Για κάθε επιμέρους πράξη πληρωμής που απορρέει από σύμβαση-πλαίσιο της οποίας η έναρξη διενεργείται από τον πληρωτή, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, κατόπιν αιτήματος του πληρωτή, για τη συγκεκριμένη πράξη πληρωμής παρέχει σαφείς πληροφορίες σχετικά με τα ακόλουθα:

(α) Τη μέγιστη προθεσμία εκτέλεσης·

(β) τις επιβαρύνσεις που πρέπει να καταβληθούν από τον πληρωτή·

(γ) κατά περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των τυχόν επιβαρύνσεων.

Πληροφόρηση του πληρωτή για τις επιμέρους πράξεις πληρωμής μετά τη χρέωση του λογαριασμού πληρωτή ή την παραλαβή εντολής πληρωμής

57.-(1) Μετά τη χρέωση του λογαριασμού του πληρωτή με το ποσό της επιμέρους πράξης πληρωμής ή, στην περίπτωση που ο πληρωτής δεν χρησιμοποιεί λογαριασμό πληρωμών, μετά την παραλαβή της εντολής πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή παρέχει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στον πληρωτή, με τον τρόπο που ορίζεται στο άρθρο 51(1), τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α) Στοιχείο αναφοράς που επιτρέπει στον πληρωτή να ταυτοποιήσει κάθε πράξη πληρωμής και, κατά περίπτωση, τις πληροφορίες που αφορούν τον δικαιούχο·

(β) το ποσό της πράξης πληρωμής στο νόμισμα στο οποίο χρεώνεται ο λογαριασμός πληρωμών του πληρωτή ή στο νόμισμα που χρησιμοποιείται για την εντολή πληρωμής·

(γ) το ποσό των τυχόν επιβαρύνσεων για την πράξη πληρωμής και, κατά περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των επιβαρύνσεων αυτών ή τον τόκο που πρέπει να καταβάλλει ο πληρωτής∙

(δ) κατά περίπτωση, τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε στην πράξη πληρωμής από τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή και το ποσό της πράξης πληρωμής μετά τη μετατροπή του νομίσματος·

(ε) την ημερομηνία αξίας για τη χρέωση ή την ημερομηνία παραλαβής της εντολής πληρωμής.

(2) Στη σύμβαση-πλαίσιο πρέπει να περιλαμβάνεται όρος με βάση τον οποίο ο πληρωτής θα λαμβάνει σε έγχαρτη μορφή ή σε άλλο σταθερό μέσο, όπως έχει συμφωνηθεί, τις πληροφορίες που προβλέπονται στο εδάφιο (1), περιοδικά, τουλάχιστον μία (1) φορά τον μήνα, ατελώς, τις οποίες ο πληρωτής μπορεί να αποθηκεύει και να αναπαράγει αυτούσιες.

Πληροφόρηση του δικαιούχου μετά την εκτέλεση επιμέρους πράξεων πληρωμής

58.-(1) Μετά την εκτέλεση επιμέρους πράξης πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου παρέχει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στον δικαιούχο, με τον τρόπο που ορίζεται στο άρθρο 51(1), τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α) Στοιχεία αναφοράς που επιτρέπουν στον δικαιούχο να ταυτοποιήσει την πράξη πληρωμής και τον πληρωτή, καθώς και κάθε πληροφορία που διαβιβάζεται με την πράξη πληρωμής∙

(β) το ποσό της πράξης πληρωμής στο νόμισμα στο οποίο πιστώνεται ο λογαριασμός πληρωμών του δικαιούχου·

(γ) το ποσό οποιωνδήποτε επιβαρύνσεων για την πράξη πληρωμής και, κατά περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των επιβαρύνσεων αυτών ή τον τόκο που πρέπει να καταβάλλει ο δικαιούχος∙

(δ) κατά περίπτωση, τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε στην πράξη πληρωμής από τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου και το ποσό της πράξης πληρωμής πριν από τη μετατροπή του νομίσματος∙

(ε) την ημερομηνία αξίας για την πίστωση.

(2) Στη σύμβαση-πλαίσιο πρέπει να περιλαμβάνεται όρος με βάση τον οποίο οι πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1), θα παρέχονται στον δικαιούχο ή θα καθίστανται διαθέσιμες σε αυτόν περιοδικά, τουλάχιστον μία φορά τον μήνα, ατελώς, σε έγχαρτη μορφή ή σε άλλο σταθερό μέσο, όπως έχει συμφωνηθεί, τις οποίες ο δικαιούχος μπορεί να αποθηκεύει και αναπαράγει αυτούσιες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ - ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Νόμισμα για την πραγματοποίηση των πληρωμών

59.-(1) Οι πληρωμές πραγματοποιούνται στο νόμισμα το οποίο έχουν συμφωνήσει τα μέρη.

(2) Σε περίπτωση που, πριν από την έναρξη της πράξης πληρωμής, προσφέρεται υπηρεσία μετατροπής νομισμάτων σε αυτόματη ταμειολογιστική μηχανή (ΑΤΜ), στο σημείο πώλησης ή εκ μέρους του δικαιούχου, το μέρος που προσφέρει την υπηρεσία μετατροπής νομισμάτων στον πληρωτή υποχρεούται να του γνωστοποιήσει κάθε σχετική επιβάρυνση, καθώς και τη συναλλαγματική ισοτιμία που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για τη μετατροπή και ο πληρωτής αποδέχεται την παροχή της υπηρεσίας μετατροπής νομισμάτων σε αυτή τη βάση.

Ενημέρωση σχετικά με τυχόν πρόσθετη επιβάρυνση ή έκπτωση

60.-(1) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (5) του άρθρου 62, σε περίπτωση που, για τη χρήση ενός συγκεκριμένου μέσου πληρωμών ο δικαιούχος επιβάλλει επιβάρυνση ή προσφέρει έκπτωση, ο δικαιούχος ενημερώνει σχετικά τον πληρωτή πριν από την έναρξη της πράξης πληρωμής.

(2) Σε περίπτωση που, για τη χρήση ενός συγκεκριμένου μέσου πληρωμών ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που εμπλέκεται στην πράξη επιβάλλει επιβάρυνση, το εν λόγω πρόσωπο ενημερώνει σχετικά τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών πριν από την έναρξη της πράξης πληρωμής.

(3) Ο πληρωτής έχει την υποχρέωση να πληρώσει μόνο για τις επιβαρύνσεις που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2), εάν το πλήρες ποσό αυτών γνωστοποιήθηκε πριν από την έναρξη της πράξης πληρωμής.

ΜΕΡΟΣ IV ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΚΑΙ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α - ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Πεδίο εφαρμογής του Μέρους ΙV

61.-(1) Σε περίπτωση που ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών δεν είναι καταναλωτής, ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών επιτρέπεται να συμφωνούν ότι δεν εφαρμόζονται εν όλω ή εν μέρει το άρθρο 62(1), το άρθρο 64(3) και (4) και τα άρθρα 72, 74, 76, 77, 80, 89 και 90 :

Νοείται ότι, ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών επιτρέπεται να συμφωνούν χρονικά περιθώρια διαφορετικά από εκείνα που προβλέπονται στο άρθρο 71.

(2) Το παρόν Μέρος εφαρμόζεται επί πολύ μικρών επιχειρήσεων κατά τον ίδιο τρόπο, όπως και επί των καταναλωτών.

(3) Ο παρών Νόμος δεν θίγει την εφαρμογή των διατάξεων του περί Συμβάσεων Καταναλωτικής Πίστης Νόμου και άλλων σχετικών ενωσιακών ή εθνικών μέτρων που αφορούν τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση πιστώσεων στους καταναλωτές που δεν εναρμονίζονται με την Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366, οι οποίες είναι σύμφωνες με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Επιβαλλόμενες επιβαρύνσεις

62.-(1) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν χρεώνει τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων ενημέρωσης που υπέχει ή για τα διορθωτικά και προληπτικά μέτρα που οφείλει να λαμβάνει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στο άρθρο 79(1), (2) και (3), στο άρθρο 80(5), (6) και (7) και στο άρθρο 88(5):

Νοείται ότι, οι επιβαρύνσεις συμφωνούνται μεταξύ του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και είναι εύλογες και ανάλογες με το πραγματικό κόστος στο οποίο υποβάλλεται ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών.

(2) Για πράξεις πληρωμής που παρέχονται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών τόσο του πληρωτή όσο και του δικαιούχου ή ο μοναδικός πάροχος υπηρεσιών πληρωμών για την πράξη πληρωμής είναι εγκατεστημένοι σε αυτήν, ο δικαιούχος επωμίζεται τις επιβαρύνσεις που επιβάλλει ο δικός του πάροχος υπηρεσιών πληρωμών και ο πληρωτής επωμίζεται τις επιβαρύνσεις που επιβάλλει ο δικός του πάροχος υπηρεσιών πληρωμών.

(3) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν εμποδίζει τον δικαιούχο να ζητεί από τον πληρωτή επιβάρυνση ή να του προσφέρει έκπτωση ή άλλως να τον κατευθύνει προς τη χρήση του συγκεκριμένου μέσου πληρωμών:

Νοείται ότι, οι επιβαλλόμενες επιβαρύνσεις δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα άμεσα έξοδα που βαρύνουν τον δικαιούχο για τη χρήση του συγκεκριμένου μέσου πληρωμών.

(4) Η επιβάρυνση σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλεται για τη χρήση μέσων πληρωμών στα οποία εφαρμόζονται διατραπεζικές προμήθειες δυνάμει του Κεφαλαίου ΙΙ του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751 ή για τις υπηρεσίες πληρωμών που διέπονται από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 260/2012.

(5) Ο δικαιούχος δεν επιτρέπεται να ζητεί επιβαρύνσεις για τη χρήση συγκεκριμένου μέσου πληρωμών.

Παρέκκλιση σε σχέση με τα μέσα πληρωμών μικρής αξίας και το ηλεκτρονικό χρήμα

63.-(1) Στις περιπτώσεις μέσων πληρωμών τα οποία, σύμφωνα με τη σύμβαση-πλαίσιο, αφορούν αποκλειστικά επιμέρους πράξεις πληρωμής που δεν υπερβαίνουν τα τριάντα ευρώ (€30), είτε έχουν όριο δαπανών εκατόν πενήντα ευρώ (€150), είτε αποθηκεύουν χρηματικά ποσά που δεν υπερβαίνουν ποτέ τα εκατόν πενήντα ευρώ (€150), οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών δύναται να συμφωνούν με τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών τους ότι-

(α) Το άρθρο 69(1)(β), το άρθρο 70(1)(γ) και (δ) και το άρθρο 74(5) και (6) δεν εφαρμόζονται, αν το μέσο πληρωμής δεν μπορεί να δεσμευτεί ή δεν μπορεί να αποτραπεί περαιτέρω χρήση του∙

(β) τα άρθρα 72 και 73 και το άρθρο 74(1), (5) και (6) δεν εφαρμόζονται, αν το μέσο πληρωμής χρησιμοποιείται ανωνύμως ή ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν είναι σε θέση, για άλλους λόγους που είναι εγγενείς στο μέσο πληρωμής, να αποδείξει ότι μια πράξη πληρωμής είναι εγκεκριμένη·

(γ) ανεξάρτητα από το άρθρο 79(1), (2) και (3), ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν υποχρεούται να ενημερώσει τον χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών για την άρνηση εκτέλεσης εντολής πληρωμής, εάν o λόγος μη εκτέλεσης στο εν λόγω πλαίσιο είναι πρόδηλος·

(δ) ανεξάρτητα από το άρθρο 80, ο πληρωτής δεν επιτρέπεται να ανακαλέσει την εντολή πληρωμής μετά τη διαβίβαση της εντολής πληρωμής ή τη συγκατάθεσή του να εκτελεστεί η πράξη πληρωμής από τον δικαιούχο·

(ε) ανεξάρτητα από τα άρθρα 83 και 84, εφαρμόζονται άλλες προθεσμίες εκτέλεσης.

(2) Τα άρθρα 73 και 74 δεν εφαρμόζονται επί μέσου ηλεκτρονικού χρήματος κατά την έννοια του άρθρου 2 του περί Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμου, εκτός αν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή δεν έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε δέσμευση του λογαριασμού πληρωμών στον οποίο είναι αποθηκευμένο το ηλεκτρονικό χρήμα ή σε φραγή του μέσου πληρωμών, και το ποσό στον λογαριασμό πληρωμών ή στα μέσα πληρωμών στα οποία είναι αποθηκευμένο το ηλεκτρονικό χρήμα δεν υπερβαίνει τα χίλια ευρώ (€1.000).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β - ΕΓΚΡΙΣΗ ΠΡΑΞΕΩΝ ΠΛΗΡΩΜΗΣ
Συγκατάθεση για την εκτέλεση πράξης πληρωμής και άρση της συγκατάθεσης

64.-(1) Η πράξη πληρωμής θεωρείται εγκεκριμένη, μόνο εάν ο πληρωτής έχει συναινέσει στην εκτέλεσή της:

Νοείται ότι, η πράξη πληρωμής επιτρέπεται να εγκρίνεται από τον πληρωτή πριν ή, εφόσον έχουν συμφωνήσει ο πληρωτής και ο οικείος του πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, μετά την εκτέλεσή της.

