6.-(1) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποφασίζει να αποκτήσει ή να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή κατά την έννοια του Άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 36) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ίδρυμα πληρωμών του οποίου η Δημοκρατία συνιστά κράτος μέλος προέλευσης, ούτως ώστε η αναλογία των μεριδίων κεφαλαίων ή των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει να ανέρχεται ή να υπερβαίνει το είκοσι τοις εκατόν (20%), το τριάντα τοις εκατόν (30%) ή το πενήντα τοις εκατόν (50%) ή ώστε το ίδρυμα πληρωμών να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση, ενημερώνει γραπτώς και εκ των προτέρων την Κεντρική Τράπεζα σχετικά με την πρόθεσή του.
(2) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποφασίζει να πάψει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή, κατά την έννοια του Άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 36) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σε ίδρυμα πληρωμών του οποίου η Δημοκρατία συνιστά κράτος μέλος προέλευσης ή να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, ούτως ώστε η αναλογία των μεριδίων κεφαλαίων ή των δικαιωμάτων ψήφου να μειωθεί κάτω του είκοσι τοις εκατόν (20%), του τριάντα τοις εκατόν (30%) ή του πενήντα τοις εκατόν (50%) ή ώστε το ίδρυμα πληρωμών να πάψει να είναι θυγατρική του επιχείρηση, ενημερώνει γραπτώς και εκ των προτέρων την Κεντρική Τράπεζα σχετικά με την πρόθεσή του.
(3) Ο υποψήφιος αγοραστής ειδικής συμμετοχής παρέχει στην Κεντρική Τράπεζα πληροφορίες οι οποίες αναφέρουν το μέγεθος της συμμετοχής που προτίθεται να αποκτήσει και σχετικές πληροφορίες, όπως αναφέρεται στο άρθρο 17Α(4) του περί Εργασιών Πιστωτικών ιδρυμάτων Νόμου.
(4) Σε περίπτωση που η επιρροή ενός υποψήφιου αγοραστή, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (3), είναι πιθανό να αποβεί εις βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του ιδρύματος πληρωμών, η Κεντρική Τράπεζα εκφράζει την αντίθεσή της και επιπρόσθετα δύναται να λαμβάνει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:
(α) Αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές ή δικαιώματα ψήφου που κατέχει το εν λόγω πρόσωπο∙
(β) έκδοση διαταγής δυνάμει της οποίας η διάθεση, η υπογραφή συμφωνίας διάθεσης, η πώληση, η ανταλλαγή, η μίσθωση, η μεταβίβαση, η δωρεά και εν γένει η αποξένωση των μετοχών του ιδρύματος πληρωμών είναι άκυρες.
(γ) απαγόρευση απόκτησης, περιλαμβανομένης απόκτησης διά δωρεάς ή μέσω άσκησης δικαιωμάτων αγοράς, μετοχών του ιδρύματος πληρωμών∙
(δ) απαγόρευση διενέργειας οποιωνδήποτε πληρωμών από το ίδρυμα πληρωμών που απορρέουν από μετοχές, εξαιρουμένης της περίπτωσης διάλυσης του ιδρύματος πληρωμών.
(5)(α) Σε περίπτωση φυσικού ή νομικού προσώπου που παραβαίνει την κατά το παρόν άρθρο υποχρέωση εκ των προτέρων γνωστοποίησης, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να λαμβάνει εναντίον του οποιοδήποτε από τα μέτρα που προβλέπονται στο εδάφιο (4), ορίζοντας τη χρονική διάρκεια της ισχύος του μέτρου ή ότι το μέτρο ισχύει μέχρι την ανάκλησή του από την Κεντρική Τράπεζα.
(β) Το ίδρυμα πληρωμών υποχρεούται να γνωστοποιεί, σύμφωνα με το άρθρο 16, οποιαδήποτε μεταβολή επηρεάζει την ακρίβεια των στοιχείων που έχει υποβάλει στην Κεντρική Τράπεζα σχετικά με την ταυτότητα των προσώπων που έχουν άμεσα ή έμμεσα έλεγχο σε αυτό.
(6) Σε περίπτωση απόκτησης συμμετοχής παρά την αντίθεση της Κεντρικής Τράπεζας, η Κεντρική Τράπεζα ανεξαρτήτως των άλλων κυρώσεων που πρόκειται να επιβληθούν, προβλέπει αναστολή της άσκησης των αντίστοιχων δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές ή δικαιώματα ψήφου που κατέχει ο αποκτήσας τη συμμετοχή, ακυρότητα των εν λόγω ψήφων ή δυνατότητα ακύρωσης των σχετικών ψήφων.
(7) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των εδαφίων (5) και (6), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 25, επί προσώπου το οποίο παραβαίνει την κατά το παρόν άρθρο υποχρέωση της εκ των προτέρων γνωστοποίησης, καθώς και επί προσώπου το οποίο αποκτά συμμετοχή παρά την αντίθεση της Κεντρικής Τράπεζας.
(8) Σε περίπτωση νομικού προσώπου που παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, το άρθρο 25(2) εφαρμόζεται επί οποιουδήποτε μέλους των διοικητικών, διευθυντικών, εποπτικών ή ελεγκτικών οργάνων του εν λόγω νομικού προσώπου.