13.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ανακαλέσει άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών, μόνο αν το ίδρυμα πληρωμών-
(α) Δεν έχει κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός δώδεκα (12) μηνών, παραιτήθηκε ρητώς από αυτήν ή έπαυσε να ασκεί τη δραστηριότητά του για περίοδο μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών, εκτός αν η Κεντρική Τράπεζα έχει θέσει ως προϋπόθεση στην άδεια λειτουργίας του ότι στις περιπτώσεις αυτές η άδεια λειτουργίας παύει να ισχύει αυτόματα∙ ή
(β) απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιοδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο∙ ή
(γ) δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας ή παραλείπει να ενημερώσει την Κεντρική Τράπεζα σχετικά με σημαντικές εξελίξεις ως προς το θέμα αυτό∙ ή
(δ) θα αποτελούσε απειλή για τη σταθερότητα ή την εμπιστοσύνη στο σύστημα πληρωμών, αν συνέχιζε τις σχετικές με τις υπηρεσίες πληρωμών εργασίες του∙ ή
(ε) εμπίπτει σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση ανάκλησης άδειας λειτουργίας που προβλέπεται στο κυπριακό δίκαιο.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα αιτιολογεί κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας και την κοινοποιεί στους ενδιαφερομένους.
(3) Σε περίπτωση που Κεντρική Τράπεζα ανακαλεί την άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών, ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, ενημερώνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, με οποιοδήποτε μέσο κρίνει κατάλληλο, τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών.
(4) Η Κεντρική Τράπεζα δημοσιοποιεί στο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 14 κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας και κάθε ανάκληση εξαίρεσης που χορηγήθηκε δυνάμει του άρθρου 5(2) ή του άρθρου 34.
(5) Η Κεντρική Τράπεζα κοινοποιεί στην ΕΑΤ τους λόγους για την ανάκληση οποιασδήποτε άδειας λειτουργίας ή για την ανάκληση εξαίρεσης που χορηγήθηκε δυνάμει του άρθρου 5(2) ή του άρθρου 34.