(2) Η συγκατάθεση για την εκτέλεση πράξης πληρωμής ή σειράς πράξεων πληρωμής δίνεται υπό τη μορφή που συμφωνήθηκε μεταξύ του πληρωτή και του οικείου του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και επιτρέπεται να παρέχεται μέσω του δικαιούχου ή του παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής:

Νοείται ότι, στην απουσία συγκατάθεσης, η πράξη πληρωμής θεωρείται μη εγκεκριμένη.

(3) Η συγκατάθεση επιτρέπεται να ανακληθεί από τον πληρωτή σε οποιαδήποτε στιγμή, αλλά όχι αργότερα από το χρονικό σημείο έναρξης του ανεκκλήτου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 80.

(4) Η συγκατάθεση που παρέχεται για την εκτέλεση μιας σειράς πράξεων πληρωμής επιτρέπεται να ανακληθεί, οπότε κάθε μελλοντική πράξη πληρωμής θεωρείται μη εγκεκριμένη.

(5) Η διαδικασία με την οποία δίνεται η συγκατάθεση συμφωνείται μεταξύ του πληρωτή και του παρόχου ή των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών.

Επιβεβαίωση σχετικά με τη διαθεσιμότητα των κεφαλαίων

65.-(1) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού, κατόπιν αιτήματος του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών που εκδίδει μέσα πληρωμών με κάρτα, επιβεβαιώνει, αμέσως μόλις του ζητηθεί, κατά πόσο το ποσό που απαιτείται για την εκτέλεση της πράξης πληρωμής με κάρτα είναι διαθέσιμο στον λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Ο λογαριασμός πληρωμών του πληρωτή είναι προσβάσιμος μέσω διαδικτύου κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης∙

(β) ο πληρωτής έχει δώσει ρητή συγκατάθεση στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού να ανταποκρίνεται στο αίτημα συγκεκριμένου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών να επιβεβαιώνει ότι το ποσό που αντιστοιχεί σε ορισμένες πράξεις πληρωμής με κάρτα είναι διαθέσιμο στον λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή·

(γ) η συναίνεση που αναφέρεται στην παράγραφο (β) έχει δοθεί πριν από τη διατύπωση της πρώτης αίτησης επιβεβαίωσης.

(2) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών επιτρέπεται να ζητεί την επιβεβαίωση που αναφέρεται στο εδάφιο (1), εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Ο πληρωτής έχει δώσει ρητή συγκατάθεση στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να ζητήσει την επιβεβαίωση που αναφέρεται στο εδάφιο (1)∙

(β) ο πληρωτής έχει διενεργήσει την έναρξη της πράξης πληρωμής με κάρτα για το εν λόγω ποσό με ένα μέσο πληρωμής με κάρτα που εκδίδεται από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών·

(γ) ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών επαληθεύει την ταυτότητά του στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του χρήστη πριν από κάθε αίτημα επιβεβαίωσης και επικοινωνεί με ασφάλεια με τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού, σύμφωνα με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο Άρθρο 98, παράγραφος 1, στοιχείο δ) της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 και εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 98, παράγραφος 4 της εν λόγω οδηγίας.

(3) Σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμο, η επιβεβαίωση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) συνίσταται σε μια απλή θετική ή αρνητική απάντηση μόνο και όχι σε αντίγραφο κίνησης λογαριασμού, η οποία δεν αποθηκεύεται, αλλά ούτε και χρησιμοποιείται για σκοπούς άλλους από την εκτέλεση της πράξης πληρωμής με κάρτα.

(4) Η επιβεβαίωση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) δεν επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού να δεσμεύει κεφάλαια στον λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή.

(5) Ο πληρωτής επιτρέπεται να ζητά από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού να κοινοποιεί στον πληρωτή την ταυτοποίηση του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και τη σχετική απάντηση.

(6) Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στις πράξεις πληρωμής που κινούνται διαμέσου μέσων πληρωμών με κάρτες, στα οποία είναι αποθηκευμένο ηλεκτρονικό χρήμα, κατά την έννοια του άρθρου 2 του περί Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμου.

Κανόνες για την πρόσβαση σε λογαριασμό πληρωμών σε περίπτωση υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών

66.-(1) Ο πληρωτής δικαιούται να χρησιμοποιεί έναν πάροχο υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής για την παροχή υπηρεσιών πληρωμών, όπως αναφέρεται στο σημείο 7 του Παραρτήματος Ι και το εν λόγω δικαίωμα του πληρωτή δεν εφαρμόζεται όταν ο λογαριασμός πληρωμών δεν είναι προσβάσιμος διαδικτυακά.

(2) Στην περίπτωση που ο πληρωτής δίνει ρητή συγκατάθεση για την εκτέλεση πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 64, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού εκτελεί τις ενέργειες που προβλέπονται στο εδάφιο (4), ούτως ώστε να διασφαλίζει το δικαίωμα του πληρωτή να χρησιμοποιεί την υπηρεσία εκκίνησης πληρωμής.

(3) Ο πάροχος υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής οφείλει-

(α) Να μη διακρατά ποτέ κεφάλαια του πληρωτή σε σχέση με την παροχή της υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής∙

(β) να διασφαλίζει ότι τα εξατομικευμένα διαπιστευτήρια ασφαλείας του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών δεν είναι, με εξαίρεση αυτά του χρήστη και του εκδότη των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας, προσβάσιμα σε άλλα μέρη και ότι διαβιβάζονται από τον πάροχο υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής μέσω ασφαλών και αποτελεσματικών διαύλων·

(γ) να διασφαλίζει ότι οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες για τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, που λαμβάνονται κατά την παροχή υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής, χορηγούνται μόνο στον δικαιούχο και μόνο με τη ρητή συγκατάθεση του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών·

(δ) κάθε φορά που διενεργείται έναρξη πληρωμών, να ταυτοποιείται στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του πληρωτή και να επικοινωνεί με τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού, τον πληρωτή και τον δικαιούχο κατά τρόπο ασφαλή, σύμφωνα με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο Άρθρο 98, παράγραφος 1, στοιχείο δ) της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 και εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 98, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας·

(ε) να μην αποθηκεύει τα ευαίσθητα δεδομένα πληρωμών του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών·

(στ) να μη ζητεί από τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών οποιοδήποτε άλλο στοιχείο πέραν αυτών που είναι αναγκαία για την παροχή της υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμών∙

(ζ) να αποφεύγει τη χρήση, πρόσβαση και αποθήκευση δεδομένων για σκοπούς άλλους από την εκτέλεση της υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμών που ζητεί ρητά ο πληρωτής·

(η) να μην τροποποιεί το ποσό, τον δικαιούχο ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο της συναλλαγής.

(4) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού οφείλει-

(α) Να επικοινωνεί με ασφάλεια με τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο Άρθρο 98, παράγραφος 1, στοιχείο δ) της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 και εγκρίνονται σύμφωνα με το Άρθρο 98, παράγραφος 4 της εν λόγω οδηγίας∙

(β) αμέσως μετά την παραλαβή της εντολής πληρωμής από τον πάροχο υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, να παρέχει ή να καθιστά διαθέσιμες όλες τις πληροφορίες σχετικά με την έναρξη της πράξης πληρωμής και όλες τις πληροφορίες που είναι προσβάσιμες στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού για την εκτέλεση της πράξης πληρωμής στον πάροχο υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής·

(γ) να αντιμετωπίζει τις εντολές πληρωμής που διαβιβάζονται μέσω των υπηρεσιών παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής χωρίς καμία διάκριση, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, ιδίως όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα, την προτεραιότητα ή τις επιβαρύνσεις σε σχέση με τις εντολές πληρωμών που διαβιβάστηκαν απευθείας από τον πληρωτή.

(5) Η παροχή υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών δεν επιτρέπεται να εξαρτάται από την ύπαρξη συμβατικής σχέσης μεταξύ των παρόχων υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής και των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού για τον σκοπό αυτό.

Κανόνες για την πρόσβαση και χρήση των πληροφοριών λογαριασμού πληρωμής σε περίπτωση υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού

67.-(1) Ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών δικαιούται να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες πληροφοριών που επιτρέπουν την πρόσβαση σε πληροφορίες λογαριασμού, όπως αναφέρεται στο σημείο 8 του Παραρτήματος I:

Νοείται ότι, το εν λόγω δικαίωμα δεν εφαρμόζεται, όταν ο λογαριασμός πληρωμών δεν είναι προσβάσιμος μέσω διαδικτύου.

(2)Ο πάροχος υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού οφείλει-

(α) Να παρέχει υπηρεσίες μόνο με βάση τη ρητή συγκατάθεση του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών·

(β) να διασφαλίζει ότι τα εξατομικευμένα διαπιστευτήρια ασφαλείας του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών δεν είναι, με εξαίρεση αυτά του χρήστη και του εκδότη των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας, προσβάσιμα σε άλλα μέρη και ότι, κατά τη διαβίβασή τους από τον πάροχο υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού, αυτό γίνεται μέσω ασφαλών και αποτελεσματικών διαύλων·

(γ) για κάθε κύκλο επικοινωνίας να ταυτοποιείται στον πάροχο ή στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και να επικοινωνεί με ασφάλεια με τον πάροχο ή τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού και τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο Άρθρο 98, παράγραφος 1, στοιχείο δ) της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 και εγκρίνονται σύμφωνα με το Άρθρο 98, παράγραφος 4 της εν λόγω οδηγίας·

(δ) να έχει πρόσβαση μόνο στις πληροφορίες από καθορισμένους λογαριασμούς πληρωμών και τις συναφείς πράξεις πληρωμής·

(ε) να μη ζητεί ευαίσθητα δεδομένα πληρωμών που συνδέονται με τους λογαριασμούς πληρωμών·

(στ) να αποφεύγει τη χρήση, πρόσβαση ή αποθήκευση δεδομένων για σκοπούς άλλους από την εκτέλεση της υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού που έχει ζητήσει ρητά ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με τους κανόνες προστασίας των δεδομένων.

(3) Σε σχέση με λογαριασμούς πληρωμών, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού οφείλει-

(α) Να επικοινωνεί με ασφάλεια με τους παρόχους υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού, σύμφωνα με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο Άρθρο 98, παράγραφος 1, στοιχείο δ) της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 και εγκρίνονται σύμφωνα με το Άρθρο 98, παράγραφος 4 της εν λόγω οδηγίας∙

(β) να αντιμετωπίζει τα αιτήματα που διαβιβάζονται μέσω παρόχου υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού χωρίς καμία διάκριση, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

(4) Η παροχή υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού δεν επιτρέπεται να εξαρτάται από την ύπαρξη συμβατικής σχέσης μεταξύ των παρόχων υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού και των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού για τον σκοπό αυτό.

Όρια στη χρήση του μέσου πληρωμών και στην πρόσβαση σε λογαριασμούς πληρωμών από παρόχους υπηρεσιών πληρωμών

68.-(1) Στις περιπτώσεις που χρησιμοποιείται συγκεκριμένο μέσο πληρωμών για την κοινοποίηση της συγκατάθεσης, ο πληρωτής και ο αντίστοιχος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών επιτρέπεται να συμφωνήσουν όρια δαπάνης όσον αφορά τις πράξεις πληρωμής που εκτελούνται μέσω αυτού του μέσου πληρωμών.

(2) Σε περίπτωση που έχει συμφωνηθεί στη σύμβαση-πλαίσιο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών επιτρέπεται να επιφυλάσσεται του δικαιώματος να αναστείλει τη χρήση του μέσου πληρωμών για αντικειμενικά αιτιολογημένους λόγους, σχετικούς με την ασφάλεια του μέσου πληρωμών, την υπόνοια μη εγκεκριμένης ή δόλιας χρήσης του μέσου πληρωμών ή, στην περίπτωση μέσου πληρωμών με πιστωτικό άνοιγμα, σημαντικά αυξημένο κίνδυνο να ενδέχεται να μην είναι ο πληρωτής σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις πληρωμής του.

(3) Στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται το εδάφιο (2), ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ενημερώνει τον πληρωτή για την αναστολή του μέσου πληρωμών, όπως και για τους λόγους που έγινε η ενέργεια αυτή με τρόπο που έχει συμφωνηθεί, ει δυνατόν, προτού ανασταλεί η χρήση του μέσου πληρωμών ή, το αργότερο, αμέσως μετά, εκτός αν η εν λόγω ενημέρωση αντιβαίνει σε αντικειμενικά αιτιολογημένους λόγους ασφαλείας ή απαγορεύεται από άλλη συναφή διάταξη του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του δικαίου του οικείου κράτους μέλους.

(4) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αίρει την αναστολή του μέσου πληρωμών ή το αντικαθιστά με νέο μέσο πληρωμών, μόλις οι λόγοι της αναστολής πάψουν να υφίστανται.

(5) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού επιτρέπεται να αρνηθεί σε πάροχο υπηρεσιών πληροφοριών ή σε πάροχο υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής την πρόσβαση σε λογαριασμό πληρωμών για αντικειμενικά δικαιολογημένους και δεόντως τεκμηριωμένους λόγους που σχετίζονται με τη μη εγκεκριμένη ή παράνομη πρόσβαση σε λογαριασμό πληρωμών, είτε από τον εν λόγω πάροχο υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού είτε από τον εν λόγω πάροχο υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, συμπεριλαμβανομένης της μη εγκεκριμένης ή της δόλιας έναρξης της πράξης πληρωμής.

(6) Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (5), ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού ενημερώνει τον πληρωτή για την άρνηση πρόσβασης στον λογαριασμό πληρωμών, όπως και για τους λόγους που έγινε η ενέργεια αυτή με τον τρόπο που έχει συμφωνηθεί.

(7) Η κατά το εδάφιο (6) ενημέρωση παρέχεται στον πληρωτή, ει δυνατόν, προτού υπάρξει άρνηση πρόσβασης ή, το αργότερο, αμέσως μετά, εκτός αν η εν λόγω ενημέρωση αντιβαίνει σε αντικειμενικά αιτιολογημένους λόγους ασφαλείας ή απαγορεύεται από άλλη συναφή διάταξη του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του δικαίου του οικείου κράτους μέλους.

(8) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού επιτρέπει την πρόσβαση σε λογαριασμό πληρωμών, μόλις εκλείψουν οι λόγοι για την άρνηση της πρόσβασης.

(9) Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα εδάφια (5) έως (8), ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού αναφέρει αμέσως το περιστατικό που σχετίζεται με τον πάροχο υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού ή τον πάροχο υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής στην Κεντρική Τράπεζα με τις λεπτομέρειες της υπόθεσης και τους λόγους για την ανάληψη δράσης.

(10) Η Κεντρική Τράπεζα αξιολογεί την υπόθεση και, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα.

Υποχρεώσεις του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών όσον αφορά τα μέσα πληρωμών και τα εξατομικευμένα διαπιστευτήρια ασφαλείας

69.-(1) Ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών που έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το μέσο πληρωμών-

(α) Χρησιμοποιεί το μέσο πληρωμών σύμφωνα με τους όρους που διέπουν την έκδοση και χρήση του, οι οποίοι πρέπει να είναι αντικειμενικοί, χωρίς διακρίσεις και αναλογικοί∙

(β) ειδοποιεί χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών ή τον φορέα που αυτός ορίζει, μόλις υποπέσει στην αντίληψή του η απώλεια, η κλοπή, η υπεξαίρεση ή η μη εγκεκριμένη χρήση του μέσου πληρωμών.

(2) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), μόλις ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών λάβει το μέσο πληρωμών, λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για την ασφαλή φύλαξη των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας.

Υποχρεώσεις του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών όσον αφορά τα μέσα πληρωμών

70.-(1) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών που εκδίδει το μέσο πληρωμών οφείλει-

(α) Να διασφαλίζει ότι τα εξατομικευμένα διαπιστευτήρια ασφαλείας δεν είναι προσβάσιμα σε οποιοδήποτε άλλο μέρος παρά μόνο στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών που έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το μέσο πληρωμών, χωρίς επηρεασμό των κατά το άρθρο 69 υποχρεώσεων του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών∙

(β) να μην αποστέλλει μέσο πληρωμών που δεν έχει ζητηθεί, εκτός αν αυτό αποστέλλεται προς αντικατάσταση μέσου που κατέχει ήδη ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών·

(γ) να διασφαλίζει ανά πάσα στιγμή στον χρήστη τα κατάλληλα μέσα για να προβαίνει σε γνωστοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 69(1)(β), ή να ζητεί άρση της αναστολής της χρήσης του μέσου πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 68(4), και κατόπιν αιτήματος να παρέχει στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών τα μέσα για να αποδείξει, εντός δεκαοκτώ (18) μηνών από τη γνωστοποίηση, ότι ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών όντως προέβη στην εν λόγω γνωστοποίηση·

(δ) να παρέχει στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών τη δυνατότητα να προβεί σε γνωστοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 69(1)(β) χωρίς επιβάρυνση και να χρεώνει μόνο, αν όχι καθόλου, το κόστος αντικατάστασης που αποδίδεται άμεσα στο μέσο πληρωμών·

(ε) να αποτρέπει κάθε χρήση του μέσου πληρωμών μόλις πραγματοποιηθεί η γνωστοποίηση, σύμφωνα με το άρθρο 69(1)(β).

(2) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών επωμίζεται τον κίνδυνο της αποστολής μέσου πληρωμών ή κάθε εξατομικευμένου διαπιστευτηρίου ασφαλείας που σχετίζεται με τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών.

Γνωστοποίηση και αποκατάσταση μη εγκεκριμένων ή εσφαλμένα εκτελεσθείσων πράξεων πληρωμής

71.-(1) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αποκαθιστά μία μη εγκεκριμένη ή εσφαλμένα εκτελεσθείσα πράξη πληρωμής στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, μόνο αν ο τελευταίος ειδοποιήσει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, μόλις πληροφορηθεί οποιαδήποτε τέτοια πράξη πληρωμής που θεμελιώνει δικαίωμα απαίτησης, συμπεριλαμβανομένων των προβλεπομένων στο άρθρο 89, και το αργότερο έως δεκατρείς (13) μήνες από την ημερομηνία χρέωσης.

(2) Τα χρονικά περιθώρια για την ειδοποίηση, που προβλέπονται στο εδάφιο (1), δεν εφαρμόζονται, όταν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν παρείχε ούτε κατέστησε διαθέσιμες τις πληροφορίες για την πράξη αυτή σύμφωνα με το Μέρος ΙΙΙ.

(3) Σε περίπτωση που εμπλέκεται πάροχος υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών λαμβάνει την αποκατάσταση από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού, σύμφωνα με το εδάφιο (1), χωρίς επηρεασμό του άρθρου 73(3) και (4) και του άρθρου 89(1).

Στοιχεία που τεκμηριώνουν τη γνησιότητα και την εκτέλεση πράξεων πληρωμών

72.-(1) Στην περίπτωση που ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών αρνείται ότι έχει εγκρίνει εκτελεσθείσα πράξη πληρωμής ή ισχυρίζεται ότι η πράξη πληρωμής δεν εκτελέστηκε σωστά, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αποδεικνύει ότι εξακριβώθηκε η γνησιότητα της πράξης πληρωμής, ότι αυτή καταγράφηκε επακριβώς, καταχωρίστηκε στους λογαριασμούς και δεν επηρεάσθηκε από τεχνική βλάβη ή άλλη δυσλειτουργία της υπηρεσίας που παρέχεται από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.

(2) Σε περίπτωση που η έναρξη της πράξης πληρωμής διενεργείται μέσω παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής φέρει το βάρος της απόδειξης ότι, εντός του πεδίου αρμοδιότητάς του, έχει εξακριβωθεί η γνησιότητα της πράξης πληρωμής και ότι αυτή καταγράφηκε επακριβώς και δεν επηρεάστηκε από τεχνική βλάβη ή άλλη δυσλειτουργία που συνδέεται με την υπηρεσία πληρωμών με την οποία έχει επιφορτισθεί.

(3) Σε περίπτωση που χρήστης υπηρεσιών πληρωμών αρνείται ότι έχει εγκρίνει εκτελεσθείσα πράξη πληρωμής, η χρήση ενός μέσου πληρωμών που έχει καταγραφεί από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, περιλαμβανομένου κατά περίπτωση του παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, δεν αποτελεί αναγκαστικά, αφ’ εαυτού της, επαρκή απόδειξη ότι ο πληρωτής είχε εγκρίνει την πράξη πληρωμής ή ότι ενήργησε με δόλο ή δεν εκπλήρωσε από πρόθεση ή βαριά αμέλεια μία ή περισσότερες από τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 69.

(4) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, παρέχει αποδεικτικά στοιχεία για την απόδειξη απάτης ή βαριάς αμέλειας από τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών.

Ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής

73.-(1) Χωρίς επηρεασμό του άρθρου 71, σε περίπτωση μη εγκεκριμένης πράξης πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή επιστρέφει στον πληρωτή το ποσό της μη εγκεκριμένης πράξης πληρωμής αμέσως και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο έως το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας, μετά από ενημέρωση ή ειδοποίηση σχετικά με τη συναλλαγή, εκτός αν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή έχει βάσιμες υπόνοιες απάτης και κοινοποιεί τους λόγους αυτούς στην Κεντρική Τράπεζα γραπτώς.

(2) Κατά περίπτωση, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή επαναφέρει τον λογαριασμό πληρωμών που χρεώθηκε στην κατάσταση που θα βρισκόταν εάν η μη εγκεκριμένη πράξη πληρωμής δεν είχε πραγματοποιηθεί, ενέργεια η οποία διασφαλίζει ότι η ημερομηνία αξίας για την πίστωση του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή δεν είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας κατά την οποία χρεώθηκε το ποσό.

(3) Σε περίπτωση που η έναρξη της πράξης πληρωμής έχει διενεργηθεί μέσω παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού επιστρέφει αμέσως και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο έως το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας το ποσό της μη εγκεκριμένης πράξης πληρωμής και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, επαναφέρει τον λογαριασμό χρέωσης των πληρωμών που χρεώθηκε στην κατάσταση που θα βρισκόταν, εάν δεν είχε πραγματοποιηθεί η μη εγκεκριμένη πράξη πληρωμής.

(4) Σε περίπτωση που ο πάροχος υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής ευθύνεται για τη μη εγκεκριμένη πράξη πληρωμής, αποζημιώνει αμέσως τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού, κατόπιν αιτήματός του, για τις ζημιές που υπέστη ή τα ποσά που κατέβαλε ως αποτέλεσμα της επιστροφής στον πληρωτή, περιλαμβανομένου του ποσού της μη εγκεκριμένης πράξης πληρωμής και, σύμφωνα με το άρθρο 72(1) και (2), ο πάροχος υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής φέρει το βάρος της απόδειξης ότι, εντός του πεδίου αρμοδιότητάς του, έχει εξακριβωθεί η γνησιότητα της πράξης πληρωμής και ότι αυτή καταγράφηκε επακριβώς και δεν επηρεάστηκε από τεχνική βλάβη ή άλλη δυσλειτουργία που συνδέεται με την υπηρεσία πληρωμών με την οποία έχει επιφορτισθεί.

(5) Η χορήγηση περαιτέρω οικονομικής αποζημίωσης επιτρέπεται να καθορίζεται σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ του πληρωτή και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών ή τη σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ του πληρωτή και του παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, κατά περίπτωση.

Ευθύνη του πληρωτή για μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής

74.-(1) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 73, ο πληρωτής επιτρέπεται να υποχρεωθεί να αναλάβει όλες τις ζημιές που σχετίζονται με μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής μέχρι ανώτατου ποσού πενήντα ευρώ (€50) για τις ζημιές που απορρέουν από τη χρήση απολεσθέντος ή κλαπέντος μέσου πληρωμών ή από υπεξαίρεση μέσου πληρωμών, με εξαίρεση την περίπτωση-

(α) Απώλειας, κλοπής ή υπεξαίρεσης του μέσου πληρωμών, η οποία δεν ήταν δυνατό να εντοπιστεί από τον πληρωτή πριν από την πληρωμή και εφόσον ο πληρωτής δεν ενήργησε με δόλο· ή

(β) ζημιάς που προκλήθηκε από πράξεις ή παραλείψεις υπαλλήλου, αντιπροσώπου ή υποκαταστήματος ενός παρόχου υπηρεσιών πληρωμών ή οντότητας στην οποία ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών είχε αναθέσει τις δραστηριότητές του.

(2) Ο πληρωτής ευθύνεται για όλες τις ζημιές που σχετίζονται με μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής, εφόσον οι ζημιές αυτές οφείλονται στο γεγονός ότι ενήργησε με δόλο ή δεν εκπλήρωσε μία ή περισσότερες από τις κατά το άρθρο 69 υποχρεώσεις του από πρόθεση ή βαριά αμέλεια.

(3) Στις κατά το εδάφιο (2) αναφερόμενες περιπτώσεις δεν εφαρμόζεται το ανώτατο χρηματικό ποσό που αναφέρεται στο εδάφιο (1).

(4) Σε περίπτωση που ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή δεν απαιτεί αυστηρή εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη, ο πληρωτής ευθύνεται για τυχόν οικονομικές συνέπειες μόνο σε περίπτωση που ενήργησε με δόλο, και, σε περίπτωση που ο δικαιούχος ή ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου αδυνατεί να δεχτεί αυστηρή εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη, οφείλει να αποζημιώσει τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή για την οικονομική ζημιά που υπέστη.

(5) Ο πληρωτής δεν επωμίζεται οικονομικές συνέπειες που απορρέουν από τη χρήση του απολεσθέντος, κλαπέντος ή υπεξαιρεθέντος μέσου πληρωμών μετά την ειδοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 69(1)(β), εκτός αν ο πληρωτής έχει ενεργήσει με δόλο.

(6) Σε περίπτωση που ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν παρέχει τα κατάλληλα μέσα, τα οποία να επιτρέπουν ανά πάσα στιγμή την ειδοποίηση για την απώλεια, κλοπή ή υπεξαίρεση του μέσου πληρωμών, όπως ορίζεται στο άρθρο 70(1)(γ), ο πληρωτής δεν ευθύνεται για τις οικονομικές συνέπειες που απορρέουν από τη χρήση του εν λόγω μέσου, εκτός εάν ο πληρωτής ενήργησε με δόλο.

Πράξεις πληρωμής στις οποίες το ποσό της πράξης δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων

75.-(1) Στην περίπτωση που διενεργείται έναρξη πράξης πληρωμής από τον δικαιούχο ή μέσω αυτού στο πλαίσιο πράξης πληρωμής με κάρτα και το ακριβές ποσό δεν είναι γνωστό τη στιγμή που ο πληρωτής συναινεί να εκτελεστεί η πράξη πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή επιτρέπεται να δεσμεύσει χρηματικά ποσά στον λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή, μόνο στην περίπτωση που αυτός έχει δώσει τη συγκατάθεσή του για το ακριβές ύψος του ποσού που πρόκειται να δεσμευτεί.

(2) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή αποδεσμεύει πάραυτα τα χρηματικά ποσά που έχουν δεσμευτεί στον λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή δυνάμει του εδαφίου (1), χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και εν πάση περιπτώσει μόλις λάβει την πληροφορία για το ακριβές ποσό της πράξης πληρωμής, ήτοι το αργότερο αμέσως μετά τη λήψη της εντολής πληρωμής.

Επιστροφές χρηματικών ποσών για πράξεις πληρωμής των οποίων η έναρξη διενεργείται από δικαιούχο ή μέσω αυτού

76.-(1) Ο πληρωτής έχει το δικαίωμα επιστροφής, από τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, των χρηματικών ποσών που αντιστοιχούν σε εγκεκριμένη πράξη πληρωμής της οποίας η έναρξη διενεργήθηκε από δικαιούχο ή μέσω δικαιούχου και η οποία έχει ήδη εκτελεσθεί, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Κατά την έγκριση δεν προσδιορίστηκε το ακριβές ποσό της πράξης πληρωμής·

(β) το ποσό της πράξης πληρωμής υπερβαίνει το ποσό που θα ανέμενε εύλογα ο πληρωτής, λαμβάνοντας υπόψη τις προηγούμενες χρεώσεις του, τους όρους της σύμβασης-πλαισίου και τις σχετικές περιστάσεις της υπόθεσης.

(2) Κατόπιν αιτήματος του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, ο πληρωτής φέρει την ευθύνη να αποδείξει την εκπλήρωση των προϋποθέσεων που αναφέρονται στο εδάφιο (1).

(3) Η επιστροφή των χρηματικών ποσών, που προβλέπονται στο εδάφιο (1), αφορά ολόκληρο το ποσό της εκτελεσθείσας πράξης πληρωμής και η ημερομηνία αξίας, για την πίστωση του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή, δεν είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας κατά την οποία χρεώθηκε το ποσό.

(4) Χωρίς επηρεασμό του εδαφίου (6), επιπροσθέτως του δικαιώματος που προβλέπεται στα εδάφια (1) έως (3), για τις άμεσες χρεώσεις, όπως αναφέρεται στο Άρθρο 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012, ο πληρωτής τηρεί ανεπιφύλακτο δικαίωμα επιστροφής χρηματικών ποσών εντός των χρονικών προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 77.

(5) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (4), για τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), ο πληρωτής δεν επικαλείται λόγους που συνδέονται με μετατροπή συναλλάγματος, εφόσον εφαρμόσθηκε η ισοτιμία αναφοράς που έχει συμφωνήσει με τον οικείο του πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με το άρθρο 45(1)(δ) και το άρθρο 52(γ)(ii).

(6) Στη σύμβαση-πλαίσιο μεταξύ του πληρωτή και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών επιτρέπεται να συμφωνείται ότι ο πληρωτής δεν δικαιούται την επιστροφή χρηματικών ποσών που προβλέπονται στο εδάφιο (1), σε περίπτωση που-

(α) Ο πληρωτής έχει δώσει τη συγκατάθεσή του για να εκτελεστεί η πράξη πληρωμής απευθείας στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του∙ και

(β) κατά περίπτωση, οι πληροφορίες για τη μελλοντική πράξη πληρωμής παρέχονται ή τίθενται στη διάθεση του πληρωτή, κατά τον συμφωνηθέντα τρόπο, τουλάχιστον τέσσερις (4) εβδομάδες πριν από την προβλεπόμενη ημερομηνία από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή από τον δικαιούχο.

Αιτήσεις επιστροφής χρηματικών ποσών για πράξεις πληρωμής των οποίων η έναρξη διενεργείται από δικαιούχο ή μέσω αυτού

77.-(1) Ο πληρωτής δύναται να ζητήσει την επιστροφή των χρηματικών ποσών που προβλέπονται στο άρθρο 76 και η οποία αντιστοιχεί σε εγκεκριμένη πράξη πληρωμής η οποία κινήθηκε από δικαιούχο ή μέσω αυτού εντός οκτώ (8) εβδομάδων από την ημερομηνία χρέωσης των χρηματικών ποσών.

(2) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης επιστροφής, είτε επιστρέφει ολόκληρο το ποσό της πράξης πληρωμής είτε κοινοποιεί στον πληρωτή αιτιολογημένη άρνηση επιστροφής, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα τα όργανα στα οποία μπορεί να προσφύγει ο πληρωτής, σύμφωνα με τα άρθρα 98 έως 101, σε περίπτωση που δεν αποδέχεται την παρεχόμενη αιτιολόγηση.

(3) Το δικαίωμα του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών δυνάμει του εδαφίου (2) να αρνείται επιστροφή χρηματικών ποσών δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση του άρθρου 76(4).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ - ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΠΡΑΞΕΩΝ ΠΛΗΡΩΜΗΣ
Λήψη εντολών πληρωμής

78.-(1) Ως χρόνος λήψης εντολής πληρωμής, ορίζεται ο χρόνος κατά τον οποίο ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή λαμβάνει την εντολή πληρωμής.

(2) Ο λογαριασμός του πληρωτή δεν χρεώνεται πριν από την παραλαβή της εντολής πληρωμής και, σε περίτπωση που ο χρόνος λήψης δεν είναι εργάσιμη ημέρα για τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, η εντολή πληρωμής λογίζεται ως ληφθείσα την επόμενη εργάσιμη ημέρα.

(3) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών επιτρέπεται να ορίσει ένα οριακό χρονικό σημείο προς το τέλος της εργάσιμης ημέρας πέραν του οποίου κάθε λαμβανόμενη εντολή πληρωμής λογίζεται ως ληφθείσα την επόμενη εργάσιμη ημέρα.

(4) Σε περίπτωση που, ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών που κίνησε εντολή πληρωμής και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του συμφωνήσουν ότι η εκτέλεση της εντολής πληρωμής αρχίζει σε συγκεκριμένη ημέρα ή στο τέλος συγκεκριμένης περιόδου ή την ημέρα που ο πληρωτής θα έχει θέσει χρηματικά ποσά στη διάθεση του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του, ως χρόνος λήψης της εντολής πληρωμής για τους σκοπούς του άρθρου 83 θεωρείται η συμφωνηθείσα ημέρα.

(5) Σε περίπτωση που, η κατά το εδάφιο (4) συμφωνηθείσα ημέρα δεν είναι εργάσιμη ημέρα για τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, η εντολή πληρωμής που λαμβάνεται λογίζεται ως ληφθείσα την επόμενη εργάσιμη ημέρα.

Άρνηση εντολών πληρωμής

79.-(1) Σε περίπτωση που, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αρνείται να εκτελέσει εντολή πληρωμής ή να εκκινήσει πράξη πληρωμής, οφείλει να γνωστοποιήσει στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών την άρνηση και, ει δυνατόν, τους λόγους της άρνησης και τη διαδικασία αποκατάστασης των τυχόν λαθών που οδήγησαν στην άρνηση, εκτός αν αυτό απαγορεύεται από άλλη σχετική διάταξη του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του δικαίου του οικείου κράτους μέλους.

(2) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει ή καθιστά διαθέσιμη, κατά τον συμφωνηθέντα τρόπο, τη γνωστοποίηση με την πρώτη ευκαιρία και, σε κάθε περίπτωση, εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 83.

(3) Η σύμβαση-πλαίσιο επιτρέπεται να περιλαμβάνει όρο, σύμφωνα με τον οποίο ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών θα έχει δικαίωμα να επιβάλει εύλογη επιβάρυνση για την άρνηση αυτή, εάν η άρνηση είναι αντικειμενικώς αιτιολογημένη.

(4) Ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του πληρωτή, εφόσον πληρούνται όλοι οι όροι που προβλέπονται στη σύμβαση-πλαίσιο του πληρωτή, δεν αρνείται να εκτελέσει εγκεκριμένη εντολή πληρωμής, ανεξαρτήτως του εάν η έναρξη της εντολής πληρωμής διενεργήθηκε απευθείας από τον πληρωτή ή μέσω του παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής ή από δικαιούχο ή μέσω αυτού, εκτός αν η εκτέλεση της εντολής πληρωμής απαγορεύεται από άλλη σχετική διάταξη του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή δικαίου του οικείου κράτους μέλους.

(5) Για τους σκοπούς των άρθρων 83 και 89, εντολή πληρωμής της οποίας η εκτέλεση απορρίφθηκε θεωρείται ως μη ληφθείσα.

Ανέκκλητο εντολής πληρωμής

80.-(1) Ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών απαγορεύεται να ανακαλέσει εντολή πληρωμής σε περίπτωση που αυτή λήφθηκε από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, νοουμένου ότι δεν προβλέπεται διαφορετική ρύθμιση στο παρόν άρθρο.

(2) Στην περίπτωση που διενεργείται έναρξη πράξης πληρωμής από πάροχο υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής ή από τον δικαιούχο ή μέσω αυτού, ο πληρωτής δεν ανακαλεί την εντολή πληρωμής μετά την παραχώρηση της συγκατάθεσής του στον πάροχο υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής να διενεργήσει την έναρξη της πράξης πληρωμής ή μετά την παραχώρηση της συγκατάθεσής του να εκτελεστεί η πράξη πληρωμής προς τον δικαιούχο.

(3) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (2), στην περίπτωση άμεσης χρέωσης και χωρίς επηρεασμό των δικαιωμάτων επιστροφής, ο πληρωτής επιτρέπεται να ανακαλέσει την εντολή πληρωμής το αργότερο έως το τέλος της εργάσιμης ημέρας που προηγείται της ημέρας που συμφωνήθηκε για τη χρέωση των χρηματικών ποσών.

(4) Στην περίπτωση που προβλέπεται στο άρθρο 78(4) και (5), ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών επιτρέπεται να ανακαλέσει εντολή πληρωμής το αργότερο έως το τέλος της εργάσιμης ημέρας που προηγείται της συμφωνηθείσας ημέρας.

(5) Μετά την παρέλευση των προθεσμιών που προβλέπονται στα εδάφια (1) έως (4), η εντολή πληρωμής επιτρέπεται να ανακληθεί μόνο με συμφωνία μεταξύ του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και του οικείου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών.

(6) Στην περίπτωση που αναφέρεται στα εδάφια (2) και (3), απαιτείται η συμφωνία του δικαιούχου.

(7) Σε περίπτωση που προβλέπεται στη σύμβαση-πλαίσιο, ο οικείος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών επιτρέπεται να επιβάλει χρέωση σε περίπτωση ανάκλησης εντολής πληρωμής.

Μεταφορά και λήψη χρηματικών ποσών

81.-(1) Τηρουμένου του εδαφίου (2), ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου και οι τυχόν ενδιάμεσοι των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών μεταφέρουν το πλήρες ποσό της πράξης πληρωμής και δεν αφαιρούν επιβαρύνσεις από το μεταφερόμενο ποσό.

(2) Ο δικαιούχος και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών επιτρέπεται να συμφωνούν ότι ο σχετικός πάροχος των υπηρεσιών πληρωμών αφαιρεί τη χρέωσή του από το μεταφερόμενο ποσό πριν αυτό πιστωθεί στον δικαιούχο και, στην περίπτωση αυτή, το πλήρες ποσό της πράξης πληρωμής και οι επιβαρύνσεις εμφαίνονται χωριστά στις πληροφορίες που παρέχονται στον δικαιούχο.

(3) Σε περίπτωση που από το μεταφερόμενο ποσό αφαιρούνται επιβαρύνσεις άλλες από εκείνες που αναφέρονται στο εδάφιο (2), ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμής του πληρωτή μεριμνά, ώστε ο δικαιούχος να λαμβάνει το πλήρες ποσό της πράξης πληρωμής της οποίας η έναρξη διενεργήθηκε από τον πληρωτή και, όταν διενεργείται έναρξη πράξης πληρωμής από τον δικαιούχο ή μέσω αυτού, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου μεριμνά, ώστε ο δικαιούχος να λαμβάνει το πλήρες ποσό της πράξης πληρωμής.

Πεδίο εφαρμογής των άρθρων 82 έως 87

82.-(1) Τα άρθρα 82 έως 87 εφαρμόζονται όσον αφορά-

(α) Πράξεις πληρωμών σε ευρώ·

(β) εθνικές πράξεις πληρωμών στο νόμισμα του κράτους μέλους εκτός της Ζώνης του Ευρώ·

(γ) πράξεις πληρωμών που απαιτούν μόνο μία μετατροπή νομίσματος μεταξύ του ευρώ και του επίσημου νομίσματος κράτους μέλους εκτός της Ζώνης του Ευρώ, εφόσον η απαιτούμενη μετατροπή νομίσματος πραγματοποιείται στο κράτος μέλος εκτός της Ζώνης του Ευρώ και, στην περίπτωση διασυνοριακών συναλλαγών πληρωμών, η διασυνοριακή μεταφορά πραγματοποιείται σε ευρώ.

(2) Τα άρθρα 82 έως 87 εφαρμόζονται και επί πράξεων πληρωμών που δεν προβλέπονται στο εδάφιο (1), εκτός αν υπάρχει διαφορετική συμφωνία μεταξύ του χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, με εξαίρεση το άρθρο 87 η εφαρμογή του οποίου δεν εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια των μερών.

(3) Σε περίπτωση που ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του συμφωνούν περίοδο μεγαλύτερη από την οριζόμενη στο άρθρο 83 για πράξεις πληρωμής εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η περίοδος αυτή δεν υπερβαίνει τις τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες μετά τον χρόνο λήψης, όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 78.

Πράξεις πληρωμής προς λογαριασμό πληρωμών

83.-(1) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή μεριμνά, ώστε, μετά τη λήψη της εντολής όπως προβλέπεται στο άρθρο 78, το ποσό της πράξης πληρωμής να πιστώνεται στον λογαριασμό του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου έως το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας, με δικαίωμα παράτασης της εν λόγω προθεσμίας κατά μία (1) επιπλέον εργάσιμη ημέρα για τις πράξεις πληρωμής των οποίων η έναρξη διενεργείται σε έγχαρτη μορφή.

(2) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου καθορίζει ημερομηνία αξίας και καθιστά διαθέσιμο το ποσό της πράξης πληρωμής στον λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου μετά την παραλαβή των χρηματικών ποσών από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με το άρθρο 87.

(3) Ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου διαβιβάζει εντολή πληρωμής της οποίας η έναρξη διενεργήθηκε από τον δικαιούχο ή μέσω αυτού στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή εντός της προθεσμίας που συμφωνήθηκε μεταξύ του δικαιούχου και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, καθιστώντας δυνατή την τακτοποίησή της, όσον αφορά την άμεση χρέωση, κατά τη συμφωνηθείσα καταληκτική ημερομηνία.

Περιπτώσεις κατά τις οποίες ο δικαιούχος δεν διαθέτει λογαριασμό πληρωμών στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών

84. Στην περίπτωση που ο δικαιούχος δεν διαθέτει λογαριασμό πληρωμών στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, τα χρηματικά ποσά τίθενται στη διάθεση του δικαιούχου από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, ο οποίος τα παραλαμβάνει για λογαριασμό του δικαιούχου, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 83.

Μετρητά που κατατίθενται σε λογαριασμό πληρωμών

85. Σε περίπτωση που καταναλωτής καταθέτει μετρητά σε λογαριασμό πληρωμών τηρούμενο από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών στο νόμισμα του εν λόγω λογαριασμού πληρωμών, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μεριμνά, ώστε το ποσό να καθίσταται διαθέσιμο αμέσως μετά τη λήψη του, με την αντίστοιχη ημερομηνία αξίας:

Νοείται ότι, εάν ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών δεν είναι καταναλωτής, το ποσό καθίσταται διαθέσιμο με ημερομηνία αξίας το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα μετά τη λήψη του.

Εθνικές πράξεις πληρωμής

86. Η Κεντρική Τράπεζα δύναται με οδηγία της να ορίσει, εάν το κρίνει σκόπιμο, συντομότερες ανώτατες προθεσμίες εκτέλεσης από εκείνες που προβλέπονται στα άρθρα 82, 83, 84, 85 και 87, αναφορικά με πράξεις πληρωμής που διενεργούνται στη Δημοκρατία.

Ημερομηνία αξίας και διαθεσιμότητα χρηματικών ποσών

87.-(1) Η ημερομηνία αξίας για την πίστωση του λογαριασμού πληρωμών του δικαιούχου είναι, το αργότερο, η εργάσιμη ημέρα κατά την οποία πιστώνεται ο λογαριασμός του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου με το ποσό της πράξης πληρωμής.

(2) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου μεριμνά, ώστε το ποσό της πράξης πληρωμής να είναι στη διάθεση του δικαιούχου ευθύς ως ο λογαριασμός του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου πιστωθεί με το ποσό της πράξης πληρωμής, όταν από την πλευρά του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου-

(α) Δεν υπάρχει μετατροπή συναλλάγματος, ή

(β) υπάρχει μετατροπή συναλλάγματος μεταξύ του ευρώ και νομίσματος κράτους μέλους ή μεταξύ δύο νομισμάτων κρατών μελών.

(3) Η υποχρέωση που προβλέπεται στο εδάφιο (2) εφαρμόζεται επίσης επί πληρωμών εντός του πλαισίου ενός παρόχου υπηρεσιών πληρωμών.

(4) Η ημερομηνία αξίας για τη χρέωση του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή δεν είναι προγενέστερη του χρόνου κατά τον οποίο γίνεται η χρέωση του εν λόγω λογαριασμού πληρωμών με το ποσό της πράξης πληρωμής.

Ευθύνη για λανθασμένα αποκλειστικά μέσα ταυτοποίησης

88.-(1) Σε περίπτωση που η πράξη πληρωμής εκτελεστεί σύμφωνα με το αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης, θεωρείται ότι εκτελέστηκε ορθά όσον αφορά τον δικαιούχο που αναγράφεται στο αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης.

(2) Σε περίπτωση που το αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης που παρέχει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών είναι λανθασμένο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν φέρει ευθύνη δυνάμει του άρθρου 89, για τη μη εκτέλεση ή την εσφαλμένη εκτέλεση της πράξης πληρωμής.

(3) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (2), ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή καταβάλλει εύλογες προσπάθειες για την ανάκτηση των χρηματικών ποσών που αφορά η πράξη πληρωμής, ο δε πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου οφείλει να συνεργάζεται σε αυτές τις προσπάθειες, παρέχοντας, μεταξύ άλλων, στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή όλες τις σχετικές πληροφορίες για την είσπραξη των χρηματικών ποσών.

(4) Σε περίπτωση που η συλλογή των χρηματικών ποσών, σύμφωνα με το εδάφιο (3), δεν είναι δυνατή, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή παρέχει στον πληρωτή κατόπιν γραπτού αιτήματος, όλες τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του, οι οποίες είναι σημαντικές για τον πληρωτή προκειμένου αυτός να προβάλει νομική αξίωση για ανάκτηση των χρηματικών ποσών.

(5) Σε περίπτωση που γίνεται πρόβλεψη στη σύμβαση-πλαίσιο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών επιτρέπεται να επιβάλει χρέωση στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών για την ανάκτηση των ποσών.

(6) Σε περίπτωση που ο χρήστης των υπηρεσιών πληρωμών προσκομίσει πρόσθετες πληροφορίες πέραν των προβλεπομένων στο άρθρο 45(1)(α) ή στο άρθρο 52(β)(ii), ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ευθύνεται μόνο για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής σύμφωνα με το παρασχεθέν από τον χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης.

Ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για μη εκτέλεση, εσφαλμένη ή καθυστερημένη εκτέλεση πράξεων πληρωμής

89.-(1)(α) Σε περίπτωση που η έναρξη της εντολής πληρωμής διενεργείται απευθείας από τον πληρωτή, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, χωρίς επηρεασμό του άρθρου 71 του άρθρου 88(2) έως (4) και του άρθρου 93, είναι υπεύθυνος έναντι του πληρωτή για την ορθή εκτέλεση της πράξης πληρωμής, εκτός εάν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή μπορεί να αποδείξει στον πληρωτή και, κατά περίπτωση, στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου έλαβε το ποσό της πράξης πληρωμής, σύμφωνα με το άρθρο 83(1) και, στην περίπτωση αυτή, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου είναι υπεύθυνος έναντι του δικαιούχου για την ορθή εκτέλεση της πράξης πληρωμής.

(β) Σε περίπτωση που ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή είναι υπεύθυνος βάσει της παραγράφου (α), επιστρέφει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στον πληρωτή το ποσό της ανεκτέλεστης ή εσφαλμένης πράξης πληρωμής και, κατά περίπτωση, επαναφέρει τον λογαριασμό πληρωμών που χρεώθηκε στην κατάσταση που θα βρισκόταν, εάν δεν είχε πραγματοποιηθεί η εσφαλμένη πράξη πληρωμής, και η ημερομηνία αξίας για την πίστωση του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή δεν είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας κατά την οποία χρεώθηκε το ποσό.

(γ) Σε περίπτωση που ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου είναι υπεύθυνος βάσει της παραγράφου (α), θέτει αμέσως το ποσό της πράξης πληρωμής στη διάθεση του δικαιούχου και, κατά περίπτωση, πιστώνει το αντίστοιχο ποσό στον λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου, με ημερομηνία αξίας για τον λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου, η οποία δεν είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας αξίας που θα είχε το ποσό στην περίπτωση ορθής εκτέλεσης της πράξης πληρωμής, σύμφωνα με το άρθρο 87.

(δ) Σε περίπτωση που η πράξη πληρωμής εκτελεστεί με καθυστέρηση, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου εξασφαλίζει κατόπιν αιτήματος του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή που ενεργεί για λογαριασμό του πληρωτή, ότι η ημερομηνία αξίας για τον λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου δεν είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας αξίας που θα είχε το ποσό στην περίπτωση ορθής εκτέλεσης της πράξης πληρωμής.

(ε) Σε περίπτωση μη εκτέλεσης ή εσφαλμένης εκτέλεσης πράξης πληρωμής, όταν η έναρξη της εντολής πληρωμής διενεργείται από τον πληρωτή, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, ανεξαρτήτως της ευθύνης που υπέχει στο πλαίσιο του παρόντος εδαφίου, προσπαθεί αμέσως, αν του ζητηθεί, να ανιχνεύσει την πράξη πληρωμής και ειδοποιεί τον πληρωτή για το αποτέλεσμα, το οποίο δεν επιβαρύνει τον πληρωτή.

(2)(α) Σε περίπτωση που η έναρξη της εντολής πληρωμής διενεργείται από τον δικαιούχο ή μέσω αυτού, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου είναι, χωρίς επηρεασμό του άρθρου 71, του άρθρου 88(2) έως (4) και του άρθρου 93, υπεύθυνος έναντι του δικαιούχου για την ορθή διαβίβαση της εντολής πληρωμής στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, σύμφωνα με το άρθρο 83(3).

(β) Σε περίπτωση που ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου είναι υπεύθυνος βάσει της παραγράφου (α), διαβιβάζει, εκ νέου, αμέσως την εν λόγω εντολή πληρωμής στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή και, σε περίπτωση καθυστερημένης διαβίβασης της εντολής πληρωμής, το ποσό έχει ημερομηνία αξίας στον λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου που δεν είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας αξίας που θα είχε το ποσό στην περίπτωση ορθής εκτέλεσης της πράξης πληρωμής.

(γ) Χωρίς επηρεασμό της παραγράφου (α), ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου είναι, χωρίς επηρεασμό του άρθρου 71, του άρθρου 88(2) έως (4) και του άρθρου 93, υπεύθυνος έναντι του δικαιούχου για τη διεκπεραίωση της εντολής πληρωμής, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 87.

(δ) Σε περίπτωση που ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου είναι υπεύθυνος δυνάμει της παραγράφου (γ), μεριμνά, ώστε το ποσό της πράξης πληρωμής να είναι στη διάθεση του δικαιούχου αμέσως μόλις το ποσό αυτό πιστωθεί στον λογαριασμό του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου, και το ποσό έχει ημερομηνία αξίας στον λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου, η οποία δεν είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας αξίας που θα είχε το ποσό στην περίπτωση ορθής εκτέλεσης της πράξης πληρωμής.

(ε) Σε περίπτωση μη εκτέλεσης ή εσφαλμένης εκτέλεσης πράξης πληρωμής για την οποία ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου δεν είναι υπεύθυνος στο πλαίσιο των παραγράφων (α), (γ) και (δ) ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή είναι υπεύθυνος έναντι του πληρωτή.

(στ) Σε περίπτωση που ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή είναι υπεύθυνος σύμφωνα με την παράγραφο (ε), τότε, κατά περίπτωση και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, επιστρέφει στον πληρωτή το ποσό της ανεκτέλεστης ή εσφαλμένης πράξης πληρωμής και επαναφέρει τον λογαριασμό πληρωμών που χρεώθηκε στην κατάσταση που θα βρισκόταν, εάν δεν είχε πραγματοποιηθεί η εσφαλμένη πράξη πληρωμής, και η ημερομηνία αξίας για την πίστωση του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή δεν είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας κατά την οποία χρεώθηκε το ποσό.

(ζ) Οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους (ε) και (στ) δεν εφαρμόζονται επί του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, εφόσον ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή αποδεικνύει ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου έχει λάβει το ποσό της πράξης πληρωμής, ακόμη και στην περίπτωση που η εκτέλεση της πράξης πληρωμής καθυστέρησε ελάχιστα.

(η) Στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο (ζ), ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου ορίζει για το ποσό ημερομηνία αξίας στον λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου που δεν είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας αξίας, που το ποσό θα είχε στην περίπτωση ορθής εκτέλεσης.

(θ) Σε περίπτωση μη εκτέλεσης ή εσφαλμένης εκτέλεσης πράξης πληρωμής, που η έναρξη της εντολής πληρωμής διενεργείται από τον δικαιούχο ή μέσω του δικαιούχου, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου, ανεξαρτήτως της ευθύνης που υπέχει στο πλαίσιο του παρόντος εδαφίου, καταβάλλει άμεσα, αφού του ζητηθεί, προσπάθειες να εντοπίσει τις πράξεις πληρωμής και ειδοποιεί τον δικαιούχο για το αποτέλεσμα, το οποίο δεν επιβαρύνει τον δικαιούχο.

(3) Χωρίς επηρεασμό των εδαφίων (1) και (2), ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών είναι υπεύθυνος έναντι των αντίστοιχων χρηστών υπηρεσιών πληρωμών τους για τυχόν χρεώσεις για τις οποίες φέρουν την ευθύνη και για τόκους που επιβαρύνουν τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών ως συνέπεια της μη εκτέλεσης ή της εσφαλμένης, συμπεριλαμβανομένης της καθυστερημένης, εκτέλεσης της πράξης πληρωμής.

Ευθύνη για τη μη εκτέλεση, για την εσφαλμένη ή για την καθυστερημένη εκτέλεση πράξεων πληρωμής, στην περίπτωση υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής

90.-(1) Σε περίπτωση που η έναρξη εντολής πληρωμής διενεργείται από τον πληρωτή μέσω παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού επιστρέφει στον πληρωτή, χωρίς επηρεασμό του άρθρου 71 και του άρθρου 88(2) έως (4), το ποσό της μη εκτελεσθείσας ή της εσφαλμένης πράξης πληρωμής και, κατά περίπτωση, επαναφέρει τον λογαριασμό πληρωμών που χρεώθηκε στην κατάσταση που θα βρισκόταν αν δεν είχε πραγματοποιηθεί η εσφαλμένη πράξη πληρωμής.

(2) Ο πάροχος υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής φέρει το βάρος της απόδειξης ότι η εντολή πληρωμής λήφθηκε από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του πληρωτή, σύμφωνα με το άρθρο 78 και ότι, εντός του πεδίου αρμοδιότητάς του, έχει εξακριβωθεί η γνησιότητα της πράξης πληρωμής, ότι αυτή έχει καταγραφεί επακριβώς και δεν έχει επηρεαστεί από τεχνική βλάβη ή άλλη δυσλειτουργία που συνδέεται με μη εκτέλεση, εσφαλμένη ή καθυστερημένη εκτέλεση της συναλλαγής.

(3) Σε περίπτωση που ο πάροχος υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής ευθύνεται για τη μη εκτέλεση, την εσφαλμένη ή την καθυστερημένη εκτέλεση της πράξης πληρωμής, αποζημιώνει αμέσως τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού, κατόπιν αιτήματός του, για τις ζημιές που υπέστη ή τα ποσά που κατέβαλε ως αποτέλεσμα της επιστροφής στον πληρωτή.

Πρόσθετη οικονομική αποζημίωση

91. Τυχόν πρόσθετη οικονομική αποζημίωση σε σχέση με αυτή που προβλέπεται στα άρθρα 88 έως 90, 92 και 93, επιτρέπεται να καθορίζεται σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο στη συναφθείσα σύμβαση μεταξύ του χρήστη και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών.

Αποζημίωση όταν η ευθύνη παρόχου υπηρεσιών πληρωμών αποδίδεται σε άλλον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή σε μεσάζοντα

92.-(1) Σε περίπτωση που η ευθύνη ενός παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με τα άρθρα 73, 89 και 90, αποδίδεται σε άλλον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή σε μεσάζοντα, ο δεύτερος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ή ο μεσάζων αποζημιώνει τον πρώτο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών για κάθε ζημιά που υπέστη ή για κάθε ποσό που κατέβαλε στο πλαίσιο των άρθρων 73, 89 και 90.

(2) Η κατά το εδάφιο (1) ευθύνη περιλαμβάνει αποζημίωση σε περίπτωση που οποιοσδήποτε πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν προβαίνει σε αυστηρή εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη.

(3) Η χορήγηση περαιτέρω οικονομικής αποζημίωσης επιτρέπεται να αποφασίζεται βάσει συμφωνιών μεταξύ των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών ή/και των μεσαζόντων και βάσει του δικαίου που εφαρμόζεται στη μεταξύ τους συμφωνία.

Ασυνήθεις και απρόβλεπτες περιστάσεις

93. Δεν υφίσταται ευθύνη σύμφωνα με τα Κεφάλαια Β ή Γ στις περιπτώσεις που υπάρχουν ασυνήθεις και απρόβλεπτες περιστάσεις, οι οποίες εκφεύγουν του ελέγχου του μέρους που τις επικαλείται, προκειμένου να εφαρμοστούν, και των οποίων οι συνέπειες δεν θα μπορούσε να αποφευχθούν, παρ’ όλες τις προσπάθειες για το αντίθετο, ούτε όταν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεσμεύεται από άλλες νομικές υποχρεώσεις που προβλέπονται στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ - ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
Προστασία δεδομένων

94.-(1) Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα συστήματα πληρωμών και τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών επιτρέπεται, στην περίπτωση που αυτή είναι αναγκαία για την πρόληψη, τη διερεύνηση και τον εντοπισμό απάτης στον τομέα των πληρωμών.

(2) Η παροχή πληροφοριών σε άτομα σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η επεξεργασία και αποθήκευση των εν λόγω δεδομένων, καθώς και κάθε άλλη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου πραγματοποιείται σύμφωνα με τον περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμο και τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

(3) Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών έχουν πρόσβαση, επεξεργάζονται και διατηρούν τα προσωπικά δεδομένα που είναι απαραίτητα για την παροχή υπηρεσιών πληρωμών μόνο με τη ρητή συγκατάθεση του χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε - ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑΣ
Διαχείριση των κινδύνων λειτουργίας και ασφάλειας

95.-(1) Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών-

(α) Καταρτίζουν πλαίσιο με κατάλληλα μέτρα μείωσης κινδύνων και μηχανισμούς ελέγχου για τη διαχείριση των λειτουργικών κινδύνων και των κινδύνων ασφαλείας που σχετίζονται με τις υπηρεσίες πληρωμών τις οποίες παρέχουν∙ και

(β) ως μέρος του εν λόγω πλαισίου, θεσπίζουν και διατηρούν αποτελεσματικές διαδικασίες διαχείρισης συμβάντων, μεταξύ άλλων, για τον εντοπισμό και την ταξινόμηση των μειζόνων συμβάντων που άπτονται της λειτουργίας και της ασφάλειας.

(2) Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών παρέχουν στην Κεντρική Τράπεζα επί ετήσιας βάσης ή/και σε μικρότερα διαστήματα που ορίζει η Κεντρική Τράπεζα, επικαιροποιημένη και ολοκληρωμένη αξιολόγηση των κινδύνων λειτουργίας και ασφάλειας που συνδέονται με τις παρεχόμενες υπηρεσίες πληρωμών και για την επάρκεια των μέτρων μείωσης κινδύνων και των μηχανισμών ελέγχου που εφαρμόζονται για την αντιμετώπιση αυτών των κινδύνων.

Αναφορά συμβάντων

96.-(1) Σε περίπτωση μείζονος λειτουργικού συμβάντος ή συμβάντος που αφορά την ασφάλεια, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών το γνωστοποιούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στην Κεντρική Τράπεζα, ως την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών.

(2) Σε περίπτωση που το συμβάν επηρεάζει ή μπορεί να επηρεάσει τα οικονομικά συμφέροντα των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών του, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ενημερώνει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών του για το συμβάν και για όλα τα διαθέσιμα μέτρα που μπορούν να λάβουν για τη μείωση των αρνητικών επιπτώσεων του συμβάντος.

(3) Μετά τη λήψη της γνωστοποίησης που προβλέπεται στο εδάφιο (1), η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, παρέχει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τις σχετικές λεπτομέρειες του συμβάντος στην ΕΑΤ και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και, αφού αξιολογήσει τη σπουδαιότητα του συμβάντος, τις ενημερώνει αναλόγως.

(4) Η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, συνεργάζεται με την ΕΑΤ και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τους σκοπούς αξιολόγησης εκ των δύο τελευταίων αρχών της σπουδαιότητάς του, κατά το εδάφιο (1), συμβάντος για τις άλλες σχετικές ενωσιακές και εθνικές αρχές.

(5) Στην περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 96, παράγραφος 2, εδάφιο (2) της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366, λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της άμεσης ασφάλειας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

(6) Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών παρέχουν, τουλάχιστον επί ετήσιας βάσης, στατιστικά στοιχεία σχετικά με οποιαδήποτε απάτη σχετίζεται με τα διάφορα μέσα πληρωμών στην Κεντρική Τράπεζα, η οποία διαβιβάζει στην ΕΑΤ και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τα δεδομένα αυτά σε συγκεντρωτική μορφή.

Εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη

97.-(1) Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών εφαρμόζουν αυστηρή εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη, όταν ο πληρωτής-

(α) Έχει πρόσβαση στον λογαριασμό πληρωμών του διαδικτυακά·

(β) διενεργεί την έναρξη πράξης πληρωμής ηλεκτρονικά·

(γ) εκτελεί οποιαδήποτε ενέργεια, μέσω εξ αποστάσεως διαύλου, η οποία μπορεί να ενέχει κίνδυνο απάτης στον τομέα των πληρωμών ή άλλων παραβιάσεων.

(2) Αναφορικά με τη διενέργεια έναρξης πράξεων πληρωμής ηλεκτρονικά, που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1), για πράξεις ηλεκτρονικής πληρωμής εξ αποστάσεως, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών εφαρμόζουν αυστηρή εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη που περιλαμβάνει στοιχεία τα οποία συνδέουν δυναμικά τη συναλλαγή με συγκεκριμένο ποσό και συγκεκριμένο δικαιούχο.

(3) Αναφορικά με το εδάφιο (1), οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών εφαρμόζουν κατάλληλα μέτρα ασφαλείας, με σκοπό την προστασία της εμπιστευτικότητας και της ακεραιότητας των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών.

(4) Τα εδάφια (2) και (3) εφαρμόζονται όταν η έναρξη των πληρωμών διενεργείται μέσω παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, και τα εδάφια (1) και (3) εφαρμόζονται επίσης όταν οι πληροφορίες ζητούνται μέσω παρόχου υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού.

(5) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής και στον πάροχο υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού να επαφίεται στις διαδικασίες εξακρίβωσης που παρέχει ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού για τον χρήστη της υπηρεσίας πληρωμών, σύμφωνα με τα εδάφια (1) και (3), και, εφόσον εμπλέκεται ο πάροχος υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, σύμφωνα με τα εδάφια (1), (2) και (3).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ - ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ (ΕΕΔ) ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Υποβολή καταγγελιών στην Κεντρική Τράπεζα

98.-(1) Οι χρήστες υπηρεσιών πληρωμών και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, περιλαμβανομένων των ενώσεων καταναλωτών, επιτρέπεται να υποβάλλουν στην Κεντρική Τράπεζα, ως την αρμόδια αρχή, καταγγελίες, γραπτώς ή με ηλεκτρονικά μέσα, σχετικά με ισχυρισμούς για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου και/ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 924/2009, από πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.

(2) Κατά περίπτωση και χωρίς επηρεασμό του δικαιώματος προσφυγής σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή, ενημερώνει με την απάντησή της τον καταγγέλλοντα για τις προβλεπόμενες από το άρθρο 101 διαδικασίες εναλλακτικής επίλυσης διαφορών.

Αρμόδιες αρχές

99.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (1Α), η Κεντρική Τράπεζα ορίζεται ως η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας για τη διασφάλιση και την παρακολούθηση της αποτελεσματικής συμμόρφωσης με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών.

(1Α) Η Υπηρεσία ορίζεται ως η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας για τη διασφάλιση και την παρακολούθηση της αποτελεσματικής συμμόρφωσης των δικαιούχων με τις διατάξεις των άρθρων 60 και 62.

(1Β) Η Κεντρική Τράπεζα και η Υπηρεσία, ως οι αρμόδιες αρχές, συνεργάζονται μεταξύ τους, ώστε να εκπληρώνουν αποτελεσματικά τα καθήκοντά τους

(2) Χωρίς επηρεασμό των άρθρων 6(7) και (8), 23, 24 και 25, για σκοπούς εκτέλεσης των καθηκόντων της δυνάμει του εδαφίου (1), η Κεντρική Τράπεζα διαθέτει τις ακόλουθες εξουσίες:

(α) Να απαιτεί την παροχή από πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εντός προκαθορισμένης χρονικής προθεσμίας, κάθε πληροφορίας απαραίτητης για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης, διευκρινίζοντας κατά το δέον, τον σκοπό του αιτήματος∙

(β) να πραγματοποιεί επιτόπιους ελέγχους σε κάθε πάροχο υπηρεσιών πληρωμών∙

(γ) να εκδίδει συστάσεις και κατευθυντήριες γραμμές και, εφόσον ενδείκνυται, δεσμευτικές διοικητικές διατάξεις σε πάροχο υπηρεσιών πληρωμών∙

(δ) να αναστέλλει ή να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας κάθε παρόχου υπηρεσιών πληρωμών.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα και η Υπηρεσία ασκούν τις εξουσίες τους σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο-

(α)  απευθείας υπό τη δική τους εξουσία· ή

(β) υποβάλλοντας, όπου το κυπριακό δίκαιο το προνοεί, αίτηση στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την έκδοση της αναγκαίας απόφασης, περιλαμβανομένης, εφόσον ενδείκνυται, της άσκησης έφεσης στην περίπτωση ανεπιτυχούς έκβασης της αίτησης έκδοσης της αναγκαίας απόφασης.

(4) Σε περίπτωση παράβασης ή εικαζόμενης παράβασης των Μερών ΙΙΙ και IV του παρόντος Νόμου, η Κεντρική Τράπεζα είναι υπεύθυνη για τη διασφάλιση και την παρακολούθηση της αποτελεσματικής συμμόρφωσης με τον παρόντα Νόμο, όταν αποτελεί την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, εκτός αν ο εν λόγω πάροχος παρέχει υπηρεσίες πληρωμών μέσω υποκαταστήματος ή αντιπροσώπου που λειτουργεί σύμφωνα με το δικαίωμα εγκατάστασης.

(5) Το Υπουργείο Οικονομικών εκπληρώνει την υποχρέωση την οποία επιβάλλει το Άρθρο 100, παράγραφος 5 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 στη Δημοκρατία ως κράτος μέλος.

Εξουσίες Υπηρεσίας

99Α.-(1) Για σκοπούς εκτέλεσης των καθηκόντων της, δυνάμει του εδαφίου (1Α) του άρθρου 99, η Υπηρεσία δύναται να-

(α) απαιτεί, τηρουμένων των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου, την παροχή από δικαιούχο, εντός καθορισμένης χρονικής προθεσμίας, κάθε πληροφορίας απαραίτητης για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης αυτού, διευκρινίζοντας κατά το δέον, το σκοπό του αιτήματος.

(β) πραγματοποιεί, τηρουμένων των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου, επιτόπιους ελέγχους στο υποστατικό και χώρο εργασίας κάθε δικαιούχου, ώστε να εξετάζει, κατάσχει, λαμβάνει ή αποκτά αντίγραφα στοιχείων, δεδομένων ή εγγράφων, ανεξαρτήτως του μέσου αποθήκευσής τους.

(γ) διατάσσει το δικαιούχο, σε περίπτωση που κατά την κρίση της παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιεσδήποτε διατάξεις των άρθρων 60 ή/και 62, όπως τερματίσει αμέσως την παράβαση και αποφύγει την επανάληψή της στο μέλλον και, σε περίπτωση που ο δικαιούχος δεν συμμορφωθεί, η Υπηρεσία επιβάλλει ανάλογα με τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης διοικητικό πρόστιμο δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 99Β.

(δ) λαμβάνει κάθε μέτρο για την εξασφάλιση της συνεχούς συμμόρφωσης του δικαιούχου με τις διατάξεις των άρθρων 60 ή/και 62.

(2) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει, τηρουμένων των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου, όταν κληθεί από την Υπηρεσία δυνάμει του εδαφίου (1), να θέσει στη διάθεσή της πληροφορίες, έγγραφα ή στοιχεία, που κατέχει ή έχει υπό τον έλεγχό του σχετικά με δικαιούχο, καθώς και να προσέλθει στον τόπο διεξαγωγής των εργασιών της Υπηρεσίας, εάν το απαιτήσει.

(3)  Απαγορεύεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο να παρακωλύει ή παρεμποδίζει με πράξη ή παράλειψή του την Υπηρεσία κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(4) Η παροχή ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων ή εγγράφων και/ή η απόκρυψη ουσιώδους πληροφορίας από οποιαδήποτε γνωστοποίηση που υποβάλλεται στην Υπηρεσία δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, αποτελεί, εκτός από παράβαση η οποία υπόκειται σε διοικητική κύρωση κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 99Β, ποινικό αδίκημα και το πρόσωπο που διαπράττει αυτό, σε περίπτωση καταδίκης του, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Διοικητικές κυρώσεις επιβαλλόμενες από την Υπηρεσία

99Β.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία η Υπηρεσία διαπιστώνει ότι δικαιούχος ο οποίος βρίσκεται υπό την εποπτεία της, παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιεσδήποτε διατάξεις των άρθρων 60 ή/και 62, δύναται, αφού προηγουμένως ακούσει ή δώσει την ευκαιρία στο δικαιούχο ή εκπρόσωπό του να ακουστεί, προφορικά και/ή γραπτά, να επιβάλει σε αυτόν, ανάλογα με τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης,  διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000), και, σε περίπτωση συνέχισης της παράβασης, δύναται επιπρόσθετα να του επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, που δεν υπερβαίνει τα εκατό ευρώ (€100) για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης ανάλογα με τη βαρύτητα αυτής.

(2) Σε περίπτωση άρνησης ή παράλειψης πληρωμής διοικητικού προστίμου το οποίο επιβλήθηκε σε πρόσωπο δυνάμει του εδαφίου (1), η Υπηρεσία έχει εξουσία να λάβει δικαστικά μέτρα εναντίον του με σκοπό την είσπραξη του οφειλόμενου ποσού ως αστικού χρέους οφειλόμενου στη Δημοκρατία.

Επίλυση διαφορών

100.-(1) Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών θεσπίζουν και εφαρμόζουν κατάλληλες και αποτελεσματικές διαδικασίες για τη διευθέτηση των καταγγελιών των χρηστών των υπηρεσιών πληρωμών, όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα Μέρη ΙΙΙ και IV, και η Κεντρική Τράπεζα παρακολουθεί τις επιδόσεις τους σχετικά, οι δε εν λόγω διαδικασίες εφαρμόζονται στη Δημοκρατία όπου ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών προσφέρει τις υπηρεσίες πληρωμών και είναι διαθέσιμες σε επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας ή σε άλλη γλώσσα, εφόσον αυτό συμφωνηθεί μεταξύ του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών.

(2)(α) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια να απαντά, σε έγχαρτη μορφή ή, εφόσον αυτό συμφωνηθεί μεταξύ του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, σε άλλο σταθερό μέσο, στις καταγγελίες των χρηστών πληρωμών.

(β) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξετάζει όλα τα ζητήματα αναφορικά με τις καταγγελίες των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών που έχουν τεθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και δίδει απάντηση σε αυτούς, το αργότερο εντός δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών από τη λήψη της καταγγελίας.

(γ) Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εάν η απάντηση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) δεν μπορεί να δοθεί μέσα σε δεκαπέντε (15) εργάσιμες ημέρες, για λόγους που εκφεύγουν του ελέγχου του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, ο τελευταίος υποχρεούται να αποστέλλει ενδιάμεση απάντηση, αναφέροντας σαφώς τους λόγους για την καθυστέρηση στην απάντηση της καταγγελίας και προσδιορίζοντας την προθεσμία εντός της οποίας θα λάβει την τελική απάντηση ο χρήστης των υπηρεσιών πληρωμών και σε κάθε περίπτωση η προθεσμία για τη λήψη της τελικής απάντησης δεν υπερβαίνει τις τριάντα πέντε (35) εργάσιμες ημέρες.

(3) Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ενημερώνει τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών τουλάχιστον για έναν φορέα εναλλακτικής επίλυσης διαφορών που είναι αρμόδιος για την επίλυση των διαφορών σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα Μέρη ΙΙΙ και IV, προσδιορίζει τον τρόπο πρόσβασης σε περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τον εν λόγω φορέα εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, καθώς και τις προϋποθέσεις χρήσης αυτού.

(4) Οι κατά το εδάφιο (3) πληροφορίες αναφέρονται με σαφή, πλήρη και ευχερώς προσβάσιμο τρόπο στον διαδικτυακό τόπο του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, εφόσον υπάρχει, στο υποκατάστημα και στους γενικούς όρους και προϋποθέσεις της σύμβασης μεταξύ του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών.

Διαδικασίες εναλλακτικής επίλυσης διαφορών

101.-(1) Για την εναλλακτική επίλυση των διαφορών οι οποίες ανακύπτουν μεταξύ των χρηστών και των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών και αφορούν δικαιώματα και/ή υποχρεώσεις που απορρέουν από τα Μέρη ΙΙΙ και/ή IV και/ή από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 924/2004, εφαρμόζονται οι διαδικασίες που προβλέπονται στον περί της Εναλλακτικής Επίλυσης Καταναλωτικών Διαφορών Νόμο.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει ότι οι διαδικασίες εναλλακτικής επίλυσης διαφορών εφαρμόζονται επί των παροχών υπηρεσιών πληρωμών.

(3) Οι κατά το εδάφιο (1) φορείς εναλλακτικής επίλυσης διαφορών συνεργάζονται αποτελεσματικά με άλλους φορείς εναλλακτικής επίλυσης διαφορών άλλων κρατών μελών, που ορίζονται σύμφωνα με το Άρθρο 102 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366, για την επίλυση των διασυνοριακών διαφορών που αφορούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα Μέρη ΙΙΙ και IV ή, κατά περίπτωση, τις διατάξεις που θεσπίζονται από άλλο κράτος μέλος για σκοπούς ενσωμάτωσης των Τίτλων ΙΙΙ και IV της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366.

Δημοσιοποίηση των κυρώσεων

102.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να δημοσιοποιεί οποιαδήποτε διοικητική κύρωση επιβάλλει υπό την ιδιότητά της ως της αρμόδιας αρχής, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών, εκτός εάν, κατά την κρίση της, η δημοσιοποίηση αυτή ενδέχεται να διαταράξει σοβαρά τις χρηματοπιστωτικές αγορές ή να προκαλέσει δυσανάλογη ζημιά στα εμπλεκόμενα μέρη.

(2) Σε περίπτωση που δημοσιοποιημένη κατά το εδάφιο (1) απόφαση για επιβολή διοικητικών κυρώσεων προσβάλλεται με προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου, η Κεντρική Τράπεζα δημοσιεύει αμέσως τις πληροφορίες αυτές και κάθε μεταγενέστερη πληροφορία σχετική με τα αποτελέσματα της προσφυγής και δημοσιεύει και κάθε απόφαση δικαστηρίου, πρωτόδικα ή κατ’ έφεση, που ακυρώνει απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας η οποία προσβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, οι δε δημοσιεύσεις που προβλέπονται στο παρόν εδάφιο γίνονται κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο δημοσιεύεται η διοικητική κύρωση δυνάμει του εδαφίου (1).

ΜΕΡΟΣ V ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΠΡΑΞΕΙΣ
Υποχρέωση ενημέρωσης των καταναλωτών για τα δικαιώματά τους

103.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα μεριμνά, ώστε το φυλλάδιο το οποίο καταρτίζεται δυνάμει του Άρθρου 106 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 να είναι διαθέσιμο κατά τρόπο που το καθιστά εύκολα προσβάσιμο στον ιστότοπό της.

(2) Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών μεριμνούν, ώστε το φυλλάδιο το οποίο καταρτίζεται δυνάμει του Άρθρου 106 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366, να είναι διαθέσιμο κατά τρόπο που το καθιστά εύκολα προσβάσιμο στους ιστοτόπους τους, εφόσον υπάρχουν, και σε έντυπη μορφή στα υποκαταστήματά τους, στους αντιπροσώπους τους και στις οντότητες στις οποίες αναθέτουν τη διεξαγωγή δραστηριοτήτων τους.

(3) Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών δεν επιβάλλουν χρέωση στους πελάτες τους για τη διάθεση πληροφοριών δυνάμει του παρόντος άρθρου.

(4) Στην περίπτωση ατόμων με αναπηρίες, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται με άλλα κατάλληλα μέσα, ώστε οι πληροφορίες να είναι διαθέσιμες σε προσιτή μορφή.

ΜΕΡΟΣ VI ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Υποχρέωση για πλήρη εναρμόνιση

104.-(1) Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών δεν παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου εις βάρος των χρηστών των υπηρεσιών πληρωμών, εκτός εάν η δυνατότητα παρέκκλισης προβλέπεται ρητά από τον παρόντα Νόμο.

(2) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (1), οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών επιτρέπεται να αποφασίζουν να προσφέρουν ευνοϊκότερους όρους στους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών.

(3) Το Υπουργείο Οικονομικών εκπληρώνει την υποχρέωση την οποία επιβάλλει το Άρθρο 107, παράγραφος 2 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 στη Δημοκρατία ως κράτος μέλος.

Έκδοση οδηγιών

105. Χωρίς επηρεασμό των λοιπών διατάξεων του παρόντος Νόμου που προβλέπουν για την έκδοση οδηγιών, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να εκδίδει οδηγίες για τη ρύθμιση οποιουδήποτε θέματος στον παρόντα Νόμο ή/και στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 924/2009 το οποίο χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού:

Νοείται ότι, κατά την έκδοση κάθε οδηγίας, δυνάμει του παρόντος Νόμου ή/και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009, η Κεντρική Τράπεζα ενεργεί εντός του πλαισίου που καθορίζουν οι ισχύουσες στη Δημοκρατία πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Συνέχιση λειτουργίας υφιστάμενων ιδρυμάτων πληρωμών

106.-(1) Τα ιδρύματα πληρωμών τα οποία έχουν ξεκινήσει δραστηριότητες, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμου, πριν από τη 13η Ιανουαρίου 2018, επιτρέπεται να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στον εν λόγω νόμο, χωρίς να απαιτείται η λήψη άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 5(3) έως (8) ή η συμμόρφωσή τους με τις λοιπές διατάξεις που αναγράφονται ή αναφέρονται στο Μέρος ΙΙ, έως τη 13η Ιουλίου 2018.

(2) Τα ιδρύματα πληρωμών που αναφέρονται στο εδάφιο (1) υποβάλλουν όλες τις συναφείς πληροφορίες στην Κεντρική Τράπεζα, προκειμένου να εκτιμήσει, έως τη 13η Ιουλίου 2018, κατά πόσο αυτά συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του Μέρους ΙΙ και, σε αντίθετη περίπτωση, να καθορίσει τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση, ή να αποφασίσει κατά πόσο πρέπει να ανακληθεί η άδεια λειτουργίας.

(3) Τα ιδρύματα πληρωμών τα οποία, κατόπιν ελέγχου της Κεντρικής Τράπεζας, συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο Μέρος ΙΙ, λαμβάνουν άδεια λειτουργίας και καταχωρίζονται στο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 14, ενώ σε περίπτωση που τα εν λόγω ιδρύματα πληρωμών δεν συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο Μέρος ΙΙ μέχρι τη 13η Ιουλίου 2018, απαγορεύεται να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 37.

(4) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να αποφασίζει ότι τα ιδρύματα πληρωμών που αναφέρονται στα εδάφια (1) έως (3) λαμβάνουν αυτομάτως άδεια λειτουργίας και καταχωρίζονται στο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 14, εφόσον διαθέτει ήδη αποδεικτικά στοιχεία ότι τηρούνται οι απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 5(3) έως (8) και 11, και ενημερώνει τα εν λόγω ιδρύματα πληρωμών πριν από τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας.

(5) Ανεξάρτητα από τα εδάφια (1), (2) και (3), τα ιδρύματα πληρωμών στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας για την παροχή των υπηρεσιών πληρωμών που αναφέρονται στο σημείο 7 του Παραρτήματος του περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμου διατηρούν τη λειτουργία για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών πληρωμών που θεωρούνται ως υπηρεσίες πληρωμών που αναφέρονται στο σημείο 3 του Παραρτήματος Ι, εφόσον μέχρι τη 13η Ιανουαρίου 2020, η Κεντρική Τράπεζα έχει στη διάθεσή της αποδεικτικά στοιχεία ότι ικανοποιούνται οι απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7(γ) και στο άρθρο 9.

(6) Τα νομικά πρόσωπα που έχουν ασκήσει στη Δημοκρατία, πριν από τη 12η Ιανουαρίου 2016, δραστηριότητες παρόχων υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής και παρόχων υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού κατά την έννοια του παρόντος Νόμου, επιτρέπεται να συνεχίσουν να ασκούν, σύμφωνα με τον περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμο, τις ίδιες δραστηριότητες στη Δημοκρατία κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου που προβλέπεται στο άρθρο 112.

(7) Μέχρις ότου οι επιμέρους πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού συμμορφωθούν προς τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο Άρθρο 98 της Οδηγίας 2015/2366, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού δεν εκμεταλλεύονται τη μη συμμόρφωσή τους, για να αποκλείσουν ή να παρεμποδίσουν τη χρήση υπηρεσιών έναρξης πληρωμών και παροχής πληροφοριών λογαριασμού για τους λογαριασμούς που εξυπηρετούν.

Αρμόδια αρχή για την εποπτεία και εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009

107. Η Κεντρική Τράπεζα είναι η αρμόδια αρχή για την εποπτεία και εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009, η οποία ελέγχει αποτελεσματικά την τήρηση του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009 και λαμβάνει όλα τα μέτρα που απαιτούνται για τη διασφάλιση της τήρησης αυτής.

Περιορισμός ευθύνης

108. Οποιοσδήποτε σύμβουλος ή λειτουργός ή υπάλληλος της Κεντρικής Τράπεζας δεν υπέχει ευθύνη σε περίπτωση αγωγής, αίτησης ή άλλης νομικής διαδικασίας για αποζημιώσεις σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των δυνάμει του παρόντος Νόμου καθηκόντων του, εκτός εάν αποδειχθεί ότι η πράξη ή παράλειψη δεν έγινε καλή τη πίστει ή είναι αποτέλεσμα σοβαρής αμέλειας.

Πόροι για εκτέλεση καθηκόντων

109.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται με εύλογο και κοστοστρεφή τρόπο-

(α) Να καθορίζει όλα τα έξοδα που σχετίζονται με την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει των Μερών ΙΙ έως IV και/ή δυνάμει του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009, και

(β) να εκδίδει οδηγίες για τον καθορισμό και την καταβολή τέτοιων εξόδων από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών.

(2) Η Υπηρεσία δύναται με εύλογο και κοστοστρεφή τρόπο-

(α) να καθορίζει όλα τα έξοδα που σχετίζονται με την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου. και

(β) να διατάσσει την καταβολή τέτοιων εξόδων από τους δικαιούχους.

(3)(α) Σε περίπτωση άρνησης ή παράλειψης καταβολής των αναφερόμενων στο εδάφιο (1) εξόδων, η Κεντρική Τράπεζα  δύναται να λάβει δικαστικά μέτρα με σκοπό την είσπραξη αυτών ως αστικού χρέους οφειλόμενου στη Δημοκρατία.

(β) Σε περίπτωση άρνησης ή παράλειψης καταβολής των αναφερόμενων στο εδάφιο (2) εξόδων, η Υπηρεσία  δύναται να λάβει δικαστικά μέτρα με σκοπό την είσπραξη αυτών ως αστικού χρέους οφειλόμενου στη Δημοκρατία.

Γνωστοποίηση και ενημέρωση

110. Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα εκδώσει οδηγία δυνάμει του άρθρου 5(2), γνωστοποιεί στο Υπουργείο Οικονομικών τον αριθμό των οικείων φυσικών και νομικών προσώπων και το ενημερώνει, σε ετήσια βάση, σχετικά με τη συνολική αξία των πράξεων πληρωμής που έχουν εκτελεσθεί έως την 31η Δεκεμβρίου κάθε ημερολογιακού έτους, όπως αναφέρεται στο Άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο α) της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 και το Υπουργείο Οικονομικών ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και της γνωστοποιεί τα προαναφερόμενα, σύμφωνα με το άρθρο 34 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366.

Κατάργηση Νόμων

111. Με την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, οι περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμοι του 2009 και 2010 καταργούνται.

Έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου

112. Ο παρών Νόμος τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, με εξαίρεση την εφαρμογή των μέτρων ασφάλειας που αναφέρονται στα άρθρα 65, 66, 67 και 97, τα οποία τίθενται σε ισχύ εντός δεκαοκτώ (18) μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο Άρθρο 98 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι
(Άρθρα 2, 3, 5, 7, 9, 10, 11, 18, 34, 66, 67, 106 και Παράρτημα ΙΙ)
ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΠΛΗΡΩΜΩΝ
1. Υπηρεσίες που επιτρέπουν τις τοποθετήσεις μετρητών σε λογαριασμό πληρωμών, καθώς και όλες οι δραστηριότητες που απαιτούνται για την τήρηση λογαριασμού πληρωμών.
2. Υπηρεσίες που επιτρέπουν τις αναλήψεις μετρητών από λογαριασμό πληρωμών, καθώς και όλες οι δραστηριότητες που απαιτούνται για την τήρηση λογαριασμού πληρωμών.
3. Εκτέλεση πράξεων πληρωμής, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών κεφαλαίων, σε λογαριασμό πληρωμών στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του χρήστη ή σε άλλο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών-
α) Εκτέλεση άμεσων χρεώσεων, συμπεριλαμβανομένης της εφάπαξ άμεσης χρέωσης·
β) εκτέλεση πράξεων πληρωμής με κάρτα πληρωμής ή ανάλογη συσκευή·
γ) εκτέλεση μεταφορών πίστωσης, συμπεριλαμβανομένων των πάγιων εντολών.
4. Εκτέλεση πράξεων πληρωμής, όταν τα χρηματικά ποσά καλύπτονται από πιστωτικό άνοιγμα για τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών-
α) Εκτέλεση άμεσων χρεώσεων, συμπεριλαμβανομένης της εφάπαξ άμεσης χρέωσης·
β) εκτέλεση πράξεων πληρωμής με κάρτα πληρωμής ή ανάλογη συσκευή·
γ) εκτέλεση μεταφορών πίστωσης, συμπεριλαμβανομένων των πάγιων εντολών.
5. Έκδοση μέσων πληρωμής και/ή αποδοχή πράξεων πληρωμής.
6. Υπηρεσίες εμβασμάτων.
7. Υπηρεσίες εκκίνησης πληρωμής.
8. Υπηρεσίες πληροφοριών λογαριασμού.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

(Άρθρο 9)

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ
Μέθοδος Α
Τα ίδια κεφάλαια των ιδρυμάτων πληρωμών ισούνται τουλάχιστον με το 10% των πάγιων εξόδων τους κατά το προηγούμενο έτος. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να προσαρμόζουν την απαίτηση αυτή σε περίπτωση ουσιαστικής μεταβολής των δραστηριοτήτων του ιδρύματος πληρωμών σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Εάν το ίδρυμα πληρωμών δεν έχει συμπληρώσει τις δραστηριότητες ενός ολόκληρου έτους κατά την ημερομηνία υπολογισμού, η απαίτηση είναι τα ίδια κεφάλαιά του να ισοδυναμούν τουλάχιστον με το 10% των αντίστοιχων πάγιων εξόδων που προβλέπονται στο επιχειρηματικό του σχέδιο, εκτός αν οι αρμόδιες αρχές ζητήσουν αναπροσαρμογή του σχεδίου αυτού.
Μέθοδος Β
Τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος πληρωμών ισούνται τουλάχιστον με το άθροισμα των ακόλουθων στοιχείων, πολλαπλασιαζόμενο επί συντελεστή προσαύξησης k ο οποίος ορίζεται πιο κάτω, όπου ο όγκος πληρωμών (ΟΠ) αντιπροσωπεύει το ένα δωδέκατο του συνολικού ποσού πράξεων πληρωμής που εκτέλεσε το ίδρυμα πληρωμών κατά το προηγούμενο έτος:
(α) 4,0% του μεριδίου του ΟΠ έως πέντε εκατομμύρια ευρώ (€5.000.000)·
συν
(β) 2,5% του μεριδίου του ΟΠ άνω των πέντε εκατομμυρίων ευρώ (€5.000.000) έως δέκα εκατομμύρια ευρώ (€10.000.000)∙
συν
(γ) 1% του μεριδίου του ΟΠ άνω των δέκα εκατομμυρίων ευρώ (€10.000.000) έως εκατόν εκατομμύρια ευρώ (€100.000.000)∙
συν
(δ) 0,5% του μεριδίου του ΟΠ άνω των εκατόν εκατομμυρίων ευρώ (€100.000.000) έως διακόσια πενήντα εκατομμύρια ευρώ (€250.000.000) ∙
συν
(ε) 0,25% του μεριδίου του ΟΠ άνω των διακόσιων πενήντα εκατομμυρίων ευρώ (€250.000.000).
Μέθοδος Γ
Τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος πληρωμών ισούνται τουλάχιστον με τον σχετικό δείκτη που ορίζεται στο στοιχείο α) πολλαπλασιαζόμενο επί τον πολλαπλασιαστικό συντελεστή που ορίζεται στο στοιχείο β) και επί τον συντελεστή προσαύξησης k ο οποίος ορίζεται πιο κάτω.
(α) Ο σχετικός δείκτης είναι το άθροισμα των εξής-

(i) Εισόδημα από τόκους∙

(ii) τόκοι έξοδα·

(iii)προμήθειες και τέλη εισπρακτέα· και

(iv) άλλα έσοδα εκμετάλλευσης.

Κάθε στοιχείο περιλαμβάνεται στο άθροισμα με το πρόσημό του, θετικό ή αρνητικό. Έσοδα από έκτακτα ή μη τακτικά στοιχεία δε χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του σχετικού δείκτη. Οι δαπάνες για την εξωτερική ανάθεση υπηρεσιών σε τρίτους επιτρέπεται να μειώνουν τον κατάλληλο δείκτη, αν καταβάλλονται σε επιχειρήσεις που εποπτεύονται υπό την έννοια της παρούσας οδηγίας. Ο σχετικός δείκτης υπολογίζεται με βάση τις τελευταίες δωδεκάμηνες παρατηρήσεις στο τέλος της τελευταίας διαχειριστικής χρήσης. Ο σχετικός δείκτης υπολογίζεται βάσει του τελευταίου οικονομικού έτους.  Τα ίδια κεφάλαια που υπολογίζονται με τη μέθοδο Γ δεν πρέπει να είναι μικρότερα του 80% του μέσου όρου των τριών (3) τελευταίων οικονομικών ετών για τον σχετικό δείκτη. Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν ελεγμένα στοιχεία, επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται επιχειρηματικές εκτιμήσεις.
(β) Ο πολλαπλασιαστικός συντελεστής είναι-

(i) 10% του μεριδίου του σχετικού δείκτη έως δύο  εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€2.500.000),

(ii) 8% του μεριδίου του σχετικού δείκτη από δύο  εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€2.500.000) έως πέντε εκατομμύρια ευρώ (€5.000.000),

(iii) 6% του μεριδίου του σχετικού δείκτη από πέντε εκατομμύρια ευρώ (€5.000.000) έως είκοσι πέντε εκατομμύρια ευρώ (€25.000.000),

(iv) 3% του μεριδίου του σχετικού δείκτη από είκοσι πέντε  εκατομμύρια ευρώ (€25.000.000) έως πενήντα εκατομμύρια ευρώ (€50.000.000),

(v) 1,5% άνω των πενήντα εκατομμυρίων ευρώ (€50.000.000).

Συντελεστής προσαύξησης

Ο συντελεστής προσαύξησης k που χρησιμοποιείται στις μεθόδους Β και Γ είναι-

(α) 0,5, σε περίπτωση που το ίδρυμα πληρωμών παρέχει μόνο την υπηρεσία πληρωμών του σημείου 6 του Παραρτήματος Ι∙
(β) 1, σε περίπτωση που το ίδρυμα πληρωμών παρέχει οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες πληρωμών όπως αναφέρονται σε οποιοδήποτε από τα σημεία 1 έως 5 του Παραρτήματος Ι.